Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΡΩΣΙΑΣ - ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΤΟΥ 1877-78

Η αιματηρή σύρραξη στην καρδιά των Βαλκανίων, που σηματοδότησε την αρχή του τέλους για την ηγεμονία των Τσάρων και των Σουλτάνων, διαμορφώνοντας την εικόνα των σύγχρονων βαλκανικών κρατών


Μέχρι το πρώτο μισό του 19ου αιώνα η Ρωσία μπορούσε να υπερηφανεύεται για την δεσπόζουσα θέση που κατείχε σε θέματα επιρροής των βαλκανικών εξελίξεων. Χριστιανός ο ίδιος και η τεράστια ηγεμονία του, ο εκάστοτε Τσάρος εφάρμοζε αδιάλειπτα μια απατηλή υποσχετική πολιτική στους απεγνωσμένους χριστιανούς της οθωμανικής επικράτειας, φροντίζοντας σταθερά να εμπνέει την άποψη ότι μόνο αυτός θα μπορούσε να τους λυτρώσει από τον ζυγό της Υψηλής Πύλης και την αυθαιρεσία του Τούρκου κατακτητή. Στην πραγματικότητα η τακτική αυτή δεν εξυπηρετούσε παρά τα δικά τους συμφέροντα, που από την εποχή ακόμη του Μ. Πέτρου αναφέρονταν ως διέξοδος στην θάλασσα της Μεσογείου μέσα από τα Στενά των Δαρδανελίων και στην εκδίωξη των Τούρκων από τα ευρωπαϊκά εδάφη.

Οι τσαρικές αυτές επιδιώξεις στην πορεία βρήκαν αντίθετες τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης και ιδιαίτερα την Αγγλία, που στην προσπάθειά της να εκμεταλλευτεί για δικό της όφελος την αναμενόμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προκειμένου ν’ ανακόψει την κάθοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο ακολούθησε μια εξοργιστικά καιροσκοπική φιλοτουρκική πολιτική. Με σύμμαχο την Γαλλία συγκρούστηκε με τις ρωσικές δυνάμεις κατά την διάρκεια του κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) και τις νίκησε, σύροντας κυριολεκτικά τον Τσάρο στην υπογραφή της συνθήκης του Παρισιού τον Μάρτιο του 1856, οι όροι της οποίας καταστρατηγούσαν παράφορα τα ρωσικά συμφέροντα. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Αυστρία αναλάμβαναν τον ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων της ακεραιότητας της Τουρκίας, διακηρύσσοντας ότι κάθε εχθρική προς αυτήν ενέργεια στο εξής θα θεωρείτο casus belli εναντίον τους. Η περιοχή της Μολδοβλαχίας έφευγε οριστικά από το καθεστώς της ρωσικής κηδεμονίας για ν’ αποτελέσει μελλοντικά το κράτος της Ρουμανίας. Τέλος, απαγορεύτηκε η ύπαρξη ναυστάθμων στον Εύξεινο Πόντο, που ουσιαστικά κηρυσσόταν ουδέτερος.




Η διπλωματική αυτή νίκη της Αγγλίας κατά της Ρωσίας αποτέλεσε σοβαρότατο πλήγμα για την ρωσική πολιτική, που δεν έπαψε πλέον να προσπαθεί ν’ απαλλαγεί από τους όρους της συνθήκης. Ήταν πράγματι η πρώτη φορά που η θέση του Τσάρου βρισκόταν σε τόσο επικίνδυνο σημείο σχετικά με τα ευρωπαϊκά θέματα και τις σχέσεις του με τις μεγάλες Δυνάμεις. Από την μεριά τους οι Δυτικές κυβερνήσεις συνέχιζαν ν’ ακολουθούν την απερίσκεπτη και καιροσκοπική τους πολιτική, καθώς οι διαρκώς μεταβαλλόμενοι συσχετισμοί δυνάμεων ευνοούσαν την δημιουργία εύθραυστων και βραχύβιων μεταξύ τους συμμαχιών, που γρήγορα διαλύονταν κάτω από την πίεση των εξελίξεων. Οι επίμονες εξεγέρσεις των ελληνικών επαρχιών και οι επαναστάσεις στις χριστιανικές επαρχίες των Βαλκανίων (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοζνία και Βουλγαρία) που βρίσκονταν ακόμη κάτω από τουρκική κατοχή θορύβησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις, γιατί δεν επιθυμούσαν καμία απολύτως αλλαγή στο status quo της περιοχής λόγω του φόβου τους για τον ρωσικό επεκτατισμό. Γνώριζαν ασφαλώς πως η Ρωσία δεν ήταν δυνατό να υπομείνει για πολύ ακόμη τους εξευτελιστικούς όρους της συνθήκης του Παρισιού και ότι έψαχνε σταθερά να βρει τρόπο που θα της επέτρεπε να πραγματοποιήσει ό,τι δεν κατάφερε με τα όπλα. Κι αυτός ο τρόπος δεν άργησε να της υποδειχθεί: ήταν το ιδεολόγημα του πανσλαβισμού και ο βουλγαρικός εθνικισμός, που στο εξής θα εκβίαζαν την ευρωπαϊκή πολιτική σε όφελος της Ρωσίας.

Από την άλλη μεριά οι Ευρωπαίοι έπρεπε να έχουν στραμμένη την προσοχή τους και στο μικρό ελληνικό Βασίλειο, όπου η “Μεγάλη Ιδέα” συνέχιζε να σπινθηρίζει στην καρδιά του αλύτρωτου ελληνισμού και να κατευθύνει το λαϊκό αίσθημα σε μια πρακτική πίεσης προς τις κυβερνήσεις του να λάβει επιτέλους την τολμηρή απόφαση της ένοπλης αναμέτρησης με τους Τούρκους. Καμιά ευρωπαϊκή πρωτεύουσα δεν επιθυμούσε να δει την αποκατάσταση του βυζαντινού μεγαλείου στηριγμένη στα θεμέλια της ανερχόμενης βαλκανικής δύναμης που ονομαζόταν Ελλάδα. Ήταν λοιπόν αναγκαίο να διαφυλαχτεί η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λειτουργώντας σαν κυματοθραύστης τόσο του ρωσικού επεκτατισμού, όσο και του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού και των αποσχιστικών τάσεων στα Βαλκάνια, η επιτυχία των οποίων αναμφίβολα θα επέφερε μια ανεπιθύμητη για τις Μεγάλες Δυνάμεις αλλαγή στον συσχετισμό δυνάμεων.

Στον αγγλικό φόβο μιας επέκτασης της ρωσικής επιρροής στην Βαλκανική, ερχόταν να προστεθεί και η αγωνία της Αυστρίας για τις διασπαστικές συνέπειες επί των εδαφών της που προκαλούσε η σερβική επανάσταση κατά των Τούρκων. Την εποχή αυτή των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων τα Βαλκάνια θύμιζαν καμίνι, ικανό να “κάψει” όποιον επιπόλαια προσέγγιζε τις πύρινες φλόγες της θρησκευτικής, πολιτικής, φυλετικής και οικονομικής του εστίας. Το λεγόμενο “ανατολικό ζήτημα”, προκειμένου να λυθεί, απαιτούσε από τους ενδιαφερόμενους διάθεση κοινής συνεργασίας κι εμπιστοσύνης, επίδειξη ευαισθησίας και ταλέντο στην κατανόηση των λεπτών ισορροπιών που χαρακτήριζαν την κατανομή δυνάμεων στην Βαλκανική, πράγματα δηλαδή που κανείς δεν διέθετε στον βαθμό που οι περιστάσεις επέβαλλαν. Μια ένοπλη, λοιπόν, σύγκρουση στο άμεσο μέλλον ήταν εκ των πραγμάτων αναπόφευκτη.

Περισσότερο ψύχραιμη αντιμετώπιζε το θέμα η Πρωσία, που ενδυναμωμένη μετά την νίκη της κατά των Γάλλων και των Αυστριακών στον πόλεμο του 1870 ήταν πανέτοιμη να επέμβει αν οι καταστάσεις το απαιτούσαν. Η ενοποιημένη Γερμανία, που και επίσημα φρόντιζε να διατρανώνει την θέση της με την στέψη στις Βερσαλλίες του Πρώσου Βασιλιά ως Γερμανού Αυτοκράτορα, είχε στρέψει τον ενδιαφέρον της στα εσωτερικά της, ώστε δεν επιθυμούσε κι αυτή αλλαγές στο καθεστώς της Ανατολής. Φαίνεται τελικά πως μονάχα η ανθρωπιά και η ευαισθησία του απλού λαού της Ευρώπης βρισκόταν σε εγρήγορση, αφού οι πολιτικοί παρέμεναν ασυγκίνητοι μπροστά στις βαναυσότητες και τις απάνθρωπες τουρκικές αντιδράσεις εναντίον των εξεγερθέντων λαών. Πράγματι οι Τούρκοι εφάρμοσαν τόσο σκληρά αντίποινα, κατασφάζοντας ακόμη και αμάχους, κατακαίγοντας ολόκληρες πολιτείες κι ερημώνοντας τεράστιες εκτάσεις, ώστε προκάλεσαν την κατακραυγή της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.

Ο Τσάρος δεν άργησε να παρουσιαστεί τώρα σαν υπέρμαχος του ανθρωπισμού και προστάτης του πολιτισμού. Αλλά ενώ μέχρι τον πόλεμο της Κριμαίας εμφανιζόταν στον ρόλο του υπερασπιστή όλων των Βαλκανίων χριστιανών, τώρα ενεργούσε μόνο για λογαριασμό των λαών σλαβικής καταγωγής. Κι αυτό ήταν καθαρά απότοκο της νεοπροσανατολισμένης εξωτερικής του πολιτικής προς τον εθνικισμό των Βουλγάρων, τον οποίο ο ίδιος εξερέθιζε και στήριζε για λόγους σκοπιμότητας. Προφανώς είχε αντιληφθεί πως το πανσλαβιστικό κίνημα, κατάλληλα ελεγχόμενο από την ρωσική διπλωματία, ήταν ο μόνος τρόπος να εκβιάσει μια εκ νέου ανάληψη από αυτόν ηγετικού ρόλου στην εξέλιξη των βαλκανικών ζητημάτων. Προσεταιριζόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο τους Σλάβους χριστιανούς, υποδαύλιζε εξεγέρσεις κατά των Τούρκων και προσπαθούσε να συμπαρασύρει την Ελλάδα να πράξει ανάλογα, αποφεύγοντας ωστόσο τις ξεκάθαρες και γραπτές δεσμεύσεις σχετικά με το ζήτημα της υποστήριξης μιας καθολικής εξέγερσης των ελληνικών τουρκοκρατούμενων επαρχιών. Η βουλγαρική εθνική αφύπνιση υποστηρίχτηκε τόσο αδρά από ρωσικά κεφάλαια, εκδηλώσεις και διπλωματικές πρακτικές, ώστε ο ελληνικός λαός γρήγορα κατάλαβε ότι ο βουλγαρικός εθνικισμός ήταν κίνημα ετερόφωτο και ότι υπέθαλπε τον ρωσικό επεκτατισμό. Έτσι, μεταξύ των δύο κρατών μια σχέση καχυποψίας αντικατέστησε σταδιακά την απόλυτη σχέση εμπιστοσύνης του παρελθόντος, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να υιοθετήσει φορά απομάκρυνσης από την Ρωσία κατά την πρώτη περίοδο της δεκαετίας του 1870. Ο κίνδυνος να βρεθούν οι Έλληνες δέσμιοι μιας μελλοντικής ομοσπονδίας ελεγχόμενης από Σλάβους γινόταν αντιληπτός και από τον ίδιο τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ και τον Πρωθυπουργό Δεληγιώργη.

Ένα νέο δίλημμα τώρα προέκυπτε για την χώρα μας: να συνταχθεί στο ενιαίο και συμπαγές πανβαλκανικό μέτωπο κατά της Τουρκίας, προκειμένου ν’ απαλλαγεί από τον Σουλτάνο, ή ν’ ακολουθήσει με την Κωνσταντινούπολη πολιτική ηπιότητας, συνεργασίας και κατευνασμού της παραδοσιακής εχθρότητας, ενόψει του βουλγαρικού κινδύνου; Η Ρωσία, στην προσπάθειά της να ξανακερδίσει από τον ελληνισμό την απολεσθείσα εμπιστοσύνη, ακολούθησε την πολιτική της διακριτικότητας και της μη ανάμιξης στα εσωτερικά της χώρας. Δόθηκαν μάλιστα σαφείς εντολές στον Ρώσο Πρεσβευτή στην Αθήνα Saburov περί απολύτου αποχής από κάθε εκδήλωση αναφορικά με τις κυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων ή την πολιτική του Παλατιού. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Το κρύσταλλο της χρόνιας εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού, που είχε εναποθέσει στον Τσάρο τις ελπίδες του για την πραγμάτωση των εθνικών πόθων πολύ πριν ακόμη από την επανάσταση του 1821, είχε θρυμματιστεί. Τόσο η κυβέρνηση Δεληγιώργη, όσο και αυτή του Βούλγαρη που την διαδέχτηκε, προσανατολίστηκε σε μια σύμπλευση με την αγγλική πολιτική και προσπάθησε να προσεγγίσει στενότερα την Υψηλή Πύλη.

Σε αυτή την επιλογή ώθησε την Ελλάδα και η επιφυλακτική στάση των Σέρβων και των Ρουμάνων κατά την διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης του 1866 - 1869, κι επιπλέον η αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα στάση που τήρησαν στο θέμα της ανεξαρτητοποίησης της βουλγαρικής εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αλλά πρέπει να τονιστεί πως η φιλοτουρκική ρότα (την οποία δεν ασπάζονταν η νεολαία και ο φοιτητόκοσμος γενικότερα, αλλά ούτε και οι σκλαβωμένοι ελληνικοί πληθυσμοί), οδήγησε την χώρα στην διεθνή απομόνωση. Τα αποτελέσματα, άλλωστε, ήταν πενιχρά. Η Τουρκία δεν ήταν τόσο αφελής να πιστέψει ότι επρόκειτο για εκδήλωση ειλικρινών αισθημάτων, αλλά για προσωρινή επιλογή ανάγκης. Ένας λαός δεν παραιτείται τόσο εύκολα από αιώνιους πόθους και οραματισμούς. Και οι πληροφορίες που έφταναν στην Κωνσταντινούπολη για την δράση των μυστικών εταιριών, στις οποίες μέλη ήταν εξέχουσες προσωπικότητες της εκκλησίας, της διανόησης και της πολιτικής (π.χ. ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόφιλος, ο Α. Κουμουνδούρος και ο Θ. Ζαΐμης), ήταν καθ’ όλα αντίθετες προς την δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης κι αμοιβαιότητας. Ήταν ολοφάνερο πως σύσσωμο το έθνος εργαζόταν με ορίζοντα την τελική αναμέτρηση με τον Σουλτάνο.

