ΕΛ ΣΙΝΤ: Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

Το έτος 1040 ή 1043 είδε το φως της ζωής ο Ροντρίγκο Ντίαθ ντε Βιβάρ. Το ταπεινό Βιβάρ (ή Μπιμπάρ) τότε ήταν ένας ασήμαντος οικισμός με ελάχιστους κατοίκους, ένα οικογενειακό φέουδο 9 περίπου χλμ. από το Μπούργκος (Burgos) της Βόρειας Ισπανίας, που υπήρξε πρωτεύουσα του μεσαιωνικού Βασιλείου της Καστίγια. Η ταπεινή και φτωχή αυτή περιοχή, που την μάστιζαν δυνατοί άνεμοι απογυμνώνοντάς την από κάθε ίχνος δένδρου, υπήρξε η γενέτειρα του φοβερού άνδρα που έμεινε στην Ιστορία ως Ελ Σιντ, δηλαδή "ο Λόρδος" ή "ο Επικυρίαρχος" (από το αραβικό Σαΐντ).

Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΚΡΑΪΠΕ

Λίγους μόλις μήνες πριν την οριστική αναχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής από την Ελλάδα, μια ομάδα ριψοκίνδυνων ανδρών τερμάτισε άδοξα την σταδιοδρομία του ήρωα της πολιορκίας του Λένινγκραντ και διακεκριμένου στις αιματηρές μάχες του Στάλινγκραντ και της Κριμαίας, ταξίαρχου Κράιπε.


Η είδηση της απαγωγής του, στις 26 Απριλίου 1944, έπεσε ως ‘κεραυνός εν αιθρία’ στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής της Κρήτης και το Γερμανικό Επιτελείο του Βερολίνου, συγκλονίζοντας ακόμη και τον ίδιο τον Χίτλερ. Ο Κράιπε (Karl Heinrich Georg Ferdinand Kreipe) ήταν ένας ζωντανός θρύλος για τους πολεμιστές της Wehrmacht, έχοντας παρασημοφορηθεί πάμπολλες φορές στην μακρόχρονη υπηρεσία του στο στράτευμα από την εποχή ακόμη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τραγική ειρωνεία, ο εμπειροπόλεμος ταξίαρχος Κράιπε απήχθη ανήμερα της κοινοποίησης της προαγωγής του σε υποστράτηγο, στα πλαίσια της ανάληψης των νέων του καθηκόντων ως ανώτατος διοικητής της Μεγαλονήσου, 1.200 χιλιόμετρα μακριά από το πλησιέστερο μέτωπο! Φαίνεται πως ήταν της μοίρας γραφτό ο πόλεμος να τελειώσει κατ’ αυτόν τον τρόπο για έναν άνδρα, που πάμπολλες φορές σκόρπισε τον τρόμο στους αντιπάλους του, και μάλιστα κατά την διάρκεια μιας μετάθεσης που θεωρείτο ευνοϊκή. Γιατί ο Κράιπε είχε έρθει στην Κρήτη μόλις δύο μήνες και δύο μέρες πριν την απαγωγή του, σε αντικατάσταση του στρατηγού Μύλερ (Friedrich Wilhelm Müller), προκειμένου να ξεκουραστεί από τις αδιάκοπες παρουσίες του στην πρώτη γραμμή του Ανατολικού Μετώπου.

Το αρχικό σχέδιο των Βρετανών προέβλεπε την απαγωγή του Μύλερ, που είχε προ πολλού καταφέρει να ξεσηκώσει θύελλα αντίδρασης στα συμμαχικά κλιμάκια εξαιτίας των εγκλημάτων του σε βάρος του άμαχου πληθυσμού του ηρωικού κρητικού λαού. Η ενδιάμεση απρόβλεπτη αντικατάστασή του από τον Κράιπε δεν πτόησε τους Βρετανούς, εφόσον έτσι κι αλλιώς στόχος τους ήταν η εξύψωση του ηθικού των μελών της ντόπιας αντίστασης και του λαού, με ταυτόχρονη προσβολή του ηθικού των δυνάμεων κατοχής της Κρήτης.



Ο φόρος αίματος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών για την κατάληψη της Μεγαλονήσου υπήρξε βαρύς. Εδώ, κάποιοι τυχεροί που επέζησαν κοιτούν με δέος τους πρόχειρους τάφους των συναδέλφων τους, μόνιμα πλέον σκεπασμένους από την αφιλόξενη για τους εισβολείς κρητική γη.


Ως κατοικία του στρατηγού Κράιπε είχε επιλεγεί η βίλα ‘Αριάδνη’, απέναντι από τα ερείπια της αρχαίας Κνωσσού, πέντε περίπου χιλιόμετρα από το Ηράκλειο. Η βίλα είχε χτιστεί από τον ίδιο τον Άγγλο αρχαιολόγο Έβανς (Arthur Evans), που διενήργησε τις ανασκαφές για το ανάκτορο του βασιλιά Μίνωα. Για συμβολικούς λόγους ο Έβανς τότε είχε χαρίσει στην βίλα το όνομα της κόρης του μυθικού βασιλιά. Στην μικρή κωμόπολη Άνω Αρχάνες, σε απόσταση 17 περίπου χιλιομέτρων από την βίλα, βρισκόταν το στρατηγείο του Κράιπε. Κατά την συνήθειά του, ο στρατηγός πήγαινε καθημερινά στο στρατηγείο του και επέστρεφε σπίτι του λίγο πριν τις 9 το βράδυ. Κατά την διάρκεια αυτής ακριβώς της καθημερινής διαδρομής του Κράιπε κρίθηκε σκόπιμο να εκτελεστεί το παράτολμο εγχείρημα της απαγωγής του.

ΕΝΑ ΠΛΩΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ

Μετά την κατάκτηση της Μεγαλονήσου το 1941, οι Γερμανοί φρόντισαν να την μετατρέψουν σε μια από τις πλέον ισχυρές πολεμικές βάσεις τους, εξαιτίας της στρατηγικής θέσης που κατείχε στην Μεσόγειο. Από την στιγμή που η κατάληψη της Μάλτας ακόμη εκκρεμούσε, τα λιμάνια της Κρήτης ήταν τα μόνα που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την μεταφορά πολεμοφοδίων προς τις δυνάμεις του Afrika Korps στην Βόρεια Αφρική και ταυτόχρονα ν’ αποτελέσουν σημεία ανάσχεσης της ναυτικής κυριαρχίας των Βρετανών στο νότιο Αιγαίο. Για τον λόγο αυτό οι Γερμανοί επέδειξαν ιδιαίτερη σπουδή στην οργάνωση των οχυρωματικών έργων και την μεταφορά ειδικών μονάδων στο νησί, ώστε να καταστεί σύντομα ένα πραγματικό φρούριο (Festung Kreta).

Την 10η Ιανουαρίου 1942, η μέχρι πρότινος τοποθετημένη στην Θράκη 164η Μεραρχία Πεζικού είχε ολοκληρώσει την εγκατάσταση όλων των τμημάτων της στο νησί και μετονομάστηκε σε Φρουριακή Μεραρχία Κρήτη (Festungs Division Kreta -FDK). Στα μέσα του μήνα συγκροτήθηκε η 1η Ταξιαρχία Κρήτη (1. Festungs Brigade Kreta) και την 20η Ιουλίου μεταφέρθηκε στην Μεγαλόνησο η 2η Ταξιαρχία Κρήτη με έδρα τα Χανιά, που πλέον δεν έφερε αρίθμηση, επειδή η 1η Ταξιαρχία έλαβε εντολή να μετατεθεί στην Κροατία. Τον Αύγουστο η FDK μεταφέρθηκε στην Βόρεια Αφρική, αλλά ήδη από τον Ιούλιο είχε καταφτάσει στην Κρήτη η 22η Μεραρχία Πεζικού από το Ανατολικό Μέτωπο (Σεβαστούπολη – Κριμαία). Αυτή η μονάδα αρχικά ονομαζόταν 22η Αερ/μενη Μεραρχία (22. Luftlande Division) και σε συνδυασμό με την 7η Αερ/μενη Μεραρχία έλαβε μέρος στην εισβολή κατά της Ολλανδίας το 1940. Δεν συμμετείχε στην κατάληψη της Κρήτης (την αντικατέστησε η 5η Ορεινή Μεραρχία), γιατί ανέλαβε την φύλαξη των πετρελαιοπηγών του Πλοέστι της Ρουμανίας.


