Η Α΄ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1096 μ.Χ.)


Οι πολεμιστές του Σταυρού σαρώνουν την Ανατολή

Τα σύννεφα που καλύπτουν τον ορίζοντα απ’ άκρη σ’ άκρη, έχουν αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα της συννεφιάς στην Κεντρική Γαλλία: Έχεις την εντύπωση ότι ο ουρανός είναι πολύ κοντά, σα να μπορείς να τον ακουμπήσεις με το χέρι σου. 
Είναι μια χειμωνιάτικη μέρα και το συγκεντρωμένο πλήθος προσπαθεί να προστατευτεί από το κρύο, αν και την προσοχή τους έχει αιχμαλωτίσει ένας ηλικιωμένος άνδρας με περήφανο παράστημα και έξυπνο βλέμμα, που μιλάει από το βήμα που έχει στηθεί όπως όπως στη μικρή πεδιάδα.

Ο άνδρας μιλά με πάθος, για κάποιους «Χριστιανούς της Ανατολής», τους «Έλληνες που βρισκόταν στο έλεος των απίστων», διανθίζοντας την ομιλία του με αναφορές για τους Άγιους Τόπους, την Ιερουσαλήμ και τον Τίμιο Σταυρό. Εξηγεί πως οι Χριστιανοί υπέφεραν στα χέρια των απίστων και πως είναι «θέλημα Θεού» οι Φράγκοι να πάρουν το σταυρό και να εκστρατεύσουν ενάντια στους άπιστους.
Ήταν η 27η Νοεμβρίου του 1095, μια κρύα μέρα στο Κλερμόντ της κεντρικής Γαλλίας. Μεταξύ των συγκεντρωμένων βρίσκονταν πολλές δεκάδες ανώτερων κληρικών, ακόμη περισσότεροι χαμηλόβαθμοι κληρικοί και μοναχοί, δεκάδες Γάλλοι ευγενείς, τόσο από την περιοχή του Κλερμόντ όσο και από αλλού και πολλοί λαϊκοί που είχαν συναθροιστεί για να ακούσουν το κήρυγμα. Δεν ήταν το συνηθισμένο ακροατήριο ενός κηρύγματος, ούτε ο κήρυκας ήταν συνηθισμένος.

Σε μια στιγμή, κάλεσε κοντά του ένα μεσόκοπο κληρικό, που έφερε τα διακριτικά του Επισκόπου και του έδωσε έναν σταυρό. Μια βοή άρχισε να απλώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη της πεδιάδας… μια βοή που συμπυκνώθηκε σε λόγια – δύο λέξεις: Deus Vult, θέλημα Θεού! Η πρώτη σταυροφορία ήταν πλέον πραγματικότητα!


Ο μνημειώδης πίνακας του Φρανσκίσκο Χαγιέζ με τίτλο «οι διψασμένοι σταυροφόροι κοντά στην Ιερουσαλήμ», αποτυπώνει την αγωνία και τον πόνο των προσκυνητών λίγο πριν από την ολοκλήρωση του σκοπού τους, μετά από μία υπερ-διετή οδύσσεια.

Ο επιβλητικός κήρυκας δεν ήταν άλλος από τον Ουρβανό Β΄, τον Πάπα της Ρώμης που έτεινε ώτα ευήκοα στην αίτηση του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού και κάλεσε τη Χριστιανική Δύση υπό τα όπλα, σε μία επιχείρηση με πολλαπλούς στόχους και περίπλοκο σκεπτικό, που έμελλε να ανοίξει μια νέα εποχή στην ανάπτυξη της Ευρώπης καθώς και τις σχέσεις της με το Μουσουλμανικό κόσμο και θα είχε κοσμοϊστορικές συνέπειες μέσα στους επόμενους αιώνες – ορισμένες από αυτές τις συνέπειες είναι ορατές ακόμη και σήμερα.
Ο Ουρβανός ήταν ένας οραματιστής με ψυχισμό πραγματιστή: είχε ένα μεγάλο όραμα, αλλά δεν αφηνόταν σε αυτό, διερευνούσε όλες τις πρακτικές παραμέτρους του και διέθετε και τις ικανότητες για να θέσει σε κίνηση το μηχανισμό υλοποίησης του.
Παρότι το όραμα του Ουρβανού δεν έμελλε να υλοποιηθεί στο μέτρο που αυτός επιθυμούσε, το κίνημα των σταυροφοριών, του οποίου υπήρξε όχι μόνο ιδεολογικός πατέρας αλλά και ιδρυτής, θα ήταν πλέον σημείο αναφοράς μέσα στους αιώνες και ο Ουρβανός κατάφερε με αυτήν την πράξη να γράψει το όνομά του στο βιβλίο της ιστορίας με μεγάλα, έντονα γράμματα.
Πριν προχωρήσουμε στην καταγραφή των γεγονότων των σχετικών με την Πρώτη Σταυροφορία, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξετάσουμε την κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική κατάσταση στην Ευρώπη την εποχή αυτή. 

Η Δύση τις παραμονές της σταυροφορίας

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μόλις έβγαινε από τις διαμάχες του 11ου αιώνα – οι οποίες, με διαφορετικό περιεχόμενο, θα επανέρχονταν τον επόμενο αιώνα – και με ενισχυμένη τη θέση του Πάπα σε σχέση με τους κοσμικούς άρχοντες. Η φεουδαρχική κοινωνία επέτρεπε στην Εκκλησία να συνεχίζει να εξασκεί τις κοσμικές εξουσίες που είχε αναλάβει λίγους αιώνες πρωτύτερα και σε ορισμένες περιπτώσεις να τις επεκτείνει, συνήθως σε βάρος των βασιλικών και αυτοκρατορικών οίκων που προσπαθούσαν να ελέγξουν τους «βασάλους» (vassals) τους αλλά με μικρή επιτυχία.

Πολύ πρόσφατα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε απομακρυνθεί πλήρως και επίσημα από την Ελληνορθόδοξη της Ανατολής με το σχίσμα του 1054. Η Εκκλησία της Ρώμης βρισκόταν λοιπόν σε μια περίοδο προσαρμογής στα νέα δεδομένα, προσπαθώντας να επιβεβαιώσει την εξουσία της, ενώ τον ίδιο καιρό κορυφωνόταν μια μακρά περίοδος ενδοσκόπησης που είχε ως κατάληξη μεταρρυθμίσεις επιβεβλημένες για να επιστρέψει η «αποστολική εκκλησία» στις ρίζες της.
Στην προσπάθειά της αυτή η παπική εξουσία είχε να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα και πολλά από αυτά προερχόταν όχι από εκκλησιαστικά ζητήματα, αλλά από υποθέσεις που άπτονταν του ποιμνίου της.
Η αυστηρά διαστρωματωμένη μεσαιωνική κοινωνία, στην οποία οι δούλοι του ελληνορωμαϊκού κόσμου όχι μόνο συνέχιζαν να υπάρχουν αλλά είχαν επεκταθεί για να συμπεριλάβουν την πλειοψηφία του πληθυσμού κάτω από τον αποπροσανατολιστικό τίτλο των «δουλοπάροικων» (serfs, από το Ρωμαϊκό Servus που σημαίνει «δούλος»), βρισκόταν σε ένα σημείο καμπής.


Δύο απεικονίσεις για τη σύνοδο του Κλερμόντ και το «κάλεσμα υπό τα όπλα» του Πάπα Ουρβανού Β΄. Η έγχρωμη μεσαιωνική γκραβούρα παρουσιάζει την κυρίως σύνοδο, ενώ η μεταγενέστερη ασπρόμαυρη απεικόνιση δίνει μια εικόνα της συνάθροισης στην πεδιάδα έξω από το Κλερμόντ, όπου ο Ουρβανός κάλεσε τους Χριστιανούς να πάρουν το σταυρό.

Καθώς οι μεγάλοι πόλεμοι που συντάραξαν για αιώνες τη Δυτική Ευρώπη φαινόταν να βρίσκονται στο παρελθόν – μια μάλλον παραπλανητική εικόνα – και η δύναμη των βασιλικών οίκων βρισκόταν μόλις άρχιζε να παγιώνεται, ο πληθυσμός της Ευρώπης μετά από μια μακρά περίοδο σταθερής μείωσης είχε αρχίσει να αυξάνεται ξανά, ενώ και η εδραίωση του φεουδαλικού συστήματος (αυτού που οι Γάλλοι ιστορικοί ονόμασαν «ολοκλήρωση του φεουδαρχικού μετασχηματισμού») είχε συντείνει στην παγίωση ενός αισθήματος ασφάλειας και τον περιορισμό των ληστρικών ομάδων που λυμαίνονταν την ύπαιθρο.
Ωστόσο τα πράγματα κάθε άλλο παρά ρόδινα ήταν. Το υλικό υπόβαθρο της μεσαιωνικής κοινωνίας δεν είχε τη δυνατότητα να αντέξει την αύξηση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι λιμοί και οι επιδημίες να γίνονται όλο και συχνότερα φαινόμενα, εν μέρει και επειδή οι ανάγκες της νέας οικονομίας που προέκυπτε άρχιζαν να προσελκύουν περισσότερους στις – μικρές, συνωστισμένες, βρώμικες και καθόλου λειτουργικές – πόλεις του Μεσαίωνα. Οι μέθοδοι καλλιέργειας ήταν πρωτόγονες ακόμη και με τα στάνταρ της ύστερης αρχαιότητας, το τεχνολογικό υπόβαθρο επίσης και οι μονολιθικές και αμετακίνητες κοινωνικές δομές ήταν το μεγαλύτερο αντικίνητρο για οποιαδήποτε ουσιώδη πρόοδο. Βεβαίως οι πιέσεις που προσέλκυαν κόσμο στις πόλεις είναι εκείνες που στη συνέχεια θα δημιουργούσαν και τους όρους για την κοινωνική (συνακόλουθα και τεχνολογική) πρόοδο, αλλά αυτές οι εξελίξεις βρισκόταν ακόμη μακριά στο μέλλον.
Οι πιέσεις όμως ήταν και κοινωνικές «από τα πάνω»: το Φεουδαρχικό σύστημα βασιζόταν σε μία πολύ απλή αρχή για να διαιωνιστεί και να μην εκφυλιστεί σε λίγες γενιές. Η αρχή αυτή ήταν ότι ο πρωτότοκος γιος κληρονομεί όλο το φέουδο. Κάποια πρόνοια λαμβανόταν και για τους υπόλοιπους αρένες απογόνους, ωστόσο το φέουδο, μαζί με τα υπόλοιπα «αγαθά» που το συνιστούσαν (συμπεριλαμβανομένων των χωρικών που το καλλιεργούσαν) περνούσε στον πρωτότοκο.


Χρυσός υπέρπυρος του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄, ο οποίος ήταν εκείνος που κάλεσε την Καθολική Δύση σε βοήθεια, συνεργώντας έτσι στη δημιουργία του φαινόμενου των Σταυροφοριών.

Το αποτέλεσμα ήταν ανά πάσα στιγμή η Δυτική Ευρώπη να είναι γεμάτη με στερνοπαίδια φεουδαρχών, τα οποία αναζητούσαν είτε μια καλή νύφη (κατά προτίμηση δίχως αρένες αδελφούς, ώστε να κληρονομήσουν εκείνοι την περιουσία του πατέρα της) είτε την ευκαιρία για μια καριέρα στην εκκλησία ή την υπηρεσία (στρατιωτική, συνήθως) κάποιου ανώτερου ευγενή ή ηγεμόνα. Ωστόσο ως απόγονοι μιας στρατιωτικοποιημένης τάξης, συχνά η μόνη δεξιότητα αυτών των ανδρών, των milites όπως ονομάζονταν οι ιππότες το Μεσαίωνα, ήταν η πολεμική. Κάτι που είχε ως συνέπεια, ιδιαίτερα στις περιόδους που δεν υπήρχαν πόλεμοι, η πλειοψηφία αυτών των ευγενών, που υπηρετούσαν ως ιππότες στο πεδίο της μάχης, να εξελίσσεται σε μια πραγματική μάστιγα για τη μεσαιωνική κοινωνία, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στις κοσμικές και εκκλησιαστικές αρχές.
Είναι φανερό ότι η μεσαιωνική αριστοκρατία ήταν μια αριστοκρατία γαιοκτημόνων που περιφρουρούσαν αυτό που θεωρούσαν ως δικαίωμά τους (συμπεριλαμβανόμενης της κοινωνικής τους θέσης και της περιουσίας τους) με τα όπλα. Απότοκος της παλιάς κάστας των πολεμιστών των γερμανικών λαών που πλημμύρισαν τα εδάφη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αυτοί οι Milites ήταν ουσιαστικά ένοπλοι γαιοκτήμονες, με τραχείς τρόπους και ανύπαρκτη ηθική, βάρβαροι πολεμιστές που καταπίεζαν τους αγροτικούς πληθυσμούς που βρισκόταν στο έλεος τους, καθώς οι τελευταίοι ήταν άοπλοι και στερούνταν κάθε μέσου για να υπερασπιστούν τη ζωή τους.
Επιμένουμε ιδιαίτερα στο κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο των σταυροφοριών, καθώς τα τελευταία χρόνια η δυτική ιστοριογραφία, σε μία πρωτοφανή επαναφορά σε νόρμες που ήταν καθεστώς πριν από… δύο αιώνες, τείνει να εγκαταλείψει πλήρως τη μελέτη αυτού ακριβώς του υποβάθρου, με αποτέλεσμα τα έργα που γράφονται σήμερα – από κατά τα λοιπά εξαίρετους ιστορικούς – να παρουσιάζουν μια σχεδόν εξιδανικευμένη εικόνα σταυροφόρων που εμφορούνται αποκλειστικά από θρησκευτικά συναισθήματα και κάνουν τα πάντα για «την σωτηρία της ψυχής τους».

Πρόκειται για μία σαφή οπισθοδρόμηση της επίσημης ιστοριογραφίας σε ρομαντικές, θρησκευτικο-ψυχολογικές μεθοδολογίες που ήταν της μόδας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά μοιάζουν τραγικά παρωχημένες – ιδιαίτερα όταν λανσάρονται ως μοντέρνες – έως και αφελείς τη σημερινή εποχή. Ο διαχωρισμός των σταυροφοριών από το υλικό τους υπόβαθρο συνιστά μια τρομερή οπισθοχώρηση της ιστοριογραφίας.
Αυτοί οι Milites, λοιπόν, μαζί με τους «ανώτερους» ευγενείς, τους απόγονους των Γερμανικών (Φράγκων, Γότθων, Σαξόνων, Βανδάλων αλλά και μεταγενέστερων όπως των, καταγόμενων από τη Σκανδιναβία, Νορμανδών) φυλάρχων και επικεφαλής φατριών, αποτελούσαν την άρχουσα τάξη της κοινωνίας και ταυτόχρονα την στρατιωτική ελίτ.

Ο επικυρίαρχος ηγεμόνας τους, τους καλούσε υπό τα όπλα ανά πάσα στιγμή, αφού η παραχώρηση του φέουδου από αυτόν προϋπόθετε την διαθεσιμότητα για στρατιωτική υπηρεσία. Φυσικά αυτός ο κανόνας είχε πολλές εξαιρέσεις, καθώς υπεισέρχονταν εκατοντάδες παράμετροι και δεκάδες αστάθμητοι ή μη παράγοντες, που καθιστούσαν το πλαίσιο των μεσαιωνικών σχέσεων κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο και δεδομένο.
Οι ιππότες δίχως κλήρο είχαν γεμίσει την Ευρώπη σε αναζήτηση φέουδου, δόξας, πλιάτσικου ή ενός «καλού θανάτου» την εποχή που εξετάζουμε, έχοντας εξελιχθεί σε μία πραγματική μάστιγα. Τα ήθη είχαν εκτραχυνθεί σε απίστευτο βαθμό, οι βαρβαρότητες ήταν καθημερινό φαινόμενο και οι εκκλησιαστικές αρχές, που ουσιαστικά ασκούσαν καθήκοντα κοσμικής εξουσίας, ήταν παντελώς αδύναμες να σταματήσουν το κακό.


O Πέτρος ο Ερημίτης οδηγεί τη «σταυροφορία του λαού». Οι αμέτρητοι φτωχοί χωρικοί που την αποτελούσαν δεν είχαν την παραμικρή πιθανότητα ενάντια στους Σελτζούκους και όπως αναμενόταν αποδεκατίστηκαν.