Η ανατολική κρίση και η διάσκεψη στην Κωνσταντινούπολη

Η συμφωνία (Dreikaiserbundis) της Ρωσίας με την Αυστρία και τη Γερμανία το 1873, που σαν σκοπό είχε την διατήρηση της ειρήνης στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, επίσημα δέσμευε τον Τσάρο σε αποχή από κάθε προπαγανδιστική ενέργεια και, ασφαλώς, στρατιωτική κινητοποίηση, στην περιοχή. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να κινείται παρασκηνιακά και να έρχεται σε μυστικές διαβουλεύσεις με τους επαναστατημένους χριστιανούς της Βαλκανικής. Η μικρή Σερβία του Μίλαν (1.360.000 κ.) και το ακόμη μικρότερο Μαυροβούνιο του Νικολάου (200.000 κ.) από καιρό σχεδίαζαν εξέγερση κατά των Οθωμανών, συμπαρασύροντας την Κροατία, την Σλοβενία και την Βουλγαρία να πράξουν ανάλογα. Τα σχέδιά τους συμπεριελάμβαναν ασφαλώς και την πάντα πρόθυμη Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1875 οι πανσλαβιστικοί κύκλοι της Ρωσίας χαιρέτισαν μ’ ενθουσιασμό την εξέγερση στην κεντρική Ερζεγοβίνη, που γρήγορα εξαπλώθηκε σε Βοσνία, Σερβία και Μαυροβούνιο. Αρχικά ο αγώνας δικαιωνόταν υπέρ των επαναστατών, επειδή οι τουρκικές φρουρές στην περιοχή ήταν λίγες και αναξιόμαχες. Αλλά οι μεγάλες Δυνάμεις, με πρωτοβουλία της Αυστρίας, έσπευσαν να κατευνάσουν τα πνεύματα, υποβάλλοντας στον Σουλτάνο σχέδιο σημαντικών διοικητικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο έγινε από αυτόν άμεσα αποδεκτό. Οι επαναστάτες ωστόσο παρέμεναν ανένδοτοι.

Η Ελλάδα παρέμενε διχασμένη: αρκετοί πίστευαν ακόμη στην καλή συνεργασία με την Τουρκία, κι άλλοι θεωρούσαν αυτή την εποχή σαν την καταλληλότερη για έναν γενικότερο ξεσηκωμό. Στην πρώτη ομάδα ανήκαν κυρίως κύκλοι της Κωνσταντινούπολης, όσοι διακατέχονταν από σλαβοφοβία και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Τρικούπης, ενώ στην δεύτερη ομάδα οι Ηπειρώτες, οι Θεσσαλοί, οι Κρήτες και οι Μακεδόνες -αυτοί δηλαδή που ακόμη στέναζαν κάτω από τον ζυγό των Οθωμανών. Ωστόσο, όταν τον Οκτώβριο του 1875 ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ο οποίος ήταν γνωστός για την προσήλωσή του στην ιδέα της βαλκανικής συνεργασίας, η ρωσική διπλωματία αναθάρρησε και επέτεινε την πρακτική της κρυφής παρακίνησης των Ελλήνων για συμμετοχή στην επανάσταση. Ο Ρώσος κόμης Ιγνάτιεφ στην Κωνσταντινούπολη, κάποιοι Έλληνες πρόξενοι των Βαλκανίων και δημοσιογραφικοί κύκλοι της Βιέννης και του Βελιγραδίου πίεζαν την ελληνική πλευρά για πολεμικές προετοιμασίες. Η Σερβία, που θεωρούσε απαραίτητη την ελληνική υποστήριξη της επανάστασης, προσπάθησε να δελεάσει την Ελλάδα δηλώνοντας πλήρη σύμπνοια με τις ελληνικές θέσεις για την Μακεδονία, την στιγμή που οι Βούλγαροι είχαν διεκδικητικές τάσεις. Αλλά η κυβέρνηση της Αθήνας διατηρούσε ακόμη επιφυλάξεις. Το εμπόδιο αυτό υπερνικήθηκε μέσω της απευθείας συνεννόησης του Μιλούτιν Γκαρασάνιν, απεσταλμένου της σερβικής κυβέρνησης, με τον Λεωνίδα Βούλγαρη και τις τοπικές επαναστατικές ομάδες των οπλαρχηγών της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Μοναδική προϋπόθεση συμφωνήθηκε η υποστήριξη των Ελλήνων επαναστατών από την Σερβία σε οικονομικό και υλικό επίπεδο.



Καθώς η εξέγερση σε Βοσνία και Ερζεγοβίνη κλιμακωνόταν, την στιγμή που Σέρβοι και Μαυροβούνιοι ήταν έτοιμοι να κηρύξουν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, ξέσπασαν πρόωρες αναταραχές στην Βουλγαρία, νότια της Φιλιππούπολης. Οι Τούρκοι αντέδρασαν βίαια, μέσα σε κλίμα έντονης οργής εξαιτίας των αποτυχιών τους στα άλλα επαναστατικά κέντρα. Οι μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις που αμέσως έστειλαν στην Βουλγαρία έπνιξαν την επανάσταση κυριολεκτικά στο αίμα. Ήταν τόσο φοβερά τα εγκλήματά τους ακόμη και σε αμάχους, που ολόκληρη η ευρωπαϊκή ψυχή ξεσηκώθηκε εναντίον τους. Ακόμη και στην Αγγλία, παρά την φιλοτουρκική γραμμή της πολιτικής ηγεσίας, ο λαός απαίτησε άμεσα την επέμβαση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων προκειμένου να προστατευτούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί των Βαλκανίων. Ο Άγγλος πολιτικός William Gladstone ήταν ένας από τους φανατικότερους θιασώτες της άποψης αυτής.

Στις 20 Ιουνίου αρχίζει ο σερβο-τουρκικός πόλεμος, στον οποίο εισέρχεται και το Μαυροβούνιο. Η Σερβία όμως οδηγείται σε συνεχείς ήττες, παρά τις επιτυχίες του Μαυροβουνίου. Όταν ο τουρκικός στρατός προχώρησε προς το Βελιγράδι, η καταστροφή για τους Σέρβους ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιη. Στο σημείο αυτό όμως επενέβη η ευρωπαϊκή διπλωματία. Η Ρωσία, που στα μάτια των υπόλοιπων Μεγάλων Δυνάμεων ήταν υπόλογη της όλης κατάστασης ως ηθικός αυτουργός, έσπευσε να συμφωνήσει με την Αυστρία πως, σε περίπτωση διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Η Βουλγαρία και η Αλβανία θ’ αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους, ενώ στην Ελλάδα, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο θα παραχωρούνταν κάποιες επαρχίες. Η ίδια η Αυστρία θα καταλάμβανε ορισμένα εδάφη της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης και η Ρωσία την ρουμανική Βεσσαραβία και κάποιες ασιατικές περιοχές. Στις 18 Οκτωβρίου 1876, η Ρωσία έστειλε στην Τουρκία τελεσίγραφο με το οποίο την απειλούσε με πόλεμο, αν τα στρατεύματά της δεν σταματούσαν την προέλασή τους στο εσωτερικό της Σερβίας. Η Αγγλία δεν ήταν δυνατό να παραμείνει απαθής σε μια τέτοια απροκάλυπτη ανάμιξη των Ρώσων και πρότεινε διάσκεψη Μεγάλων Δυνάμεων και Τουρκίας στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να σιγήσουν τα όπλα και να δοθεί στην Βοσνία, Ερζεγοβίνη και Βουλγαρία διοικητική αυτονομία, διασφαλίζοντας παράλληλα την ακεραιότητα της Τουρκίας. Όσον αφορά την Σερβία και το Μαυροβούνιο, θα ίσχυε το συνοριακό καθεστώς πριν την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων.

Παρά την έντονη στροφή του λαϊκού αισθήματος υπέρ της ανάληψης ενεργούς πολεμικής δράσης σε πλαίσια διαβαλκανικής συμμαχίας, η Ελλάδα παρέμεινε αυστηρά ουδέτερη, με τον Πρωθυπουργό Κουμουνδούρο να δείχνει αμετάκλητη αδράνεια ακόμη κι όταν οι προειδοποιήσεις των Σέρβων για τον κίνδυνο δημιουργίας βουλγαρικού κράτους δικαιώνονταν μέρα με τη μέρα. Η Ρουμανία εμφανιζόταν επίσης ανήσυχη, επειδή οι εξελίξεις ευνοούσαν την ανάκτηση από τους Ρώσους της απολεσθείσης από την συνθήκη του Παρισιού (1856) Βεσσαραβίας. Ούτε και ήθελαν την δημιουργία ισχυρού βουλγαρικού κράτους στο νότο, γιατί τότε ήταν βέβαιο ότι οι ίδιοι θα βρίσκονταν ανάμεσα σε μια “τανάλια”, που το ένα άκρο της θα ήταν η Ρωσία και το άλλο η Βουλγαρία. Προκειμένου να προλάβουν μια τέτοια δυσμενή γι’ αυτούς ρύθμιση, ήρθαν σε επαφή με την ελληνική κυβέρνηση υποβάλλοντας σχέδιο απελευθέρωσης της Βαλκανικής μέσα από τη συνεργασία όλων των λαών της, με σκοπό την τελική τριπλή συγκυριαρχία Ελλήνων, Ρουμάνων και Σλάβων. Αλλά και αυτή η πρόταση έπεσε στο κενό, εξαιτίας της εμμονής των ελληνικών θέσεων στην ουδετερότητα.

Στην πραγματικότητα, ήταν οι ίδιες οι Μεγάλες δυνάμεις που συνεχώς πίεζαν την Ελλάδα προς αυτήν την παθητικότητα. Υπόσχονταν πως τα συμφέροντα της χώρας δεν επρόκειτο να θιγούν, οποιαδήποτε λύση κι αν τελικά δινόταν στο “ανατολικό ζήτημα”. Ακόμη και στον ίδιο τον Βασιλιά Γεώργιο, που την εποχή αυτή περιόδευε σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δίνονταν παρόμοιες απατηλές υποσχέσεις. Αλλά ο αγανακτισμένος λαός δεν μπορούσε να συγχωρήσει την εγκατάλειψη του ελληνισμού από την Ευρώπη και αντέδρασε δυναμικά. Οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν με συγκέντρωση πάνω από 8.000 ατόμων στην Πνύκα για ν’ ακούσουν τις προτροπές για ένοπλο αγώνα από τα χείλη πανεπιστημιακών καθηγητών, πολιτικών ανδρών και διασημοτήτων. Εκεί, μεταξύ άλλων, μίλησε και ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, προτρέποντας τα πλήθη να εγκρίνουν δύο ψηφίσματα: ένα προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις με σκοπό την προβολή των θέσεων της Ελλάδας, κι ένα προς την ελληνική κυβέρνηση με σκοπό την ταχεία ανάληψη από αυτήν πολεμικών προετοιμασιών.

Είχε έρθει η στιγμή να λυθούν τα χέρια του Κουμουνδούρου, που καιρό τώρα ήταν ταγμένος στην ιδέα της συμμαχίας των βαλκανίων λαών εναντίον των Τούρκων, αλλά απλά η θέση του δεν επέτρεπε να διακινδυνεύσει μια ρίξη με τον Βασιλιά Γεώργιο και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Παρά τις προγραμματισμένες αντιδράσεις του Δεληγιώργη, ο Κουμουνδούρος προώθησε νομοσχέδια σχετικά με τον εξοπλισμό της χώρας και ήρθε σε κρυφή συνεννόηση με τον Ρώσο πρεσβευτή Saburov. Ο Βασιλιάς από την μεριά του διαβεβαίωνε συνεχώς τον ανήσυχο Άγγλο πρεσβευτή Stuart ότι η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη και σύμφωνη με την γραμμή της Μ. Βρετανίας, την φιλία της οποίας επουδενί δεν ήθελε να προδώσει.

Οι προσπάθειες του Κουμουνδούρου για τις πολεμικές πιστώσεις και τον εξοπλισμό ναυάγησαν γιατί δεν εγκρίθηκαν από τη Βουλή (με διαφορά μιας ψήφου) και ο ίδιος αποφάσισε να παραιτηθεί (23/11). Εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δόθηκε τότε στον Δεληγιώργη, ο οποίος απέτυχε, ώστε στις 2/12 επανήλθε ο Κουμουνδούρος. Η μικροπολιτική και μικροκομματική στάση των Ελλήνων πολιτικών οπωσδήποτε έβλαψε την υπόθεση των εθνικών μας συμφερόντων. Μέσα από μια πορεία κυβερνητικών κρίσεων και κομματικών ατασθαλιών δεν ήταν δυνατό η Ελλάδα να διατηρήσει την απαραίτητη για την λήψη σοβαρών πολιτικών αποφάσεων νηφαλιότητα και σωφροσύνη. Έτσι, αφέθηκε στον λαό ο ρόλος του ρυθμιστή της εξωτερικής πολιτικής και των αποφάσεων. Το μόνο που ζητούσε ήταν να εφαρμοστεί στο συνέδριο της Κωνσταντινούπολης η αρχή της ίσης μεταχείρισης και να μην εφαρμοστεί για το ελληνικό ζήτημα η γνωστή από το παρελθόν εκπτωτική τακτική της Τουρκίας και των Μεγάλων Δυνάμεων.

Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς άρχισαν στην Κωνσταντινούπολη οι συζητήσεις. Ο Ρώσος πρεσβευτής Ιγνάτιεφ επιχειρηματολόγησε υπέρ της ανεξαρτησίας, μεταξύ άλλων, και περιοχών της Θράκης και της Μακεδονίας μέχρι το Αιγαίο πέλαγος, έχοντας σαν βοήθημα έναν χάρτη του έγκυρου Αυστριακού γεωγράφου Κίπερτ, όπου υπερτονιζόταν το βουλγαρικό στοιχείο στις συγκεκριμένες περιοχές. Αν και αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ο χάρτης αυτός ήταν κατασκευασμένος με γνώμονα την εξυπηρέτηση των ρωσικών συμφερόντων, την δεδομένη χρονική στιγμή ισχυροποιούσε τις θέσεις του Ιγνάτιεφ, στις οποίες η Αγγλία δεν πρόβαλε, κατά τρόπο εντελώς απροσδόκητο, αντιρρήσεις. Ο Λόρδος Σώλσμπουρυ αρχικά συμφώνησε με την δημιουργία δύο Βιλαετίων, βορειοδυτικά και νοτιοανατολικά της περιοχής του Άνω και Κάτω Αίμου αντίστοιχα. Εφόσον στο νοτιοανατολικό Βιλαέτι υπερίσχυε ο ελληνοτουρκικός πληθυσμός, τότε η περίπτωση δημιουργίας ισχυρής βουλγαρικής επαρχίας στην περιοχή των Στενών και της ίδιας της Κωνσταντινούπολης δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Με ανάλογο σκεπτικό ρυθμίστηκαν και τα ζητήματα της Βοσνίας, της Ερζεγοβίνης, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, για τις οποίες προβλεπόταν διοικητής διορισμένος από τον Σουλτάνο με έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων, επαρχιακή συνέλευση εκλεγμένη από τον λαό και δυνάμεις χωροφυλακής από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, ανάλογα με την πληθυσμιακή σύνθεση της κάθε περιοχής. Τέλος, μια δύναμη Βέλγων χωροφυλάκων θα αναλάμβανε την πιστή τήρηση των όρων αυτών, ενώ ο οθωμανικός στρατός θα περιοριζόταν εντός των φρουρίων.

Οι Τούρκοι έσπευσαν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις μ’ έναν θεατρινισμό: καθώς οι διαβουλεύσεις έφταναν στην τελική φάση, παρουσίασαν την δημιουργία ενός φιλελεύθερου Συντάγματος και μια σειρά προοδευτικών μεταρρυθμιστικών μέτρων σχετικά με την μελλοντική εσωτερική πολιτική της χώρας τους, που αφορούσε σε Κοινοβούλιο με εκλεγμένους λαϊκούς αντιπροσώπους, ύπαρξη Γερουσίας και ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Εγγυόταν επίσης ισοπολιτεία και ισονομία για όλους τους υπηκόους της ανεξαρτήτως εθνικότητας ή θρησκεύματος. Ήταν ολοφάνερο ότι όλα αυτά αποτελούσαν απέλπιδα προσπάθεια του Σουλτά-νου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ να παραπλανήσει τους Ευρωπαίους και να κερδίσει χρόνο. Πράγματι, ένα μήνα αργότερα επανήλθε στο προηγούμενο καθεστώς τυραννίας και ανελευθερίας, φροντίζοντας να εξορίσει τον εμπνευστή των μεταρρυθμίσεων Μεγάλο Βεζύρη Μιδάτ στο Μπρίντεζι. Παρά τις συνεχείς πιέσεις των πρεσβευτών της Ευρώπης, η Τουρκία παρέμενε αμετακίνητη στις θέσεις της, οπότε η διπλωματική αντιπροσωπεία αποχώρησε, αφήνοντας τον Σουλτάνο κυριολεκτικά στα νύχια του Τσάρου. Κι όταν τον Απρίλιο του 1877 αυτός αρνήθηκε πάλι την συμμόρφωση προς τις αποφάσεις της διάσκεψης, η Ρωσία κήρυξε στην Τουρκία τον πόλεμο (12/24 Απριλίου 1877).

Η έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων και η ρωσική επέλαση

Η αρχική δύναμη εισβολής αποτελείτο από έξι Σώματα Στρατού (τα 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο και 12ο) που ήδη βρίσκονταν στην ρουμανική μεθόριο με την Ρωσία. Τέσσερα από αυτά στάθμευαν στο Κίσινεφ, ενώ τα άλλα δύο στην Οδησσό και στην Κριμαία. Σε αυτά τα τέσσερα προστέθηκαν και οι δυνάμεις των Αντιστρατήγων Ζότοφ (4ο ΣΣ), του πρίγκιπα Κόρσακοφ (13ο ΣΣ) και του Τσίμερμαν (14ο ΣΣ), αποτελώντας την περίφημη “Στρατιά του Νότου” των 200.000 περίπου ανδρών και των 800 πυροβόλων. Η πρώτη ενέργεια ήταν η διάσχιση της Ρουμανίας και η είσοδος στην Βουλγαρία περνώντας τον ποταμό Δούναβη, που αποτελούσε το φυσικό βόρειο σύνορο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Το επόμενο σοβαρό εμπόδιο ήταν οι δύσβατες οροσειρές του Αίμου. Κατόπιν, ο δρόμος προς την Κωνσταντινούπολη ήταν από άποψη φυσικών εμποδίων ελεύθερος.

Η Ρουμανία, με προσωπική φροντίδα του ηγεμόνα της πρίγκιπα Κάρολου Χοεντσόλερν Ζιγκμαρίγκεν, διευκόλυνε την διέλευση των ρωσικών δυνάμεων από τα εδάφη της. Αλλά το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας ήταν άθλιο και οι Ρώσοι προτίμησαν να βαδίσουν 400 χλμ. μέχρι το Βουκουρέστι παρά να διασχίσουν με το τρένο 700 χλμ. ανάμεσα στα Καρπάθια όρη. Θα μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν την παραλιακή οδό Δοβρουτσάς - Μπουργκάς, ώστε να βρεθούν κατευθείαν σε πλαγιομετωπική θέση προς τα εχθρικά στρατεύματα, όμως ένα τέτοιο σενάριο προϋπέθετε ισχυρό πολεμικό στόλο στην Μαύρη Θάλασσα, που όχι μόνο θα εξασφάλιζε τον έγκαιρο ανεφοδιασμό τους, αλλά και θα τους προφύλασσε από τους κανονιοβολισμούς των τουρκικών θωρηκτών. Δυστυχώς ο ρωσικός στόλος είχε καταστραφεί στη ναυμαχία της Σεβαστούπολης (1854 - 1855) και η Ρωσία ποτέ δεν κατάφερε μέχρι τότε να τον ξαναδημιουργήσει. Άλλωστε, η συνθήκη του Παρισιού καθόριζε την απόλυτη ουδετερότητα στον Εύξεινο Πόντο.




Η πορεία στην καρδιά της ρουμανικής γης έγινε με έντονο ρυθμό λόγω φόβου εμπλοκής των Μεγάλων Δυνάμεων υπέρ των Τούρκων. Τα τέσσερα ΣΣ των Αντιστρατήγων Ραντέτσκι (8ο), Κρίντενερ (9ο), πρίγκιπα Σακόφσκι (10ο) και Βανόφσκι (11ο) είχαν κιόλας στρατοπεδεύσει έξω από το Βουκουρέστι μέσα στο καλοκαίρι και όρισαν σημείο διάβασης του Δούναβη στην περιοχή της Νικόπολης, στο μέσο των συνόρων με την Βουλγαρία, με πλευρική κάλυψη αριστερά από τις δυνάμεις που προέρχονταν από την Δοβρουτσά και δεξιά τις ρουμανικές του Βιδινίου. Στο σημείο αυτό οι ακτές του ποταμού απείχαν μεταξύ τους 300 μέτρα, οπότε η γεφύρωση ήταν εύκολη. Μέχρι την στιγμή της διέλευσης του ποταμού, που έλαβε χώρα στις 27/6, τα ρωσικά τηλεβόλα βομβάρδιζαν μανιωδώς την παραδουνάβια τουρκική οχύρωση στην γραμμή Νικόπολης - Βιδινίου και επιχείρησαν την παραπλάνηση του εχθρού δίνοντας σε μεμονωμένες ενέργειες χαρακτήρα μεγάλης κλίμακας. Το 8ο ΣΣ κατάφερε πρώτο να περάσει τον Δούναβη και να προωθηθεί στην πόλη Σιστόφ, υποχρεώνοντας τους Τούρκους να οπισθοχωρήσουν στη Νικόπολη.

Απέμενε η κατάληψη της Σίπκα, ώστε να εξασφαλισθεί η προώθηση στη Φιλιππούπολη και τη Σόφια, όπου το έδαφος ήταν πεδινό και η μετακίνηση εύκολη. Τελικός στόχος της πρώτης φάσης ήταν η κατάληψη της Αδριανούπολης, που ασφαλώς εκτός από το τακτικό πλεονέκτημα θα καταρράκωνε και το ηθικό των στρατηγών του Σουλτάνου. Μέσα σε αυτές τις 10 εβδομάδες που χρειάστηκε ο κύριος όγκος του ρωσικού στρατού να διασχίσει τη Ρουμανία και να προσεγγίσει τα σύνορα με την Βουλγαρία, ο αδερφός του Τσάρου Δούκας Νικόλαος με ισχυρή δύναμη είχε ήδη εισβάλει θριαμβευτικά στην Βουλγαρία και συνέκλινε προς την Σίπκα, ελευθερώνοντας σταδιακά τις έξαλλες από χαρά χριστιανικές επαρχίες. Ηγετική φυσιογνωμία της εμπροσθοφυλακής του (16.000 άνδρες) υπήρξε ο Αντιστράτηγος Ιωσήφ Βλαντιμίροβιτς, που εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αναποτελεσματική διάταξη των τουρκικών στρατευμάτων και την υπερβολική τους διασπορά σ’ ένα μέτωπο αρκετών χιλιομέτρων, που εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο να υπερασπιστούν. Έχοντας μελετήσει σε βάθος τις τακτικές των συμπλοκών του εμφυλίου πολέμου στην Αμερική, κατάφερε να εφαρμόσει κάποιες από αυτές, υπερφαλαγγίζοντας τις οχυρωματικές θέσεις των Τούρκων και συνδυάζοντας την παράλληλη κίνηση όλων των σωμάτων που διέθετε (πυροβολικό, πεζικό και ιππικό), ώστε να βρεθεί στις 19/7 στο Τίρνοβο και αμέσως μετά να προωθηθεί δια μέσου του περάσματος της Σίπκα προς τα νότια βουλγαρικά εδάφη με αξιοσημείωτα ελάχιστες απώλειες (500 άνδρες).




Σε αυτή την αρχική φάση της εκστρατείας οι τουρκικές δυνάμεις δεν έδειξαν καμιά ικανότητα αντίστασης, έχοντας αδικαιολόγητα υπερβολική εμπιστοσύνη στα οχυρά τους και στην ανώμαλη μορφολογία του εδάφους, που οπωσδήποτε θα δυσκόλευαν την ρωσική προέλαση. Όταν κατάλαβαν πως οι Ρώσοι δεν θα προωθούνταν προς τα νότια μέσω της παραλιακής οδού Δοβρουτσάς - Σίπκας - Φιλιππούπολης, ήταν πολύ αργά για ν’ αναδιατάξουν τις δυνάμεις τους. Κι αυτό γιατί αντιμετώπιζαν ανοιχτά μέτωπα σε πολλά διαφορετικά σημεία. Οι 250.000 άνδρες που διέθεταν ήταν υποχρεωμένοι να ελέγχουν ένα αρκετά εκτεταμένο πεδίο: από την Βοσνία και το Μαυροβούνιο έως την περιοχή του Βιδινίου διατηρού-σαν αντίστοιχα 80.000 και 60.000, στην κεντρική Βουλγαρία και τις παραδουνάβιες περιοχές 70.000 και ακόμη 40.000 για την προάσπιση της Σόφιας, της Φιλιππούπολης και της Αδριανούπολης. Μπροστά στην ορμή των ρωσικών στρατευμάτων, που με εύστοχες και ταχύτατες κυκλωτικές κινήσεις προσέγγισαν τα επίμαχα εχθρικά σημεία, ο τουρκικός στρατός, αν και καλύτερα εξοπλισμένος και εμπειροπόλεμος, βάλθηκε να υποχωρεί προς τα νότια, χαρίζοντας στους εισβολείς άνεση επέλασης και ευχέρεια λήψης τακτικών πρωτοβουλιών. Αλλά και στον τομέα της ναυτικής δύναμης που οι Τούρκοι υπερτερούσαν κατά πολύ των Ρώσων, αφού είχαν μόλις παραλάβει τέσσερα θωρηκτά τελευταίας τεχνολογίας, δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα, γιατί οι Ρώσοι Στρατηγοί έξυπνα απέφυγαν να εκθέσουν σημαντικές δυνάμεις τους στην παραλιακή οδό της Μαύρης Θάλασσας, όπου θα αποτελούσαν εύκολο στόχο για τα κανόνια τους.

Η πολιορκία της Πλέβνα

Το βράδυ της 18/7 οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την διάβαση της Σίπκα στα χέρια των Ρώσων. Την κρίσιμη αυτή στιγμή, κατά την οποία οι στρατηγοί του Τσάρου θα μπορούσαν να μετατρέψουν την τουρκική υποχώρηση σε θρίαμβο για τα κανόνια τους χτυπώντας κατευθείαν την Φιλιππούπολη, μια απερίσκεπτη απόφαση του Ρώσου μονάρχη επέφερε την αναστάτωση στο σύστημα λογιστικής και διοικητικής μέριμνας του στρατού του: παρασυρόμενος από άκρατο ενθουσιασμό, επισκέφτηκε το μέτωπο για να παρακολουθήσει από κοντά την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Οι Στρατηγοί του, γνωρίζοντας τι άρεσε στον περίγυρο του Τσάρου και τι εκτόξευε τον ενθουσιασμό των σλαβικών κύκλων της Πετρούπολης στα ύψη, αναλίσκονταν πλέον σε επουσιώδεις πολεμικές επιχειρήσεις για λόγους εντυπωσιασμού και προσωπικού γοήτρου. Αλλά το μόνο που τελικά κατάφερναν ήταν να δοκιμάζουν τις αντοχές των στρατιωτών και να σπαταλούν τ’ αποθέματα σε πυρομαχικά και τρόφιμα, δίνοντας ταυτόχρονα τα χρονικά περιθώρια στα στρατεύματα του Σουλτάνου για ανασύνταξη και αποτελεσματικότερη οχύρωση.