Ο Μανώλης Πατεράκης με υποπολυβόλο Μέρλιν.


Διοικητής της 22ης ΜΠ στην Ελλάδα ανέλαβε ο αντιστράτηγος Μύλερ. Ως ανώτατος στρατιωτικός διοικητής του ‘Φρουρίου Κρήτη’ από τις 15 Οκτωβρίου 1942 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1943 υπήρξε ο στρατηγός της Luftwaffe Μπρόγερ (Bruno Bräuer), οπότε και παρέδωσε την γενική διοίκηση στον Μύλερ. Ο Κράιπε ανέλαβε την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση της Κρήτης στις 24 Φεβρουαρίου 1944. Τώρα η Φρουριακή Ταξιαρχία είχε επανδρωθεί κατάλληλα, ώστε να σχηματιστεί η 133η Φρουριακή Μεραρχία. Επίσης, όσοι Ιταλοί των Μεραρχιών Λέτσε και Σιένα, που μέχρι πρότινος διοικούνταν από τον στρατηγό Κάρτα (Angelo Karta), παρέμειναν πιστοί στον Άξονα, εντάχθηκαν στους γερμανικούς σχηματισμούς.

Παράλληλα, οι Γερμανοί ανέπτυξαν ένα εκτεταμένο δίκτυο αντικατασκοπίας προκειμένου ν’ αντιμετωπιστεί η δράση πάμπολλων αντιστασιακών οργανώσεων, που δρούσαν αυτόνομα ή σε συνεργασία με τις κατευθυνόμενες από το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής ομάδες Βρετανών αξιωματικών. Πολλοί από αυτούς τους άνδρες είχαν λάβει μέρος στην άμυνα του νησιού το 1941 και απλά παρέμειναν κρυμμένοι στα δάση και τα βουνά ή στις κωμοπόλεις και τα χωριά, μεταμφιεσμένοι σε ντόπιους. Στην πορεία, κατέφτασαν αρκετοί νέοι, είτε μέσω αποβατικών ενεργειών στις νότιες ερημικές παραλίες, είτε μέσω ρίψεων με αλεξίπτωτο. Έτσι, το Κάιρο ήταν πάντα ενήμερο για τις κινήσεις του εχθρού, αφού καθημερινά ελάμβανε μέσω ασυρμάτου τις αναγκαίες πληροφορίες, αλλά και διενεργούνταν επιτυχώς δολιοφθορές σε αποθήκες και εγκαταστάσεις του, ώστε να παρακωλύεται η ομαλή λειτουργία των δυνάμεων κατοχής σε μια από τις κρισιμότερες φάσεις του πολέμου. Συχνά μάλιστα η οργανωμένη αντίσταση φυγάδευε εκτός του συμμαχικού προσωπικού και Κρητικούς ή άλλους Έλληνες, που επιθυμούσαν να καταταγούν στις μονάδες του Ελεύθερου Ελληνικού Στρατού στην Μέση Ανατολή, αλλά και λιποτάκτες από τις τάξεις του Άξονα (συνήθως Ιταλούς).

Ενόψει αυτών, η αντίδραση των δυνάμεων κατοχής σε βάρος της ζωής και της περιουσίας των ντόπιων υπήρξε σκληρή και βάναυση. Ιδίως οι Γερμανοί, των οποίων οι θυσίες σε έμψυχο υλικό κατά την αεραποβατική τους προσπάθεια να καταλάβουν την Κρήτη υπήρξαν οδυνηρότατες, ποτέ δεν συγχώρεσαν τον υπερήφανο κρητικό λαό για το πνεύμα αντίστασης που επέδειξε. Τους βομβαρδισμούς διαδέχτηκαν οι ομαδικές εκτελέσεις, οι πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών και ο θάνατος όσων οδηγήθηκαν σε εξαντλητικά καταναγκαστικά έργα. Οι απηνείς διώξεις και τα εγκλήματα, με κύριους εμπνευστές τους Μπρόγερ και Μύλερ, συνεχίστηκαν σε όλη την διάρκεια της κατοχής προκαλώντας έναν ποταμό αίματος. Η σκληρότητα ιδίως του τελευταίου, για την οποία χαρακτηριστικά ονομάστηκε ‘χασάπης της Κρήτης’, προκάλεσε έντονη την ανησυχία των Συμμάχων σχετικά με το μέλλον του πληθυσμού της Μεγαλονήσου. Η στάση του έγινε περισσότερο απεχθής και απάνθρωπη, όταν τον Σεπτέμβριο του 1943 η κυβέρνηση του στρατηγού Μπαντόλιο συνθηκολόγησε με τους Συμμάχους. Σαν συνέπεια αυτού οι ιταλικές δυνάμεις της Κρήτης παραδόθηκαν στους Γερμανούς, εκτός από ορισμένους αμετανόητους φασίστες, που προτίμησαν να συνεχίσουν τον πόλεμο στο πλευρό τους.

Όταν στις 16 εκείνου του Σεπτεμβρίου ο ανώτατος διοικητής των ιταλικών δυνάμεων κατοχής στην Κρήτη, στρατηγός Κάρτα, φυγαδεύτηκε οικειοθελώς στο Κάιρο (παίρνοντας μάλιστα μαζί του αρκετά πολύτιμα για την άμυνα του νησιού έγγραφα και χάρτες), η αντίδραση του Μύλερ υπήρξε τερατώδης. Το γεγονός αυτό τελικά πυροδότησε την επιθυμία του Βρετανού ταγματάρχη Φέρμορ (Patrick Michael Leigh Fermor, γνωστός και ως ‘Paddy’ ή ‘Φιλεντέμ’, επειδή αγαπούσε ιδιαίτερα το κρητικό τραγούδι με τον χαρακτηριστικό σκοπό) -που την εποχή εκείνη βρισκόταν στο Κάιρο ως συνοδός του στρατηγού Κάρτα και ήδη διατελούσε ως σύνδεσμος αξιωματικός του εκεί συμμαχικού στρατηγείου με τις αντάρτικες ομάδες της Μεγαλονήσου- να ξαναθέσει στη κρίση των προϊσταμένων του την παλιά του ιδέα της απαγωγής του Μύλερ και της μεταφοράς του στο Κάιρο. Πριν τρεις μήνες η σκέψη αυτή είχε απορριφθεί. Αλλά τώρα το Λονδίνο έδινε τις ‘ευλογίες’ του. Μοναδική αγωνία όλων ήταν η επιχείρηση να εκτελεστεί κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να μην ενοχοποιηθούν εκ των υστέρων οι ντόπιοι και προκαλέσουν την οργή των Γερμανών. Κατά τα άλλα, ο Φέρμορ εξουσιοδοτείτο εν λευκώ να οργανώσει με απόλυτη ελευθερία κινήσεων το όλο εγχείρημα.