Βάσει και των παραπάνω, μπορούμε γενικά να ομαδοποιήσουμε τους «κανονικούς» σταυροφόρους (δηλαδή τους «ευγενείς») σε δύο κατηγορίες: Η πρώτη ήταν εκείνοι που προαναφέραμε, οι ιππότες με περιορισμένους πόρους και δίχως κλήρο, που αναζητούσαν χρήμα, δόξα, τύχη και τη σωτηρία της ψυχής τους, σε μια θρησκευτική/πολεμική περιπέτεια. Η δεύτερη ήταν οι ισχυροί και πλούσιοι ευγενείς που διέθεσαν τεράστιους πόρους για να εξοπλίσουν έναν προσωπικό «στρατό» και να τον μεταφέρουν στην Ανατολή. Αυτή η κατηγορία προφανώς αναζητούσε περισσότερη κυριαρχία, μεγαλύτερες ηγεμονίες, την εύνοια του Πάπα αλλά και ικανοποίηση του ισχυρού θρησκευτικού αισθήματος τους. Οι ιππότες της πρώτης κατηγορίας προσπαθούσαν συνήθως να προσκολληθούν σε αυτούς της δεύτερης και να υπηρετήσουν υπό τις διαταγές τους.
Σε αυτή την κατάσταση βρισκόταν η Χριστιανική Δύση και αυτά τα προβλήματα προσπαθούσε να αντιμετωπίσει η Καθολική Εκκλησία, όταν την προσοχή του διορατικού Ουρβανού διεκδίκησαν τρία διαφορετικά γεγονότα τα οποία άνοιξαν μπροστά του ανεξάντλητες προοπτικές. 

Αίτια και αφορμές για τις σταυροφορίες

Την εποχή εκείνη υπήρχαν τρεις περιοχές όπου συνόρευαν εδάφη που κατείχαν Χριστιανοί με τις χώρες των Μουσουλμάνων. Η Ιβηρική, όπου οι Μαυριτανοί είχαν περιορίσει τους Χριστιανούς σε μια σχετικά μικρή περιοχή στα βόρεια, η Ιταλία, με την παρουσία των Σαρακηνών στη Σικελία και η εγγύς Ανατολή, όπου οι «σχισματικοί» Βυζαντινοί βρίσκονταν πλάι στους Τούρκους και Άραβες κατακτητές των Αγίων Τόπων και έχαναν συνεχώς εδάφη.
Η εκκλησία της Ρώμης είχε στρέψει το βλέμμα της στην Ιβηρική και είχε μπει σε μια διαδικασία επανεκτίμησης του ηγετικού της ρόλου στις κοσμικές υποθέσεις, συλλαμβάνοντας την ιδέα της επέκτασης της καθολικής πίστης και σε περιοχές που βρίσκονταν υπό το κράτος των απίστων. Το ζήτημα της Σικελίας είχε ήδη διευθετηθεί από τους Νορμανδούς και είχε δρομολογηθεί ο πλήρης εκχριστιανισμός της (με την δίωξη των Μουσουλμάνων αλλά και των Ορθοδόξων), οπότε το άλλο ακανθώδες ζήτημα ήταν αυτό της Χριστιανικής (αλλά και «σχισματικής», για ορισμένους ακόμη και «αιρετικής») Ανατολής, της «αυτοκρατορίας των Ελλήνων» όπως ονομάτιζαν οι Φράγκοι το Βυζάντιο.
Μετά την ένδοξη και επεκτατική περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας, όπως κορυφώθηκε με τον Βασίλειο Β΄ «Βουλγαροκτόνο», η παρακμή που επακολούθησε στις επόμενες τρεις δεκαετίες ήταν τόσο ραγδαία, ώστε το Βυζάντιο να κοντέψει να διαλυθεί την επομένη της ήττας από τους Τούρκους στο Μαντζικέρτ. Οι Σελτζούκοι είχαν ουσιαστικά κυριαρχήσει στη Μικρά Ασία, αφήνοντας μόνο στενές λωρίδες στα παράλια στην κυριαρχία των «Ρωμιών» και οι Βυζαντινοί βρισκόταν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Ο ικανός και διορατικός Αλέξιος Κομνηνός που διαδέχτηκε μία σειρά ανίκανων αυτοκρατόρων που έφεραν την αυτοκρατορία σε αυτή τη θέση, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το μέγιστο των περιορισμένων δυνατοτήτων του μετα-Μαντζικέρτ Βυζαντίου, ωστόσο η παρουσία των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία λειτουργούσα αποτρεπτικά προς αυτή τη κατεύθυνση.
Στο σημείο αυτό ο Αλέξιος προχώρησε σε μια ενέργεια που άλλαξε το ρου της ιστορίας – αν και για το Βυζάντιο η αλλαγή μακροπρόθεσμα ήταν δυσάρεστη. Ο ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών απέστειλε στη σύνοδο της Πιατσέντζα μία ομάδα αντιπροσώπων του, οι οποίοι μπροστά στην εκκλησιαστική ομήγυρη και τον Πάπα Ουρβανό Β΄, εξήγησαν ότι ως αδελφοί Χριστιανοί ζητούν από τη Δύση στρατιωτική βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τους «άπιστους» Τούρκους. Η αίτηση βοήθειας από τη Δύση φαίνεται ότι βρίσκονταν ήδη για χρόνια στο μυαλό του Αλέξιου, αφού και τέσσερα χρόνια πριν είχε κάνει την πρώτη κίνηση «διπλωματικού ανοίγματος» προς τη Λατινική Εσπερία, στέλνοντας στο Ροβέρτο κόμη της Φλάνδρας μία επιστολή για τις δυσκολίες των Βυζαντινών μπροστά στους Μουσουλμάνους. Ακολούθησαν και άλλες επιστολές σε γνωστούς Λατίνους άρχοντες.


Οι Νορμανδοί, τόσο εκείνοι της Β. Γαλλίας όσο και – ακόμη περισσότερο – εκείνοι της Ν. Ιταλίας, ήταν ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της πρώτης σταυροφορίας. Στην απεικόνιση αυτή βλέπουμε χαρακτηριστικές ενδυμασίες Νορμανδών ευγενών γυναικών καθώς και πολεμιστών.

Πιθανόν ο Αλέξιος, που είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του αντιμετωπίζοντας τους Νορμανδούς, είχε σε μεγάλη εκτίμηση τη στρατιωτική δύναμη που αντιπροσώπευαν οι πάνοπλοι «Φράγκοι» ιππότες και ίσως να προσέβλεπε και σε έναν παράλληλο σκοπό. Να απομακρύνει τις επεκτατικές βλέψεις των Λατίνων από τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, πέραν βεβαίως του κυρίως σκοπού που ήταν η αντιμετώπιση των Σελτζούκων.
Το ότι απευθύνθηκε βασικά στον Πάπα και όχι σε κάποιους κοσμικούς ηγεμόνες, είναι απολύτως λογικό, αφενός επειδή η εξουσία του Πάπα ξεπερνούσε αυτή οποιουδήποτε μεμονωμένου ηγεμόνα και αφετέρου επειδή η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε συμφέρον να βοηθήσει την Ορθοδοξία, με απώτερο στόχο την επανένωση των εκκλησιών, ένα ζήτημα που θα επανερχόταν όλο και πιο πιεστικά στους επόμενους αιώνες. 

Η Δύση υπό τα όπλα

Ο Ουρβανός διείδε της δυνατότητες που ανοίγονταν μπροστά του και δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ήδη την επομένη της αναχώρησης των Βυζαντινών απεσταλμένων, ξεκίνησε να καταστρώνει τα σχέδιά του. Συγκάλεσε μεγάλη συνάντηση των εκπροσώπων της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, λαϊκών και κληρικών, που θα ξεκινούσε στις 18 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, στο Κλερμόντ της κεντρικής Γαλλίας. Απηύθυνε κάλεσμα τους Επισκόπους και Αβάδες από τις πιο φημισμένες ενορίες και μονές της δυτικής Χριστιανοσύνης, κυρίως βέβαια από τις περιοχές που έλεγχαν οι Γάλλοι (Φράγκοι) και το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας, αφού αφενός οι διαμάχες με το Γερμανό αυτοκράτορα και αφετέρου η εξέλιξη της reconquista στην Ιβηρική, δεν άφηναν παραπέρα περιθώρια.

Μάλιστα, ήταν ιδιαίτερα πιεστικός ως προς ένα σημείο: οι εκκλησιαστικοί προσκεκλημένοι όφειλαν να πείσουν και τους πλέον σημαίνοντες άρχοντες των επαρχιών τους να τους συνοδεύσουν στη σύνοδο.
Τελικώς, περί τα 300 μέλη του ανώτερου κλήρου και ακόμη περισσότεροι λαϊκοί άρχοντες, βρέθηκαν τη 18η Νοεμβρίου στο Κλερμόντ. Τις πρώτες μέρες, ο Ουρβανός δεν έκανε κατά τη διάρκεια των εργασιών, τη παραμικρή μνεία για την επικείμενη σταυροφορία. Αντίθετα, συζήτησε όλα τα θέματα τα οποία βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη, όπως τις μεταρρυθμίσεις του Κλινύ και τον αφορισμό του Γάλλου βασιλιά.

Στο παρασκήνιο, όμως, ο Ουρβανός προσπαθούσε να εξασφαλίσει ότι όσο το δυνατόν περισσότεροι από τους εξέχοντες ιππότες που βρισκόταν παρόντες, θα «έπαιρναν το σταυρό» με το κάλεσμά του. Το οποίο έγινε κατά τη διάρκεια της ειδικής συνεδρίας που οργανώθηκε στην ύπαιθρο έξω από την πόλη την 27η Νοεμβρίου.
Πριν ακόμη ανακοινωθεί η κλήση υπό τα όπλα και ο Bellum Sacrum (Ιερός Πόλεμος) ο Ουρβανός είχε λάβει την υπόσχεση από πολλούς και εκλεκτούς άρχοντες ότι θα λάβουν μέρος στο κίνημα και θα συνοδεύσουν τον διορισμένο παπικό λεγάτο Αντεμάρ του Λε Πι στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στους Άγιους Τόπους.
Ο Ουρβανός δε σταμάτησε στο Κλερμόντ. Ξεκίνησε μια εκτεταμένη εκστρατεία στη Γαλλία και αλλού, καλώντας όλο και περισσότερους σημαίνοντες άρχοντες να πάρουν τα όπλα και το σταυρό. Οι επαφές του είχαν εξαιρετικά αποτελέσματα και ο Ουρβανός καθόρισε ότι ο στρατός που θα συγκεντρωθεί θα ξεκινήσει την ημέρα που η Χριστιανοσύνη γιορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου, την 15η Αυγούστου του 1096.
Την ίδια ώρα, εκατοντάδες κληρικοί και μοναχοί σε ολόκληρη τη Δύση προχωρούσαν σε επαφές με μέλη της κατά τόπους ιπποσύνης, είτε άρχοντες είτε milites, ώστε να εξασφαλίσουν τη μέγιστη δυνατή συμμετοχή. Παράλληλα κήρυτταν καθημερινά με πύρινους λόγους την αναγκαιότητα να πολεμήσουν τους άπιστους και να απελευθερώσουν τους Άγιους Τόπους. Ωστόσο, αυτά τα κηρύγματα και αυτές οι εκκλήσεις, είχαν και τις μοιραίες παρενέργειες.

Όσο οι μέρες από τη σύνοδο του Κλερμόντ περνούσαν, τόσο πλήθαιναν οι φωνές που επεσήμαιναν ότι οι Φράγκοι δεν έχουν να κερδίσουν τίποτε από τους «σχισματικούς Έλληνες» και ότι δεν υπάρχει λόγος να κάνουν μια τέτοια θυσία για αυτούς. Το κήρυγμα προσαρμόστηκε ανάλογα – σιγά, σιγά εξαφανίζονται οι αναφορές περί «χριστιανών της Ανατολής» και μένουν μόνο οι αναφορές για τους Άγιους Τόπους, για την Ιερουσαλήμ, για τους «άπιστους».

Ο Ουρβανός ίσως να μην το είχε προβλέψει, αλλά η σταυροφορία «του» που ξεκίνησε την προγραμματισμένη ημερομηνία από διάφορες περιοχές της Ευρώπης, με στόχο να φθάσουν όλοι οι «προσκυνητές» στο χώρο συγκέντρωσης που είχε καθοριστεί, την Κωνσταντινούπολη, πολύ λίγη διάθεση είχε να βοηθήσει τους «Έλληνες».

Το αρχικό μήνυμα είχε υποχωρήσει στο παρασκήνιο και το βασικό κίνητρο, μαζί με τις υποσχέσεις για εξασφάλιση άφεσης αμαρτιών, ήταν υλικό, τα πλούτη της ανατολής, «το μέλι και το γάλα» που «ρέει άφθονο στην Παλαιστίνη», σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Ουρβανού. Οι άρχοντες που συμμετείχαν στην πρώτη σταυροφορία δεν πήγαιναν να ανακουφίσουν Χριστιανούς αδελφούς από τα δεσμά των «απίστων», αναζητούσαν την ευκαιρία να αποκτήσουν ένα φέουδο, να δημιουργήσουν μια κομητεία, να κερδίσουν για τον οίκο τους ένα πριγκιπάτο – ίσως ακόμη και ένα πραγματικό βασίλειο, για τους πιο τολμηρούς και φιλόδοξους.
Στο «επίσημο» χρονικό της σταυροφορίας, το Res Gestae Francorum που συνεγράφη από έναν (άγνωστο σήμερα) συμμετέχοντα της σταυροφορίας, προφανέστατα κάποιον από τους Ιταλούς ακόλουθους του Νορμανδού Βοημούνδου (τον οποίο και κολακεύει ξεδιάντροπα σε κάθε παράγραφο ο ανώνυμος συγγραφέας), οι αναφορές για τους Βυζαντινούς τις παραμονές της σταυροφορίας, έχουν «εξαφανιστεί» και ότι γνωρίζουμε για τις αιτιάσεις του Ουρβανού προέρχεται από άλλες πηγές. Αντίθετα, το Res Gestae βρίθει υποτιμητικών, έως και βιτριολικών αναφορών για τους Βυζαντινούς και ο συγγραφέας του ονομάζει κατ’ επανάληψη τον Αλέξιο «μοχθηρό Αυτοκράτορα», αντικαθρεφτίζοντας το προσωπικό μίσος του πατρόνα του Βοημούνδου, αλλά και υπό μία έννοια και την εξέλιξη του «πνεύματος της σταυροφορίας», επιβεβαιώνοντας πλήρως αυτά που αναφέραμε παραπάνω. 

Η… λάθος σταυροφορία

Η δεύτερη παρενέργεια των λόγων του Ουρβανού και των κηρυγμάτων των αντιπροσώπων του, ήταν ακόμη πιο συγκλονιστική. Φτωχοί χωρικοί, καταπιεσμένοι δουλοπάροικοι που ζούσαν σύντομες, δυσάρεστες ζωές υπό το ζυγό συχνά απάνθρωπων φεουδαρχών, με την ψυχή τους φορτωμένη από αμαρτίες που -όπως τους διαβεβαίωναν οι κληρικοί- θα εμπόδιζαν την είσοδό τους στον παράδεισο, πίστεψαν τις υποσχέσεις του Ουρβανού -«και οι ληστές θα γίνουν ιππότες», σε μία από τις διασημότερες αποστροφές του κηρύγματος του στο Κλερμόντ- για άφεση αμαρτιών για όσους πάρουν το σταυρό αλλά και για επίγεια αγαθά σε μια νέα ζωή στους Άγιους Τόπους και ξεκίνησαν οι ίδιοι τη δική τους σταυροφορία.

Άλλωστε ο Ουρβανός είχε καταστήσει ξεκάθαρο ότι η «δική του» σταυροφορία θα έπρεπε να είναι μια συνάθροιση ευγενών, ιπποτών, ανθρώπων της λόγχης και του σπαθιού, όχι της τσάπας και του αρότρου. Ωστόσο και εδώ τα πράγματα «ξεγλίστρησαν» από τον έλεγχο του Πάπα.
Η «σταυροφορία του λαού», όπως επικράτησε να λέγεται, δεν ήταν βεβαίως μια πραγματική σταυροφορία, ήταν όμως μια δραματική επιβεβαίωση των αδιεξόδων και των τρομακτικών κοινωνικών πιέσεων από τα οποία υπέφερε η Δυτική Χριστιανοσύνη το Μεσαίωνα. Ομάδες χωρικών από ολόκληρη την Ευρώπη ξεκίνησαν μια μακρά πορεία για τους Άγιους Τόπους.

