Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 19ος αιώνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 19ος αιώνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΑΤΕΡΛΟ



Μετά από 300 ημέρες απομόνωσης στο νησί Έλβα, ο Ναπολέων επέστρεψε στο Παρίσι διεκδικώντας για μια ακόμη φορά την εξουσία σε μια λαβωμένη από τις πολλές ήττες Γαλλία. Λαός και στρατός αποθέωσαν τον αυτοκράτορά τους, που ανέβηκε πάλι τα σκαλοπάτια του Κεραμικού για εκατό ημέρες αυτή την φορά με θλιβερό για τα γαλλικά όπλα επίλογο την μάχη στο Βατερλό.


Η ήττα του Γαλλικού Στρατού τον Οκτώβριο του 1813 στο Λάιπτσιχ (Leipzig) είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του Παρισιού από τις συνασπισμένες δυνάμεις της Αγγλίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας στις 31 Μαρτίου 1814. Στις 6 Απριλίου εκείνης της χρονιάς ο Ναπολέων αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του, σύμφωνα με τις παροτρύνσεις των στρατηγών του. Αλλά η κίνηση αυτή δεν ικανοποίησε τους νικητές, που απαίτησαν την εξορία του στο νησί Έλβα και ταυτόχρονα παλινόρθωσαν στον θρόνο της Γαλλίας τον Λουδοβίκο ΙΗ΄. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς εκπρόσωποι όλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων (εκτός από την οθωμανική αυτοκρατορία) συγκεντρώθηκαν στην Βιέννη για να λάβουν αποφάσεις σχετικά με την διευθέτηση των πολιτικών πραγμάτων στην Ευρώπη μετά την ήττα των Γάλλων, την οποία και θεωρούσαν οριστική.

Όμως στις 26 Φεβρουαρίου 1815 ο Ναπολέων εγκατέλειψε τον τόπο της εξορίας και την 1η Μαρτίου επέστρεψε στην Γαλλία επικεφαλής 1.200 ανδρών, όπου έγινε πανηγυρικά δεκτός από την συντριπτική πλειοψηφία του λαού και της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας. Ακόμη και ο στρατάρχης Νεΰ (Michel Ney), που ηγούμενος του 5ου Συντάγματος κινήθηκε με διαταγή του βασιλιά για να τον συλλάβει και που είχε υποσχεθεί να τον οδηγήσει σιδεροδέσμιο στην πρωτεύουσα, όταν τον συνάντησε στις 7 Μαρτίου στην Γκρενόμπλ δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο ξέφρενο παραλήρημα των στρατιωτών του. Στην θέα του αγαπημένου τους αυτοκράτορα άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και σύσσωμοι τάχθηκαν με το μέρος του. Το ίδιο επαναλήφθηκε με όλες τις δυνάμεις που ο Λουδοβίκος έστειλε για να τον σταματήσουν στην πορεία του προς το Παρίσι. Ο Ναπολέων απολάμβανε τέτοια λατρεία, ώστε δεν δίστασε να ειρωνευτεί τον βασιλιά γράφοντάς του να μην του στείλει άλλες... ενισχύσεις!

Σύντομα χιλιάδες ενθουσιώδεις από κάθε γωνιά της επικράτειας έσπευσαν να συνδράμουν το μικρό αρχικά στράτευμα, ώστε σταδιακά έφτασε τους 140.000 μάχιμους και 200.000 εθελοντές ως εφεδρεία. Στις 20 Μαρτίου ο Ναπολέων είχε κιόλας εδραιωθεί στην πρωτεύουσά του, που κυριολεκτικά σειόταν από το έξαλλο πλήθος που πανηγύριζε. Ο Λουδοβίκος είχε ασφαλώς φροντίσει να εγκαταλείψει την Γαλλία.

Ο Ναπολέων ως 1ος Ύπατος (Premier Consul). Το καθεστώς της Υπατίας (1799 - 1804), που διαδέχθηκε την τελευταία φάση του Διευθυντηρίου της Γαλλικής Επανάστασης, βασικά προέβλεπε 3 ισότιμους Υπάτους, όμως σύντομα ο Ναπολέων αναδείχθηκε ισχυρότερος όλων.