Ο ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Οι πιθανότητες επιτυχίας του Φέρμορ εμφανίζονταν ενισχυμένες, δεδομένου ότι γνώριζε την ελληνική γλώσσα και την ενδοχώρα του νησιού πολύ καλά. Ο Φέρμορ είχε ήδη αρκετή εμπειρία σχετικά με την Ελλάδα και την νοοτροπία των κατοίκων της, αφού κατά στο αλβανικό μέτωπο είχε διατελέσει αξιωματικός σύνδεσμος των Βρετανών με τα μαχόμενα κατά των Ιταλών ελληνικά τμήματα και κατόπιν έλαβε μέρος στην ηρωική μάχη της Κρήτης. Τα μέλη των κρητικών αντιστασιακών οργανώσεων, πάλι, τον γνώριζαν αρκετά, ώστε να τον εμπιστεύονται τυφλά. Πραγματικά, δεν θα μπορούσε να βρεθεί κανένας πιο κατάλληλος για ν’ αναλάβει την αρχηγία των καταδρομέων σε τούτη την επικίνδυνη αποστολή.

Ο Φέρμορ άρχισε με πολύ προσοχή να συνθέτει την ομάδα κρούσης, λαμβάνοντας αυστηρά υπόψιν του τις ιδιαίτερες ικανότητες του καθενός. Ο Βρετανός λοχαγός Μος (Ivan William Stanley Moss, αργότερα γνωστός με το ψευδώνυμο Billy), εκτός από θάρρος και εμπειρία στις καταδρομικές επιχειρήσεις που διέθετε, γνώριζε αρκετές γλώσσες και είχε εξαιρετικές ικανότητες στην οδήγηση. Ο χωροφύλακας Μανώλης Πατεράκης, μέλος της τοπικής αντίστασης, γνώριζε άπταιστα τα μονοπάτια και τα βουνά της Κρήτης, όπως και ο ανθυπολοχαγός Γιώργος Τυράκης από την Σάτα (γνωστός στην περιοχή ως Τυρογιώργης). Και οι δύο αυτοί Κρήτες είχαν εκπαιδευτεί στα σαμποτάζ στην Μέση Ανατολή (Χάιφα) και στο Tara του Καΐρου. Οι τέσσερις άνδρες θα ρίχνονταν με αλεξίπτωτα σε ελεγχόμενη από αντάρτες περιοχή και θα διενεργούσαν πολυήμερη αναγνώριση στην περιοχή του Ηρακλείου, ώστε ν’ αποκομίσουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα και τα ωράρια των Γερμανών, καθώς επίσης να καθορίσουν το δρομολόγιο και το σημείο διαφυγής της ομάδας μετά το πέρας της αποστολής.



Η ομάδα που διενήργησε την απαγωγή βαδίζει στα χιονισμένα βουνά. Δεύτερος μπροστά διακρίνεται ο στρατηγός Κράιπε.

Αλλά πρώτα μεταφέρθηκαν σε εκπαιδευτικό κέντρο αλεξιπτωτιστών στην Χάιφα της Παλαιστίνης για ν’ αποκτήσουν ανάλογη εμπειρία. Στην συνέχεια επέστρεψαν στο Κάιρο. Τότε ο Πατεράκης εισηγήθηκε να συμπεριληφθούν στην ομάδα ακόμη τρεις Έλληνες ειδικοί στα σαμποτάζ: ο Γρηγόρης Χναράκης, ο Αντώνης Παπαλεωνίδας και ο χωροφύλακας Αντώνης Ζωιδάκης –όλοι εκπαιδευμένοι στην Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων (Special Operation Executive -SOE) Καΐρου, στον επιχειρησιακό κλάδο για την Ελλάδα, το Αιγαίο και την Βουλγαρία (Advance Force 133). Μετά το πέρας των προετοιμασιών, ο Φέρμορ μαζί με την αρχική ομάδα στάλθηκε μέσω Βεγγάζης στο Μπρίντεζι της Ιταλίας, ώστε λαμβάνοντας μέρος σε σύντομες καταδρομικές αποστολές να εξασκήσουν τις γνώσεις τους.

Στις 4 Φεβρουαρίου 1944 ένα αεροσκάφος τύπου Wellington απογειώθηκε από την Μπάρντια της Λιβύης με κατεύθυνση το οροπέδιο Ομαλού, σαράντα πέντε χιλιόμετρα από την πόλη του Λασιθίου. Μέσα του είχαν λάβει θέσεις για ρίψη με αλεξίπτωτα η ομάδα των τεσσάρων κομάντος, δηλαδή ο Φέρμορ, ο Μος, ο Πατεράκης και ο Τυράκης. Προς τούτο είχε έγκαιρα ειδοποιηθεί ο Βρετανός λοχαγός Ρέντελ (Alexanger Rendel), που με το ψευδώνυμο ‘Αλέξης’ εκείνη την περίοδο εκτελούσε χρέη αξιωματικού συνδέσμου των ανταρτών του Λασιθίου με το επιτελείο του Καΐρου, να βρίσκεται στην τοποθεσία ‘Καθαρόν’ μεταξύ των χωριών Κριτσά και Τάπες. Σε βοήθειά του είχαν προστρέξει οι πατριώτες Μανώλης Αγγελάκης, Χρήστος Ζαμπετάκης από το Καμινάκι και Γιάννης Σταυρακάκης. Ωστόσο, μια ξαφνική επιδείνωση του καιρού επέτρεψε μόνο την προσεδάφιση του Φέρμορ.

Ακολούθησαν δώδεκα ακόμη αποτυχημένες προσπάθειες, μέχρι τελικά στις 22 Μαρτίου να καταφέρουν οι υπόλοιποι τρεις να ριφθούν με τα αλεξίπτωτά τους. Κι αυτό γιατί οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες από την μια και οι συνεχείς κινήσεις των Γερμανών από την άλλη δεν άφηναν κανένα περιθώριο. Οι επίμονες αυτές προσπάθειες, άλλωστε, είχαν γίνει αντιληπτές από τον εχθρό, που έσπευσε αμέσως να διαπιστώσει τι συνέβαινε. Οι Γερμανοί φαντάζονταν ότι επρόκειτο για αλλεπάλληλες ρίψεις καταδρομικών μονάδων και τοποθέτησαν στην περιοχή του οροπεδίου ισχυρές δυνάμεις, καθιστώντας την παρουσία του Φέρμορ και των άλλων πατριωτών σε κίνδυνο. Αποφασίστηκε λοιπόν να μεταφερθούν όλοι σε κάποιο ασφαλέστερο κρησφύγετο, στην περιοχή Μάλες, αφού πρώτα ειδοποίησαν με ασύρματο τις υπηρεσίες του Καΐρου να οργανώσουν την προώθηση των υπολοίπων μέσω πλοίου. Πράγματι, την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου είχαν διενεργηθεί δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες αποβίβασης των κομάντος σε συμφωνηθέν σημείο των νοτίων ακτών του νησιού.