Καθ' οδόν ενώθηκαν με άλλες ομάδες και, όπως πολλοί χείμαρροι ενώνονται για να σχηματίσουν ένα ποτάμι, η «σταυροφορία του λαού» έγινε ένα ορμητικό ποτάμι 100.000 σχεδόν ανθρώπων, ανδρών, γυναικών και παιδιών, κληρικών και λαϊκών, τυχοδιωκτών, μισθοφόρων, ανάπηρων, γέρων, ακόμη και λίγων ιπποτών χαμηλής κοινωνικής στάθμης – ένα ετερόκλητο πλήθος κυρίως άοπλων και πάμπτωχων χωρικών που με τίποτε περισσότερο πέρα από τα ρούχα που φορούσαν και ένα κομμάτι ξερό ψωμί στην τσέπη, ξεκινούσαν να… κατακτήσουν τους Άγιους Τόπους!


Η μνημειώδης πολιορκία της Αντιόχειας, όπως απεικονίζεται σε μεταγενέστερο μεσαιωνικό χειρόγραφο. Πρόκειται για μία από εκείνες τις περιπτώσεις όπου οι Μουσουλμάνοι εμφανίζονται με «ρεαλιστικές» διαφοροποιήσεις σε σχέση με τους Χριστιανούς.

Αυτόκλητος αρχηγός και προστάτης τους αναδείχτηκε ο Πέτρος ο Ερημίτης, ένας Καθολικός μοναχός, ιδιαίτερα χαρισματικός ρήτορας, που τους οδήγησε δια μέσω της Ευρώπης. Η «σταυροφορία του λαού» έμοιαζε περισσότερο με ένα κοπάδι από αμέτρητες ακρίδες, που κατάστρεφε τα πάντα στο πέρασμά του. Αφού οι «ξυπόλητοι σταυροφόροι» ενώθηκαν σε πολλές περιπτώσεις με τον Γερμανικό όχλο που είχε ξεκινήσει «το πρώτο ολοκαύτωμα», ένα τρομερό πογκρόμ κατά των Εβραίων στις Γερμανικές χώρες, «εμπνευσμένο» από τα κηρύγματα περί Ιερού Πολέμου, πέρασαν στην ανατολική Ευρώπη.

Δίχως εφόδια και δίχως τροφή, ήταν επόμενο ότι οι χιλιάδες πεινασμένων θα στρέφονταν σύντομα ενάντια στις χώρες μέσα από τις οποίες περνούσαν. Λεηλασίες, ένοπλες συγκρούσεις, πογκρόμ, όλα ήταν στην καθημερινή διάταξη των «σταυροφόρων» αυτών. Το πλήθος τους είχε αρχίσει ήδη πριν φθάσουν στο Βυζάντιο να ελαττώνεται δραστικά, εξαιτίας των απωλειών από πείνα, κακουχίες και ένοπλες συγκρούσεις, ωστόσο ήταν ακόμη πάνω από 75.000 όταν τελικώς αντίκρισαν την Κωνσταντινούπολη.

Ο Αλέξιος Κομνηνός εξεπλάγη όταν είδε ποιο (και τι) ήταν το πρώτο κύμα της «βοήθειας» της Δύσης, ωστόσο αποφάσισε να τους περάσει απέναντι από το Βόσπορο, με τον αυτοκρατορικό στόλο, όπως ακριβώς ζητούσαν. Στη Μικρά Ασία οι «σταυροφόροι» συνάντησαν για πρώτη φορά απίστους -για τη συντριπτική πλειονότητά τους έμελλε να είναι και η τελευταία. Μεταξύ των χιλιάδων προσκυνητών, λίγοι ήταν οι ένοπλοι και ακόμη λιγότεροι οι έμπειροι πολεμιστές. Τα τουρκικά στίφη τους επιτέθηκαν και τους κατέσφαξαν. Λίγοι γλίτωσαν και κατάφεραν με πολλές προσπάθειες να φθάσουν ξανά στην Κωνσταντινούπολη, για να αναμένουν την «κανονική» σταυροφορία. 

Έρχονται οι σταυροφόροι

Δύο μήνες μετά την εξόντωση της πλειοψηφίας των συμμετεχόντων στην «σταυροφορία του λαού», άρχισαν να καταφθάνουν στην Κωνσταντινούπολη τα μέλη της «σταυροφορίας των πριγκίπων» - η «βοήθεια» του Ουρβανού προς το δοκιμαζόμενο Βυζάντιο.
Αν ο Αλέξιος είχε εκπλαγεί μία φορά με τα στίφη των ρακένδυτων χωρικών που πλημμύρισαν την Κωνσταντινούπολη λίγους μήνες πριν, τώρα είχε μείνει άναυδος από το μέγεθος και τη δύναμη του στρατεύματος που είχε έλθει για να πολεμήσει τους Τούρκους. Διαφορετικές πηγές προτείνουν (πολύ) διαφορετικά νούμερα, ωστόσο φαίνεται ότι το πλήθος που συγκεντρώθηκε ίσως και να ξεπερνούσε – μαζί με τους μη μάχιμους – τις 100.000. Μόνο οι ιππότες που συμμετείχαν ήταν περισσότεροι από 7.000, αριθμός τεράστιος που δεν βρίσκουμε σε καμία εκστρατεία της εποχής.

Ανάλογοι αριθμοί ιπποτών συγκεντρώθηκαν μόνο κατά τον εκατονταετή πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας, όταν η μισή Ευρώπη βρισκόταν σε πόλεμο. Σε κάθε ιππότη αντιστοιχούσαν κατ’ ελάχιστο τρεις (συνήθως πολύ περισσότεροι) σεργέντοι και ακόμη περισσότεροι μισθοφόροι. Μεταξύ των σταυροφόρων βρισκόταν η αφρόκρεμα της Φράγκικης ιπποσύνης και εκατοντάδες ακόμη, περισσότερο ή λιγότερο γνωστοί, ιππότες από ολόκληρη τη Δ. Ευρώπη.
Υπό την ηγεσία -τυπικά, τουλάχιστον- του παπικού λεγάτου Αντεμάρ του Λε Πι, μέσα και έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας συνωστίζονταν στρατιές πάνοπλων ιπποτών που οδηγούσαν περίφημοι άρχοντες: Ο Ρεημόνδος Δ΄ της Τουλούζης, ο διασημότερος άρχοντας της Προβηγκίας, με έναν πραγματικό στρατό βασάλων, συνδεδεμένων οίκων, σεργέντων και μισθοφόρων. Τα αδέλφια Γοδεφρείδος, Ευστάθιος και Βαλδουίνος της Βουλόνης, εκπροσωπούσαν την άλλη σημαντική περιοχή της Γαλλίας, τη Λοραίνη και είχαν υπό τις διαταγές τους μία από τις δύο μεγαλύτερες «στρατιές» μεταξύ των σταυροφόρων. Η βόρεια Γαλλία είχε πλούσια εκπροσώπηση, από ιδιαίτερα σημαντικούς άρχοντες: Ο Ροβέρτος Β΄ της Φλάνδρας ήταν εκεί, όπως ήταν και ο αδελφός του Βασιλιά της Γαλλίας, του αφορισμένου Φίλιππου, Ούγος του Βερμαντουά. Μαζί τους ήταν ο αδελφός του Νορμανδού βασιλιά της Αγγλίας, Ροβέρτος της Νορμανδίας, καθώς και ο Κόμης του Μπλουά, Στέφανος.

Ένας ακόμη Νορμανδός άρχοντας, ο διαβόητος Βοημούνδος, από τη Νορμανδική Ιταλία όμως αυτός, μαζί με τον ανιψιό του Τανκρέδο, συμπλήρωναν το εντυπωσιακό αμάλγαμα κορυφαίων «ευγενών» της Δυτικής Ευρώπης. Ο Βοημούνδος είχε γίνει μάρτυρας του περάσματος των πρώτων σταυροφορικών ομάδων από την Ιταλία, ενώ βρισκόταν σε πολεμική αποστολή στο Αμάλφι και αποφάσισε να συγκεντρώσει τους άνδρες του, σκληροτράχηλους, υπεροπτικούς Νορμανδούς ιππότες και πλήθος Ιταλών μισθοφόρων και άλλων και να ακολουθήσει και αυτός το ρεύμα.
Οι περισσότεροι από τους προαναφερθέντες θα έπαιζαν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη συνέχεια της σταυροφορίας και θα γίνονταν ηγεμόνες των νέων Χριστιανικών κτήσεων. Ορισμένοι από αυτούς τους άρχοντες ήταν θανάσιμοι εχθροί μεταξύ τους, αλλά ο κοινός σκοπός και η προοπτική πλούσιας λείας και δόξας – επίγειας και επουράνιας – έδιναν, για την ώρα, έναν τόνο ομόνοιας στην κοινή χριστιανική προσπάθεια.
Κάθε ένας από τους άρχοντες έφερνε μαζί του μια μεγάλη ομάδα από ιππότες-βασάλους του. Στο πεδίο της μάχης οι ιππότες – ανώτεροι ή κατώτεροι – παρατάσσονταν ως βαρύ ιππικό, με κύρια τακτική μάχη την επέλαση με τη λόγχη. Οι ιππότες ήταν βαριά θωρακισμένοι με τα δεδομένα της εποχής και μετά από μια ζωή εξάσκησης είχαν αποκτήσει επιδεξιότητα με μια σειρά από όπλα.

Όπως αναφέραμε ήδη, τους συνόδευε ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός πολεμιστών κατώτερης κοινωνικής τάξης («σεργέντοι») που πολεμούσαν στο πλάι των αρχόντων τους, είτε ως βαρύ ιππικό, είτε ως βαρύ πεζικό. Ως ιππικό οι σεργέντοι είχαν ελαφρύτερη θωράκιση, αλλά συνήθως πολεμούσαν μαζί με τους ιππότες σε ρόλο κρούσης. Παράλληλα, τους υπεροπτικούς Φράγκους και Νορμανδούς συνόδευαν και μισθοφόροι τους οποίους χρηματοδοτούσαν οι μεγάλοι ευγενείς αλλά και η Καθολική εκκλησία (τμήμα Ιταλών υπό τον Αντεμάρ), μεταξύ αυτών βαλιστριδοφόροι, άλλοι μισθοφόροι, ειδικοί στην πολιορκητική και πολλοί ακόμη «επαγγελματίες» του πολέμου, τους οποίους είχαν στη δούλεψή τους οι ευγενείς.
Το πλήθος αυτό των βαριά οπλισμένων, πολλές χιλιάδες άνδρες, συνόδευαν ακόμη περισσότεροι μη μάχιμοι. Είτε βοηθητικοί (ακόλουθοι-squires, σταβλίτες για τα πολυάριθμα άλογα των ευγενών, υπηρετικό προσωπικό, γιατροί), είτε άνθρωποι της πίστης (κυρίως μοναχοί, παρά την αποθάρρυνση από την επίσημη ηγεσία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας) είτε απλώς άνθρωποι που, όπως οι άτυχοι συμμετέχοντες της πρώτης σταυροφορίας, αναζητούσαν μακριά από την Ευρώπη τη σωτηρία του σώματος και της ψυχής.

Οι τελευταίοι, των οποίων την ηγεσία ανέλαβε ξανά ο Πέτρος ο Ερημίτης, που είχε γλιτώσει από τη σφαγή της «σταυροφορίας του λαού», ονομαστήκαν συλλογικά pauperes, δηλαδή «φτωχοί». Μάλιστα οι pauperes προσπάθησαν να οπλισθούν με όλα τα μέσα που είχαν και σχημάτισαν κάποιες κολεκτίβες, συνήθως υπό την ηγεσία κάποιου ιππότη χαμηλού κοινωνικού στάτους, που δεν «χωρούσε» στον οίκο των σπουδαίων αρχόντων.
Το όνομα «σταυροφόρος» είναι στην εποχή αυτή παραπλανητικό, αφού οι πρώτοι αυτοί σταυροφόροι δεν ονομάζονταν έτσι. Το όνομα που χρησιμοποιούσαν και με το οποίο έγιναν γνωστοί στην εποχή τους ήταν απλώς «προσκυνητές».
Με αυτό το τεράστιο πλήθος πάνοπλων «προσκυνητών» ήλθε τώρα αντιμέτωπος ο Αλέξιος, που θα πρέπει να κατάλαβε ότι η παροχή βοήθειας ξεπέρασε κάθε προσδοκία του, αλλά… τι βοήθεια θα ήταν αυτή; Ήδη από τις πρώτες μέρες της παρουσίας τους στην Πόλη, οι τραχείς, υπερόπτες Λατίνοι είχαν αρχίσει να δημιουργούν προβλήματα και σε ορισμένες περιπτώσεις να συγκρούονται ανοιχτά, σε μικρή έκταση, με αυτοκρατορικά στρατεύματα. Τα περιθώρια που είχε για να τους ελέγξει ήταν περιορισμένα και το μόνο μέσο που διέθετε για να καταστήσει υπόλογους τους υπερήφανους άρχοντες της Δύσης ήταν ο όρκος υποταγής στον ηγεμόνα, που μπορούσε να απαιτήσει από τους συγκεντρωμένους ιππότες.


Ο μεγάλος στόχος της σταυροφορίας ήταν βεβαίως η Ιερουσαλήμ. Αν και την εποχή των σταυροφοριών η Ιερή Πόλη ήταν σκιά του παλιότερου, ένδοξου εαυτού της, ωστόσο αποτέλεσε το σκηνικό γύρω από το οποίο στρεφόταν ολόκληρο το σταυροφορικό κίνημα.

Η απαίτηση του Αλέξιου, να ορκιστούν οι ιππότες πίστη σε αυτόν ως άρχοντά τους και να θέσουν υπό την δική του επικυριαρχία οποιαδήποτε εδάφη ανακτήσουν, εξόργισε τους Λατίνους. Για μέρες η έντασης μεταξύ Ορθόδοξων και Καθολικών κορυφώνονταν και δύο πλευρές είχαν επιδοθεί σε έναν μαραθώνιο διπλωματικών επαφών αλλά και …άλλων μέσων (περιορισμένων συρράξεων, λεηλασιών, απαγορεύσεων, αποκλεισμών και άλλα).

Τελικώς φρόντισε μια πανίσχυρη δύναμη να λύσει το γόρδιο δεσμό: η Πείνα. Με τα τρόφιμα να τελειώνουν, καθώς ο Αλέξιος απαγόρευε την πώληση τροφίμων σε εκείνους που δεν δεχόταν να ορκιστούν πίστη και με το φάσμα της αποτυχίας να πλανιέται πάνω από το στρατόπεδό τους, ενώ και οι μικροσυγκρούσεις με τους Έλληνες συνεχίζονταν αμείωτες, οι «Φράγκοι» δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ορκισθούν υποταγή στο Βυζαντινό αυτοκράτορα. Όλοι εκτός από έναν, τον Ρεημόνδο, ο οποίος αντ’ αυτού ορκίστηκε φιλία και συνομολόγησε ανεπίσημη συμμαχία με τον Αλέξιο, ενάντια στον κοινό εχθρό τους, το Βοημούνδο. Ο Ρεημόνδος ήταν και ο μοναδικός που τίμησε τον όρκο του στη συνέχεια και παρέμεινε για όλη τη διάρκεια της ζωής του πιστός σύμμαχος των Ελλήνων.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής των σταυροφόρων, υπήρξαν ακόμη και συνεννοήσεις των τελευταίων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, με πρώτο τον άσπονδο εχθρό των Βυζαντινών, Βοημούνδο και τον φιλόδοξο και ιδιαίτερα φανατικό Καθολικό, Γοδεφρείδο της Βουλόνης. Εξαιτίας της ανυποχώρητης στάσης του αυτοκράτορα και της δύναμης του αυτοκρατορικού στρατού, αλλά και της επιμονής της μεγάλης πλειοψηφίας των ηγετών της σταυροφορίας να συνεχίσουν προς τους αντικειμενικούς σκοπούς τους, τα σχέδια του πανούργου Βοημούνδου ναυάγησαν. 

Η κατάσταση στην Ανατολή

Ο μουσουλμανικός κόσμος, σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, υπέφερε από το ίδιο πρόβλημα το οποίο ταλάνιζε την φεουδαρχική Ευρώπη. Την πολυδιάσπαση της εξουσίας και την έλλειψη συνοχής. Τυπικά υπήρχαν δύο κυρίαρχοι πόλοι δύναμης, το Σελτζουκικό σουλτανάτο (που ισχυρίζονταν ότι κυβερνούσαν στο όνομα του χαλιφάτου των Αββασιδών της Βαγδάτης, εκπρόσωπων της «ορθόδοξης» τάσης του Ισλάμ, των Σουνιτών) και το χαλιφάτο των Φατιμιδών με επίκεντρο την Αίγυπτο (εκπρόσωπο της «σχισματικής» τάσης του Ισλάμ, των Σιιτών).