Μπροστά στις εξελίξεις αυτές οι Ευρωπαίοι θορυβήθηκαν. Πώς θα μπορούσαν να εμπιστευτούν τον Ναπολέοντα, όταν διαβεβαίωνε στις επιστολές του προς κάθε μονάρχη πως στο εξής η Γαλλία θα σεβόταν την ανεξαρτησία των άλλων εθνών; Κανένας λήπτης τέτοιας επιστολής δεν απάντησε. Στις 13 Μαρτίου οι συνασπισμένες εναντίον του δυνάμεις τον είχαν ήδη ανακηρύξει έκνομο και ορκίστηκαν να μην σταματήσουν την προσπάθεια μέχρι να τον δουν να καταρρέει ολοκληρωτικά. Αυτοδεσμεύτηκαν μάλιστα να συντηρούν έναν στρατό τουλάχιστον 150.000 ανδρών η κάθε μία, τον οποίο θα έστρεφαν κατά του Παρισιού με σκοπό την εκθρόνιση του Βοναπάρτη και την επαναφορά της μοναρχίας των Βουρβόνων. Η συμμαχική πανστρατιά τελικά ξεπέρασε τους 750.000 οπλοφόρους -μια τρομακτική δύναμη για τα δεδομένα της εποχής.

ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΣΤΟ ΚΑΤΡ ΜΠΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΙΝΥ

Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Γαλλία, εκμεταλλευόμενος την δύναμη της προσωπικότητάς του και την μαγεία που ασκούσε στα πλήθη, ο Ναπολέων δεν έπαψε να στρατολογεί άνδρες προκειμένου να αντικρούσει τους εχθρούς του. Γιατί παρά την θριαμβευτική ατμόσφαιρα συναισθανόταν τον επερχόμενο κίνδυνο. Αφότου οι προτάσεις του για ειρήνευση στις 8 Απριλίου αποκρούστηκαν κατηγορηματικά, το μόνο που του απέμενε ήταν να ριψοκινδυνεύσει μια πρόωρη σύγκρουση με τον αντίπαλο νότια των Βρυξελλών, πριν αυτός προλάβει να οργανωθεί. Αν κατάφερνε να νικήσει διαδοχικά τις στρατιές του Ουέλινγκτον (Arthur Wellesley, 1st Duke of Wellington) και του Μπλύχερ (Gebhard Leberecht von Blücher), το πιο πιθανό ήταν η Αγγλία να καθυστερούσε για μερικούς μήνες την επανάληψη των εχθροπραξιών και το Βέλγιο θα συμμαχούσε με τους Γάλλους, που απερίσπαστοι θα στρέφονταν πια εναντίον της Βιέννης και κατόπιν των Ρώσων. Οι τελευταίοι, άλλωστε, ήταν αδύνατον να εμπλακούν πριν την 1η Ιουλίου και οι Αυστριακοί, που περισσότερο από όλους είχαν δεινοπαθήσει από τους πολέμους του παρελθόντος, δεν διέθεταν εφεδρείες για μια νέα εμπόλεμη αναμέτρηση.

Στην πραγματικότητα, Άγγλοι και Πρώσοι ήταν σύμμαχοι από ανάγκη. Τόσο στρατιωτικά, όσο και πολιτικά ήταν σαφώς ανεξάρτητοι. Οι πρώτοι, που διατη-ρούσαν το στρατηγείο τους στις Βρυξέλλες και την παραθαλάσσια ζώνη του Βελγίου, δεν εμπιστεύονταν καμιά δύναμη της ηπειρωτικής Ευρώπης, γιατί μελλοντικά θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους πάνω στην "ράχη της Γηραιάς Ηπείρου". Η διπλωματία της Αγγλίας, ωστόσο, ήταν εξίσου αποτελε-σματική στο να συμπαρασύρει τις άλλες δυνάμεις να πολεμούν στο πλευρό της δήθεν για το κοινό συμφέρον. Οι Πρώσοι, πάλι, με το στρατηγείο τους στην Λιέγη, δεν ήταν διατεθειμένοι να υποστούν μια μελλοντική αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους στην Κεντρική Ευρώπη -και η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να το επιχειρήσει ήταν η Αγγλία. Έτσι, ο Ουέλινγκτον και ο Μπλύχερ εκείνη την συγκεκριμένη περίοδο ασκούσαν κατά κάποιον τρόπο καθήκοντα "χωροφύλακα" σε βάρος της Γαλλίας, χωρίς η συμμαχία τους να έχει βαθύτερα και ουσιαστικότερα θεμέλια.


Ο Ναπολέων στο μελετητήριό του το 1812 (πίνακας του Jacques Louis David).