Μετά τις πρώτες αποτυχημένες απόπειρες ν’ ανακοπεί η ρωσική προέλαση, ο διοικητής των τουρκικών δυνάμεων στην Βουλγαρία αντικαταστάθηκε από τον γερμανικής καταγωγής Μεχμέτ Αλή Πασά (που το προηγούμενο όνομά του ήταν Καρλ Ντιτρόιτ). Ταυτόχρονα δύο ακόμη Πασάδες διατάχτηκαν από τον Σουλτάνο να συμπτύξουν τις δυνάμεις τους μεταξύ της κωμόπολης Πλέβνα και του περάσματος της Σίπκα. Ο πρώτος από αυτούς, ο Σουλεϊμάν Πασάς, που ήταν διοικητής των δυνάμεων στο Μαυροβούνιο, έσπευσε ενισχυόμενος και από μονάδες των ανατολικών επαρχιών και της Ελλάδας ν’ αναμετρηθεί με τον Γκούρκο στην περιοχή της Σίπκα, υποχρεώνοντάς τον σε αναδίπλωση. Ο δεύτερος, ο Οσμάν Νουρί Πασάς, που μέχρι εκείνη την στιγμή βρισκόταν ως διοικητής της περιοχής Βιδινίου σε ετοιμότητα για τυχόν σύμπραξη των λιγοστών σερβικών δυνάμεων με τους εισβολείς, έσπευσε νοτιοανατολικά μ’ ένα απόσπασμα περίπου 12.000 στρατιωτών και μερικά κανόνια για να ενωθεί με τις δυνάμεις του Σουλεϊμάν, αλλά τελικά προτίμησε να ενισχύσει την ασθενή φρουρά της Πλέβνα, μιας μικρής κωμόπολης 40 χιλιόμετρα από τη Νικόπολη. Σε αυτή την απόφαση τον οδήγησαν οι συνεχείς αναφορές ότι το ιππικό των Κοζάκων αλώνιζε στα δυτικά βουλγαρικά εδάφη και ο πανικός που επικρατούσε στο υποτιθέμενο στρατηγείο του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, που κατηύθυνε τις πολεμικές επιχειρήσεις με τηλεγραφήματα προς τους διοικητές! Σαν έμπειρος επαγγελματίας αξιωματικός, ο Οσμάν Πασάς, αμέσως μόλις έφτασε στην Πλέβνα (19/7) διανύοντας περισσότερα από 170 χλμ, αντελήφθη ότι τα υψώματα που περιστοίχιζαν την πόλη θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια πρώτης τάξης οχυρωματική κάλυψη, ώστε το αριθμητικό πλεονέκτημα των Ρώσων να καταστεί ανενεργό. Χωρίς λοιπόν να χάσει χρόνο διέταξε να εφαρμοστεί το σχέδιό του και περίμενε την ανάπτυξη της επικείμενης ρωσικής επίθεσης.

Οι Ρώσοι θα μπορούσαν ασφαλώς να υπερκεράσουν την μικρή κωμόπολη, μετά την κατάληψη της Νικόπολης στις 16/7, αλλά η κοντινή της απόσταση από το σημείο διέλευσης του ποταμού Δούναβη και το ότι βρισκόταν στο σταυροδρόμι προς Αδριανούπολη και Σόφια τους υποχρέωσε να την πολιορκήσουν. Ήταν καθαρά ζήτημα χρονικού ανταγωνισμού μεταξύ των αντιπάλων, το ποιος τελικά θα προλάβαινε να καταλάβει την Πλέβνα. Δυστυχώς για τους Ρώσους, πρόλαβαν οι σκληροτράχηλοι επίλεκτοι στρατιώτες του Οσμάν Νουρί Πασά. Επομένως, ο Αντιστράτηγος Νικολάι Πάβλοβιτς Κρίντενερ και το 9ο ΣΣ θα έπρεπε πια να πολεμήσει για να την κυριεύσει.





Πράγματι, η 1η Ταξιαρχία της 5ης Μεραρχίας με επικεφαλής τον Αντιστράτηγο Σίλντερ Σούλντνερ, που αποτελούσε οργανικό τμήμα του 9ου ΣΣ, στις 20/7 διενήργησε απερίσκεπτα μετωπική έφοδο, για να βρεθεί αμέσως μεταξύ διασταυρούμενων πυρών από τους καλά οχυρωμένους στα υψώματα Τούρκους. Οι απώλειες που υπέστη ήταν σοβαρές (2.900 νεκροί και τραυματίες). Και το χειρότερο, η Πλέβνα δεχόταν συνεχώς ενισχύσεις από νεοαφιχθέντα τμήματα, ώστε ο αριθμός των υπερασπιστών της να φτάσει πλέον τους 22.000. Αυτοί ήταν ήδη εμπειροπόλεμοι, αφού μόλις πριν λίγο καιρό είχαν πολεμήσει τους Σέρβους επιτυχώς και τους Μαυροβούνιους με ικανοποιητικά αποτελέσματα, και επίσης άρτια εξοπλισμένοι. Επιπλέον, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα εκδηλωνόταν κι άλλη ρωσική έφοδος, ο Οσμάν Πασάς επιδόθηκε στην βελτίωση των οχυρώσεων γύρω από την πόλη (ιδίως των υψωμάτων Yanik Bayr) και την διάνοιξη τάφρων και ορυγμάτων, όπου εγκατέστησε τα περίφημα πυροβόλα γερμανικής κατασκευής Krupp, που διακρίνονταν για την ευστοχία τους και το μεγάλο βεληνεκές. Ήταν ό,τι πιο σύγχρονο και αποτελεσματικό για τα δεδομένα της εποχής, όπως και τα τουφέκια των στρατιωτών του των 0,45 in της φίρμας Peabody - Martini, που είχαν δραστικό βεληνεκές 1.500 μέτρα και δεν μπλόκαραν εύκολα, όπως τα ρωσικά.

Οι Ρώσοι σοκαρίστηκαν από εκείνη την πρώτη πρωινή έφοδο. Το σώμα των 6.500 στρατιωτών που είχε επιλεχθεί αρχικά κατάφερε ν’ απωθήσει τους Τούρκους στην τοποθεσία Yanik Bayr. Αλλά όταν η ορμή τους κατέπεσε, ψύχραιμα πια οι Τούρκοι άρχισαν ν’ αποδεκατίζουν τους άπειρους Ρώσους, που σύντομα εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης. Ίσως, αν είχε γίνει εκτεταμένη χρήση ρώσικου ιππικού, να μην είχαν κερδίσει οι Τούρκοι τα χρονικά περιθώρια ανασύνταξης και η αρχική τους υποχώρηση να κατέληγε σε άτακτη φυγή, μεταδίδοντας κλίμα πανικού και στις φρουρές των τριγύρω υψωμάτων και στους αμυνόμενους έγκλειστους της πόλης. Αλλά ο Αντιστράτηγος Σίλντερ Σούλντνερ δεν πρόβλεψε κάτι τέτοιο, θεωρώντας πιθανόν την επιτυχία αυτής της αρχικής κρούσης δεδομένη. Ούτε και σκέφτηκε να μεριμνήσει για την σύλληψη των Τούρκων αγγελιοφόρων, που έφευγαν από την πόλη κρυφά προς όλες τις κατευθύνσεις με σκοπό να ζητήσουν ενισχύσεις.

Ο Τσάρος, που παρακολουθούσε την όλη επιχείρηση από απόσταση 80 χλμ. νοτιότερα, διέταξε τον Κρίντενερ να κινηθεί άμεσα με το 9ο ΣΣ προς την πόλη, ενισχυόμενος με την 1η Ταξιαρχία της 32ης Μεραρχίας του 11ου ΣΣ, τους Κοζάκους Ιππείς της 1ης Ταξιαρχίας της 11ης Μεραρχίας και την 30η Μεραρχία του 4ου ΣΣ. Ένα σύνολο 26.000 ανδρών με την υποστήριξη περίπου 170 κανονιών όρμησαν τότε από δυο πλευρές με σκοπό την άλωση της Πλέβνα. Αλλά οι άντρες του Οσμάν δεν αιφνιδιάσθηκαν. Αντίθετα, είχαν προβλέψει την μεγάλη επίθεση και περίμεναν πανέτοιμοι στα χαρακώματα. Είχαν μάλιστα στρέψει βορειοανατολικά προς τις επιτιθέμενες ρωσικές δυνάμεις και τα πυροβόλα των δύο οχυρών που διατηρούσαν στο κοντινό χωριό Γκρίβιτσα, ενώ τέθηκαν σ’ επιφυλακή και τα οχυρά του νοτιοανατολικού και νότιου τομέα, ιδίως αυτά των “Πράσινων Λόφων” (Ζeloni Góry). Το σφοδρό σφυροκόπημα των ρώσικων τηλεβόλων δεν κατάφερε να προξενήσει στους 40.000 καλά οχυρωμένους Τούρκους σχεδόν καμιά απώλεια. Ακολούθησε πυκνή ρωσική έφοδος, που στοίχισε την ζωή περισσοτέρων από 7.000 στρατιωτών και 170 βαθμοφόρων του Κρίντενερ. Οι επιτιθέμενοι επέδειξαν αξιοσημείωτη γενναιότητα και επιμονή, αλλά κατάφεραν να κυριεύσουν μόνο δύο ασήμαντα τουρκικά οχυρά παρά τις φοβερές απώλειες που υπέστησαν, καθώς τα εχθρικά τουφέκια τους θέριζαν από απόσταση σχεδόν ενός χιλιομέτρου. Μα και πάλι καθηλώθηκαν στα κεκτημένα μη μπορώντας να προωθηθούν προς το εσωτερικό του αμυντικού δακτυλίου.

Όσον αφορά την δεξιά λαβίδα της ρωσικής επίθεσης, αυτής δηλαδή του μετώπου στα υψώματα Yanik Bayr, η αποτυχία των ρωσικών εφόδων υπήρξε απόλυτη. Τα πυροβόλα των Τούρκων κομμάτιαζαν αλύπητα τις σάρκες της αφρόκρεμας του τσαρικού πεζικού, που με πρωτοφανή ζήλο διενεργούσαν την μια έφοδο μετά την άλλη. Οι σκληροτράχηλοι Τούρκοι είχαν καταφέρει να μετατρέψουν μια ασήμαντη κωμόπολη σε ομαδικό τάφο και όνειδος για τις περήφανες ρωσικές μεραρχίες, που έχυναν άσκοπα το αίμα τους σε μια ανώφελη πολιορκία.

Για πολλές μέρες μετά, το θέαμα που αντίκριζε κανείς στους δρόμους προς τις μονάδες των ρωσικών μετόπισθεν στον Δούναβη ήταν αποκαρδιωτικό: τεράστιες ουρές από κάθε είδους ιππήλατα κάρα να μεταφέρουν τους σακατεμένους στρατιώτες του 9ου ΣΣ και της περίφημης κοζάκικης 1ης Ταξιαρχίας της 11ης Μεραρχίας, άλογα πληγωμένα ή σκοτωμένα να περισυλλέγονται από ειδικά τμήματα προς αποφυγή διάδοσης ασθενειών λόγω της προχωρημένης αποσύνθεσης, αξιωματικοί να δίνουν διαταγές και ακατανόητα παραγγέλματα προκειμένου να ελεγχθεί η κατάσταση και πανικόβλητοι πεζοπορούντες μέσα σε μια μακάβρια αλληλουχία βόγκων και αναθεμάτων. Η τραγικότερη συνέπεια αυτών των δύο πρώτων προσπαθειών της 20ης και 30ης Ιουλίου, πέρα από τις σοβαρές απώλειες του τσαρικού στρατεύματος, την καταρράκωση του γοήτρου των Ρώσων και τον αρνητικό αντίκτυπο στην Ευρώπη, ήταν ότι ο Οσμάν Πασάς κέρδισε χρόνο για να τελειοποιήσει τις οχυρώσεις του και να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο με νέες δυνάμεις.

Όλα λοιπόν έδειχναν πως οι αρχικές εκτιμήσεις για μια γρήγορη κι εύκολη ήττα των στρατευμάτων του Σουλτάνου έπεφταν στο κενό, την στιγμή μάλιστα που οι Ρώσοι κινδύνευαν από μια πιθανή τουρκική αντεπίθεση, ικανή να τους απωθήσει πέρα από τον Δούναβη, γκρεμίζοντας ό,τι με τόσο κόπο και θυσίες είχαν πετύχει μέχρι στιγμής σαν τραπουλόχαρτα.

Μέσα σε τούτη την ανεπιθύμητη κατάσταση, ο Μέγας Δούκας Νικόλαος ζήτησε την βοήθεια του Πρίγκιπα Καρόλου της Ρουμανίας. Αυτός, ηγούμενος ενός στρατεύματος 35.000 ανδρών πέρασε τον Δούναβη επιδεικτικά, θορυβώντας αρχικά τις τουρκικές τάξεις. Αλλά ήδη έρχονταν από την πόλη Μπουργκάς ενισχύσεις 45.000 μαχητών μ’ επικεφαλής τον Σουλεϊμάν Πασά. Ήδη από τα τέλη του Ιουλίου ο τουρκικός στρατός της Βουλγαρίας είχε μείνει ακέφαλος, μετά την απόφαση του Σουλτάνου να καθαιρέσει τον Αμπντούλ Κερίμ Πασά από την θέση του Ανώτατου Αρχηγού, ώστε οι Πασάδες Σουλεϊμάν, Μεχμέτ Αλή και Οσμάν σχεδιάστηκε να δράσουν ανεξάρτητοι, λαμβάνοντας απευθείας διαταγές από την Κωνσταντινούπολη. Η νεοαφιχθείσα δύναμη του Σουλεϊμάν όμως δεν ενώθηκε με αυτές του Οσμάν στην Πλέβνα, αλλά κατευθύνθηκαν προς το πέρασμα της Σίπκα όπου επιτέθηκαν στους 4.500 Ρώσους και Βούλγαρους υπερασπιστές του (21/8). Η τεράστια αριθμητική υπεροχή των Τούρκων δεν κατάφερε να κάμψει τον ηρωισμό των υπερασπιστών του περάσματος, που μάχονταν απεγνωσμένα για πέντε μέρες ακόμη και με πέτρες! Από την πλευρά των Τούρκων, οι απώλειες ήταν τραγικές. Η σκληρότητα και η απανθρωπιά που είχαν επιδείξει στους αιχμαλώτους προηγουμένων πολέμων λειτούργησε σε βάρος τους, αποδιώχνοντας κάθε σκέψη παράδοσης. Κατά την εμφάνιση των ρωσικών ενισχύσεων οι αμυνόμενοι είχαν κυριολεκτικά αποδεκατιστεί. Μόνο 1.000 από την αρχική τους δύναμη είχαν μείνει ζωντανοί, έναντι 13.000 νεκρών Τούρκων.