ΣΤΗΝ ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΓΗ

Τελικά η αποβίβαση έγινε την νύχτα της 3ης προς 4η Μαρτίου, στην ερημική περιοχή Αλυκές, νότια του νομού Ηρακλείου. Το ρίσκο ήταν μεγάλο, γιατί σε απόσταση χιλίων περίπου μέτρων δεξιά και αριστερά οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει φυλάκια και ακταιωροί περιπολούσαν διαρκώς. Το σημείο που η βενζινάκατος θα προσέγγιζε βρισκόταν σε έναν όρμο σχεδόν απρόσιτο από την ενδοχώρα και η θαλάσσια ζώνη που τον περιέκλειε ήταν διάσπαρτη από νάρκες. Παρ’ όλα αυτά ο Φέρμορ, βοηθούμενος από τον Ρέντελ, τον καπετάν ‘Κονιό’, τον Κίμωνα Ζωγραφάκη και τους άνδρες του αντάρτη καπετάνιου Γιάννη Κατσιά, υποδέχθηκε τους αποβιβαζόμενους βοηθώντας να περισώσουν τον οπλισμό και τα άλλα εφόδια. Κατόπιν η βενζινάκατος γλίστρησε στα ταραγμένα νερά της επιστροφής στην Μέση Ανατολή, έχοντας ως επιβάτες κάποιους Κρήτες καταζητούμενους και τέσσερις Αυστριακούς λιποτάκτες που υπηρετούσαν στην Wehrmacht.

Μια ακόμη φωτογραφία με κάποιους από τους ήρωες της απαγωγής. Από αριστερά στην πρώτη σειρά διακρίνονται καθιστοί οι Στρατής Σαβιολής, Λη Φέρμορ, Στάνλεϋ Μος και όρθιοι οι Γρηγόρης Χναράκης, Μανώλης Πατεράκης, Λεωνίδας Παπαλεωνίδας, Γιώργος Τυράκης, Νίκος Κόμης.


Στον δρόμο προς την σπηλιά, που σύμφωνα με υπόδειξη του Ζωγραφάκη θα αποτελούσε το πρώτο τους κρησφύγετο, ο Φέρμορ ενημέρωσε τον Μος για το γεγονός της αντικατάστασης του Μύλερ, τονίζοντας ασφαλώς πως η αποστολή θα εκτελείτο οπωσδήποτε, έστω σε βάρος κάποιου άλλου στρατηγού. Ο Μος συμφώνησε λυπημένος που χανόταν η ευκαιρία να τιμωρηθεί επιτέλους ο απάνθρωπος Μύλερ, επειδή κατανοούσε την σημασία της αποστολής. Το σημαντικότερο ήταν να πετύχουν ένα πλήγμα στην ψυχολογία του εχθρού. Γύρω στις 4.00 τα χαράματα έφτασαν κατάκοποι στην σπηλιά, μετά από πορεία πέντε ωρών. Αφού επανέκτησαν τις δυνάμεις τους, ξεκίνησαν πάλι την νυχτερινή τους πορεία προς τα βόρεια του νησιού, και τα ξημερώματα της 7ης Απριλίου έφτασαν στο χωριό Κασταμονίτσα, αφού προηγουμένως ο καπετάν Κατσιάς με τα παλικάρια του αποχώρησαν για την περιοχή του Ρεθύμνου και ο λοχαγός Ρέντελ με τους δικούς του για τα βουνά του Λασιθίου. Στο χωριό η ομάδα του Φέρμορ φιλοξενήθηκε από τον Ζωγραφάκη στο σπίτι του. Η οικογένειά του ήξερε ν’ αψηφά τους κινδύνους και ν΄ αντιμετωπίζει με θάρρος κάθε ρίσκο προκειμένου να ωφεληθεί ο κοινός αγώνας για λευτεριά.

Το ίδιο μεσημέρι κατέφτασε από το Ηράκλειο ο Μιχάλης Ακουμιανάκης (γνωστός με το ψευδώνυμο ‘Μίκυ’). Ο Ακουμιανάκης ήταν παλιός γνώριμος του Φέρμορ, από τότε που εκπαιδευόταν στο Κάιρο από στελέχη της SOE για να ηγηθεί κλιμακίου της AF133 στην Κρήτη. Αυτός τους πληροφόρησε ότι τελικά ο αντικαταστάτης του Μύλερ ήταν ο στρατηγός Κράιπε, και ότι το σπίτι του βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από την βίλα ‘Αριάδνη’ όπου διέμενε, ώστε κάλλιστα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για παρακολούθηση. Ακολούθησε πολύωρο συμβούλιο, που κατέληξε στα εξής: το βράδυ της επομένης οι Φέρμορ, Πατεράκης και Ακουμιανάκης θα έφευγαν για το Ηράκλειο κι από εκεί για την Κνωσσό, προκειμένου να παρακολουθήσουν από κοντά τις κινήσεις του Κράιπε, ενώ ο Μος και οι υπόλοιποι για περισσότερη ασφάλεια θα μετακινούνταν προς μια κοντινή σπηλιά στα βουνά της Κασταμονίτσας (λημέρι ‘μάνδρα Σηφογιάννη’).

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ

Ο Φέρμορ, που στο μεταξύ είχε φορέσει ρούχα κρητικά και είχε σκουρήνει φρύδια και μουστάκι με καμμένο φελλό για να μιάζει με Κρητικό, έφτασε στο Ηράκλειο με τους δύο άνδρες την 9η Απριλίου. Περπατώντας ακόμη 7 περίπου χιλιόμετρα πήγαν στην Κνωσσό, όπου εγκαταστάθηκαν στο σπίτι του Ακουμιανάκη. Πράγματι το σημείο παρατήρησης ήταν ιδανικό. Όχι όμως και τα αποτέλεσματά της. Ο Φέρμορ διαπίστωσε πως το να προσπαθήσει κάποιος ν’ απαγάγει τον στρατηγό από εκεί ήταν καθαρή τρέλα. Η Βίλα ήταν περιπεφραγμένη με τριπλή σειρά ηλεκτροφόρων συρμάτων και φυλασσόταν από μια ολόκληρη διμοιρία, που χρησιμοποιούσε ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά. Τα περίπολα ήταν τόσο πυκνά και οι επισκέψεις διαφόρων ανώτερων αξιωματικών τόσο συχνές, τους οποίους ασφαλώς συνόδευε η δική τους ομάδα φρούρησης, ώστε η παραμικρή κίνηση θα γινόταν άμεσα αντιληπτή. Αλλά απόμενε ακόμη το ενδεχόμενο της απαγωγής του Κράιπε εν κινήσει και όχι κατ’ οίκον.

Η τακτική καθημερινή σημείωση όλων των κινήσεων του στρατηγού έδειξε ότι το ωράριό του ήταν κάτι παραπάνω από ακριβές. Το πρωί η πολυτελής κούρσα του (Opel Kapitan) με οδηγό τον ανεψιό του, στρατιώτη Άλμερτ Φένσκε, τον πήγαινε στο στρατηγείο του στις Άνω Αρχάνες, απ’ όπου επέστρεφε συνήθως γύρω στις εννέα το βράδυ. Το ευχάριστο ήταν πως σε κάποιο σημείο αυτής της διαδρομής ο δευτερεύων δρόμος των Άνω Αρχάνων έστριβε απότομα και αρκετά κλειστά, ώστε τα αυτοκίνητα αναγκάζονταν να επιβραδύνουν υπερβολικά προκειμένου να μην εκτροχιαστούν. Ήταν ακριβώς στην διασταύρωση με τον κυρίως δρόμο του Ηρακλείου, μια περιοχή χαρακτηρισμένη από υψώματα με αμπελώνες, που θα μπορούσαν κάλλιστα να παρέχουν κάλυψη στους κομάντος. Επίσης και στις δύο πλευρές του δρόμου διέτρεχαν βαθιά χαντάκια, προφανώς για να μεταφέρουν νερό στις αγροκαλλιέργειες αλλά και ν’ αποστραγγίζει ο δρόμος από τα όμβρια ύδατα, ώστε οι απαγωγείς είχαν μια ακόμη κρυψώνα πρώτης τάξης.