Ο ευφυής Κορσικανός το αντιλαμβανόταν, ώστε αποφάσισε να χτυπήσει τον καθένα ξεχωριστά. Με το σκεπτικό αυτό άφησε πάνοπλος το Παρίσι στις 12 Ιουνίου και την επόμενη ημέρα έφτασε στην Avesnes. Όπως δήλωσε, όταν ο στρατηγός Καρνό του συνέστησε να περιμένει ενισχύσεις, είχε ανάγκη από μια νίκη. Κάνοντας έκκληση στο εθνικό φρόνημα των στρατιωτών του, στις 14 Ιουνίου, εκμεταλλευόμενος τον εορτασμό της επετείου της νίκης του στο Marengo και το Friedland, κατάφερε να κερδίσει για άλλη μια φορά την καρδιά τους. "Η Γαλλία θα αποδειχθεί ο τάφος όσων τολμήσουν να εισβάλλουν στα εδάφη της!" απείλησε, αφήνοντας να εννοηθεί πως η δική τους επιθετική πρωτοβουλία ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να διασφαλισθεί η ακεραιότητα της πατρίδας. Στις 15 Ιουνίου εισέβαλε στο Βέλγιο. Περνώντας στις 10.00 το πρωί τον ποταμό Σαμπρ προήλασε προς το Σαρλερουά (Charleroi) αποφασισμένος να δώσει δύο ξεχωριστές μάχες εναντίον δύο ξεχωριστών παρατάξεων: των Αγγλο-ολλανδών (106.000 άνδρες) και των Πρώσων (134.000 άνδρες).

Με τον στρατάρχη Νεΰ επικεφαλής 2 Σωμάτων Πεζικού και 4 μεραρχίες ιππικού, ώστε να προφυλάσσει την αριστερή πτέρυγα της Βόρειας Στρατιάς του (Armée du Nord), ο κοντόσωμος αλλά αποφασιστικός Κορσικανός ηγήθηκε του κεντρικού τμήματος, που αποτελείτο από 2 Σώματα Στρατού, 4 Ιππικού και ολόκληρη την Αυτοκρατορική Φρουρά. Αποστολή του Νεΰ ήταν να προελάσει προς τις Βρυξέλες διαμέσου των πόλεων Gosselies και Frasnes. Ταυτόχρονα, ο αυτοκράτορας, με τον στρατάρχη Γκρουσύ (Emmanuel de Grouchy) να ηγείται ενός σώματος στρατού στην δεξιά πλευρά, θα προωθείτο προς την Fleures για να συναντήσει τους Πρώσους.

Η είδηση της γαλλικής εισβολής έπεσε σαν "κεραυνός εν αιθρία" στους ανυποψίαστους συμμάχους, οι ηγέτες των οποίων νωρίς το απόγευμα της 15ης Ιουνίου δεν είχαν την παραμικρή ιδέα. Τα νέα στις Βρυξέλες έφτασαν στην διάρκεια χοροεσπερίδας που έδινε η δούκισσα του Ρίτσμοντ, όπου παρευρίσκονταν ο Ουέλινγκτον και οι περισσότεροι ανώτατοι αξιωματικοί του. Αμέσως δόθηκαν διαταγές στις φρουρές της πόλης, αλλά και τις μονάδες ιππικού και πυροβολικού της Enghien να κατευθυνθούν προς το σημείο όπου βρισκόταν ο εχθρός. Την νύχτα, οι σκηνές πανικού και θρήνου που διαδραματίστηκαν στην βελγική πρωτεύουσα και στις γύρω περιοχές ήταν ανεπανάληπτες. Καθώς οι στρατιώτες των συμμάχων για πολλούς μήνες είχαν κυριολεκτικά οργανώσει μια απόλυτα αρμονική συμβίωση με τους ντόπιους, όπως π.χ. οι άνδρες των 42ου και 92ου Συνταγμάτων των Highlands, που εβδομάδες τώρα πρόσεχαν τα παιδιά ή έκαναν τα ψώνια των οικοδεσποτών τους, η διαταγή της άμεσης κινητοποίησης επέτεινε την τραγωδία του αποχαιρετισμού. Το σκοτάδι συνέτεινε στην δημιουργία κλίματος απόγνωσης, καθώς οι φήμες για τον πάνοπλο Κορσικανό μεταδίδονταν με αρκετή δόση υπερβολής.