Αυτοί οι δύο πόλοι είχαν ουσιαστικά μοιραστεί την εξουσία πάνω στον μουσουλμανικό κόσμο, στην πραγματικότητα όμως μετά το θάνατο του Σελτζούκου Σουλτάνου Μαλίκ Σαχ το 1092, η επικράτεια των Σελτζούκων υπέστη μια πολυδιάσπαση που δεν κατόρθωσε να σταματήσει ο Αββασίδης Χαλίφης Αλ Μουσταζίρ, παρά την προσπάθεια διαμεσολάβησης μεταξύ των αντιμαχόμενων απογόνων του Μαλίκ Σαχ.

Ο τελευταίος, την εποχή που εξετάζουμε, είχε περιοριστεί ουσιαστικά στο ρόλο του ανώτερου θρησκευτικού άρχοντα του Σουνιτικού κόσμου και είναι χαρακτηριστικό ότι οι Λατινικές πηγές τον αποκαλούν «Πάπα των Μουσουλμάνων».
Η μεγαλύτερη απειλή για τη συνοχή του αχανούς σουλτανάτου αποδείχτηκε ότι ήταν οι τοπικοί διοικητές που είχε τοποθετήσει οι Σουλτάνος, οι αταμπάκοι (Atabak ή atabeg) όπως αποκλήθηκαν στη συνέχεια για να νομιμοποιήσουν το σφετερισμό της τοπικής εξουσίας. Το αποτέλεσμα ήταν μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ολόκληρο σχεδόν το Σουλτανάτο να έχει διασπαστεί σε μικρά εμιράτα, ενώ ακόμη περισσότερες ήταν οι πόλεις που διεκδικούσαν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αυτονομίας.
Ειδικότερα στη Συρία, στην επικράτεια της οποίας θα διαδραματιζόταν τα περισσότερα από τα γεγονότα της πρώτης σταυροφορίας, λάμβανε χώρα μια ατέλειωτη διελκυστίνδα δύναμης, στην οποία οι κυριότεροι «παίκτες» ήταν οι Φατιμίδες, που συχνά πυκνά έκαναν επιδρομές και ενίοτε κατακτούσαν και κάποια πόλη, οι Αββασίδες, ο ανεψιός του Μαλίκ Σαχ, Ριντβάν και ο αδελφός του Ντουκάκ, ο εμίρης Γιαγκί Σιγιάν, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξαν και άλλοι ηγεμόνες. Οι Ριντβάν, Ντουκάκ και Σιγιάν θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα που θα δούμε στη συνέχεια.
Είναι χαρακτηριστικό της έντονης ενδομουσουλμανικής έριδας, ότι η Ιερουσαλήμ μέχρι το 1071 ήταν στην επικράτεια των Φατιμιδών, όταν ο Τούρκος στρατηγός Ατσίζ την κατέκτησε για λογαριασμό των Σελτζούκων, ενώ τις παραμονές της άφιξης των σταυροφόρων στην Ιερουσαλήμ (το 1098, όταν οι σταυροφόροι λυμαίνονταν τη Βόρειο Συρία) οι Φατιμίδες εκμεταλλεύτηκαν το ότι οι Τούρκοι ήταν απασχολημένοι στα βόρεια, για να καταλάβουν ξανά την πόλη!
Η Ιερουσαλήμ, παρά την τεράστια σημασία της ως κέντρο τριών θρησκειών, ήταν μια μάλλον μικρή πόλη ακόμη και με τα δεδομένα της εποχής, έχοντας πληθυσμό, τις παραμονές της κατάληψής της, περί τους 25.000 ανθρώπους, κυρίως Μουσουλμάνους και Εβραίους. Δεν ήταν πολιτικό ή στρατιωτικό κέντρο ούτε των Φατιμιδών ούτε των Σελτζούκων στην περιοχή, απλώς μία πόλη που εξασφάλιζε αυξημένο κύρος σε αυτόν που την κατείχε, λόγω της θρησκευτικής της σημασίας.
Στην προαναφερθείσα πολιτική αναταραχή, θα πρέπει να προστεθούν και οι τακτικές επιδημίες που ενέσκηπταν στην περιοχή (η Αίγυπτος είχε χτυπηθεί ιδιαίτερα από τις επιδημίες την δεκαετία που προηγήθηκε των σταυροφοριών) αλλά και τα στίφη ατάκτων Τουρκομάνων που λυμαίνονταν την ύπαιθρο και δημιουργούσαν σοβαρότατα προβλήματα στην εμπορική δραστηριότητα αλλά και στις επικοινωνίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ταξίδι από την Αίγυπτο στην Ιερουσαλήμ ήταν σχεδόν αδύνατο από ξηράς για οποιαδήποτε ομάδα προσκυνητών ή εμπόρων, εκτός κι αν συνοδευόταν από ένα μικρό στρατό, ακριβώς εξαιτίας της απειλής των Τουρκομάνων ληστών.
Με άλλα λόγια, η ιστορική συγκυρία για την πρώτη σταυροφορία ήταν η καλύτερη δυνατή για τους σκοπούς των σταυροφόρων. Θα συναντούσαν όχι το πανίσχυρο Σουλτανάτο των Σελτζούκων ή το κραταιό Χαλιφάτο των Φατιμιδών στην ακμή του, αλλά μια σειρά από τοπικούς άρχοντας που μάχονταν αλλήλους για την κυριαρχία πάνω στα δεκάδες εμιράτα που είχαν ξεφυτρώσει στην ευρύτερη περιοχή. 

Οι πρώτες επιτυχίες των σταυροφόρων

Η παραμονή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη ήταν επεισοδιακή, αλλά η πορεία τους προς την Ανατολή ήταν ακόμη πιο προβληματική, καθώς φαίνεται ότι μια πλήρης συνεννόηση Βυζαντινών και Λατίνων ήταν ανέφικτη. Αφού οι αυτοκρατορικοί στόλοι μετέφεραν τους σταυροφόρους στην αντίπερα όχθη του Βοσπόρου, μια Βυζαντινή στρατιά υπό τον Τατίκιο (που οι φραγκικές πηγές αναφέρον ως Τάτιο ή Τάτιους) ανέλαβε να συνοδεύσει τους Δυτικούς μέσα από τη Μικρά Ασία.

Με την βοήθεια των Βυζαντινών, η πορεία προς τη Νίκαια, που ήταν ο πρώτος στόχος της εκστρατείας, ήταν εύκολη. Η Νίκαια ήταν η πρωτεύουσα του Σουλτανάτου του Ρουμ αν και ο Κιλίτζ Αρσλάν, ο Σουλτάνος, δεν βρισκόταν σε αυτή. Η πόλη ήταν καλά οχυρωμένη και δεν ήταν εύκολο να πέσει, ωστόσο οι διπλωμάτες του Αλέξιου δουλεύοντας στο παρασκήνιο κατάφεραν να πείσουν τη φρουρά της πόλης να τους την παραδώσει, μυστικά από τους σταυροφόρους.

Οι αυτοκρατορικοί στρατιώτες εισήλθαν κρυφά στην πόλη τα ξημερώματα της 19ης Ιουνίου και όταν ο ήλιος ανέτειλε, οι σταυροφόροι είχαν κάθε λόγο να είναι ακόμη πιο δύσπιστοι απέναντι στους Βυζαντινούς: Τα λάβαρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχαν υψωθεί στην πόλη και οι Σελτζούκοι φρουροί είχαν αντικατασταθεί με Έλληνες, που απαγόρευσαν στους Λατίνους την είσοδο και φυσικά ούτε λόγος για λεηλασία της πόλης, την οποία οι Φράγκοι περίμεναν με αδημονία. Η δυσαρέσκεια και έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών, κορυφώθηκαν μετά από αυτό το συμβάν.
Αφού η Νίκαια έπεσε ξανά στα χέρια των Βυζαντινών, η σταυροφορία κατευθύνθηκε προς τους κύριους στόχους της, τους Άγιους Τόπους. Στα εδάφη της Μικράς Ασίας δόθηκαν δύο μάχες μεταξύ των Λατίνων -τους οποίους συνεπικουρούσε και ο Βυζαντινός στρατός- και των Σελτζούκων. Και στις δύο οι Χριστιανοί επικράτησαν κατά κράτος. Η πορεία πάντως μέσα από τη Μικρά Ασία ήταν μακρά και αργή, αφού η ζέστη του καλοκαιριού και οι ανάγκες του τεράστιου εκστρατευτικού σώματος, που σε τακτά χρονικά διαστήματα λεηλατούσε άγρια την ύπαιθρο, ακόμη και τα χριστιανικά χωριά, ήταν μεγάλες.

Πριν φθάσουν στην Ιερουσαλήμ, οι Λατίνοι έπρεπε να περάσουν από την Αντιόχεια, την πόλη που είχε βάλει στο μάτι ο Βοημούνδος για να δημιουργήσει τη δική του ηγεμονία στη Μ. Ανατολή και να τη χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο για παραπέρα επέκταση. Αλλά δεν επρόκειτο να είναι ο πρώτος από τους σταυροφόρους που θα αναζητούσε την τύχη του ξεχωριστά από τους υπόλοιπους.

Ο ένας από τους τρεις εκπροσώπους του οίκου της Βουλόνης στην εκστρατεία, ο Βαλδουίνος, άφησε τους υπόλοιπους σταυροφόρους μόλις πέρασαν στην Κιλικία και συνέχισε ανατολικά, φτάνοντας στην Έδεσσα. Λίγο αργότερα θα διαδεχθεί τον ντόπιο ηγεμόνα Θόρο -μετά από μία σειρά… μάλλον ύποπτων συμβάντων- και θα γίνει ηγεμόνας της Έδεσσας, δημιουργώντας το πρώτο από τα σταυροφορικά κράτη, την Κομητεία της Έδεσσας.

Οι υπόλοιποι συνέχισαν προς την Αντιόχεια, που την εποχή εκείνη ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Μ. Ανατολής και αποτελούσε μέχρι το 1080, όταν καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους, τη σημαντικότερη κτήση των Βυζαντινών στην περιοχή. Ο πληθυσμός της συνέχιζε να είναι σε ένα σημαντικό ποσοστό ελληνικός (ακόμη κατοικούσαν στην πόλη πολλοί Σύριοι, Τούρκοι, Άραβες, Αρμένιοι και άλλοι) και η πόλη ήταν πλούσια, μεγάλη και ισχυρή.


Ο ενθουσιασμός και η αγαλλίαση των σταυροφόρων καθώς αντίκρισαν για πρώτη φορά την Ιερουσαλήμ από τους παρακείμενους λόφους, περιγράφονται εκτενώς στα μεσαιωνικά χρονικά που έχουν αφιερωθεί στις σταυροφορίες (εικονογράφηση του Γκούσταβ Ντόρε).

Η φρουρά ήταν επίσης ισχυρή και οι σταυροφόροι δεν διέθεταν αρκετές πολιορκητικές μηχανές για να επιχειρήσουν κατάληψη της Αντιόχειας με έφοδο και απλώς περιορίστηκαν να την πολιορκήσουν.

Όμως το μέγεθος της πόλης και των τειχών της, τα οποία είχαν ανεγερθεί επί Ιουστινιανού και βελτιωθεί μέσα στους επομένους αιώνες, δεν επέτρεπαν τον πλήρη αποκλεισμό και η Αντιόχεια, έστω και με δυσκολία, ανεφοδιαζόταν. Τα δύο ανίψια του Μαλίκ Σαχ, ο Ντουκάκ και ο Ριντβάν, προσπάθησαν με δυνάμεις τους από τη Δαμασκό και το Χαλέπι αντίστοιχα, να άρουν την πολιορκία.
Ήταν Δεκέμβριος και οι δυνάμεις του Βοημούνδου και του Ροβέρτου της Φλάνδρας είχαν αναχωρήσει από την πολιορκία, σε αναζήτηση εφοδίων για τους σταυροφόρους που είχαν φθάσει στα πρόθυρα της λιμοκτονίας. Ο κυβερνήτης της πόλης, Γιαγκί Σιγιάν, βρήκε την ευκαιρία να κάνει μια σφοδρή έξοδο με μέρος της φρουράς, επιχειρώντας να προκαλέσει καίριο πλήγμα και να αναγκάσει τους Φράγκους σε αποχώρηση. Αν και κατάφερε να αιφνιδιάσει αρχικά τις δυνάμεις των οποίων ηγούνταν οι Ρεημόνδος, στη συνέχεια αποκρούστηκε με την ορμητική έφοδο των σιδηρόφρακτων ιπποτών από την Προβηγκία και υποχώρησε στα τείχη.
Την ίδια ώρα ένα μικρό στράτευμα υπό τις διαταγές του Ντουκάκ, του ενός από τους δύο διαδόχους του Μαλίκ Σαχ στη Μ. Ανατολή και κυβερνήτη της Δαμασκού, κινείτο προς την Αντιόχεια, ωστόσο καθοδόν συνάντησαν τις δυνάμεις του Ροβέρτου και του Βοημούνδου που προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν εφόδια.

Ακολούθησε μία σφοδρή μάχη, που βρήκε τους Λατίνους νικητές, αφού ο Βοημούνδος που έφθασε με τις δυνάμεις του καθυστερημένα και αφού ο Ροβέρτος είχε εμπλακεί, περίμενε ώστε όλο το μουσουλμανικό στράτευμα να μπει στη μάχη. Όταν έγινε αυτό, ο Βοημούνδος οδήγησε τους περίφημους Νορμανδούς ιππότες του στα νώτα των Μουσουλμάνων, που σύντομα υποχώρησαν. Ο στρατός του Ντουκάκ, έχοντας χάσει αυτή τη μάχη και αντιμέτωπος με σφοδρή κακοκαιρία, επέστρεψε στη Δαμασκό.
Όμως η πολιορκία έβαινε σε μάκρος και οι σταυροφόροι έδειχνα περισσότερο καταπονημένοι απ’ ότι οι υπερασπιστές της Αντιόχειας. Καθημερινά σταυροφόροι λιποψυχούσαν και εγκατέλειπαν το στρατόπεδο έξω από τα τείχη, κάτι που ωστόσο προσπαθούσαν να αποτρέψουν οι ηγέτες της σταυροφορίας. Ακόμη και ο Πέτρος ο Ερημίτης, ο χαρισματικός μοναχός που ηγήθηκε της «σταυροφορίας του λαού», έφυγε μαζί με τον Γουλιέλμο τον «Ξυλουργό» (Carpenter), αλλά τους έφερε πίσω με τη βία ο ανεψιός του Βοημούνδου, ο Τανκρέδος.
Η επόμενη προσπάθεια για άρση της πολιορκίας προήλθε από τον Ριντβάν, τον κυβερνήτη του Χαλεπίου, ο οποίος μάλιστα τις παραμονές της πολιορκίας βρισκόταν σε πόλεμο με τον Σιγιάν και υπέγραψαν ειρήνη ενώ η πολιορκία βρισκόταν σε εξέλιξη! Το στράτευμα του Ριντβάν δεν ήταν αρκετά ισχυρό για να κατανικήσει τους σταυροφόρους και στη μάχη που ακολούθησε ηττήθηκε, για να επιστρέψει στο Χαλέπι. 

Η κατάκτηση της Αντιόχειας

Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν προς το καλύτερο για τους σταυροφόρους από το Μάρτιο. Οι Ιταλικές πόλεις, μετά από έντονες προσπάθειες του Πάπα, έστειλαν βοήθεια. Τόσο ενισχύσεις σε νέους πάνοπλους «προσκυνητές» όσο και τρόφιμα. Οι ενισχύσεις βοήθησαν τους σταυροφόρους να περισφίξουν τον κλοιό γύρω από την πόλη, ενώ τα εφόδια επέτρεψαν στους λιμοκτονούντες Λατίνους να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην πολιορκία, αντί να στέλνουν συνεχώς αποσπάσματα για να λεηλατούν την ύπαιθρο.


Η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ και της Αντιόχειας (εικονογράφηση από μεταγενέστερο χειρόγραφο) δεν ήταν, φυσικά, το τέλος της διαμάχης των Χριστιανών με τους Μουσουλμάνους, αλλά η αρχή της. Μια διαμάχη που σε ορισμένες περιπτώσεις επιβιώνει έως και τις μέρες μας.