Η απόφαση του Σουλεϊμάν να στραφεί κατά της Σίπκα, αντί να ενωθεί με τις μαχόμενες δυνάμεις του Οσμάν, αποδείχτηκε μοιραίο λάθος. Γιατί και το φρέσκο στράτευμα των 45.000 ανδρών είχε καταστραφεί, και πρόλαβε πια να καλυφθεί η αριστερή πλευρά των ρωσικών δυνάμεων, ώστε απερίσπαστοι να συγκεντρώσουν όλη τους την πίεση στην πολιορκία. Πράγματι, όλο το καλοκαίρι ο Τσάρος προετοίμαζε μανιωδώς την τρίτη του εξόρμηση, που ορίστηκε για τον Σεπτέμβριο (φήμες ήθελαν την 11/9, λόγω της ονομαστικής του εορτής). Οι προετοιμασίες έγιναν σε κλίμα ανάρμοστα εορταστικό, αν σκεφτεί κανείς τις μέχρι στιγμής αποτυχίες. Αλλά τώρα οι Ρώσοι μπορούσαν να διαθέσουν σημαντικά ανώτερες αριθμητικά δυνάμεις κι επιπλέον διατηρούσαν ακμαιότερο ηθικό εξαιτίας της επιτυχίας στην Σίπκα και της παρουσίας του Καρόλου ως Γενικού Διοικητού των πολιορκητικών δυνάμεων, στο επιτελείο του οποίου είχε διοριστεί ο Αντιστράτηγος Ζότοφ ως σύνδεσμος με τον Μέγα Δούκα Νικόλαο. Αυτή η αύξηση των πολιορκητικών δυνάμεων επέτρεπε την συντονισμένη ενέργεια κατά της πόλης κυκλικά σε ποσοστό σχεδόν εκατό τοις εκατό, κάτι που δεν είχε εφαρμοστεί προηγουμένως.

Συγκεκριμένα, ο Στρατηγός Γκέρνατ ενισχυμένος με τις ρουμάνικες δυνάμεις θα επετίθετο από τα βόρεια κατά μήκος των υψωμάτων Yanik Bayr και των οχυρών της Γκρίβιτσα, βοηθούμενος στο ανατολικότερο άκρο του από τον Κρίντενερ και το 9ο ΣΣ. Νοτιότερα, με φορά από ανατολή προς δύση, θα εξορμούσαν οι δυνάμεις του 4ου ΣΣ για να καταλάβουν την κορυφογραμμή του Ραντίσεβο. Ο βετεράνος των εκστρατειών στο Τουρκεστάν και στις στέπες της Μπουχάρας Υποστράτηγος Μιχαήλ Ντιμίτριεβιτς Σκομπέλεφ θα ηγείτο των εφόδων στους “Πράσινους Λόφους”, ασκώντας επάλληλα κύματα κρούσης με την λόγχη προτεταμένη, ώστε να καμφθεί η αμυντική ισχύς των Τούρκων από την διαρκή αθροιστική επιθετική πίεση. Αυτή βέβαια δεν ήταν η κλασική τακτική κατάληψης ενός οχυρού, γιατί υπήρχε ο φόβος μεγάλων απωλειών των επιτιθέμενων, όπως δεν ήταν συνηθισμένη και η απόφαση του Σκομπέλεφ να ηγηθεί αυτοπροσώπως της επίθεσης. Αλλά ο ιδιοφυής Ρώσος αξιωματικός δεν ήταν εύκολο να επηρεαστεί ώστε ν’ αλλάξει γνώμη. Άλλωστε, η ισχυρή του προσωπικότητα ήταν σίγουρο ότι θα προκαλούσε με την παρουσία της την απαραίτητη για την νίκη εξύψωση του ηθικού των Ρώσων.

Στις 7/9 οι Ρώσοι “στέγνωσαν” κυριολεκτικά τα κανόνια τους πάνω στις τουρκικές θέσεις. Ολόκληρη η πυροβολαρχία τους έβαλε κατά των καλά οχυρωμένων πολιορκημένων με πυκνά και συνεχή πυρά, που ωστόσο δεν κατάφεραν να φέρουν ικανοποιητικό αποτέλεσμα, γιατί τα αναχώματα πάχους έξι μέτρων που είχαν εγκαίρως υψώσει οι Τούρκοι απορροφούσαν την δύναμη κρούσης των ρωσικών οβίδων, οι περισσότερες από τις οποίες δεν έσκαγαν. Στο μεταξύ, μια δύναμη 27.000 Ρώσων κύκλωσε την μικρή πόλη Λόβτσα, κάπου 15 χλμ. από την Πλέβνα, καθώς το πυροβολικό τους σφυροκοπούσε χωρίς έλεος τις τουρκικές οχυρώσεις. Αυτή τη φορά η επίθεση που ακολούθησε ήταν επιτυχής. Το αρχικό ρήγμα που πέτυχαν οι Ρώσοι σύντομα διευρύνθηκε, αφού πια οι επιτιθέμενοι διέθεταν εφεδρείες και ιππικό. Κατά την άτακτη υποχώρηση των Τούρκων οι Κοζάκοι κατέσφαξαν πάνω από 5.000, ενώ η λήξη της επίθεσης μετρούσε για τους Τούρκους συνολικά 7.000 νεκρούς και για τους Ρώσους μόλις 320!

Ο κύριος όγκος της καλά συγχρονισμένης γενικής επίθεσης από βόρεια, ανατολικά και νότια σκοπό είχε την σύγκλιση των ρουμανικών δυνάμεων και αυτών του 9ου ΣΣ στην περιοχή της Γκρίβιτσα. Με απώλειες περίπου 2.000 ανδρών οι επιτιθέμενοι το πέτυχαν, αλλά οι υποχωρούντες με τάξη Τούρκοι διατήρησαν νοτιοδυτικότερα την θέση τους και άρχισαν να βάλουν με κανόνια εναντίον τους. Έτσι, μετά από πολύωρη και πολύνεκρη μάχη, τα εδαφικά οφέλη για τους Ρώσους παρέμεναν ασήμαντα.

Στην κορυφογραμμή του Ραντίσεβο οι Ρώσοι θυσίασαν 4.500 στρατιώτες χωρίς να κλονίσουν στο ελάχιστο τους αμυνόμενους. Αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως καλύτερα στο νότιο τομέα όπου ο Σκομπέλεφ ηγούμενος προσωπικά της επίθεσης κατάφερε να διαρρήξει το μέτωπο. Οι άντρες του είχαν κατορθώσει να διασπάσουν την αμυντική περίμετρο και να βρεθούν στα μετόπισθεν των τουρκικών δυνάμεων που έβλεπαν προς νότο, αλλά και πάλι η ανυπαρξία κάλυψης πυροβολικού τους άφηνε εκτεθειμένους στα εχθρικά πυρά. Εκατοντάδες τραυματίες σκορπισμένοι στους γύρω λόφους έμεναν αβοήθητοι και εγκαταλελειμμένοι. Η τακτική που είχε εφαρμόσει ο Σκομπέλεφ απαιτούσε μεγάλο αριθμό στρατιωτών κατά τις εφόδους, και οι δύο Ταξιαρχίες που είχαν διενεργήσει επιτυχώς τις πρώτες επιθέσεις ήταν τώρα σχεδόν διαλυμένες. Θα έπρεπε η κεντρική διοίκηση να συνδράμει τις δυνάμεις που είχαν εναπομείνει με νέες ταξιαρχίες, ώστε να συνεχιστεί η επίθεση και να ολοκληρωθεί η κατάκτηση της πόλης. Μα ο Αντιστράτηγος Ζότοφ απάντησε στον αγγελιαφόρο του Σκομπέλεφ όταν δεν υπήρχαν διαθέσιμες Ταξιαρχίες και συνεπώς ο Διοικητής του ήταν αναγκασμένος να συνεχίσει την προσπάθεια αρκούμενος στους μάχιμους που του απέμεναν. Έτσι, ένα σκαλί πριν την ολική πτώση της Πλέβνα, ο Σκομπέλεφ έμενε αβοήθητος.

Κρίνοντας με σωφροσύνη την όλη κατάσταση, την επόμενη μέρα ο Οσμάν διέταξε να καλυφθεί το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί στον νοτιοανατολικό τομέα, πριν οι Ρώσοι αντιληφθούν την ανοησία τους και το ενισχύσουν. Η επίθεση που διενήργησε στους εξαθλιωμένους στρατιώτες του Σκομπέλεφ ήταν σφοδρότατη και διεξήχθη μέσα σ’ ένα λουτρό αίματος. Οι πρόχειρα και ανεπαρκώς καλυμμένοι Ρώσοι ήταν εκτεθειμένοι από παντού και, παρά την ενίσχυση που έστειλε ο Στρατηγός Κρίλοφ ενεργώντας με δική του πρωτοβουλία (118 ΣΠ του 4ου ΣΣ), σφαγιάσθηκαν κυριολεκτικά. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό: ο Σκομπέλεφ εγκατέλειψε και αναχώρησε για το Βουκουρέστι μέσα σ’ έναν βούρκο μελαγχολίας και ηττοπάθειας, το γόητρο του ρωσικού στρατού και του Τσάρου είχε για άλλη μια φορά κουρελιαστεί στα μάτια των χριστιανών της Βαλκανικής αλλά και των Ευρωπαϊκών κύκλων, που με κλονισμένη σοβαρά την αλλοτινή εμπιστοσύνη προς τον Τσάρο τώρα έσπευδαν να άρουν την οικονομική στήριξη της Ρωσίας.

Αντίθετα, οι δάφνες στερεώθηκαν στο κεφάλι του Οσμάν Πασά, που ακριβώς γι’ αυτές του τις επιτυχίες πήρε τον τιμητικό τίτλο του “Γαζή”. Η μέχρι στιγμής νίκη του, οι ρίζες της οποίας ποτίζονταν από το αίμα περισσότερων από 18.500 Ρώσων Ρουμάνων και Βουλγάρων πολεμιστών, χάριζε στον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ την ευδαιμονία. Όταν με ανακούφιση πληροφορήθηκε ότι ήδη ο Μεχμέτ Αλή με σοβαρές δυνάμεις είχε διαταχθεί να βαδίσει από την Σόφια προς την Πλέβνα για να βοηθήσει στην απαγκίστρωσή του, αποφάσισε απλώς να περιμένει σταθερός στην αντίστασή του, διατηρώντας κάθε άντρα σε συνεχή επαγρύπνηση.

Μετά την αποτυχία του Σκομπέλεφ ο ίδιος ο Τσάρος κάλεσε από την Αγία Πετρούπολη έναν “ειδικό” στις πολιορκίες, τον υπέργηρο Στρατηγό Έντβαρτ Ιβάνοβιτς Τοτλέμπεν, τον “ήρωα της Σεβαστούπολης” κατά την διάρκεια του πολέμου στην Κριμαία. Αυτός ενσάρκωνε για κάθε Ρώσο έναν πραγματικό ζωντανό θρύλο και η γνώμη του βάραινε σημαντικά. Έφτασε στην περιοχή της πολιορκίας στις 28/9, συνοδευόμενος από τον αρχηγό του επιτελείου του Υποστράτηγο Ιμερετίνσκι και μια ομάδα τεχνοκρατών στρατιωτικών, για να καταλήξει στην απλούστατη και παραδοσιακή λύση του αποκλεισμού. Υποστήριξε δηλαδή την άποψη ότι, αντί να κατασπαταλιέται άδικα τόσο άφθονο υλικό και ρώσικο αίμα, προτιμότερο ήταν ν’ αποκόψουν τις γραμμές ανεφοδιασμού των πολιορκημένων και ν’ αφήσουν την πείνα και τις αρρώστιες να κάνουν την δουλειά των όπλων. Το σενάριο αυτό σίγουρα δεν ήταν της αρεσκείας των Ρώσων Στρατηγών και του ίδιου του Τσάρου, που διψούσαν για δόξες και λαμπρές εφόδους αδιαφορώντας για το πόσο πολύνεκρες αυτές κατέληγαν, αλλά σίγουρα εξασφάλιζε ένα εγγυημένο αποτέλεσμα. Ο Τοτλέμπεν αναγνώριζε σαν αποστολή του μόνο την λύση του προβλήματος και δεν ενδιαφερόταν για ζητήματα της πολιτικής (όπως για παράδειγμα το θέμα του χρόνου, που ασφαλώς λειτουργούσε κατά των ρωσικών συμφερόντων, αφού υπήρχε πάντα ο κίνδυνος της ανάμιξης της Αγγλίας υπέρ των Τούρκων). Τελικά έπεισε τους αποφασίζοντες για την ορθότητα του σχεδίου του.

Για να επιτύχει αυτό έπρεπε ν’ αποκοπούν οι δρόμοι ανεφοδιασμού της Πλέβνα. Αυτοί κατά κύριο λόγο βρίσκονταν ανατολικά από τον ποταμό Βιντ, περνούσαν σχεδόν μέσα από τα στρατεύματα του Γκανέτσκι και Κατελέι στα ανατολικά και νότια της πόλης αντίστοιχα και οδηγούσαν κατευθείαν στη Σόφια. Οι εφοδιοπομπές των Τούρκων συχνά κινδύνευαν από το ρωσικό ιππικό σε όλη την διάρκεια των συμπλοκών, αλλά φρόντιζαν με τακτικές εξόδους ν’ απωθούν τους παρενοχλούντες, εξασφαλίζοντας τον ζωτικό γι’ αυτούς ανεφοδιασμό σε τρόφιμα, φάρμακα και πυρομαχικά. Τώρα αναλάμβανε ο Στρατηγός Γκούρκο, που μετά την αποτυχία του στην Σίπκα είχε μετατεθεί στην Αγία Πετρούπολη ως Διοικητής της Έφιππης Αυτοκρατορικής Φρουράς, να σφαλίσει τα περάσματα με 50.000 άνδρες και 170 κανόνια. Ένα άλλο τμήμα από Ρώσους και Βούλγαρους πολιτοφύλακες θ’ αγκίστρωναν τις δυνάμεις του Σουλεϊμάν στα βόρεια, που μετά την αποτυχία του να περάσει το πέρασμα της Σίπκα είχε έρθει σε βοήθεια των πολιορκημένων από την μεριά της Νικόπολης και έκτοτε βρισκόταν καθηλωμένος στην περιοχή.

Ο Γκούρκο δεν είχε μάθει καλά το μάθημα από τα παθήματα των συναδέλφων του. Διάλεξε την παραδοσιακή μέθοδο της εφόδου προκειμένου να κυριεύσει κάποια τουρκικά οχυρά και αναχαιτίστηκε. Στις 24/10 επιτέθηκε ξανά και χάρη στην επιμονή και την γενναιότητα των στρατιωτών του κατάφερε τελικά ν’ απωθήσει του Τούρκους στον δεύτερο αμυντικό δακτύλιο. Η επίθεση συνεχίστηκε με σφοδρότητα τις επόμενες μέρες, ώσπου τελικά οι Τούρκοι εγκατέλειψαν αφήνοντας πίσω 1.500 νεκρούς και περισσότερους από 2.000 αιχμαλώτους. Οι Ρώσοι είχαν μόλις 800 νεκρούς. Με αχαλίνωτο ενθουσιασμό στράφηκαν προς το οχυρό Τέλις, που προασπιζόταν ο Ισμαήλ Χακί Πασάς με 3.000 άνδρες. Αυτή την φορά επέλεξαν την μέθοδο των ασταμάτητων κανονιοβολισμών και γρήγορα οι προσδοκίες τους δικαιώθηκαν. Τέλος, ο Γκούρκο απέκρουσε επιτυχώς την δύναμη του Μεχμέτ Αλή που κατέφτασε σε βοήθεια και κατευθύνθηκε προς την Σόφια.