Ο Φέρμορ δεν άργησε να πάρει την απόφασή του. Θα χτυπούσαν βραδάκι, κατά την επιστροφή του στρατηγού στο σπίτι του. Από την στιγμή που θα εκδηλωνόταν η επιχείρηση, ο καπετάν Μπουτζαλής με τους άνδρες του και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης με δυο Ρώσους, που κατάφεραν να δραπετεύσουν και να ενταχθούν στην αντίσταση, θα αναλάμβαναν να μην επιτραπεί η διέλευση άλλων τυχόν αυτοκινήτων από το σημείο. Κάποιος θα έκρυβε το πολυτελές Opel, ώστε να μην μαθευτεί πρόωρα η ενέργειά τους. Αν παρ’ ελπίδα το Opel δεν διερχόταν μόνο του, αλλά το συνόδευε κάποιο όχημα, ορισμένοι πατριώτες θα αναλάμβαναν την εξουδετέρωσή του. Τέλος, για ν’ αποφευχθούν αντίποινα των Γερμανών σε βάρος των ντόπιων, ο Φέρμορ σκέφτηκε να ετοιμάσει μια επιστολή στα γερμανικά, με την οποία θα πληροφορούσε ότι την απαγωγή διεξήγαγαν αποκλειστικά Βρετανοί κομάντος χωρίς την παραμικρή συμμετοχή Κρητικών. Θα άφηνε μάλιστα στο αυτοκίνητο του Κράιπε μια αγγλική χλαίνη και δυο πακέτα αγγλικά τσιγάρα, ώστε να γινόταν απόλυτα πιστευτό ότι επρόκειτο καθαρά για καταδρομική επιχείρηση ξενόφερτων βρετανικών ομάδων κομάντος. Τώρα όλα φαίνονταν πιο αισιόδοξα.

Η παρακολούθηση ωστόσο συνεχίστηκε από δύο άλλους Έλληνες αντιστασιακούς, αρχικά τον φοιτητή Ηλία Αθανασάκη και κατόπιν τον χωροφύλακα Στρατή Σαβιολάκη του Σταθμού των Αρχάνων. Ο τελευταίος, με το πρόσχημα πως εκτελούσε δήθεν υπηρεσία ασφαλείας, μπορούσε να πλησιάζει αρκετά το σπίτι του Κράιπε και να καταγράφει κάθε κίνηση. Ο Αθανασάκης, πάλι, περνούσε τις νύχτες του κρυμμένος στα χαντάκια δίπλα στον δρόμο, περιμένοντας να δει από μακριά να έρχεται το αυτοκίνητο του στρατηγού, μέχρι να μπορεί στα σίγουρα να ξεχωρίσει τα φώτα του και τον ήχο της μηχανής του μέσα στο σκοτάδι. Γιατί κανείς δεν μπορούσε ν’ αποκλείσει το ενδεχόμενο να περάσει νωρίτερα κάποιο άλλο αυτοκίνητο των Γερμανών και οι κομάντος να εξαπατηθούν.

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΑΤΕΡΛΟ



Μετά από 300 ημέρες απομόνωσης στο νησί Έλβα, ο Ναπολέων επέστρεψε στο Παρίσι διεκδικώντας για μια ακόμη φορά την εξουσία σε μια λαβωμένη από τις πολλές ήττες Γαλλία. Λαός και στρατός αποθέωσαν τον αυτοκράτορά τους, που ανέβηκε πάλι τα σκαλοπάτια του Κεραμικού για εκατό ημέρες αυτή την φορά με θλιβερό για τα γαλλικά όπλα επίλογο την μάχη στο Βατερλό.


Η ήττα του Γαλλικού Στρατού τον Οκτώβριο του 1813 στο Λάιπτσιχ (Leipzig) είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του Παρισιού από τις συνασπισμένες δυνάμεις της Αγγλίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας στις 31 Μαρτίου 1814. Στις 6 Απριλίου εκείνης της χρονιάς ο Ναπολέων αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του, σύμφωνα με τις παροτρύνσεις των στρατηγών του. Αλλά η κίνηση αυτή δεν ικανοποίησε τους νικητές, που απαίτησαν την εξορία του στο νησί Έλβα και ταυτόχρονα παλινόρθωσαν στον θρόνο της Γαλλίας τον Λουδοβίκο ΙΗ΄. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς εκπρόσωποι όλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων (εκτός από την οθωμανική αυτοκρατορία) συγκεντρώθηκαν στην Βιέννη για να λάβουν αποφάσεις σχετικά με την διευθέτηση των πολιτικών πραγμάτων στην Ευρώπη μετά την ήττα των Γάλλων, την οποία και θεωρούσαν οριστική.

Όμως στις 26 Φεβρουαρίου 1815 ο Ναπολέων εγκατέλειψε τον τόπο της εξορίας και την 1η Μαρτίου επέστρεψε στην Γαλλία επικεφαλής 1.200 ανδρών, όπου έγινε πανηγυρικά δεκτός από την συντριπτική πλειοψηφία του λαού και της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας. Ακόμη και ο στρατάρχης Νεΰ (Michel Ney), που ηγούμενος του 5ου Συντάγματος κινήθηκε με διαταγή του βασιλιά για να τον συλλάβει και που είχε υποσχεθεί να τον οδηγήσει σιδεροδέσμιο στην πρωτεύουσα, όταν τον συνάντησε στις 7 Μαρτίου στην Γκρενόμπλ δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο ξέφρενο παραλήρημα των στρατιωτών του. Στην θέα του αγαπημένου τους αυτοκράτορα άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και σύσσωμοι τάχθηκαν με το μέρος του. Το ίδιο επαναλήφθηκε με όλες τις δυνάμεις που ο Λουδοβίκος έστειλε για να τον σταματήσουν στην πορεία του προς το Παρίσι. Ο Ναπολέων απολάμβανε τέτοια λατρεία, ώστε δεν δίστασε να ειρωνευτεί τον βασιλιά γράφοντάς του να μην του στείλει άλλες... ενισχύσεις!

Σύντομα χιλιάδες ενθουσιώδεις από κάθε γωνιά της επικράτειας έσπευσαν να συνδράμουν το μικρό αρχικά στράτευμα, ώστε σταδιακά έφτασε τους 140.000 μάχιμους και 200.000 εθελοντές ως εφεδρεία. Στις 20 Μαρτίου ο Ναπολέων είχε κιόλας εδραιωθεί στην πρωτεύουσά του, που κυριολεκτικά σειόταν από το έξαλλο πλήθος που πανηγύριζε. Ο Λουδοβίκος είχε ασφαλώς φροντίσει να εγκαταλείψει την Γαλλία.

Ο Ναπολέων ως 1ος Ύπατος (Premier Consul). Το καθεστώς της Υπατίας (1799 - 1804), που διαδέχθηκε την τελευταία φάση του Διευθυντηρίου της Γαλλικής Επανάστασης, βασικά προέβλεπε 3 ισότιμους Υπάτους, όμως σύντομα ο Ναπολέων αναδείχθηκε ισχυρότερος όλων.

Μπροστά στις εξελίξεις αυτές οι Ευρωπαίοι θορυβήθηκαν. Πώς θα μπορούσαν να εμπιστευτούν τον Ναπολέοντα, όταν διαβεβαίωνε στις επιστολές του προς κάθε μονάρχη πως στο εξής η Γαλλία θα σεβόταν την ανεξαρτησία των άλλων εθνών; Κανένας λήπτης τέτοιας επιστολής δεν απάντησε. Στις 13 Μαρτίου οι συνασπισμένες εναντίον του δυνάμεις τον είχαν ήδη ανακηρύξει έκνομο και ορκίστηκαν να μην σταματήσουν την προσπάθεια μέχρι να τον δουν να καταρρέει ολοκληρωτικά. Αυτοδεσμεύτηκαν μάλιστα να συντηρούν έναν στρατό τουλάχιστον 150.000 ανδρών η κάθε μία, τον οποίο θα έστρεφαν κατά του Παρισιού με σκοπό την εκθρόνιση του Βοναπάρτη και την επαναφορά της μοναρχίας των Βουρβόνων. Η συμμαχική πανστρατιά τελικά ξεπέρασε τους 750.000 οπλοφόρους -μια τρομακτική δύναμη για τα δεδομένα της εποχής.

ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΣΤΟ ΚΑΤΡ ΜΠΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΙΝΥ

Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Γαλλία, εκμεταλλευόμενος την δύναμη της προσωπικότητάς του και την μαγεία που ασκούσε στα πλήθη, ο Ναπολέων δεν έπαψε να στρατολογεί άνδρες προκειμένου να αντικρούσει τους εχθρούς του. Γιατί παρά την θριαμβευτική ατμόσφαιρα συναισθανόταν τον επερχόμενο κίνδυνο. Αφότου οι προτάσεις του για ειρήνευση στις 8 Απριλίου αποκρούστηκαν κατηγορηματικά, το μόνο που του απέμενε ήταν να ριψοκινδυνεύσει μια πρόωρη σύγκρουση με τον αντίπαλο νότια των Βρυξελλών, πριν αυτός προλάβει να οργανωθεί. Αν κατάφερνε να νικήσει διαδοχικά τις στρατιές του Ουέλινγκτον (Arthur Wellesley, 1st Duke of Wellington) και του Μπλύχερ (Gebhard Leberecht von Blücher), το πιο πιθανό ήταν η Αγγλία να καθυστερούσε για μερικούς μήνες την επανάληψη των εχθροπραξιών και το Βέλγιο θα συμμαχούσε με τους Γάλλους, που απερίσπαστοι θα στρέφονταν πια εναντίον της Βιέννης και κατόπιν των Ρώσων. Οι τελευταίοι, άλλωστε, ήταν αδύνατον να εμπλακούν πριν την 1η Ιουλίου και οι Αυστριακοί, που περισσότερο από όλους είχαν δεινοπαθήσει από τους πολέμους του παρελθόντος, δεν διέθεταν εφεδρείες για μια νέα εμπόλεμη αναμέτρηση.

Στην πραγματικότητα, Άγγλοι και Πρώσοι ήταν σύμμαχοι από ανάγκη. Τόσο στρατιωτικά, όσο και πολιτικά ήταν σαφώς ανεξάρτητοι. Οι πρώτοι, που διατη-ρούσαν το στρατηγείο τους στις Βρυξέλλες και την παραθαλάσσια ζώνη του Βελγίου, δεν εμπιστεύονταν καμιά δύναμη της ηπειρωτικής Ευρώπης, γιατί μελλοντικά θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους πάνω στην "ράχη της Γηραιάς Ηπείρου". Η διπλωματία της Αγγλίας, ωστόσο, ήταν εξίσου αποτελε-σματική στο να συμπαρασύρει τις άλλες δυνάμεις να πολεμούν στο πλευρό της δήθεν για το κοινό συμφέρον. Οι Πρώσοι, πάλι, με το στρατηγείο τους στην Λιέγη, δεν ήταν διατεθειμένοι να υποστούν μια μελλοντική αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους στην Κεντρική Ευρώπη -και η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να το επιχειρήσει ήταν η Αγγλία. Έτσι, ο Ουέλινγκτον και ο Μπλύχερ εκείνη την συγκεκριμένη περίοδο ασκούσαν κατά κάποιον τρόπο καθήκοντα "χωροφύλακα" σε βάρος της Γαλλίας, χωρίς η συμμαχία τους να έχει βαθύτερα και ουσιαστικότερα θεμέλια.


Ο Ναπολέων στο μελετητήριό του το 1812 (πίνακας του Jacques Louis David).

Ο ευφυής Κορσικανός το αντιλαμβανόταν, ώστε αποφάσισε να χτυπήσει τον καθένα ξεχωριστά. Με το σκεπτικό αυτό άφησε πάνοπλος το Παρίσι στις 12 Ιουνίου και την επόμενη ημέρα έφτασε στην Avesnes. Όπως δήλωσε, όταν ο στρατηγός Καρνό του συνέστησε να περιμένει ενισχύσεις, είχε ανάγκη από μια νίκη. Κάνοντας έκκληση στο εθνικό φρόνημα των στρατιωτών του, στις 14 Ιουνίου, εκμεταλλευόμενος τον εορτασμό της επετείου της νίκης του στο Marengo και το Friedland, κατάφερε να κερδίσει για άλλη μια φορά την καρδιά τους. "Η Γαλλία θα αποδειχθεί ο τάφος όσων τολμήσουν να εισβάλλουν στα εδάφη της!" απείλησε, αφήνοντας να εννοηθεί πως η δική τους επιθετική πρωτοβουλία ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να διασφαλισθεί η ακεραιότητα της πατρίδας. Στις 15 Ιουνίου εισέβαλε στο Βέλγιο. Περνώντας στις 10.00 το πρωί τον ποταμό Σαμπρ προήλασε προς το Σαρλερουά (Charleroi) αποφασισμένος να δώσει δύο ξεχωριστές μάχες εναντίον δύο ξεχωριστών παρατάξεων: των Αγγλο-ολλανδών (106.000 άνδρες) και των Πρώσων (134.000 άνδρες).

Με τον στρατάρχη Νεΰ επικεφαλής 2 Σωμάτων Πεζικού και 4 μεραρχίες ιππικού, ώστε να προφυλάσσει την αριστερή πτέρυγα της Βόρειας Στρατιάς του (Armée du Nord), ο κοντόσωμος αλλά αποφασιστικός Κορσικανός ηγήθηκε του κεντρικού τμήματος, που αποτελείτο από 2 Σώματα Στρατού, 4 Ιππικού και ολόκληρη την Αυτοκρατορική Φρουρά. Αποστολή του Νεΰ ήταν να προελάσει προς τις Βρυξέλες διαμέσου των πόλεων Gosselies και Frasnes. Ταυτόχρονα, ο αυτοκράτορας, με τον στρατάρχη Γκρουσύ (Emmanuel de Grouchy) να ηγείται ενός σώματος στρατού στην δεξιά πλευρά, θα προωθείτο προς την Fleures για να συναντήσει τους Πρώσους.

Η είδηση της γαλλικής εισβολής έπεσε σαν "κεραυνός εν αιθρία" στους ανυποψίαστους συμμάχους, οι ηγέτες των οποίων νωρίς το απόγευμα της 15ης Ιουνίου δεν είχαν την παραμικρή ιδέα. Τα νέα στις Βρυξέλες έφτασαν στην διάρκεια χοροεσπερίδας που έδινε η δούκισσα του Ρίτσμοντ, όπου παρευρίσκονταν ο Ουέλινγκτον και οι περισσότεροι ανώτατοι αξιωματικοί του. Αμέσως δόθηκαν διαταγές στις φρουρές της πόλης, αλλά και τις μονάδες ιππικού και πυροβολικού της Enghien να κατευθυνθούν προς το σημείο όπου βρισκόταν ο εχθρός. Την νύχτα, οι σκηνές πανικού και θρήνου που διαδραματίστηκαν στην βελγική πρωτεύουσα και στις γύρω περιοχές ήταν ανεπανάληπτες. Καθώς οι στρατιώτες των συμμάχων για πολλούς μήνες είχαν κυριολεκτικά οργανώσει μια απόλυτα αρμονική συμβίωση με τους ντόπιους, όπως π.χ. οι άνδρες των 42ου και 92ου Συνταγμάτων των Highlands, που εβδομάδες τώρα πρόσεχαν τα παιδιά ή έκαναν τα ψώνια των οικοδεσποτών τους, η διαταγή της άμεσης κινητοποίησης επέτεινε την τραγωδία του αποχαιρετισμού. Το σκοτάδι συνέτεινε στην δημιουργία κλίματος απόγνωσης, καθώς οι φήμες για τον πάνοπλο Κορσικανό μεταδίδονταν με αρκετή δόση υπερβολής.