Όμως η πόλη δεν έπεφτε. Μια γενική έφοδος μεγάλης κλίμακας έμοιαζε με αυτοκτονία, παρότι αρκετές πολιορκητικές μηχανές είχαν στηθεί επιτόπου από τους μηχανικούς και τους ξυλουργούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Λατίνοι άρχοντες είχαν ορκιστεί ότι θα μείνουν έως και επτά χρόνια για να πάρουν την πόλη! Η Αντιόχεια δεν θα έπεφτε με τη δύναμη, όμως. Ο πανούργος Βοημούνδος φρόντισε για αυτό. Εξαρχής σκοπός του ήταν -όπως υπογραμμίζουν τα λατινικά χρονικά- η κατάκτηση της Αντιόχειας για λογαριασμό του. Τώρα έβαλε μπροστά το σχέδιό του. Μέσω κατασκόπων που είχε εξαγοράσει στην πόλη, πλησίασε έναν από τους αξιωματικούς των Σελτζούκων που δεν ήταν Τούρκος, αλλά Αρμένιος, με το όνομα Φιρούζ. Τον δωροδόκησε με μεγάλα χρηματικά ποσά και υποσχέσεις για ακόμη περισσότερα όταν η Αντιόχεια θα γινόταν δική του και τον άφησε να περιμένει για το σήμα του.
Τώρα ο Βοημούνδος θα έβαζε μπροστά το δεύτερο μέρος του σχεδίου του. Τον βοήθησε το γεγονός ότι οι Χριστιανοί είχαν ήδη ενημερωθεί ότι ένα μεγάλο Τουρκικό στράτευμα, αυτή τη φορά υπό την ηγεσία του δυναμικού αταμπάκου της Μοσούλης Κερμπόγκα, είχε μαζευτεί και ξεκινήσει πορεία για την πόλη.

Οι Λατίνοι άρχισαν να σκέφτονται ότι πρέπει να λύσουν την πολιορκία. Μόλις μία μέρα πριν την πτώση της πόλης, ένας από τους εξέχοντες άρχοντες, ο Στέφανος του Μπλουά, είχε πάρει μαζί του μια μεγάλη ομάδα ιπποτών και είχε αναχωρήσει από την πολιορκία. Επίσης, ο Ούγος, ο αδελφός του Γάλλου βασιλιά και η πολυπληθής ακολουθία του είχαν ήδη εγκαταλείψει τους συντρόφους τους, όπως και πολλοί ακόμη. Αρκετοί άλλοι σκέφτονταν να κάνουν το ίδιο.
Ο Βοημούνδος ανακοίνωσε και με το κύρος της θέσης του ως ουσιαστικού αρχηγού της εκστρατείας, ότι έχει τον τρόπο να δώσει την Αντιόχεια στους Φράγκους, αλλά θα πρέπει να ορκιστούν ότι θα μείνει εκείνος αδιαμφισβήτητος άρχοντας της πόλης μετά την πτώση και τη λεηλασία της. Αρχικά όλοι αρνήθηκαν, ωστόσο στη συνέχεια -μαθαίνοντας το μέγεθος του στρατού που πλησίαζε- και παρά τις αντιρρήσεις που εξέφρασε ο Ρεημόνδος, η πρόταση του Βοημούνδου υπερψηφίστηκε από όλους τους άρχοντες πλην βεβαίως του κόμη της Τουλούζης και το σχέδιο του πανούργου πρίγκιπα του Τάραντα μπήκε σε εφαρμογή.
Ο Φιρούζ ήταν επικεφαλής της φρουράς σε ένα τμήμα του τείχους στο οποίο υπήρχαν έξι πύργοι. Αυτό ακριβώς το τμήμα του τείχους, όπως είχε συνεννοηθεί με τον Βοημούνδο, θα έμενε αφύλακτο κατά τη διάρκεια της νύχτας, αφού ο Αρμένιος θα απέσυρε όλους τους έμπιστους του φρουρούς. Ο στρατός του Κερμπόγκα πλησίαζε στην πόλη και οι Λατίνοι  -όπως είχε σχεδιαστεί- προσποιήθηκαν ότι θα πάνε να τον συναντήσουν στο πεδίο της μάχης.

Όμως μόλις έπεσε το σκοτάδι, επέστρεψαν και άρχισαν να συγκεντρώνονται στο προκαθορισμένο τμήμα του τείχους. Όπως είχε υποσχεθεί ο Φιρούζ, το τμήμα ήταν αφύλακτο και σε άκρα σιωπή εξήντα Λατίνοι ιππότες μπήκαν κρυφά στην πόλη. Κινούμενοι στο σκοτάδι, οι Φράγκοι πλησίασαν την κοντινότερη πύλη, την λεγόμενη Πύλη του Αγίου Γεωργίου και την άνοιξαν από μέσα.
Οι σταυροφόροι ξεχύθηκαν από την ανοιχτή πύλη και ξεκίνησαν το μακελειό. Από τους Μουσουλμάνους κατοίκους της πόλης ελάχιστοι επιβίωσαν αυτής της νύχτας – όσους δεν έσφαξαν οι εξαγριωμένοι σταυροφόροι, τους «περιποιήθηκαν» οι Χριστιανοί κάτοικοι της πόλης. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, ουδείς γλίτωνε από την «ιερή» μανία των «προσκυνητών».

Αλλά ούτε και μερικοί Χριστιανοί, ιδιαίτερα αν έμοιαζαν ότι είχαν αρκετή λεία για τους πεινασμένους για πλούτη σταυροφόρους, γλίτωσαν από τη μανία των πολιορκητών. Ακόμη και το επίσημο χρονικό της σταυροφορίας, το Res Gestae, δείχνει ότι ο συγγραφέας του ήταν σοκαρισμένος από την τρομερή σφαγή: «Όλες οι πλατείες της πόλης ήταν παντού γεμάτες από τα σώματα των νεκρών και δεν μπορούσε κανείς να αντέξει λόγω της βαριάς μυρωδιάς. Δεν ήταν δυνατό να διαβεί κάποιος ένα δρόμο, δίχως να πατά πάνω στα πτώματα».


Η κατάκτηση ή ανέγερση ισχυρών οχυρών, ήταν απαραίτητη συνθήκη για την επιβίωση των Χριστιανικών ηγεμονιών του Outremer. Στη φωτογραφία βλέπουμε το γνωστότερο και ισχυρότερο κάστρο της Λατινικής Ανατολής, το περίφημο «Κρακ των Ιπποτών».

Σε λίγες ώρες το μακελειό είχε τελειώσει. Οι Χριστιανοί είχαν καταλάβει την πόλη, τα πτώματα είχαν γεμίσει τους δρόμους, το πλιάτσικο βρισκόταν στην κορύφωσή του και η Αντιόχεια ανήκε στο Βοημούνδο. Οι μόνοι Μουσουλμάνοι που είχαν γλιτώσει ήταν ο Γιαγκί Σιγιάν και ορισμένα μέλη της ακολουθίας του, που το έσκασαν στην σύγχυση της μάχης, καθώς και ο γιος του που με τα υπολείμματα της φρουράς κατέφυγαν στην ακρόπολη της Αντιόχειας, την οποία οι σταυροφόροι δεν μπόρεσαν να εκπορθήσουν. Ο Σιγιάν, σύμφωνα με το Res Gestae, συνελήφθη από κάποιους Χριστιανούς σε ένα γειτονικό οικισμό, οι οποίοι τον σκότωσαν μαζί με τους λίγους ακόλουθούς του και παρουσίασαν το κεφάλι του στο νέο άρχοντα της πόλης, το Βοημούνδο.
Όλη η επόμενη μέρα ξοδεύτηκε στον καθαρισμό της πόλης από τα χιλιάδες πτώματα και τη μοιρασιά της λείας, ενώ φυσικά οι Λατίνοι δεν παρέλειψαν να τακτοποιήσουν τη φρουρά στα τείχη, καθώς όπως φάνηκε ήδη από την 5η Ιουνίου, όταν έκαναν την εμφάνισή τους μπροστά στα τείχη οι πρώτοι στρατιώτες του Κερμπόγκα, από πολιορκητές είχαν μεταβληθεί πλέον σε …πολιορκημένους!
Ο στρατός το Κερμπόγκα χρειάστηκε δύο μέρες για να φθάσει ολόκληρος και να στρατοπεδεύσει. Επρόκειτο για μια μεγάλη δύναμη, αλλά μάλλον ετερόκλητη. Ο Κερμπόγκα είχε ζητήσει βοήθεια από άλλους Μουσουλμάνους ηγέτες και είχε κλείσει συμφωνίες με κάποιους ηγεμόνες γειτονικών λαών για να τον βοηθήσουν. Ακόμη και οι Φατιμίδες της Αιγύπτου είχαν στείλει σημαντικές ενισχύσεις, φοβούμενοι ότι οι Χριστιανοί αποτελούσαν μια πιο άμεση απειλή από τους Τούρκους. Πολύ σύντομα, όμως θα άλλαζαν γνώμη.
Η θέση των Χριστιανών ήταν δύσκολη, καθώς δεν είχαν τρόπο να εφοδιάζονται στην πολιορκημένη πόλη, ωστόσο υπήρχε ένας παράγοντας που συνέχιζε να λειτουργεί υπέρ αυτών: η διχόνοια μεταξύ των Μουσουλμάνων. Το πολυσυλλεκτικό στράτευμα του Κερμπόγκα μαστιζόταν από έλλειψη συνοχής και η μία φατρία υπέβλεπε την άλλη. Με αυτά τα δεδομένα, το μόνο που χρειάζονταν οι Χριστιανοί ήταν έναμικρό θαύμα, για να αποκτήσουν επαρκή κίνητρα για να διαλύσουν τους Μουσουλμάνους. Το «θαύμα» δεν άργησε να έλθει.
Ένας από τους Προβήγκιους χωρικούς που είχαν ακολουθήσει τις δυνάμεις του Κόμη της Τουλούζης στην εκστρατεία, «ανακάλυψε» – μετά από όραμα στο οποίο του παρουσιάστηκε ο Άγιος Ανδρέας – την «Ιερή Λόγχη», τη λόγχη με την οποία οι Ρωμαίοι τρύπησαν το σώμα του Χριστού στο Σταυρό. Φυσικά το εύρημα δόθηκε στα χέρια του Κόμη της Τουλούζης και ο Ρεημόνδος το χρησιμοποίησε τόσο για να εξυψώσει το ηθικό των Χριστιανών, όσο και για να κερδίσει κύρος σε βάρος του Βοημούνδου – η διαμάχη μεταξύ των δύο συνεχιζόταν αμείωτη και μάλιστα ο Ρεημόνδος δεν παρέλειπε και εμπράκτως να αμφισβητεί το δικαίωμα του Βοημούνδου στην Αντιόχεια.
Αν και ξέσπασαν προστριβές μεταξύ των «οπαδών» της λόγχης (δηλαδή του Ρεημόνδου) και των σκεπτικιστών (δηλαδή αυτών του Βοημούνδου, ο οποίος κορόιδευε ανοιχτά τον Κόμη της Τουλούζης και «τη λόγχη του») η «ανακάλυψη» του ιερού κειμηλίου φαίνεται ότι είχε θαυματουργές συνέπειες όσον αφορά στο ηθικό των Χριστιανών. Μετά από τρεις βδομάδες πολιορκίας, στις 28 Ιουνίου, οι Χριστιανοί βγήκαν από την πόλη και έδωσαν μάχη με το στρατό του Κερμπόγκα.

Ο τελευταίος φάνηκε ότι υπερείχε και θα νικούσε στην επερχόμενη αναμέτρηση, ωστόσο λίγο πριν οι δύο αντίπαλοι συγκρουστούν, το τμήμα που είχε σταλεί από τους Φατιμίδες, εγκατέλειψε ξαφνικά το πεδίο της μάχης, αφήνοντας εκτεθειμένο το στρατό του Τούρκου πολέμαρχου.

Εικάζεται ότι οι Φατιμίδες ανησύχησαν διαπιστώνοντας από κοντά την αυξανόμενη δύναμη του Κερμπόγκα και φοβούνταν τα σχέδιά του για την Παλαιστίνη, όπου διέθεταν ακόμη αρκετές κτήσεις, θεωρούσαν δε προφανώς τους Χριστιανούς ως μία ήσσονος σημασίας απειλή. Πιθανότατα, οι Φατιμίδες θεώρησαν ότι αφήνοντας τον Κερμπόγκα να καταστραφεί από τους Λατίνους, οι ίδιοι θα εξασφάλιζαν περισσότερα οφέλη, πιστεύοντας ίσως ότι οι Χριστιανοί θα σταματούσαν στην Αντιόχεια.
Η αποχώρησε των Φατιμιδών επέτρεψε στους Χριστιανούς να επιπέσουν σε ένα αποδιοργανωμένο μουσουλμανικό στράτευμα και να το τρέψουν σε φυγή πολύ σύντομα. Σύμφωνα με έναν θρύλο, που αναπαράγεται σε κάποιες από τις πηγές για τη σταυροφορία, η κυριότερη εκ των οποίων είναι ο Ρεημόντ ντε Αγκιλιέρ (που διηγείται τα της σταυροφορίας από την πλευρά του Ρεημόνδου, όπως το Res Gestae από την πλευρά του Βοημούνδου), ο στρατός των Χριστιανών συμπληρώθηκε και βοηθήθηκε από έναν «στρατό Αγίων».

Όπως γράφει ο χρονικογράφος του Μεσαίωνα «όταν όλοι οι άνδρες άφησαν την πόλη, πέντε ακόμη γραμμές εμφανίστηκαν ανάμεσά μας. Οι πρίγκιπες μας είχαν σχηματίσει μόνο οκτώ γραμμές και τώρα δεκατρείς γραμμές είχαν σχηματιστεί έξω από την πόλη». Το ίδιο «περιστατικό» περιγράφεται κάπως διαφορετικά από το Res Gestae: «Αμέτρητοι στρατοί με λευκά άλογα, με λάβαρα κι αυτά λευκά, ήλθαν από τα βουνά. Και όταν οι ηγέτες μας είδαν το στρατό αυτό δε γνώριζαν τι είναι και ποιοι ήταν. Μέχρι που αναγνώρισαν την βοήθεια του Χριστού, αφού οι ηγέτες του στρατού ήταν ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Μερκούριος και ο Άγιος Δημήτριος».
Με τη βοήθεια των Αγίων, ή των Φαμιτιδών, οι Χριστιανοί όχι μόνο είχαν κατακτήσει την Αντιόχεια, αλλά ήταν και αδιαμφισβήτητοι κύριοι της, αφού είχαν νικήσει τις δυνάμεις όλων των γειτονικών εμιράτων. Είχε έλθει η ώρα για να προχωρήσουν στους επόμενους στόχους τους. 

Προς την Ιερουσαλήμ

Ο μεγάλος στόχος των σταυροφόρων, η Ιερουσαλήμ, ήταν ακόμη στα χέρια των «απίστων». Για την ακρίβεια, οι Φατιμίδες είχαν βρει την ευκαιρία λίγες βδομάδες πριν να ανακαταλάβουν την πόλη, που έλεγχαν οι Σελτζούκοι από το 1071.
Ωστόσο πριν βαδίσουν προς την Ιερουσαλήμ, οι Χριστιανοί έπρεπε να ξεπεράσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα. Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν η κυριαρχία στην Αντιόχεια. Για τον Βοημούνδο, η πόλη που ίδρυσαν οι Σελευκίδες μονάρχες και έκτοτε αποτέλεσε το κέντρο του ελληνισμού στη Μ. Ανατολή, ήταν το ουσιαστικό τέρμα του ταξιδιού του. Ο Ρεημόνδος αντέδρασε σθεναρά, πιέζοντας το Νορμανδό να φανεί πιστός στον όρκο του προς τον Αλέξιο και να επιστρέψει την πόλη στο Βυζάντιο. Οι Βοημούνδος φυσικά αρνήθηκε εξίσου σθεναρά, υποστηρίζοντας ότι ο Αλέξιος «τους είχε προδώσει» και λέγοντας ότι θεωρεί πλέον εαυτόν απαλλαγμένο από οποιοδήποτε σχετικό όρκο είχε δώσει.
Η διαμάχη βεβαίως δεν είχε ξεκινήσει στην Αντιόχεια. Ο Βοημούνδος και ο Ρεημόνδος είχαν παλιά έχθρα, ενώ υπήρχαν και οι φυλετικές διαφορές (Νορμανδοί κατά Προβηγκιών). Ο Ρεημόνδος είχε καταλάβει κάποια στρατηγικά κτίρια στην πόλη και δεν σκόπευε να τα αφήσει, ενώ ο πρίγκιπας του Τάραντα δεν συζητούσε καν το θέμα – θεωρούσε ότι ήταν ο νόμιμος κύριος της Αντιόχειας.
Ο Ρεημόνδος δεν ήθελε να αφήσει την Αντιόχεια στον Βοημούνδο, αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί να συνεχίσει την πορεία προς τον κύριο στόχο της σταυροφορίας, την Ιερουσαλήμ. Στις αρχές του 1099, ο στρατός των Λατίνων ξεκίνησε ξανά, αυτή τη φορά υπό την ηγεσία του Ρεημόνδου, τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά, αφού ο «πνευματικός» ηγέτης των Φράγκων, ο παπικός λεγάτος Αντεμάρ, είχε υποκύψει σε μία από τις συχνές επιδημίες.