Οι γραμμές ανεφοδιασμού του Οσμάν είχαν επιτέλους καταστραφεί. Αργά ή γρήγορα οι προμήθειες θα τελείωναν και η φρουρά της Πλέβνα θα παραδινόταν εξαντλημένη και ηττημένη. Αλλά το ίδιο σταθερά εξαντλούσε και τα οικονομικά της Ρωσίας όλη αυτή η κατάσταση αναμονής, που κόστιζε αφάνταστα στον Τσάρο, αφού έπρεπε να συντηρεί μηχανικό και οπλικό εξοπλισμό κι ένα στράτευμα 130.000 ανδρών. Επιπλέον, η ρουτίνα επέδρασε αρνητικά στο ηθικό των αξιωματικών, που άρχισαν να μεθοκοπούν και να συμπεριφέρονται ανάρμοστα, ενώ ταυτόχρονα οι υπεύθυνοι λογιστικής και οι συντηρητές κατάκλεβαν ασύστολα τα ταμεία της Αυτοκρατορίας. Η Αγγλία παρακολουθούσε με ιδιαίτερη ικανοποίηση την κατασπατάληση των οικονομικών πόρων της Ρωσίας και ευελπιστούσε πως σύντομα ο ηγεμόνας της θα περιερχόταν σε δυσμενή κατάσταση, όχι μόνο εξαιτίας του δυσβάσταχτου χρηματικού εξαναγκασμού, αλλά και λόγω του δριμύτατου βαλκανικού χειμώνα που πλησίαζε.

Οι Ρώσοι Στρατηγοί πάλι δεν επιθυμούσαν να εμπλακούν σε σοβαρές εχθροπραξίες. Μόνο ο ανορθόδοξος και εκκεντρικός Σκομπέλεφ στα νότια συνέχιζε να παρενοχλεί με νυχτερινές σύντομες επιδρομές τις τουρκικές γραμμές, προσπαθώντας να γελοιοποιήσει τους αντιπάλους και να κάμψει το ηθικό τους με την ακάλυπτη παρουσία του ενώπιόν τους, προ-καλώντας με θράσος την στόχευση των όπλων τους!

Αυτή η απραγία κράτησε περίπου ενάμισι μήνα. Στις 10/12 ο Σκομπέλεφ ενημερώθηκε από κάποιον πληροφοριοδότη ότι όλη την προηγούμενη νύχτα ο Στρατηγός απλά στεκόταν απέναντι σε άδεια τούρκικα ταμπούρια! Πράγματι, ο Οσμάν είχε διατάξει την συσπείρωση των δυνάμεών του προς την διάταξη του Γκανέτσκι, δυτικά του ποταμού Βιντ, και πραγματοποίησε θαρραλέα έξοδο προς τα οχυρώματα της Górna Netropolie αιφνιδιάζοντας την φρουρά της. Αρχικά φαινόταν ότι αυτή η απέλπιδα προσπάθεια των Τούρκων θα μπορούσε να επιτύχει. Στις πρώτες συμπλοκές οι Ρώσοι έχασαν μια ολόκληρη πυροβολαρχία κι ένα σύνταγμα πεζικού, ενώ μεγάλη αταξία επήλθε στις γραμμές τους, γιατί δεν μπορούσαν να διανοηθούν αυτή την ξαφνική αντίδραση των πολιορκημένων. Αλλά όταν συνήλθαν και ο Στρατηγός Στρούχωφ με τμήματα της Αυτοκρατορικής Φρουράς και κάλυψη 100 κανονιών θέρισε τα πρώτα κύματα του Οσμάν, τραυματίζοντας μάλιστα και τον ίδιο, οι Τούρκοι πισωγύρισαν πανικόβλητοι, συμπαρασύροντας και τον άμαχο πληθυσμό που τους είχε ακολουθήσει. Στην πόλη ωστόσο είχαν εισέλθει τα ρωσικά στρατεύματα, εκμεταλλευόμενα την χαλαρότητα στην άμυνα των πολιορκημένων, εξαιτίας ακριβώς της εξόδου. Οι Τούρκοι τώρα βρέθηκαν μεταξύ “σφύρας και άκμονας”. Το μακελειό που ακολούθησε έπαψε γύρω στις μία το μεσημέρι, όταν ένας Τούρκος πέρασε με υψωμένη την λευκή σημαία μια γέφυρα του Βιντ και ζήτησε να ξεκινήσουν οι συνεννοήσεις για την παράδοση. Αργότερα, ο Τεουφίκ Πασάς ήρθε σε επαφή με τον Σκομπέλεφ και τον Γκανέτσκι πληροφορώντας τους ότι ο Οσμάν δεν ήταν σε θέση να περπατήσει επειδή είχε πληγωθεί και ότι τους περίμενε σε κάποιο κτίριο στην απέναντι όχθη του Βιντ. Την πρώτη επίσκεψη από την πλευρά των Ρώσων στο κατάλυμα του Οσμάν την πραγματοποίησε ο Στρούχωφ, επειδή ο Γκανέτσκι υποπτευόταν ότι πιθανόν οι Τούρκοι ετοίμαζαν κάποια παγίδα. Μα ο Οσμάν είχε αποφασίσει πράγματι να συνθηκολογήσει, κι έτσι ο Μέγας Δούκας Νικόλαος τον συνάντησε για να τον συγχαρεί. Ανάλογη τιμή απέδωσαν και οι Ρώσοι γρεναδιέροι στον τουρκικό στρατό, που με τόσο ηρωισμό και αυταπάρνηση προασπίστηκε τις θέσεις του και πάλεψε μέχρι την ύστατη στιγμή.

Η Πλέβνα άντεξε πολιορκία 143 ημερών, κατά την διάρκεια της οποίας σφυροκοπήθηκε με 200.000 περίπου ρωσικά βλήματα κι άφησε πάνω από 6.000 νεκρούς στο πεδίο της μάχης, ενώ περισσότεροι από 40.000 άνδρες αιχμαλωτίστηκαν κατά την παράδοσή της.

Αλλά οι τουρκικές δυνάμεις δεν είχαν ολότελα εκμηδενιστεί. Ο Σουλτάνος διατηρούσε ακόμη 35.000 εφεδρείες νότια της Πλέβνα, άλλους τόσους περίπου στην Σίπκα και 45.000 στην Δοβρουτσά και τον ποταμό Γιάντρα. Ο Νικόλαος κατάφερε να διέλθει πάλι από το πέρασμα της Σίπκα, αφού ο ριψοκίνδυνος Σκομπέλεφ εξασφάλισε για λογαριασμό του το πέρασμα, όπου λίγο αργότερα κατέφτασε και ο Στρατηγός Ραντέσκι με 55.000 άνδρες και στόχο ν’ αποκόψει τους δρόμους διαφυγής των Τούρκων. Ένα τμήμα των ρωσικών δυνάμεων ασφαλώς φρόντιζε όλη αυτή την περίοδο να κρατούνται μακριά οι Τούρκοι της Δοβρουτσάς, ώστε να μην μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις στο μέτωπο του νότου. Τέλος, ο Γκούρκο βάδισε κατά της Σόφιας με 65.000 στρατό και την κατέλαβε στις 4/1/1878. Η τελευταία αντίσταση που πρόβαλαν οι Τούρκοι ήταν στην Φιλιππούπολη, όπου συγκέντρωσαν δύναμη 40.000 ανδρών. Μα γρήγορα κατατροπώθηκαν, γιατί ούτε η ποιότητα των αξιωματικών αποδείχτηκε καλή, ούτε των οπλιτών, που χωρίς την απειλή των ανωτέρων δεν έδειχναν την παραμικρή προθυμία. Εκεί φάνηκαν και οι αδυναμίες του τουρκικού στρατού, που χωρίς την πλούσια φυσική κάλυψη της Β. Βουλγαρίας δεν ήταν σε θέση να πολεμήσει αξιόπιστα, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Στις 8/20 Ιανουαρίου 1878 ο ρωσικός στρατός κατέλαβε την Αδριανούπολη και στις αρχές του επόμενου μήνα από τον Άγιο Στέφανο μπορούσε να παρατηρεί τις μύτες των τζαμιών της Κωνσταντινούπολης με το σημάδι του Προφήτη.

Από την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στο συνέδριο του Βερολίνου

Στις 19/1/1878 υπογράφτηκε στην Αδριανούπολη επίσημα πλέον η ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, με την οποία αναγνωριζόταν η συντριπτική ήττα της τελευταίας. Ένα μήνα αργότερα, στο προάστιο της Κωνσταντινούπολης Άγιο Στέφανο, η ρωσική διπλωματική αντιπροσωπεία με αρχηγό τον κόμη Νικολάι Ιγνάτιεφ συναντήθηκε με την τουρκική για να συνυπογράψουν την συνθήκη ειρήνης. Ήταν ο ίδιος που με τον τίτλο του Πρεσβευτή του Τσάρου έναν χρόνο πριν είχε εγκαταλείψει την πρωτεύουσα των Οθωμανών διαμαρτυρόμενος για την άρνησή τους ν’ αποδεχθούν τους όρους των Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτή την φορά, η νικηφόρα έκβαση του πολέμου δικαιολογούσε απόλυτα το απρόσιτο ύφος και την υπερηφάνεια που τον διέκριναν, παρά την απογοήτευση που δοκίμασε όταν δεν έπεισε τον Τσάρο να εισέλθει με τα στρατεύματά του στην αλλοτινή Βασιλεύουσα των Βυζαντινών για λόγους εντυπώσεων. Ο παρορμητισμός του Ιγνάτιεφ νικήθηκε από την σύνεση του Αλέξανδρου Β΄, που μπροστά στην απειλή των κανονιών του αγγλικού στόλου που διέπλευσε τα Στενά των Δαρδανελίων και την οικονομική και σωματική εξάντληση του στρατεύματός του παρέμεινε διστακτικός.



Ωστόσο, όταν ο Ιγνάτιεφ κάθισε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είχε κι έναν ακόμη κρυφό άσσο στο μανίκι του: την ελληνική εισβολή στην Θεσσαλία. Από την στιγμή που ο Σουλτάνος συνέχιζε ν’ αντιμετωπίζει αποσχιστικές τάσεις των επαρχιών του, γινόταν περισσότερο ευάλωτος στις ρωσικές απαιτήσεις. Αν οι εξεγέρσεις είχαν πράγματι συντελέσει στην μεγάλη νίκη των Ρώσων στο πεδίο της μάχης, γιατί να μην συνέβαινε το ίδιο και τώρα στο πεδίο της διπλωματίας; Έτσι σκεπτόμενος ο Ιγνάτιεφ, σχεδίαζε να θέσει στον Σουλτάνο το ζήτημα των ευρωπαϊκών εδαφών της Αυτοκρατορίας του σφαιρικά. Αλλά ο Υπουργός των Εξωτερικών Αλέξανδρος Γκορτσακώφ (που από την αρχή του πολέμου ήταν υπέρ μιας ειρηνικής διευθέτησης των ζητημάτων μέσω παραχωρήσεων από την τουρκική πλευρά), φοβούμενος τώρα μια σύμπραξη των μεγάλων Δυνάμεων σε βάρος της Ρωσίας, κατόρθωσε να πείσει τον Τσάρο να κρατήσει ήπιους τόνους και να περιοριστεί αποκλειστικά στο ζήτημα της Βουλγαρίας. Ο ζήλος του μάλιστα ήταν τόσο σφοδρός, που ενώ ο Τσάρος είχε από την πρώτη στιγμή αποκλείσει την Θεσσαλονίκη σαν παραχώρηση στην βουλγαρική εξαρχία, ο ίδιος ο Γκορτσακώφ συμβούλευσε τον Ιγνάτιεφ να προτείνει να συμπεριληφθούν σε αυτήν και η ίδια η μακεδονική πρωτεύουσα με ολόκληρη την Μακεδονία και την Θράκη! Άλλωστε ο Γκορτσακώφ ποτέ δεν είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα της συμμετοχής των Βαλκανικών λαών στην σύρραξη, γιατί θεωρούσε ότι η ανάμιξή τους θα περιέπλεκε τελικά το “ανατολικό ζήτημα” στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων -και δεν είχε άδικο. Γιατί λοιπόν τώρα να πονοκεφαλιάσει προσπαθώντας να λύσει το πρόβλημα του αλύτρωτου ελληνισμού, από την στιγμή που οι Βούλγαροι αποδεικνύονταν πιο κατάλληλοι για την μελλοντική στήριξη των πανσλαβιστικών ρωσικών συμφερόντων; Αν οι Έλληνες είχαν στραφεί προς την “ρώσικη αρκούδα” από ανάγκη, τουλάχιστον οι Βούλγαροι το έκαναν με πίστη και ειλικρίνεια κι επιπλέον είχαν με τον ρωσικό λαό κοινή φυλετική καταγωγή.

Τελικά ο Ιγνάτιεφ απόλαυσε την θέση ισχύος που του παρείχαν οι περιστάσεις και στις 19/2 (3/3) υπογράφηκε το προκαταρκτικό σχέδιο των όρων ειρήνης, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα μιας μελλοντικής συμπλήρωσης ή και τροποποίησης από την Αγγλία ή την Αυστρία. Η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία αποκτούσαν πλήρη ανεξαρτησία με σημαντικές μάλιστα εδαφικές επεκτάσεις. Η Ρωσία προσαρτούσε επίσημα την Βεσσαραβία και τις πόλεις Βαγιαζήτ, Καρς, Βατούμ και Αρνταχάν. Όσον αφορά την Βουλγαρία, αυτή επωφελείτο με τον σκανδαλωδέστερο τρόπο, αφού η ηγεμονία της θα εκτεινόταν από την Μαύρη Θάλασσα έως τον Δρίνο ποταμό και από τον Δούναβη έως το Αιγαίο! Έξω από την κυριαρχία της θα παρέμεναν μόνο κάποιες περιοχές νότια της Ροδόπης, η Χαλκιδική και η Θεσσαλονίκη, οπότε πόλεις με καθαρή πλειοψηφία ελληνικού πληθυσμού (όπως π.χ. οι Σέρρες, η Καβάλα, η Στρώμνιτσα, η Έδεσσα, η Φλώρινα κ.ά.) περιέρχονταν στους Βούλγαρους. Για τις ελληνικές επαρχίες που είχαν ξεσηκωθεί προβλεπόταν κάποιο υποτυπώδες καθεστώς αυτονομίας (Κρήτη) ή μικτής διοίκησης από χριστιανούς και μουσουλμάνους (Ήπειρος, Θεσσαλία), παραμένοντας έτσι εξαρτημένες από τον Σουλτάνο. Επίσης, στο Άγιο Όρος διασφαλίζονταν τα δικαιώματα των ρωσικών Μονών με τέτοιο τρόπο, ώστε ήταν πλέον βέβαιο ότι σε λίγα χρόνια θα περιέρχονταν στον έλεγχο του Τσάρου.