Ξημερώματα της 16ης Ιουνίου τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει. Ο Ουέλινγκτον με το επιτελείο του και μερικές διμοιρίες ελαφρού ιππικού προσέγγισε το Κατρ Μπρα (Quatre Bras), στον δρόμο προς Gossilies, σημείο που οριοθετούσε τον τομέα ευθύνης των Ολλανδών, Άγγλων και Βέλγων. Η πολίχνη βρισκόταν στο κέντρο των αξόνων Σαρλερουά - Βρυξελλών και Νιβέλ - Ναμίρ, από όπου ο Ουέλινγκτον επικοινωνούσε με τον Μπλύχερ, που βρισκόταν στην περιοχή του Sombref. Εκεί θα περίμενε την άφιξη των υπολοίπων συνταγμάτων από τις Βρυξέλες και τις άλλες επαρχίες του Βελγίου, υπερασπιζόμενος το σημείο από τον Νεΰ. Ανατολικότερα, ο Ναπολέων έμελλε να αναμετρηθεί με τους Πρώσους στο Λινύ (Ligny).

Ο Νεΰ υποτιμώντας την επιμονή των Άγγλων επιτέθηκε με το ένα μόνο σώμα στρατού, αφήνοντας το άλλο στο Frasné. Αρχικά το αποτέλεσμα υπήρξε για αυτόν νικηφόρο, γιατί μόνο η 2η και 5η αγγλική μεραρχία είχαν προλάβει να εμπλακούν. Τα πρώτα απομονωμένα τάγματα που συνάντησε τα κατέστρεψε σχεδόν ολοσχερώς. Αλλά καθώς κατέφθαναν ολοένα και περισσότερα τμήματα του συμμαχικού στρατεύματος η αριθμητική υπεροχή των Γάλλων σταδιακά μειωνόταν. Η ενίσχυση των Άγγλων από τις δυνάμεις του πρίγκιπα Γουλιέλμου - Φρειδερίκου της Οράγγης (3 μεραρχίες και πυροβολικό) υπήρξε καθοριστική. Οι Heighlanders του 42ου Συντάγματος έδωσαν μια ηρωική μάχη και παρά το ότι οι απώλειές τους υπήρξαν σημαντικές κατάφεραν να καθυστερήσουν την ανάπτυξη των ανδρών του Νεΰ. Η άμυνα επίσης που προέταξε ο Πρώσος πρίγκιπας Μπέρναρντ (Bernhard Carl), διοικητής της 2ης Ολλανδικής Ταξιαρχίας (που αργότερα ενισχύθηκε και με την 1η Ταξιαρχία), αλλά και οι λίγοι Άγγλοι ιππείς, δεν ήταν ασθενής. Oι έφιπποι Γάλλοι λογχοφόροι πίεζαν συνεχώς και το πυροβολικό τους βομβάρδιζε ανηλεώς. Ο πρίγκιπας της Οράγγης, που σε κάποια φάση αιχμαλωτίστηκε, σώθηκε τελευταία στιγμή από τους άνδρες ενός βελγικού τάγματος που έσπευσε στο σημείο σύλληψής του και με την υπόλοιπη 2η Ολλανδική Μεραρχία του αποσύρθηκε ανατολικότερα προκειμένου να ανασυγκροτηθεί και να λάβει οχυρές θέσεις.


Ο Ναπολέων εφορμά στην γέφυρα της Arcole, όπου έγινε η γνωστή μάχη το 1796 (πίνακας του Antoine Jean Gros).

Στο μεταξύ, μερικές ίλες ιππικού του Σώματος Μπρούνσβικ (Brunswick) μάταια προσπαθούσε να ανακόψει την γαλλική επίθεση. Οι θωρακοφόροι (Cuirassiers) του Ναπολέοντα τους κατεδίωξαν μανιωδώς μέχρι το παρατηρητήριο του Ουέλινγκτον, αλλά εκεί οι διωκόμενοι αποφάσισαν να θυσιαστούν μέχρις ενός. Μέσα σε λίγα λεπτά ενεπλάκησαν και οι Highlanders (92o Σύνταγμα) με τρομερές απώλειες, όπως και το 33ο Σύνταγμα, που εξαιτίας της σφοδρότητας του γαλλικού πυροβολικού και της πίεσης του ιππικού αποσύρθηκε στο δάσος Bossu. Αργότερα οι Γάλλοι μπόρεσαν να ελέγξουν το δάσος, αλλά η άφιξη της καταπονημένης από την δωδεκάωρη πεζοπορία 1ης Μεραρχίας της Φρουράς του Γουλιέλμου της Οράγγης, που αμέσως ανέλαβε δράση, προκάλεσε σύγχυση. Οι γραμμές της γρήγορα διασπάστηκαν στην προσπάθεια να εισβάλλουν στο δάσος, αλλά ανασυντάχθηκαν γρήγορα και μπόρεσαν να απωθήσουν το ιππικό του Νεΰ.

Ακολούθησε σωστό μακελειό. Οι επιθέσεις και οι αντεπιθέσεις διαδέχονταν η μία την άλλη με πολλούς από τους άνδρες των δύο παρατάξεων (24.000 Γάλλοι και 36.000 Άγγλοι και σύμμαχοι) να πέφτουν νεκροί σωρηδόν. Το Σώμα Μπρούνσβικ ενώθηκε στο τέλος με τις αγγλικές δυνάμεις και όχι μόνο μπόρεσε να κρατήσει τις γραμμές άμυνας, αλλά ανακατέλαβε εδάφη που πριν είχαν παραδοθεί στην κυριαρχία των Γάλλων, παρά την απουσία του αγγλικού πυροβολικού. Το αγγλικό πεζικό ανασυντάχθηκε σε τετράγωνους σχηματισμούς, τους οποίους το εχθρικό ιππικό ήταν αδύνατο να καταβάλει. Ωστόσο, ένα τάγμα του 28ου Συντάγματος, με τον συνταγματάρχη Charles P. Belson να ηγείται μια απέλπιδας άμυνας, κυκλώθηκε από τρεις πλευρές. Έφιπποι λογχοφόροι και θωρακοφόροι επιτίθεντο με μανία αφαιρώντας προοδευτικά την ζωή των ηρωικών ανδρών, αλλά οι γραμμές τους αναπληρώνονταν με πείσμα, μέχρι που αποδεκατίστηκαν. Μονάδες από Skirmishers (ελαφρά εξοπλισμένοι άνδρες, που παρατηρούσαν ή έβαλαν από απόσταση όταν φίλια τμήματα είχαν ανάγκη την υποστήριξή τους) κάλυψαν την υποχώρηση των Άγγλων, γεγονός που προκάλεσε σύγχυση στις γαλλικές δυνάμεις. Η επιμονή των επιτιθέμενων όμως δεν ήταν δυνατόν να καμφθεί, παρά τις ηρωικές προσπάθειες του ιππικού του Ουέλινγκτον.