Οι Λατίνοι συνέχισαν να καταστρέφουν τους Μουσουλμανικούς οικισμούς που τους αντιστέκονταν και να σφάζουν τους μη Χριστιανούς κατοίκους τους (χαρακτηριστική η τύχη του Μααράτ αλ Νουμάν, μια σφαγή που προκάλεσε τρομερή αίσθηση μεταξύ των Μουσουλμάνων) αν και η προσπάθειά τους ήταν κυρίως να επιβιώσουν.
Οι κακουχίες και τα προβλήματα που ανέκυπταν συνεχώς κατά τη διάρκεια της πορείας προς το Λεβάντε ήταν τόσα πολλά, που η μεγάλη πλειοψηφία των ιπποτών που ξεκίνησαν αυτήν την περιπέτεια είχαν είτε χαθεί, είτε αποχώρησαν αναζητώντας τρόπο επιστροφής στις χώρες τους.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας, το πρόβλημα που ανέκυπτε συνεχώς ήταν αυτό των εφοδίων, τόσο για τους άνδρες όσο και για τα άλογα. Το φαγητό ήταν λίγο, δυσεύρετο και -όταν υπήρχε προς πώληση- ακριβό. Δεν θα πρέπει να δημιουργεί έκπληξη ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι σταυροφόροι κατέφυγαν ακόμη και στον κανιβαλισμό για να επιβιώσουν. Οι επιδημίες επίσης δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο και οι σταυροφόροι υπέστησαν πολύ περισσότερες απώλειες από την πείνα και τις ασθένειες, απ’ ότι από τις πολεμικές συγκρούσεις.
Αυτή η πραγματικότητα θα γινόταν εμφανής και στην πολιορκία της Ιερουσαλήμ, στην οποία οι σταυροφόροι έφθασαν στις 7 Ιουνίου του 1099. Τα τείχη της Ιερής Πόλης δεν ήταν τόσο ισχυρά όσο αυτά της Αντιόχειας και η φρουρά της ούτε το 1/10 της πόλης του Σιγιάν.

Παρ' όλ' αυτά, η έλλειψη επαρκών πολιορκητικών μέσων απέτρεψε τους σταυροφόρους από την άμεση κατάληψή της. Οι σταυροφόροι, αποδεκατισμένοι από τις κακουχίες και τα προβλήματα και με ελάχιστα μέσα, δεν ήταν δυνατόν να επιτεθούν άμεσα στην πόλη. Επίσης, δεν ήταν δυνατόν να αντέξουν σε μία παρατεταμένη πολιορκία, αφού ο ανεφοδιασμός τους – που στην Αντιόχεια ήταν απλά δύσκολος – εδώ ήταν αδύνατος.
Η πτώση της πόλης απαιτούσε πολιορκητικά μέσα, πύργους και καταπέλτες, ωστόσο έλειπε η ξυλεία καθώς η Ιερουσαλήμ βρίσκεται σε μία χέρσα περιοχή, καταμεσής της ερήμου και μακριά από τα κοντινότερα δάση. Οι τρομερές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά τα αποσπάσματα των σταυροφόρων που προσπαθούσαν να φέρουν κορμούς δένδρων για την κατασκευή των πολιορκητικών μηχανών, παρενοχλούμενοι από ομάδες ένοπλων Μουσουλμάνων και κάτω από τον ανελέητο ήλιο του μεσοκαλόκαιρου, αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ. Όπως και οι προσπάθειες ανεύρεσης τροφίμων και πόσιμου νερού.
Για μία ακόμη φορά, το ηθικό των Χριστιανών έφθασε στο ναδίρ. Οι ηγέτες της σταυροφορίας είχαν αρχίσει να αποθαρρύνονται, καθώς κατανοούσαν ότι δεν υπήρχε δυνατότητα μακράς πολιορκίας, ενώ μια έφοδος κατά των τειχών θα χρειαζόταν ένα σπάνιο συνδυασμό θάρρους και ορμής για να πετύχει. 

Η σταυροφορία πετυχαίνει το στόχο της

Για μία ακόμη φορά, όπως και στην Αντιόχεια, η Πίστη ήλθε προς βοήθεια των δοκιμαζόμενων σταυροφόρων. Μια επιχείρηση ανύψωσης του ηθικού – ενόψει της εφόδου κατά των τειχών, που είχε αρχίσει να σχεδιάζεται ένα μήνα μετά την έναρξη της πολιορκίας – ξεκίνησε και κορυφώθηκε στην παρουσίαση ενός ιερέα ο οποίος ανακοίνωσε ότι του εμφανίστηκε σε ένα όραμα ο Αντεμάρ, ο μακαρίτης λεγάτος του Πάπα και του δήλωσε ότι ο Θεός δεν θα επέτρεπε στους σταυροφόρους να ελευθερώσουν την Ιερή πόλη αν δεν αποκαθάρονταν από τις αμαρτίες τους.

Μια τριήμερη νηστεία ολοκληρώθηκε την 8η Ιουλίου, όταν όλοι οι σταυροφόροι, ξυπόλητοι, ξεκίνησαν μια λιτανεία κατά μήκος των τειχών της πόλης, που κατέληξε στο Όρος των Ελαιών, όπου και λειτουργήθηκαν.
Η θρησκευτική κάθαρση λειτούργησε με τον τρόπο που περίμεναν οι ηγέτες της σταυροφορίας και το πλήθος των «προσκυνητών» ήταν πλέον έτοιμοι για την έφοδο. Όπως ήταν και οι πολιορκητικοί πύργοι που κατασκεύαζαν οι μηχανικοί του στρατεύματος. Προγραμματίστηκε ότι η επίθεση θα ξεκινούσε τη νύχτα της 13ης προς 14ης Ιουλίου και θα πραγματοποιούνταν από δύο διαφορετικά σημεία του τείχους, ώστε να μην επιτραπεί στους Άραβες να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους σε έναν τομέα άμυνας.
Ο ένας τομέας είχε αναληφθεί από τον Γοδεφρείδο της Βουλόνης και ο άλλος από το Ρεημόνδο της Τουλούζης. Στις δυνάμεις του Γοδεφρείδου περιλαμβάνονταν και μερικοί από τους περίφημους Νορμανδούς ιππότες που είχαν ακολουθήσει την εκστρατεία με τον Τανκρέδο.
Η έφοδος ήταν συγκλονιστική. Αναπτερωμένοι από τις θρησκευτικές τελετές, με την υπόσχεση της εκπλήρωσης τους σκοπού τους, που τους είχε φέρει από τα χωράφια της Δ. Ευρώπης στις ερήμους της Ανατολής, οι σταυροφόροι συγκέντρωσαν όλη την πίκρα από τις κακουχίες και τις στερήσεις που υπέφεραν για τόσον καιρό και την μετέτρεψαν σε οργή κατά των απίστων. Οι σιδερόφρακτοι ιππότες πήδηξαν από τους πύργους τους στα τείχη, ενώ εκατοντάδες πεζοί τοποθετούσαν τις σκάλες τους στο τείχος και επιχείρησαν να ανεβούν. Οι Άραβες προσπάθησαν να αντισταθούν, αλλά η ορμή των Λατίνων ήταν τρομακτική.


Μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ, σειρά έπαιρναν οι παραλιακές πόλεις της Παλαιστίνης. Εδώ η σφαγή που ακολούθησε την κατάληψη της Καισάρειας σε μεταγενέστερη απεικόνιση.

Μέσα σε λίγη ώρα, πρώτα οι άνδρες του Γοδεφρείδου και στη συνέχεια αυτοί του Ρεημόνδου, διέσπασαν την άμυνα των Φατιμιδών. Οι πύλες άνοιξαν και τα πλήθη των σταυροφόρων ξεχύθηκαν στην πόλη.
Η σφαγή που επακολούθησε θύμισε στους κατοίκους της Μ. Ανατολής τι είχε συμβεί όταν μια άλλη Ευρωπαϊκή δύναμη, οι Ρωμαίοι, είχαν πολιορκήσει και κατακτήσει την Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. Τότε η Ιερουσαλήμ ήταν μία από τι σημαντικές μεγαλουπόλεις της περιοχής και οι Ρωμαίοι προχώρησαν στη σφαγή ή τον εξανδραποδισμό του συνόλου των κατοίκων της – ίσως και πάνω από 200.000 άνθρωποι. Μπορεί τώρα ο πληθυσμός να ήταν λιγότερος από το 1/8 αυτού του αριθμού, αλλά η αγριότητα των Φράγκων ήταν ακόμη μεγαλύτερη αυτής των Ρωμαίων. Ούτε ένας άνδρας, γυναίκα ή παιδί γλίτωσε από τη σφαγή. Πάνω από 20.000 άνθρωποι σφαγιάσθηκαν με αγριότητα μέσα σε λίγες ώρες. Οι Μουσουλμάνοι και Εβραίοι ήταν οι κύριοι στόχοι, αλλά και οι λίγοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που είχαν παραμείνει μέσα στην πόλη, βρήκαν επίσης το θάνατο από τα ξίφη και τις λόγχες των «προσκυνητών». Όλες οι πληγές από την πείνα, τις κακουχίες, τις στερήσεις και τις μακρές πορείες που είχαν υποφέρει τα τελευταία δύο χρόνια οι Φράγκοι, εξωτερικεύθηκαν σε αυτές τις λίγες ώρες που ακολούθησαν την πτώση της άμυνας της Ιερουσαλήμ.
Τα μεσαιωνικά χρονικά περιγράφουν την τρομακτική σφαγή με όρους που σήμερα μοιάζουν απίστευτα βαρβαρικοί. Αντιγράφουμε από τον Ρεημόντ ντε Αγκουλιέρ: «Κάποιοι από τους άνδρες μας (οι πιο ευσπλαχνικοί) έκοβαν τα κεφάλια των εχθρών τους. Άλλοι τους χτυπούσαν με βέλη και τους έριχναν από τα τείχη. Άλλοι τους βασάνιζαν περισσότερο, ρίχνοντας τους μέσα στις φλόγες. Στους δρόμους της πόλης βλέπαμε σωρούς από κεφάλια, χέρια και πόδια. Ήταν αδύνατο να περπατήσεις παρά μόνο πάνω στα πτώματα ανθρώπων και αλόγων. Αλλά αυτά ήταν ήσσονος σημασίας ζητήματα, σε σύγκριση με αυτά που συνέβησαν στο Ναό του Σολομώντα, ένα μέρος που συνήθως είναι αφιερωμένο σε θρησκευτικές τελετές. Τι συνέβη εκεί; Αν σας πω την αλήθεια, αυτή θα ξεπεράσει τις δυνατότητες της πίστης σας. Οπότε ας αρκεστούμε σε αυτά τουλάχιστον, ότι στο ναό και τον προθάλαμο του Σολομώντα οι άνθρωποι περπατούσαν στο αίμα μέχρι τα γόνατά τους και μέχρι τα χαλινάρια των αλόγων τους. Και ήταν μια λαμπρή και δίκαιη κρίση του Θεού, ότι αυτό το μέρος έπρεπε να γεμίσει με το αίμα των απίστων, αφού υπέφερε επί μακρόν από τις βλασφημίες τους».
Οι προσπάθειες του Τανκρέδου, που είχε αναλάβει επικεφαλής των δυνάμεων των Νορμανδών της Ιταλίας στη θέση του θείου του που είχε παραμείνει στην Αντιόχεια, να διασώσει για τους δικούς του λόγους όσους είχαν καταφύγει στο Ναό, στέφθηκαν από παταγώδη αποτυχία. Παρ' ότι τους έδωσε τα λάβαρά του και διεμήνυσε στους υπόλοιπους Χριστιανούς να μην τους πειράξουν, σφαγιάσθηκαν μέχρι τον τελευταίο. Επί δύο 24ωρα οι εξαγριωμένοι Λατίνοι σκότωναν και πλιατσικολογούσαν. Αυτή η τρομακτική σφαγή, περισσότερο από αυτές που προηγήθηκαν και όσες ακολούθησαν, θα έμενε χαραγμένη στο συλλογικό ασυνείδητο των Μουσουλμάνων, που πλέον είχαν κατανοήσει ότι οι Φράγκοι ήταν ένας τρομερός και ανελέητος αντίπαλος.
Αφού η άμυνα στα τείχη διασπάστηκε, οι πλέον οξυδερκείς και φιλόδοξοι μεταξύ των σταυροφόρων, όπως ο Γοδεφρείδος της Βουλόνης και ο Ρεημόνδος της Τουλούζης, έσπευσαν να καταλάβουν στρατηγικά σημεία και οχυρές θέσεις εντός της πόλης, ώστε να παγιώσουν μία βάση ισχύος από την οποία θα μπορούν στη συνέχεια να ελέγξουν την Ιερουσαλήμ.
Ουσιαστικά, από τους ηγέτες της σταυροφορίας που ξεκίνησαν δυόμισι χρόνια πριν από την Κωνσταντινούπολη, μόνο αυτοί οι δύο έφθασαν στην Ιερουσαλήμ. Ο Ρεημόνδος απολάμβανε μεγαλύτερου κύρους και σε αυτόν προσέφεραν οι ιππότες το στέμμα της Ιερουσαλήμ. Ο Ρεημόνδος, ανήσυχη φύση και ευσεβής (με τα μέτρα της εποχής, φυσικά) πολεμιστής της πίστης, αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν είναι δυνατό να στεφθεί βασιλιάς στον τόπο όπου μαρτύρησε ο Ιησούς. Με τον τρόπο αυτό στέρησε από τον Οίκο της Τουλούζης το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το οποίο επρόκειτο να περάσει στον οίκο της Βουλόνης, τους εκπρόσωπους της Λοραίνης στη σταυροφορία. Ο Γοδεφρείδος επίσης αρνήθηκε το στέμμα της Ιερουσαλήμ, με το ίδιο σκεπτικό με αυτό του Ρεημόνδου, αλλά προσέφερε μία εναλλακτική δυνατότητα, την ανάδειξη του σε «Προστάτη του Πανάγιου Τάφου» (Advocatus Sancti Sepulchri).
Ο πρώτος Βουλόνος που θα γινόταν Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ θα ήταν ένα χρόνο αργότερα ο αδελφός του, Βαλδουίνος (πλέον κυρίαρχος της Έδεσσας), ο οποίος θα λάβει το στέμμα με το θάνατο του Γοδεφρείδου τον επόμενο Ιούλιο. Ο τελευταίος είχε προλάβει στο μεταξύ να ηγηθεί του στρατεύματος των Χριστιανών που απέκρουσε ένα μήνα μετά, στη μάχη της Ασκαλόν, τις δυνάμεις που έστειλαν οι Φατιμίδες ενάντια στους κατακτητές της Ιερουσαλήμ. Οι σταυροφόροι πλέον είχαν δημιουργήσει ένα ισχυρό προγεφύρωμα στις χώρες της Μ. Ανατολής, με τρία κρατίδια τα οποία έμελλε να παίξουν έναν καθοριστικό ρόλο στους επόμενους δύο αιώνες, τα κρατίδια του Outremer όπως το ονόμασαν οι Γάλλοι. Ένα τέταρτο, αυτό της Τρίπολης, θα προστεθεί λίγα χρόνια μετά. 