Όπως ήταν επόμενο, κανέναν δεν ήταν δυνατό να ικανοποιήσουν αυτές οι ρυθμίσεις. Ο ελληνισμός, μόλις έγιναν γνωστά αυτά τα “τερατουργήματα”, σείστηκε συθέμελα. Έβλεπε ξεκάθαρα να χάνονται οι ελπίδες για την επέκταση των ορίων της χώρας, της οποίας η μοίρα ήταν προδιαγεγραμμένη: θα ασφυκτιούσε στα όρια του 1830 μέχρι θανάτου της. Αλλά ούτε οι Ρουμάνοι και οι Σέρβοι έμεναν ικανοποιημένοι.

Ανάλογα οργισμένοι ήταν και οι Ευρωπαίοι. Η Αυστρία διεμήνυσε στον Τσάρο ότι καταπατούσε την συμφωνία τους. Η Αγγλία, με τα ρωσικά στρατεύματα να βρίσκονται μια ανάσα από την Κωνσταντινούπολη και το ηθικό των Τούρκων στο ναδίρ, έσπευσε να πλευρίσει την Ελλάδα θεωρώντας την ως το πλέον ενδεικνυόμενο υποκατάστατο του τουρκικού κυματοθραύστη έναντι της καθόδου των Ρώσων στη Μεσόγειο. Η πρακτική της αυτή επισημοποιήθηκε μάλιστα στις 20/3 (1/4) με την ρήση του νέου Υπουργού Εξωτερικών λόρδου Salisbury περί μη αποδοχής της χώρας του των όρων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, αποκλειομένων ως καταστροφικών για ολόκληρο τον ελληνισμό. Ασφαλώς η αλλαγή αυτή της πολιτικής της Αγγλίας αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων και σε καμία περίπτωση δεν διαπνεόταν από γνήσια και ειλικρινή φιλελληνικά αισθήματα. Ουσιαστικά ο Salisbury έπαιζε διπλό παιχνίδι: ενώ προέτασσε στους Ρώσους την μοίρα του ελληνικού έθνους, αγωνιζόταν να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, να καταπαύσουν οι εμπόλεμες καταστάσεις λόγω των εξεγέρσεων των επαρχιών και να συνασπιστούν οι δύο λαοί εναντίον των Ρώσων και των Βουλγάρων συμμάχων τους.

Καθώς το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις παγιωνόταν και η σκιά ενός νέου πολέμου απλωνόταν παντού, η Γερμανία ανέλαβε την πρωτοβουλία να συγκαλέσει στο Βερολίνο διάσκεψη με σκοπό την επανεξέταση του όλου ζητήματος από μηδενική βάση. Πρόεδρος θα αναλάμβανε ο Γερμανός Καγκελάριος Όττο φον Μπίσμαρκ. Οι συζητήσεις διάρκεσαν ένα μήνα (13/6 - 13/7) και στο τελικό κείμενο (που υπέγραψαν η Αγγλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ρωσία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Τουρκία) προβλεπόταν η ίδρυση αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας με χριστιανό ηγεμόνα και κυβέρνηση, κάτω από την κυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Τα γεωγραφικά της όρια θα βρίσκονταν μεταξύ Δούναβη, Αίμου και Εύξεινου Πόντου και η ακριβής οροθετική γραμμή θα αποτελούσε αντικείμενο μιας διεθνούς επιτροπής, ενώ την οργάνωσή της αναλάμβανε Ρώσος Επίτροπος. Η βόρεια Θράκη θα απολάμβανε διοικητικής αυτονομίας κάτω από την άμεση διοικητική και στρατιωτική εξουσία του Σουλτάνου. Η Αυστρία θα λάμβανε την Βοσνία και την Ερζεγοβίνη κι ένα ακόμη στενό διάδρομο στο Νόβε Παζάρ μέχρι την Μητροβίτσα. Η Αγγλία εγγυόταν την ακεραιότητα της Τουρκίας και την ένοπλη υπεράσπισή της σε περίπτωση που η Ρωσία σχεδίαζε να εξαπλωθεί πέρα από της επαρχίες του Καρς και του Αστραχάν. Σε αντάλλαγμα αυτού, η Τουρκία παραχωρούσε στην Αγγλία την Κύπρο. Η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία αποκτούσαν την πλήρη ανεξαρτησία τους και προικίζονταν με επιπλέον εδάφη. Η Ελλάδα ουσιαστικά δεν κέρδιζε τίποτα, εκτός από την ευχή του συνεδρίου για μια γρήγορη λύση των προβλημάτων της! Μόνο μια ισχνή νύξη έγινε σχετικά με το θέμα της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων των τουρκοκρατούμενων ελληνικών επαρχιών. Ειρωνική αντιμετώπιση για την αδράνεια που έδειξε κατά την διάρκεια του πολέμου; Μπορεί. Αν αυτό ήταν εν μέρει δίκαιο για την μικρή χώρα μας, τουλάχιστον στην Ρωσία θα πρέπει ν’ αποδοθεί ο τίτλος του μεγάλου αδικημένου. Γιατί μετά από τόσο αίμα που θυσίασε και τόσο κόστος που επιφορτίσθηκε, δεν κατάφερε να κερδίσει παρά ασήμαντα εδαφικά οφέλη, ενώ άλλες χώρες κέρδισαν πολλαπλάσια χωρίς ρίσκο και καμιά απολύτως θυσία.

Επίλογος και συμπεράσματα

Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος 1877-78 ήταν η τελευταία μεγάλη παράσταση δύναμης της Τσαρικής Ρωσίας. Η καταστροφική του επίδραση σε κάποιες ασθενείς κοινωνικές τάξεις και τα δυσβάσταχτα οικονομικά ελλείμματα που δημιούργησε αποτέλεσαν τις κυριότερες αιτίες της εξαθλίωσης τεράστιων αγροτικών πληθυσμών της, την στιγμή που ο Τσάρος προσπαθούσε μάταια να περισώσει την ηγεμονία του εφαρμόζοντας μια στυγνότερη εσωτερική πολιτική -αυτήν που οδήγησε στην μπολσεβίκικη επανάσταση.

Για την Τουρκία, αποδείχθηκε πως είχε χάσει το “τρένο” της Ιστορίας. Η διάλυση της άλλοτε κραταιάς και πανίσχυρης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ζήτημα χρόνου. Τίποτα δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στην πολυμήχανη και σκοτεινή δεινότητα της αγγλικής διπλωματίας, που ήξερε να κινεί τα νήματα με τον πλέον επιδέξιο τρόπο σε μια Ευρώπη αλλεπάλληλων αλλαγών. Στον αιώνα που ανέτειλε, ήταν η τεχνολογική πρόοδος που καθόριζε την εξέλιξη των γεγονότων και όχι το προσωπικό θάρρος και η αυτοθυσία. Παρ’ όλα αυτά, η ψυχική δύναμη των λαών μπορούσε για λίγες ακόμη δεκαετίες να παίξει τον ρόλο της. Το Βερολίνο άφησε πίσω του κράτη στην Βαλκανική, που μέχρι τις μέρες μας υπάρχουν εξαιτίας εκείνου ακριβώς του πνεύματος αυτοθυσίας που επέδειξαν κατά την διάρκεια του πολέμου. Αλλά δημιούργησε και μια σειρά προβλημάτων βασισμένων στην μεταξύ τους καχυποψία και διεκδικητικότητα, που μέχρι σήμερα τα ταλανίζει, καταστρέφοντας την ποθητή καλή γειτνίαση.

Η Ελλάδα κέρδισε τον αγώνα ενάντια στην ευρωπαϊκή αναλγησία και το στυγνό πολιτικό συμφέρον των “μεγάλων” με το αίμα της. Διδάχτηκε πολλά από τα σφάλματά της, που κατά παράδοση κατατρώγουν τις σάρκες της. Τέτοια είναι η διχόνοια και η άνευρη μικροπολιτική της άρχουσας τάξης, ο μικροκομματισμός και η έλλειψη οραμάτων. Μα και δίδαξε ακόμη περισσότερα, όπως το ότι η ελευθερία ποτέ δεν χαρίζεται αλλά κατακτιέται με σκληρές θυσίες.

Το κίνημα του Πανσλαβισμού

Ήδη από το 1830 είχε στην Ρωσία αναπτυχθεί μια κίνηση σχετικά με την ιδέα της αυτο-διάθεσης των σλαβικών λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας, σαν πολιτικό και κοινωνικό αντίβαρο του φιλοδυτικού ρεύματος. Έτσι εκφράστηκε αρχικά η διάθεση και κατόπιν οι προσπάθειες των σλαβόφιλων κύκλων της Πετρούπολης, που πίστευαν στην ανόρθωση των οικονομικών της “Μητέρας Ρωσίας” και στην ενδυνάμωσή της , ώστε να μπορεί να συγκεντρώσει κάτω από την προστατευτική σκέπη της όλους του Σλάβους που ακόμη στέναζαν κάτω από τον Σουλτάνο και τον Κάιζερ.





Ουσιαστικά επρόκειτο για ιδεολόγημα με βαθύ θρησκευτικό, μυστικιστικό και κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα, που προέτασσε την Ορθοδοξία και την φυλετική συγγένεια σαν αθάνατες αξίες, πάνω στις οποίες θα μπορούσε να στηριχτεί η ανοικοδόμηση μιας συμπαγούς και ισχυρής σλαβικής πανευρωπαϊκής κοινωνίας με ηγετικά χαρακτηριστικά. Μετά την ήττα στην Κριμαία, ο πανσλαβισμός αποτέλεσε βασικό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής του Τσάρου Αλέξανδρου Β΄, που το 1858 ίδρυσε στην Μόσχα τη Σλαβική Φιλανθρωπική Επιτροπή. Η σταδιακή εξασθένιση της ρωσικής επιρροής στη Βαλκανική, σαν συνέπεια της συνθήκης του Παρισιού και των επιτυχιών της αγγλικής διπλωματίας, προσανατόλισε την Ρωσία στην ανάληψη ενός μεσσιανικού ρόλου υπέρ των Σλάβων της χερσονήσου, αποσκοπώντας να τους καταστήσει φορέα εκβιαστικών ενεργειών προς την ευρωπαϊκή πολιτική και την Υψηλή πύλη σύμφωνα με τα εκάστοτε ρωσικά συμφέροντα. Ο Βουλγαρικός λαός αποδείχθηκε προσφορότερος όλων των άλλων Σλάβων, γιατί σε αντίθεση με αυτούς δεν είχε βαθιά συναίσθηση της εθνικότητάς του, ούτε χαρακτηριζόταν από το φιλελεύθερο πνεύμα των Σέρβων και των Μαυροβουνίων. Άλλωστε, αυτοί οι δύο λαοί βρίσκονταν γεωγραφικά πιο κοντά στην Αυστρία και ως εκ τούτου δύσκολα θα μπορούσαν οι Ρώσοι ν’ αποφύγουν μια σύγκρουση μαζί της, αν ανακαλυπτόταν ο προπαγανδιστικός και αποσχιστικός ρόλος τους.

Ταυτόχρονα, η επιλογή αυτή καταπράυνε τους φόβους του Τσάρου για την ολοένα και ισχυρότερη παρουσία του ελληνισμού στην περιοχή. Ο Τσάρος προβαλλόταν σαν φυσικός κληρονόμος των βυζαντινών Αυτοκρατόρων, φιλοδοξώντας να είναι ο συνεχιστής της παλιάς ελληνικής κυριαρχίας κατά την τελική αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το μοναδικό εμπόδιο ήταν οι Έλληνες, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της, κρατούσαν στα χέρια τους το εμπόριο, τις τέχνες και τις διοικητικές θέσεις, διέπρεπαν στις επιστήμες και ανέρχονταν στις ανώτερες βαθμίδες της Οθωμανικής ιεραρχίας. Με την αφύπνιση του βουλγαρικού εθνικισμού στα βόρεια θα αποκαθίστατο πάλι η ισορροπία δυνάμεων και θα έμπαινε φρένο στους ελληνικούς πόθους για επανίδρυση της “Μεγάλης Ελλάδας”.

Τους Βούλγαρους οι Ρώσοι τους πρωτογνώρισαν κατά την διάρκεια των εκστρατειών τους εναντίον της Βάρνα και της Αδριανούπολης, στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-29. Τότε διαπίστωσαν ότι αυτοί μοιάζουν με τους ίδιους στην όψη, την θρησκεία, την γλώσσα και τον χαρακτήρα. Αμέσως ξεκίνησε η διαδικασία χειραγώγησης του βουλγαρικού εθνικιστικού συναισθήματος, που υποδαυλιζόταν σταθερά από την ρωσική προπαγάνδα και υποστηριζόταν οικονομικά από την Πετρούπολη με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο. Ο παν-σλαβισμός στην Ρωσία, με τις ευλογίες του Τσάρου, πήρε διαστάσεις υστερίας. Απέκτησε τάχιστα οπαδούς σε όλες τις κοινωνικές ομάδες και εξαπλώθηκε από την πρωτεύουσα μέχρι την Οδησσό και το Κίεβο, όπου ιδρύθηκαν επιτροπές ανάλογες με αυτήν της Μόσχας. Οι πανσλαβιστικές εκδηλώσεις και οι ανταλλαγές επιχειρηματιών, φοιτητών και διανοουμένων μεταξύ των δύο λαών ήταν πια καθημερινότητα. Το αποτέλεσμα ήταν να προσδοθεί στο κίνημα πολιτικό περιεχόμενο, ξεσηκώνοντας στην Ευρώπη κύματα ανησυχίας.