Ο Νεΰ τελικά δεν κατάφερε να καταστρέψει το ολιγάριθμο αγγλικό ιππικό. Με σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, υλικό και χρόνο, απώθησε τις δυνάμεις του Ουέλινγκτον, ώστε να μην προλάβουν να ενωθούν με τους Πρώσους. Η δύναμη που τόσο τον είχε ταλαιπωρήσει δεν ήταν μεγαλύτερη από 8.000 άνδρες, που ο Άγγλος στρατηλάτης είχε επίτηδες αφήσει για την προάσπιση του κόμβου του Κατρ Μπρα, όπου σύμφωνα με το σχέδιό του θα συναντούσε τις δυνάμεις του Μπλύχερ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Νεΰ επιδείκνυε έναν απίστευτο ερασιτεχνισμό: οι επιθέσεις του ήταν ασυντόνιστες, υποτονικές και όταν επιτέλους κατάφερε ένα ισχνό αποτέλεσμα άφησε τους Άγγλους να διαφύγουν σχεδόν ανενόχλητοι, αντί να επιμείνει σε μια σκληρή καταδίωξη μέχρι να τους εξοντώσει ολοκληρωτικά. Ο απολογισμός σε νεκρούς, τραυματίες ή αιχμαλωτισμένους ήταν για τους Γάλλους 4.200 και για τους συμμάχους 4.000 (κατά προσέγγιση). Ανάμεσά τους ήταν και ο διοικητής της "Μαύρης Λεγεώνας", Friedrich Wilhelm, δούκας του Μπρούνσβικ.

Ουέλινγκτον.

Με την πεποίθηση ότι η δική του αποστολή ήταν πολύ πιο δύσκολη από ό,τι του Νεΰ, ο Ναπολέων με την κεντρική και δεξιά πτέρυγα του στρατεύματός του (περίπου 76.000 άνδρες) κατευθύνθηκε προς συνάντηση του κύριου όγκου των Πρώσων. Ο Μπλύχερ είχε διατάξει το πεζικό και το πυροβολικό (3 σώματα στρατού με 83.000 συνολικά άνδρες) να αναπτύξουν μια αμυντική γραμμή πάνω στον άξονα St. Amand (δυτικά) - Ligny (κέντρο) - Sombref (ανατολικά). Αυτά τα μικρά χωριά ήταν αρκετά απλωμένα, με σπίτια που διέθεταν μεγάλους κήπους, ώστε εύκολα μετατρέπονταν σε εστίες αντίστασης. Επίσης, βρίσκονταν μπροστά από ένα φαράγγι, όπου κάλλιστα ο αμυνόμενος θα μπορούσε να αποκρύψει δυνάμεις και να τις χρησιμοποιήσει την κατάλληλη στιγμή αιφνιδιάζοντας τον αντίπαλο. Το υπερυψωμένο έδαφος πίσω τους είχε την μορφή αμφιθεάτρου, ώστε ο Μπλύχερ τοποθέτησε τα πυροβόλα και τα παρατηρητήριά του με τον πλεονεκτικότερο τρόπο. Το 4ο σώμα υπό τον Μπύλοφ (Bülow) βρισκόταν μεταξύ Liege και Hannut.

Σε όλη την διάρκεια του πρωινού της 16ης Ιουνίου οι αντίπαλοι αρκέστηκαν στην βελτίωση των θέσεών τους και αναγνωριστικές κινήσεις. Στις 3 το απόγευμα το 3ο Σώμα του στρατηγού Βαντάμ (Vandamme) επιτέθηκε στο St. Amand υπό την κάλυψη σφοδρών κανονιοβολισμών. Μετά από σκληρό αγώνα οι Γάλλοι κατάφεραν να κυριεύσουν το χωριό, αλλά οι Πρώσοι με τον Μπλύχερ επικεφαλής ενός τάγματος αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν ένα μέρος του. Ανάλογες σκηνές εκτυλίχθηκαν στο Λινύ. Μεγάλα τμήματα του χωριού ανακαταλαμβάνονταν από τους αντιπάλους, που πλέον είχαν εμπλέξει σημαντικές δυνάμεις πεζικού. Οι άνδρες μάχονταν με πρωτοφανή μανία και πείσμα. Τα πυροβόλα δεν σταμάτησαν να βάλλουν και από τις δυο πλευρές. Οι Πρώσοι ωστόσο είχαν τις περισσότερες απώλειες.

Ο Ναπολέων, που ήδη αμφέβαλε για την πτώση του St. Amand, αποφάσισε να ρίξει το βάρος της επίθεσης στο Λινύ, κινητοποιώντας το 1ο Σώμα του στρατηγού ντ΄Ερλόν (Jean-Baptiste Drouet, Comte d'Erlon) , που εκείνη την στιγμή βρισκόταν κοντά στην Frasnes, και τον στρατηγό Ζεράρντ (Jean Baptiste Gérard) με την 7η Μεραρχία από το 2ο Σώμα. Παρά την έντονη αντίδραση του Νεΰ, που ήδη είχε ζητήσει την αρωγή του ντ΄Ερλόν στο Κατρ Μπρα, προφανώς μη γνωρίζοντας τις διαταγές του Ναπολέοντα, η κατάσταση τελικά σώθηκε για τους Γάλλους όταν οι Βαντάμ και Ζεράρντ εκπλήρωσαν τελικά μόνοι τον αντικειμενικό τους στόχο. Αλλά ο στρατηγός Γκρουσύ δεν είχε ανάλογη επιτυχία στο Sombref, του οποίου αμυνόταν επιτυχώς ο Σάξονας στρατηγός Τίλμαν (Johann Adolf Freiherr Von Thielemann), περιμένοντας εναγωνίως βοήθεια από τον Μπύλοφ. Όμως αυτή η βοήθεια δεν ήταν εύκολο να έρθει. Ο Ναπολέων, με επίκεντρο το Λινύ, εξαπέλυσε εναντίον των Πρώσων 8 τάγματα της περίφημης Αυτοκρατορικής του Φρουράς, 4 ίλες ιππικού, 2 συντάγματα θωρακοφόρων και τους έφιππους Κυνηγούς της (Chasseurs). Οι Πρώσοι προέταξαν τα μουσκέτα τους και πολλοί Γάλλοι βρήκαν τον θάνατο, αλλά το κουράγιο των ανδρών του Μπλύχερ άρχισε σταδιακά να κάμπτεται. Ο ίδιος ο στρατάρχης Μπλύχερ κινδύνεψε παγιδευμένος κάτω από το βάρος του σκοτωμένου του αλόγου, αλλά σώθηκε τελευταία στιγμή χάρη στις προσπάθειες του πιστού του υπασπιστή Νόστιτς (Ferdinand Graf von Nostitz). Αλλά δεν είχαν την ίδια τύχη 12.000 από τους άνδρες του, οι οποίοι έπεσαν κάτω από την πρωτοφανή ορμή των Γάλλων λογχοφόρων. Ακόμη, οι τραυματίες του Μπλύχερ έφτασαν τους 8.500, οι περισσότεροι των οποίων πέθαναν αβοήθητοι στο έρημο πεδίο της μάχης αρκετές ώρες αργότερα.

Το πυκνό σκοτάδι πάντως διευκόλυνε την διαφυγή αρκετών Πρώσων στα γειτονικά δάση. Τότε ο Ναπολέων διέπραξε ένα μοιραίο λάθος: δεν κατεδίωξε άμεσα τους ηττημένους, ούτε διενήργησε λεπτομερή αναγνώριση της πορείας τους μετά την ήττα. Στην επόμενη φάση, όταν θα αντιμετώπιζε την κύρια στρατιά του Ουέλινγκτον στο Βατερλό, θα έβρισκε τους άνδρες του Μπλύχερ πάλι εμπρός του με ολέθρια για αυτόν αποτελέσματα.