Οι Λατίνοι στους Αγίους Τόπους

Η «προσκύνηση» είχε πετύχει τον στόχο της και είχε «απελευθερώσει» τους Άγιους Τόπους από τους Μουσουλμάνους, αλλά η επόμενη μέρα ήταν δύσκολη. Αφού απέκρουσαν τους Φατιμίδες, οι Χριστιανοί ασχολήθηκαν με την οργάνωση των νεόκοπων κρατικών μορφωμάτων που δημιούργησαν, καθώς και με την ενίσχυσή τους σε ανθρώπινο δυναμικό. Οι Χριστιανικοί πληθυσμού της Μ. Ανατολής δεν ήταν ιδιαίτερα φίλα διακείμενοι προς τους Λατίνους και το ότι συχνά έπεσαν θύματα της μανίας των τελευταίων για φόνο και πλιάτσικο, σίγουρα δε βοήθησε στη βελτίωση των σχέσεών τους. Ούτε και το ότι η νεόκοπη «αριστοκρατία» των Φράγκων τους έβλεπε ως δυνάμει δουλοπάροικους.
Οπότε αυτό που χρειαζόταν οι Λατίνοι ήταν μια σταθερή εισροή αποίκων, που θα ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν τα σπίτια τους στη Δυτική Ευρώπη και να έλθουν να κατοικήσουν στη Μ. Ανατολή, δημιουργώντας μια βάση στρατολόγησης αλλά και φορολόγησης, καθώς και μια δεξαμενή άντλησης στελεχών για τη διοικητική δομή του κράτους τους.
Για να υπάρξει αυτή η σταθερή εισροή νέων αποίκων, ήταν απαραίτητη η εξασφάλιση των παραλιακών οικισμών και των λιμανιών, τα οποία άλλωστε ήταν ζωτικής σημασίας για έναν ακόμη λόγο. Θα επέτρεπαν στους Φράγκους το εμπόριο με τους Ιταλούς – κυρίως τους Βενετούς – έμπορους, δημιουργώντας σημαντικά οικονομικά οφέλη για τις νεόκοπες ηγεμονίες και ως εκ τούτου προοπτικές επιβίωσής τους σε ένα βάθος χρόνου.
Η επιτυχία της σταυροφορίας δημιούργησε ένα κλίμα ευφορίας στην λατινική Δύση και πολλοί από εκείνους που είχαν εγκαταλείψει τους σταυροφόρους ή δεν είχαν καν ξεκινήσει για τους Άγιους Τόπους, έσπευσαν τώρα να «πάρουν το σταυρό» και να κατευθυνθούν προς το Λεβάντε. Γέννημα αυτής της τάσης ήταν η «σταυροφορία» του 1101, που ουσιαστικά ήταν μια συνέχεια της Α΄ σταυροφορίας. Οι δυνάμεις των Λατίνων που μετείχαν σε αυτήν, υπέστησαν πανωλεθρία από τους Σελτζούκους ενώ διέσχιζαν τη Μ. Ασία, οπότε και έπαψαν να αποτελούν υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη.

Ωστόσο τα υπολείμματα τους έφθασαν στην Ιερουσαλήμ και βοήθησαν στο «χτίσιμο» των κρατιδίων, καθώς και στις επόμενες κατακτήσεις των Χριστιανών στην περιοχή. Οι κατακτήσεις αυτές ήταν επικεντρωμένες στην παράλια ζώνη για τους λόγους που αναφέραμε προηγουμένως και κατά σειρά έπεσαν το Αρσούφ και η Καισάρεια, η Χάιφα και η Άκρα, η Βηρυτός, η Σιδώνα και η Τύρος. Μέχρι το 1124, το μόνο σημαντικό λιμάνι που έμενε στα χέρια των Μουσουλμάνων ήταν η Ασκαλόν.
Οι τρεις ηγεμονίες που είχαν δημιουργηθεί από τους «προσκυνητές», το πριγκιπάτο της Αντιόχειας, η Κομητεία της Έδεσσας και το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Σύντομα θα προστίθετο και η Κομητεία της Τρίπολης, που θα δημιουργούσε ο οίκος του Κόμη της Τουλούζης, αφού ο ίδιος ο Ρεημόνδος άφησε την τελευταία του πνοή λίγο πριν.
Τα βασίλεια που δημιουργήθηκαν εξασφάλισαν στους Λατίνους μια μακρά παρουσία στους Άγιους Τόπους, ωστόσο διάφορα προβλήματα που είχαν να κάνουν τόσο με την ίδια τη φύση των κρατιδίων όσο και με την ανικανότητα των νεοφερμένων -που αποτελούσαν την κύρια πηγή υπηκόων για τα Φραγκικά κράτη αφού με τους ντόπιους ουδέποτε θέλησαν να συνεννοηθούν- να προσαρμοστούν στις ανάγκες του Λεβάντε, οδήγησαν στην παρακμή τους.

Όταν πλέον ο μουσουλμανικός κόσμος ενώθηκε υπό την ηγεσία του Κούρδου πολέμαρχου Σαλαδίνου, ιδρυτή της δυναστείας των Αγιουβιδών, μετά από έναν αιώνα ασταμάτητης ενδομουσουλμανικής αντιπαράθεσης, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τους Χριστιανούς. Το 1291, οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου – η δυναστεία των σκλάβων-πολεμιστών που διαδέχτηκε τους Αγιουβίδες – κατέκτησαν το τελευταίο οχυρό των σταυροφόρων, την Άκρα. Η πτώση της πόλης σηματοδότησε το τέλος των σταυροφορικών βασιλείων της Μ. Ανατολής. 

Η κληρονομιά της σταυροφορίας

Η κληρονομιά που άφησε πίσω της η πρώτη σταυροφορία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί σε λίγες γραμμές κειμένου. Η σημασία της κίνησης αυτής για το μέλλον της ανθρωπότητας και ειδικότερα της Δυτικής Ευρώπης, ήταν καθοριστική. Είναι σημαντικό ότι στην πραγματικότητα η πρώτη σταυροφορία αποτελεί το σημείο καμπής στον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ «Ανατολής» και «Δύσης».

Μέχρι εκείνου του σημείου, τα πλούτη, η δύναμη (πολιτική και στρατιωτική) και η πρόοδος, εκπροσωπούντο από το Βυζάντιο και την (μουσουλμανική) Ανατολή, ενώ αντίθετα, η Δυτική Ευρώπη βρισκόταν σε μια περίοδο βαρβαρότητας.

Ωστόσο η στρατιωτική ισχύς της φεουδαρχικής Ευρώπης την έφερε στο σημείο να επικρατήσει στην πρώτη της κίνηση προς Ανατολάς και αυτό σε συνδυασμό με την παρακμή του Βυζαντίου και την διάσπαση (και στη συνέχεια εσωστρέφεια) του μουσουλμανικού κόσμου, επέτρεψε στη Δύση να ξεκινήσει τη μακρά πορεία που θα την έφερνε κυρίαρχη στο παγκόσμιο σκηνικό μέσα στους επόμενους αιώνες.
Οι σταυροφόροι αποκόμισαν πολλαπλά οφέλη από την εκστρατεία τους στην Ανατολή. Νέα προϊόντα και νέες ιδέες έφθασαν στις αυλές των μοναρχών της Δύσης, νέοι άνθρωποι σφυρηλατήθηκαν με την επαφή με την πιο πολιτισμένη Ανατολή και το Βυζάντιο. Δυτικοί λόγιοι απέκτησαν πρόσβαση στην πλούσια μουσουλμανική λογοτεχνία και έρευνα και στα έργα των Αρχαίων Ελλήνων που είχαν διατηρήσει Μουσουλμάνοι και Βυζαντινοί. Απότοκος του σταυροφορικού κινήματος ήταν και η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204, που «εμπλούτισε» ακόμη περισσότερο τη Δύση με τα δώρα της Αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντινού πνεύματος.
Μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρος ήταν η συνειδητοποίηση από μέρους των Δυτικών ότι, όπως έκαναν οι Ρωμαίοι πολλούς αιώνες πριν, ο καλύτερος τρόπος για την δημιουργία πλούτου ήταν η εκμετάλλευση άλλων χωρών και λαών. Αυτό θα οδηγούσε, μέσα από πολλές ζυμώσεις, στην δημιουργία της αποικιοκρατίας, που έμελλε να ξεκινήσει «επίσημα» τον 15ο αιώνα και να φθάσει στο απόγειό της τον 18ο και 19ο και ήταν η καθοριστική παράμετρος της αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος της Ευρώπης.
Ωστόσο, όλα αυτά βρισκόταν στο μέλλον και η Ευρώπη είχε πολύ δρόμο να διανύσει. Οι σχέσεις «Ανατολής» και «Εσπερίας» επίσης υπέφεραν εξαιτίας των σταυροφοριών, καθώς δημιουργήθηκαν πληγές που ακόμη και σήμερα δεν έχουν επουλωθεί πλήρως.


Η Ευρώπη την παραμονή των σταυροφοριών. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων προερχόταν από Γαλλικές ή Γαλλόφωνες περιοχές – ακόμη και οι Νορμανδοί ήταν Γαλλόφωνοι. (χάρτης του χαρτογραφικού εργαστηρίου του Πανεπιστημίου του Γουισκόνσιν).

Ο μέγιστος ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν, ολοκλήρωνε τη μνημειώδη ιστορία των Σταυροφοριών που συνέγραψε, με την παρακάτω διαπίστωση, συγκλονιστική μέσα στην ειλικρινή της τραγικότητα:
«Στη μακρά σειρά των αλληλεπιδράσεων και συνδυασμών μεταξύ Ανατολής και Εσπερίας, μέσα από τις οποίες αναπτύχθηκε ο πολιτισμός μας, οι Σταυροφορίες ήταν ένα τραγικό και καταστροφικό επεισόδιο (…) Ήταν γεμάτες από κουράγιο, μα άδειες από τιμή. Γεμάτες από πίστη και άδειες από κατανόηση. Υψηλά ιδανικά βεβηλώθηκαν από την σκληρότητα και την απληστία, τολμηρότητα και καρτερία βεβηλώθηκαν από έναν τυφλό και κοντόθωρο φαρισαϊσμό και ο ίδιος ο Ιερός Πόλεμος δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία μακρά πράξη μισαλλοδοξίας στο όνομα του Θεού …»
Αν και η θεώρηση αυτή είναι κάπως μονόπλευρη, αφού στέκεται μόνο στην ηθική άποψη του ζητήματος των σταυροφοριών (και μάλιστα μέσα από την οπτική του ηθικά ανώτερου 20ου αιώνα) δεν παύει να περιγράφει με ακρίβεια μία σημαντική πλευρά των σταυροφοριών. Η άλλη πλευρά, ήταν η πραγμάτωση μιας μεγάλης περιπέτειας, που προώθησε την αλληλεπίδραση -έστω, με αυτόν τον τρόπο- μεταξύ Ανατολής και Δύσης περισσότερο από οποιαδήποτε περίοδος ειρηνικής συνύπαρξης, παρήγαγε σχεδόν παραμυθένιες ιστορίες πάθους, εκδίκησης, ανόδου και πτώσης, ακμής και παρακμής, που συναρπάζουν ακόμη και σήμερα εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και άλλαξε δραματικά και αποφασιστικά την ιστορία του κόσμου, συντελώντας τα μέγιστα στην ανάπτυξη αυτού που λέμε σήμερα Δυτικό Πολιτισμό. 

Η πρώτη Σταυροφορία, η «μόνη πραγματική σταυροφορία» σύμφωνα με κάποιους, ήταν εκείνη που άνοιξε το δρόμο για ότι ακολούθησε, οριοθέτησε το πεδίο αντιπαράθεσης, δημιούργησε τις βάσεις για τις μελλοντικές εξελίξεις. Υπό αυτό το πρίσμα, πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες στιγμές της ιστορίας της ανθρωπότητας.
___________________________________________________

Βιβλιογραφία 
Jonathan Riley-Smith, The First Crusaders 1095-1131, Cambridge 1998

Steven Runciman, A history of the Crusades, vol. I-III, Cambridge 1987

Jonathan Riley-Smith (επιμελητής), The Oxford History of the Crusades, Oxford 2002

Thomas Asbridge, The First Crusade: A new History, Oxford 2004 

Kenneth Setton (επιμελητής), A History of the Crusades, Madison 1969-1989
Alan V. Murray (επιμελητής) From Clermont to Jerusalem: The Crusades and Crusader Societies, 1095-1500, Brepols, 1998
Gerhard Armanski, Es begann in Clermont: Der erste Kreuzzug und die Genese der Gewalt in Europa, Centaurus-Verlagsgesellschaft, 1995
John France, Victory in the East: A Military History of the First Crusade, Cambridge University Press, 1994
August. C. Krey, The First Crusade: The Accounts of Eyewitnesses and Participants, Princeton 1921


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
 


Ουρβανός Β΄, ο Πάπας των Σταυροφοριών

Ο άνθρωπος που έβαλε σε κίνηση τον τροχό της ιστορίας με την δημιουργία του κινήματος των σταυροφοριών ήταν ο Πάπας Ουρβανός Β΄, κατά κόσμον Όθων του Λατζερύ. Γεννημένος στους κόλπους μιας οικογένειας ευγενώνο, ο νεαρός Όθων έλαβε εξαιρετική εκκλησιαστική μόρφωση και διακρίθηκε από νωρίς για την ευφυΐα και την οξυδέρκειά του.

Και αυτός -όπως και μία σειρά προσωπικοτήτων της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας- προήλθε από την περίφημη μονή του Κλινύ, απ’ όπου προέρχεται η σειρά των φερώνυμων μεταρρυθμίσεων.

Το 1078 ο Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ τον κάλεσε στο Βατικανό και τον ονόμασε Καρδινάλιο της Όστια και ο Όθων του ανταπέδωσε τη χάρη, καθιστάμενος ένας από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές των Γρηγοριανών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες προώθησε με κάθε δυνατό τρόπο.

Ο Όθων ουσιαστικά διαδέχτηκε τον Γρηγόριο, αφού μεσολάβησε μία σύντομη παρένθεση με την επιλογή αρχικά του Βικτώριου Γ΄. Το 1088 ο Όθων ανέλαβε τα καθήκοντά του με το όνομα Ουρβανός Β΄. Έμελλε να είναι ένας από τους σημαντικότερους επικεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Παρά τα προβλήματα και τη διαμάχη που είχε ως αποτέλεσμα την περίοδο του «αντι-Πάπα» και παρά την έντονη αντιπαράθεση με τον Γερμανό Αυτοκράτορα Ερρίκο, ο Ουρβανός αποδείχτηκε ένας στιβαρός και δυναμικός ηγέτης που είχε ανάγκη η εκκλησία της Ρώμης, με αποτέλεσμα να επικρατήσει σε όλες τις διαμάχες, ακόμη και στην «βεντέτα» που άνοιξε με τον αφορισμό του Φίλιπου Α΄ της Γαλλίας. Ο Ουρβανός ήταν εκείνος που γέννησε το σταυροφορικό κίνημα και οι δικές του κινήσεις σε όλα τα επίπεδα επέτρεψαν τη δημιουργία του τεράστιου σταυροφορικού στρατεύματος που σάρωσε τη Μ. Ανατολή.

Δεν έμελλε να δει ολοκληρωμένο το όραμά του για κατάληψη των Αγίων Τόπων, αφού άφησε την τελευταία του πνοή στις 29 Ιουλίου του 1099, πριν ακόμη τα νέα από την άλωση της Ιερουσαλήμ, που έγινε στις δύο βδομάδες πριν, φθάσουν στη Ρώμη.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 

Αλέξιος Α΄ Κομνηνός

Ουσιαστικά ο ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών, αν και ο θείος του Ισαάκιος Α΄ βασίλευσε από 1057 έως το 1059, ο Αλέξιος Κομνηνός ήταν ο σημαντικότερος αυτοκράτορας του Βυζαντίου στην περίοδο που ακολούθησε την ένδοξη Μακεδονική δυναστεία. Ανήλθε στο θρόνο το 1081, διαδεχόμενος το Νικηφόρο Βοτανειάτη, υπό τον οποίο είχε υπηρετήσει ως στρατιωτικός διοικητής.

Ήταν μόλις 33 ετών ο Αλέξιος όταν ανήλθε στο θρόνο, ωστόσο η δράση του εξαρχής είχε ως γνώμονα την αποκατάσταση της ισχύος του Βυζαντίου, που είχε τρωθεί (ανεπανόρθωτα, όπως αποδείχτηκε) από τις συνέπειες της ήττας στο Μαντζικέρτ μία δεκαετία πριν ντυθεί την αυτοκρατορική πορφύρα.

Δεν πρόλαβε καλά, καλά να ξεκινήσει τη διακυβέρνησή του, όταν ο περίφημος Ροβέρτος Γισκάρδος, ο Νορμανδός άρχοντας της Ν. Ιταλίας, εισέβαλλε στον Ελλαδικό χώρο. Αφού κατέκτησε σημαντικά εδάφη στην Αδριατική, συμπεριλαμβανομένου του Δυραχίου και της Κέρκυρας, οι δυνάμεις του Γισκάρδου υπό το γιο του Βοημούνδο πολιόρκησαν τη Λάρισα, απειλώντας την καρδιά των ελληνικών εδαφών της αυτοκρατορίας.