Τη δεκαετία 1860-1870 το μίσος μεταξύ των ελληνικών και βουλγαρικών εθνοτήτων κορυφώθηκε. Αιτία ήταν η απροκάλυπτη ρωσική κάλυψη των Βουλγαρικών απαιτήσεων, που αρχικά αφορούσαν εκκλησιαστικά θέματα, αλλά στη συνέχεια απέκτησαν γενικότερο εδαφικό και εθνικό περιεχόμενο. Η ειρωνεία είναι πως, ακριβώς η γειτνίαση των Βουλγάρων με τους Έλληνες και οι επαφές μεταξύ τους ήταν αυτά, που ακόνισαν τον άκρατο βουλγαρικό εθνικισμό σε βάρος της Ελλάδας. Οι απαιτήσεις τους τώρα στρέφονταν προς την Μακεδονία και την Θράκη. Όταν η Υψηλή Πύλη με το Φιρμάνι της 28ης Φεβρουαρίου 1870 αναγνώρισε την ίδρυση Βουλγαρικής Εκκλησίας με διοικητή Έξαρχο που θα έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, οι ασκοί του Αιόλου άνοιξαν. Στο άρθρο 10 προβλεπόταν πως, αν τουλάχιστον τα δύο τρίτα των κατοίκων κάποιων περιοχών αποδεδειγμένα επιθυμούσαν την υπαγωγή τους στην Βουλγαρική Εξαρχία, τότε η επιθυμία τους θα ικανοποιείτο. Με την διάταξη αυτή θα προκληθεί αργότερα η βουλγαρική θρασύτητα που οδήγησε στη γέννηση του “Μακεδονικού Ζητήματος”, το οποίο ακόμη στις μέρες μας παραμένει ανοικτό.

Η στάση της Ελλάδας στον πόλεμο

Όταν τον 4/1877 ξέσπασε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, η Ελλάδα, συναισθανόμενη την κρισιμότητα της κατάστασης και κάτω από την πίεση πρωτοφανούς συγκέντρωσης του λαού της πρωτεύουσας στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αποφάσισε να θέσει τέλος στις βραχύβιες μονοκομματικές κυβερνήσεις, επειδή είχαν αποδειχθεί κατώτερες των περιστάσεων. Συγκροτήθηκε Οικουμενική Κυβέρνηση με Πρωθυπουργό και Υπουργό Ναυτικών τον παλαίμαχο ναύμαχο Κ. Κανάρη, ηλικίας τότε 84 ετών. Στο κυβερνητικό σχήμα πήραν μέρος όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί (εκτός από τον Δ. Βούλγαρη) και εργάστηκαν με τις ευλογίες του βασιλιά Γεώργιου για τις προετοιμασίες του επικείμενου πολέμου.




Παρά τις σκληρές πιέσεις και απειλές των Άγγλων, η Ελλάδα είχε αποφασίσει να εμπλακεί, υποκινώντας εξεγέρσεις στις υπόδουλες επαρχίες της. Ο Χαρίλαος Τρικούπης φρόντισε ν’ απαλλαγεί από τον φορτικό Άγγλο πρεσβευτή Stuart, όταν αυτός θέλησε να πληροφορηθεί τον λόγο της πολεμικής πυρετώδους προπαρασκευής και απαίτησε την επίσημη δέσμευση της χώρας για ουδετερότητα, αντιστρέφοντας τα επιχειρήματα με διπλωματικό τρόπο: ρώτησε ξεκάθαρα ποιες δεσμεύσεις ήταν διατεθειμένη η Αγγλία ν’ αναλάβει σχετικά με το ζήτημα της τύχης των ελληνικών επαρχιών στην περίπτωση νίκης των Ρώσων και διάλυσης του οθωμανικού κράτους. Κι αυτό γιατί υπήρχε έντονη η ανησυχία από την πλευρά των Ελλήνων ότι τελικά το δικό τους ζήτημα δεν θα έχαιρε ίσης μεταχείρισης με το σλαβικό. Μπροστά στην αβεβαιότητα των πολεμικών συγκρούσεων που μαίνονταν στο μέτωπο του Δούναβη και προκειμένου να μην σπρώξει την Ελλάδα στην “αγκαλιά” της Ρωσίας, η Αγγλία απέφυγε ν’ απαντήσει για διάστημα ενός μήνα. Τελικά, ο Άγγλος Υπουργός Derby δεσμεύτηκε στον Τρικούπη ότι η χώρα του θα υποστήριζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των Χριστιανών της Βαλκανικής, αλλά απέφυγε να διευκρινίσει αν αυτό μεταφραζόταν σε ανεξαρτησία των υπόδουλων ελληνικών επαρχιών κατ’ αντιστοιχία των βουλγαρικών.





Η διπλοπροσωπία αυτή ώθησε την Ελλάδα να συνεχίσει τις παροτρύνσεις για εξέγερση των επαρχιών της. Προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους Ρουμάνους και τους Αλβανούς και τελικά συνειδητοποίησε πως το συμφέρον της ήταν μια ανοιχτή συμμαχία με τη Ρωσία. Όταν μάλιστα πληροφορήθηκε ότι το ρωσοαυστριακό σύμφωνο εγγυόταν την μη ανάμιξη της Αυστρίας υπέρ των Τούρκων, τότε πλέον τάχτηκε ανοιχτά υπέρ του αγώνα των τσαρικών στρατευμάτων, που στο κάτω της γραφής δεν έκαναν τίποτε περισσότερο πολεμώντας τους Τούρκους από το να προσπαθούν να επιβάλλουν τους όρους της συμφωνίας της Κωνσταντινούπολης.

Στα δύο μέτωπα (του Δούναβη, με ηγετική φυσιογνωμία αυτή του Μεγάλου Δούκα Νικολάου, και του Καυκάσου, με αυτή του Μεγάλου Δούκα Μιχαήλ) οι αρχικές ρωσικές επιτυχίες, πέρα από τον εκνευρισμό που δημιουργούσαν στο Λονδίνο, αναπτέρωναν τον ενθουσιασμό των Ελλήνων. Οι Άγγλοι υποστήριζαν με τρόπο εξοργιστικό τον Σουλτάνο. Ο τουρκικός στόλος στην Μαύρη Θάλασσα τελούσε κάτω από τις διαταγές του Άγγλου Ναυάρχου Χόβαρτ Πασά και μεγάλος αριθμός Εγγλέζων αξιωματικών υπηρετούσαν ήδη στις τουρκικές τάξεις. Αλλά οι πρώτες ρωσικές νίκες στο μέτωπο του Καυκάσου (κατάληψη των οχυρών Μπαγιαζίτ και Αρνταχάν) και η γρήγορη επέλαση των δυνάμεων του Νικολάου στα βουλγαρικά εδάφη πυροδότησαν την διείσδυση ελληνικών ένοπλων σωμάτων στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Κρήτη. Το Λονδίνο και η Υψηλή Πύλη απείλησαν ανοιχτά την Αθήνα. Μα ο Τρικούπης είχε κιόλας διατάξει την ματαίωση των επιχειρήσεων, απογοητευμένος από τα δυσάρεστα νέα της πολιορκίας της Πλέβνα.

Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να δεχτεί με πικρία την είδηση των ρωσικών αποτυχιών, αφού προς στιγμή απαλλασσόταν από τις αγγλικές πιέσεις για κατάπαυση των πολεμικών της προετοιμασιών και ταυτόχρονα κέρδιζε πίστωση χρόνου για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις των μεγάλων Δυνάμεων. Το ζήτημα είχε ως εξής: Η Αγγλία προς το παρόν παρέμενε αμετακίνητη στις θέσεις της, αλλά η καθησυχασμένη από τον Τσάρο Αυστρία δεν συμμεριζόταν αυτές τις θέσεις. Όσον αφορά τη Γαλλία και τη Γερμανία, αυτές ήταν προσκολλημένες στην μεταξύ τους καχυποψία και δεν ενδιαφέρονταν για το “ανατολικό ζήτημα”. Τέλος, η ελληνική πλευρά αντελήφθη ότι μια εύκολη και γρήγορη νίκη των Ρώσων κατά της Τουρκίας δεν εξυπηρετούσε τα δικά της συμφέροντα, αφού θα μείωνε την αξία της δικής της συμμετοχής κι επομένως την διαπραγματευτική της δυνατότητα, όταν μετά την λήξη των εχθροπραξιών θα καθόταν στο τραπέζι των νικητών. Αντίθετα, όσο καθυστερούσε η νίκη, οι ελπίδες ότι τελικά ο Τσάρος, κάτω από το κράτος της τουρκικής πίεσης και της αγγλικής διπλωματίας, θα δεχόταν ν’ αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις έναντι των ελληνικών αιτημάτων.

Παρά την άρνηση της Ρωσίας να παραχωρήσει πολεμικά πλοία στην Ελλάδα, που σύμφωνα με την φιλόδοξη ελληνική πρόταση, η οποία είχε υποβληθεί πριν ακόμη τις πρώτες αποτυχίες στην Πλέβνα, επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για την μεταφορά Ελλήνων εθελοντών από την Οδησσό στο Αιγαίο με απώτερο σκοπό την προάσπιση των ελληνικών νήσων (ώστε απερίσπαστα τα ελληνικά τμήματα ξηράς να εισβάλλουν σε Ήπειρο και Θεσσαλία), οι αποτυχίες των επιθέσεων κατά της Πλέβνα και η γενικότερη δυσμενής εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στο βαλκανικό μέτωπο έκαμψε την αδιαλλαξία των Ρώσων. Επανήλθαν τώρα στο θέμα της βοήθειας από τους Έλληνες με συγκεκριμένες προτάσεις: ο Τσάρος εγγυόταν την παραχώρηση της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Κρήτης στο ελληνικό κράτος μετά την λήξη του πολέμου. Ξανά όμως η δέσμευση αυτή δεν ήταν έγγραφη και επίσημη, κάτι που ασφαλώς δεν ικανοποιούσε την ελληνική πλευρά.

Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ είχε βαθιά συναίσθηση του καθήκοντος και απαράμιλλο πατριωτισμό. Όταν στις 2/9/1877 πέθανε ο Κανάρης, ο ίδιος κατάφερε να συγκρατήσει την διάλυση της κυβέρνησης και ανέλαβε προσωπικά όλη την ευθύνη για την τελική απόφαση της εμπλοκής της Ελλάδας στον πόλεμο. Στον Αυστριακό Πρεσβευτή Dubsky εκμυστηρεύτηκε την αγωνία του: “Νομίζω ότι ήρθε η στιγμή της δράσης…Δεν έχω τίποτα να χάσω… Αν η Ελλάδα αποτύχει να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή για τα δίκαιά της παρούσα κατάσταση, οι ευθύνες θα πέσουν στους ώμους μου. Ο ρόλος μου ως Βασιλιάς θα τερματιστεί. Είμαι απόλυτα αποφασισμένος να μην επιτρέψω πια σε κανέναν να μ’ εμποδίσει, ούτε στους Υπουργούς μου. Θα μπω στην ουσία του ζητήματος, ακόμη κι αν προκληθεί μια πυρκαγιά που θα καλύψει ολόκληρη την Ευρώπη!

Αλλά η ελληνική εμπλοκή πραγματοποιήθηκε τραγικά καθυστερημένα, όταν οι Ρώσοι βρίσκονταν πια στην Αδριανούπολη και συζητούσαν με την Τουρκία τους όρους μιας πιθανής ανακωχής. Ο Βασιλιάς των Ελλήνων είχε μαεστρικά καταφέρει να εκβιάσει τα πράγματα, διατάσσοντας τον Στρατηγό Σούτσο και τα στρατεύματά του να μεταφερθούν από την Χαλκίδα στην Λαμία, πλησίον των συνόρων με την Θεσσαλία. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την παραίτηση της κυβέρνησης και την ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, που χωρίς να χάσει λεπτό επιδόθηκε στην οργάνωση της εισβολής. Σε τούτο τον εκβίασαν και οι λαϊκές αντιδράσεις προς κάθε επιπλέον παθητικότητα και αδράνεια, την στιγμή μάλιστα που δημοσιογραφικοί και διπλωματικοί κύκλοι διέδιδαν ανεύθυνα ότι ο Σουλτάνος ήταν έτοιμος ν’ αποδεχτεί τους ρωσικούς όρους στην Αδριανούπολη. Κάθε λοιπόν περαιτέρω καθυστέρηση, κυοφορούσε τον κίνδυνο να βρεθεί η Ελλάδα εκτεθειμένη σ’ έναν πόλεμο ολομόναχη. Ο λαός αγανακτισμένος ξέσπασε τότε σε βίαιες ενέργειες, λιθοβόλησε σπίτια και γραφεία πολιτικών (ακόμη και του ίδιου του Κουμουνδούρου) και σε πολλές περιπτώσεις απείλησε την ίδια τους τη ζωή. Αλλά η επίσημη διαβεβαίωση των ειδησεογραφικών πρακτορείων ότι το ζήτημα με την Τουρκία παρέμενε ανοικτό και η επιμονή του Ρώσου Πρεσβευτή να ξεσηκωθεί επιτέλους η Ελλάδα έστω και καθυστερημένα, μιμούμενη το παράδειγμα της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, καταλάγιασε τις λαϊκές κινητοποιήσεις.

Η επιτυχία της ελληνικής πλευράς ήταν πως, παρά το γεγονός ότι τα κανόνια των Ρώσων ακούγονταν μέχρι την Κωνσταντινούπολη (από την οποία λέγεται ότι απείχαν σε απόσταση 4 μόλις ωρών), κατάφερε να δημιουργήσει επίσημα “ελληνικό ζήτημα” έστω και την ύστατη στιγμή. Επίσης, οι εξεγέρσεις στην επαρχία που ακολούθησαν έδωσαν το έναυσμα για εισβολή του ελληνικού στρατού στα κατεχόμενα, προκειμένου να προστατευτούν οι Έλληνες χριστιανοί, όπως προβλεπόταν άλλωστε και για τους Σλάβους Χριστιανούς της Βαλκανικής. Με την εύλογη και δίκαιη αυτή επιχειρηματολογία εξουδετερωνόταν κάθε αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, επιτρέποντας την πραγμάτωση των πόθων του ελληνισμού.





βιβλιογραφία:


1) Σπ. Β. Μαρκεζίνη: “Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος” (Αθήνα 1966)
2) Ε. Θ. Γρηγορίου: “Έλληνες και Βούλγαροι” (Θεσσαλονίκη 1953)
3) Κ. Λουρέντζη: “Η Ιστορία του Ρωσο-Τουρκικού Πολέμου” (Αθήνα 1892)
4) Ε. Κωφού: “Η Επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878” (1969)
5) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών)
6) ΓΕΣ/ΔΙΣ: “Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην Γεγονότα” (1979)
7) R. Furneaux: “The Siege of Plevna” (1958)
8) Raffi: “The Fool: Events from the Last Russo-Turkish War 1877-78” (Taderon Press 2000)
9) Ian Drury & R. Ruggeri: “The Russo-Turkish War 1877” (Osprey 1994)
10) www.russianwarrior.com


Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 9, τον Οκτώβριο του 2007