Ο Αλέξιος απέκρουσε τις δυνάμεις του Γισκάρδου με τον αυτοκρατορικό στρατό και μετά το θάνατο του δραστήριου Νορμανδού, οδήγησε τις δυνάμεις του στην ανάκτηση όλων των εδαφών που είχε χάσει το Βυζάντιο. Από τα γεγονότα αυτά προερχόταν και η βεντέτα μεταξύ Αλέξιου και Βοημούνδου, η οποία κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της σταυροφορίας και τέλειωσε το 1108, όταν ο Αλέξιος ταπείνωσε τον Βοημούνδο και τον κατέστησε υποτελή του.
Μετά την απόκρουση των Νορμανδών, ο Αλέξιος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τους νομάδους Πετσενέγγους και Κουμάνους, όπως και τους Βογομίλους της Βουλγαρίας, ενώ υπήρχε πάντα η δύναμη των Σελτζούκων στην Ανατολή, που απειλούσε την ίδια την ύπαρξη του Βυζαντίου.
Για το σκοπό αυτό ο Αλέξιος κατέφυγε στον Πάπα Ουρβανό, ζητώντας βοήθεια για την εκδίωξη των «απίστων» από τα χριστιανικά εδάφη. Με τη βοήθεια και των σταυροφόρων και της πολυδιάσπασης του Σελτζουκικού σουλτανάτου, ο Αλέξιος ανακατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Μ. Ασίας, αλλά χρειάστηκε να έλθει το 1108 και να κατανικήσει τον Βοημούνδο για να πάρει υπό την εποπτεία του και την Αντιόχεια.
Πέραν των πολεμικών του κατορθωμάτων, ο Αλέξιος ήταν ένας εξαιρετικός κυβερνήτης, που προσπάθησε να αναγεννήσει το Βυζάντιο και στις περισσότερες περιπτώσεις έδρασε με γνώμονα το συμφέρον της αυτοκρατορίας. Η καταπολέμηση των Αιρέσεων των Παυλικιανών και των Βογομίλων καθώς και η επανεμφάνιση του «τουρκικού κινδύνου» τον κράτησαν απασχολημένο μέχρι το θάνατό του, τον Αύγουστο του 1118. Λεπτομέρειες για τη ζωή και το έργο του διασώθηκαν έως τις μέρες μας μέσα από το μνημειώδες έργο της κόρης του Άννας Κομνηνής.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 

Ρεημόνδος Δ΄ της Τουλούζης

Μία από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της πρώτης σταυροφορίας, ήταν ο Ρεημόνδος ο Δ΄ κόμης της Τουλούζης ή Ρεημόνδος του Σεν Ζιλ, όπως ήταν επίσης γνωστός.
Γεννημένος περί το 1052, γιος του Πονς, Κόμη της Τουλούζης, ο Ρεημόνδος ήταν ένας ανήσυχος άνθρωπος, τον οποίο κυβερνούσαν – αντίθετα με στυγνούς τυχοδιώκτες, όπως ο Βοημούνδος – πολλές αντίθετες δυνάμεις. Η προσωπικότητα του ήταν ένας συνδυασμός Πίστης αλλά και απληστίας, ειλικρινούς πρόθεσης να κάνει το Θέλημα του Θεού αλλά και ηδονισμού, αίσθησης τιμής και υπηρηφάνειας αλλά και τυχοδιωκτισμού.
Ο Ρεημόνδος ήταν ο μοναδικός εκ των ηγετών της σταυροφορίας που αρνήθηκε πεισματικά έως το τέλος να ορκιστεί υποταγή τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, αλλά αντίθετα προσέφερε μόνο έναν «όρκο φιλίας» - αντί του «όρκου πίστης» που ζητούσε ο Αλέξιος. Ωστόσο ο Ρεημόνδος, με την ισχυρή αίσθηση περί τιμής που τον διέκρινε, ήταν ουσιαστικά ο μοναδικός σταυροφόρος που έμεινε πιστός στον όρκο του προς το Βυζαντινό αυτοκράτορα. Επίσης, απέδειξε στη συνέχεια με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι η συμμετοχή του στην σταυροφορία υποκινείτο κυρίως από την θέλησή του να πολεμήσει τους «απίστους» και να κάνει το θέλημα του Θεού.
Ήταν από τους λίγους σταυροφόρους που είχαν επισκεφθεί τους Άγιους Τόπους πριν από τη σταυροφορία και μάλιστα σύμφωνα με μία πηγή είχε χάσει και το ένα μάτι του κατά τη διάρκεια του προσκυνήματος στην Ιερουσαλήμ (κάτι που όμως δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές).

Η επόμενη προσπάθειά του να αποδείξει την πίστη του στο Θεό, ήταν η συμμετοχή του στις προσπάθειες ανακατάληψης της Ιβηρικής από τους Μαυριτανούς, ενώ ήταν ο πρώτος ευγενής τον οποίο προσέγγισε ο Ουρβανός για να συμμετάσχει στην σταυροφορία και η συμμετοχή του -ως ένας από τους κορυφαίους άρχοντες της Γαλλίας- χρησιμοποιήθηκε ευρέως για να προπαγανδίσει τη σταυροφορία. Από την άλλη, η γενικά αδαμάντινη στάση του σε θέματα πίστης, κηλιδώθηκε σοβαρά καθώς αφορίσθηκε δύο φορές επειδή παντρεύτηκε ανιψιές του (ήλθε εις γάμου κοινωνία τρεις φορές συνολικά!).
Ο ρόλος του Ρεημόνδου στη σταυροφορία ήταν κεντρικός, ήδη πριν από το ξεκίνημά της: μαζί του ταξίδεψε ο παπικός λεγάτος, Αντεμάρ του Λε Πι, ενώ ήταν ο ισχυρότερος και πλουσιότερος από όλους τους σταυροφόρους. Για τον ρόλο που έπαιξε στα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης γράφουμε σε άλλο σημείο του κειμένου.

Στην πορεία προς τους Άγιους Τόπους, ο Ρεημόνδος βρισκόταν σε συνεχή αντιπαράθεσή με το Βοημούνδο η οποία κορυφώθηκε με αφορμή την προσπάθεια του κόμη να καταλάβει με τις δυνάμεις του μόνο την Αντιόχεια, πριν ακόμη φθάσει ο Νορμανδός.

Αν και ο τελευταίος προσέφερε ουσιαστικά στους σταυροφόρους την Αντιόχεια -οπότε απαίτησε και να την καταλάβει στη συνέχεια- ο Ρεημόνδος επέμεινε πεισματικά να επιστρέψει την πόλη στο νόμιμο κυρίαρχό της, το Βυζαντινό Αυτοκράτορα, ωστόσο μπροστά στην αδιαλλαξία του Βοημούνδου και την απαίτηση των υπόλοιπων για συνέχιση της πορείας προς την Ιερουσαλήμ, ο Ρεημόνδος αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ανδρών κορυφώθηκε μετά την ανακάλυψη της υποτιθέμενες ιερής λόγχης.
Μετά την Αντιόχεια ο Ρεημόνδος ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της σταυροφορίας και οδήγησε τους Φράγκους στην Ιερουσαλήμ
Κατά τα φαινόμενα ο Ρεημόνδος είχε βάλει στόχο την ηγεμονία της Τρίπολης, πιθανότατα επειδή συνόρευε με την περιοχή της Αντιόχειας και θα μπορούσε να ελέγχει την επέκταση του άσπονδου αντίπαλού του Βοημούνδου, ωστόσο μετά την κατάληψη της Μααράτ αλ Νουμάν και τη σφαγή των κατοίκων της από τους σταυροφόρους, αναγκάστηκε μετά από επίμονες πιέσεις των υπόλοιπων «προσκυνητών» να αφήσει την Τρίπολη και να κινηθεί προς την Ιερουσαλήμ.

Ο Ρεημόνδος έπαιξε καθοριστικό ρόλο και σε αυτήν την πολιορκία και μετά την κατάληψη της πόλης και τη σφαγή των κατοίκων της, του προσφέρθηκε το στέμμα της Ιερουσαλήμ. Όμως προς έκπληξη όλων, ο ευσεβής Ρεημόνδος αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα βασιλεύσει στην πόλη όπου μαρτύρησε ο Ιησούς. Αυτό άνοιξε στη συνέχεια το δρόμο στο Γοδεφρείδο της Βουλόνης, με τον οποίο αναπτύχθηκε μία βεντέτα, που είχε εν μέρει αιτία την κατάληψη του «Πύργου του Δαβίδ» από τον Ρεημόνδο και την επιθυμία του Γοδεφρείδου να τον πάρει για λογαριασμό του.
Μετά από πολλές περιπέτειες και με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Αλέξιου, ο Ρεημόνδος κατόρθωσε να επικρατήσει στην περιοχή της Τρίπολης, ωστόσο δεν έζησε αρκετά για να δει την πτώση της πόλης. Ο οίκος του πάντως θα δημιουργούσε την κομητεία της Τρίπολης, με τον ανεψιό του Γουλιέλμο.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4 

Βοημούνδος, πρίγκιπας του Τάραντα

Μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης μαζεύτηκαν πολλοί άρχοντες που είχαν, λιγότερο ή περισσότερο, βλέψεις στα πλούτη και το μεγαλείο του Βυζαντίου. Όμως κανένας από αυτούς δεν ήταν μεγαλύτερος εχθρός των Βυζαντινών από τον Βοημούνδο του Τάραντα, το Νορμανδό πρίγκιπα που κατάφερε στην πορεία της σταυροφορίας να κερδίσει για τον εαυτό του και τους απογόνους του ένα πολύ πιο θελκτικό πριγκιπάτο από αυτό που είχε στην Ιταλία.
Γεννημένος το 1059, μεγαλύτερος γιος του περίφημου Ροβέρτου Γισκάρδου, «ορκισμένου» εχθρού των Βυζαντινών, ο Βοημούνδος βαφτίστηκε «Μάρκος», αλλά προτίμησε να λάβει το όνομα Βοημούνδος, το οποίο προέρχεται από έναν μυθικό γίγαντα της Νορμανδικής μυθολογίας.
Ο Βοημούνδος συνόδευσε τον πατέρα του στις εκστρατείες εναντίον των Βυζαντινών, αλλά αποκρούστηκε από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στη Λάρισα, από τον Αλέξιο Κομνηνό. Γενικά, αντίθετα με τον πατέρα του, ο Βοημούνδος κάθε άλλο παρά επιτυχημένος στρατιωτικός ηγέτης ήταν πριν από την σταυροφορία, αφού μετά το θάνατο του πατέρα του έχασε όλες τις κτήσεις του στην Αδριατική από τους Βυζαντινούς. Στην εμφύλια διαμάχη με τον αδελφό του Ρογήρο Μπόρσα που ακολούθησε, ο Βοημούνδος κατάφερε να εξασφαλίσει μόνο ένα μικρό πριγκιπάτο με επίκεντρο τον Τάραντα, αφού ο αδελφός του έγινε Δούκας της Απουλίας.

Η πρώτη σταυροφορία αποτέλεσε για τον φιλόδοξο και αδίστακτο Βοημούνδο την ευκαιρία που ζητούσε, για να δημιουργήσει μία πραγματική ηγεμονία στην οποία θα ήταν ο αδιαμφισβήτητος άρχοντας. Ενδεχομένως πίστευε ότι ίσως θα μπορούσε να πείσει τους συντρόφους του σταυροφόρους να κάνουν μία απόπειρα ενάντια στην Κωνσταντινούπολη, όπως συνάγεται από την επικοινωνία του με τον Γοδεφρείδο ντε Μπουιγιόν (ο οποίος ήταν επικεφαλής πολύ μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης απ’ ότι ο Βοημούνδος) τον οποίο προσπαθούσε να πείσει να κατακτήσουν την Ανδριανούπολη και τη Φιλιππούπολη και από εκεί να αποπειραθούν να κάνουν το ίδιο με τη Βασιλεύουσα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των πηγών πάντως, ακόμη και των Λατινικών, ξεκάθαρα δηλώνουν ότι ο μοναδικός σκοπός του Βοημούνδου με τη συμμετοχή του στη σταυροφορία ήταν να κυριεύσει και να λεηλατήσει τα εδάφη των «Ελλήνων» (Βυζαντινών).
Με την αναχώρηση των σταυροφόρων, συνοδεία του Βυζαντινού στρατού, από την Πόλη, ο Βοημούνδος κατάφερε, χρησιμοποιώντας την δυνατότητα της πειθούς που είχε και παίζοντας έξυπνα το πολιτικό παιχνίδι, να χρισθεί ανεπίσημος ηγέτης της σταυροφορίας, μέχρις ότου αυτή έφθασε στην Αντιόχεια.
Εκεί κατόρθωσε με πονηριά και οξυδέρκεια να αποκτήσει το «πραγματικό πριγκιπάτο» που ονειρευόταν, αφού κατάφερε να ξεπεράσει ακόμη και τις αντιρρήσεις του Ρεημόνδου της Τουλούζης, του θεωρητικά ανώτερου ιεραρχικά σταυροφόρου που προσπάθησε να υπερασπιστεί τα δικαιώματα του Βυζαντινού αυτοκράτορα επί της Αντιόχειας.
Η φιλοδοξία του Βοημούνδου ήταν άμετρη και η προσπάθεια του ήταν να δημιουργήσει ένα πραγματικό βασίλειο στη Μ. Ανατολή. Ωστόσο αυτή ακριβώς η φιλοδοξία στάθηκε η αιτία του περιορισμού των φιλοδοξιών του. Ο Αλέξιος ουδέποτε του συγχώρησε ότι σφετερίστηκε την Αντιόχεια, περιοχή ελληνική που μόλις το 1080 είχαν πάρει από τους Βυζαντινούς οι Τούρκοι.

Η πρώτη αποτυχία του Βοημούνδου ήλθε λίγο μετά την άνοδό του στην εξουσία, όταν το 1100 ηττήθηκε από τους Δανισμενίδες Τούρκους και φυλακίστηκε. Αν και ο Αρμένιος πρίγκιπας Κογκ Βασίλ πλήρωσε τρία χρόνια μετά τα υπέρογκα λύτρα που ζητούσαν οι Τούρκοι, ο Βοημούνδος δεν επρόκειτο να καταφέρει αυτό που επιθυμούσε. Το πριγκιπάτο της Τρίπολης του έκοβε το δρόμο προς Νότο, το Βυζάντιο περιόριζε την προς Βορρά και Δυσμάς επέκτασή του και στα ανατολικά ήταν οι Μουσουλμάνοι. Τους τελευταίους -διασπασμένοι όντες- έβαλε ως πρώτο στόχο, ωστόσο μια καθοριστική ήττα το 1104, την οποία ακολούθησε η ανακατάληψη της Κιλικίας από τους Βυζαντινούς, τον ανάγκασαν να στραφεί στη δύση για βοήθεια.

Το γοητευτικό του παρουσιαστικό -κάτι που γίνεται φανερό και από την λεπτομερή περιγραφή της όψης του από την Άννα Κομνηνή στην «Αλεξιάδα»- και η ευγλωττία του τον έβγαλαν ασπροπρόσωπο και κατάφερε να εξασφαλίσει το χέρι της κόρης του βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππου, καθώς και σημαντική στρατιωτική βοήθεια από τον ισχυρό ηγεμόνα.

Ενισχυμένος με μεγάλες Γαλλικές και Νορμανδικές δυνάμεις, ο Βοημούνδος αποπειράθηκε -με τη συνήθη υπεραισιοδοξία του- να επιτεθεί στον Αλέξιο Κομνηνό! Οι αυτοκρατορικές δυνάμεις συνέτριψαν το στρατό του Βοημούνδου και αναγκάστηκε να υπογράψει μια ιδιαίτερα ταπεινωτική συνθήκη, με την οποία καθίστατο υποτελής (βασάλος) του Αλέξιου, δέχτηκε Έλληνα Πατριάρχη στην Αντιόχεια και επέστρεψε μέρος της επικράτειάς του στο Βυζάντιο.
Πικραμένος από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες, ο Βοημούνδος παρέμεινε στη Ν. Ιταλία, όπου και πέθανε το 1111.

Το άρθρο παραχωρήθηκε στο FLAME HISTORY από τον Γιώργο Ψαρουλάκη και δημοσιεύθηκε στο μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 4, τον Μάιο του 2006

3 σχόλια:

  1. Πολύ ωραίο!!Κάθησα και το διάβασα όλο!!Καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @ Σινεφίλ91

    Σε ευχαριστώ και αντεύχομαι. Πάω να ψηφίσω στο μπλογκόσπιτό σου. Τα σέβη μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Συγχαρητήρια για το κείμενό σας!Αν και είμαι μαθήτια της θετικής Β Λυκείου και έψαχνα βαριεστημένα την απάντηση σε κάποια ερώτηση της Ιστορίας γενικής παιδείας, έκατσα και το διάβασα ολόκληρο..Αφήστε που τώρα γνωρίζω και το περιεχόμενο των επόμενων κεφαλαίων!!:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τα σχόλια των αναγνωστών και οι απόψεις τους δεν υιοθετούνται αναγκαστικά από τον κάτοχο αυτού του blog.