Ξημερώματα της 16ης Ιουνίου τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει. Ο Ουέλινγκτον με το επιτελείο του και μερικές διμοιρίες ελαφρού ιππικού προσέγγισε το Κατρ Μπρα (Quatre Bras), στον δρόμο προς Gossilies, σημείο που οριοθετούσε τον τομέα ευθύνης των Ολλανδών, Άγγλων και Βέλγων. Η πολίχνη βρισκόταν στο κέντρο των αξόνων Σαρλερουά - Βρυξελλών και Νιβέλ - Ναμίρ, από όπου ο Ουέλινγκτον επικοινωνούσε με τον Μπλύχερ, που βρισκόταν στην περιοχή του Sombref. Εκεί θα περίμενε την άφιξη των υπολοίπων συνταγμάτων από τις Βρυξέλες και τις άλλες επαρχίες του Βελγίου, υπερασπιζόμενος το σημείο από τον Νεΰ. Ανατολικότερα, ο Ναπολέων έμελλε να αναμετρηθεί με τους Πρώσους στο Λινύ (Ligny).

Ο Νεΰ υποτιμώντας την επιμονή των Άγγλων επιτέθηκε με το ένα μόνο σώμα στρατού, αφήνοντας το άλλο στο Frasné. Αρχικά το αποτέλεσμα υπήρξε για αυτόν νικηφόρο, γιατί μόνο η 2η και 5η αγγλική μεραρχία είχαν προλάβει να εμπλακούν. Τα πρώτα απομονωμένα τάγματα που συνάντησε τα κατέστρεψε σχεδόν ολοσχερώς. Αλλά καθώς κατέφθαναν ολοένα και περισσότερα τμήματα του συμμαχικού στρατεύματος η αριθμητική υπεροχή των Γάλλων σταδιακά μειωνόταν. Η ενίσχυση των Άγγλων από τις δυνάμεις του πρίγκιπα Γουλιέλμου - Φρειδερίκου της Οράγγης (3 μεραρχίες και πυροβολικό) υπήρξε καθοριστική. Οι Heighlanders του 42ου Συντάγματος έδωσαν μια ηρωική μάχη και παρά το ότι οι απώλειές τους υπήρξαν σημαντικές κατάφεραν να καθυστερήσουν την ανάπτυξη των ανδρών του Νεΰ. Η άμυνα επίσης που προέταξε ο Πρώσος πρίγκιπας Μπέρναρντ (Bernhard Carl), διοικητής της 2ης Ολλανδικής Ταξιαρχίας (που αργότερα ενισχύθηκε και με την 1η Ταξιαρχία), αλλά και οι λίγοι Άγγλοι ιππείς, δεν ήταν ασθενής. Oι έφιπποι Γάλλοι λογχοφόροι πίεζαν συνεχώς και το πυροβολικό τους βομβάρδιζε ανηλεώς. Ο πρίγκιπας της Οράγγης, που σε κάποια φάση αιχμαλωτίστηκε, σώθηκε τελευταία στιγμή από τους άνδρες ενός βελγικού τάγματος που έσπευσε στο σημείο σύλληψής του και με την υπόλοιπη 2η Ολλανδική Μεραρχία του αποσύρθηκε ανατολικότερα προκειμένου να ανασυγκροτηθεί και να λάβει οχυρές θέσεις.


Ο Ναπολέων εφορμά στην γέφυρα της Arcole, όπου έγινε η γνωστή μάχη το 1796 (πίνακας του Antoine Jean Gros).

Στο μεταξύ, μερικές ίλες ιππικού του Σώματος Μπρούνσβικ (Brunswick) μάταια προσπαθούσε να ανακόψει την γαλλική επίθεση. Οι θωρακοφόροι (Cuirassiers) του Ναπολέοντα τους κατεδίωξαν μανιωδώς μέχρι το παρατηρητήριο του Ουέλινγκτον, αλλά εκεί οι διωκόμενοι αποφάσισαν να θυσιαστούν μέχρις ενός. Μέσα σε λίγα λεπτά ενεπλάκησαν και οι Highlanders (92o Σύνταγμα) με τρομερές απώλειες, όπως και το 33ο Σύνταγμα, που εξαιτίας της σφοδρότητας του γαλλικού πυροβολικού και της πίεσης του ιππικού αποσύρθηκε στο δάσος Bossu. Αργότερα οι Γάλλοι μπόρεσαν να ελέγξουν το δάσος, αλλά η άφιξη της καταπονημένης από την δωδεκάωρη πεζοπορία 1ης Μεραρχίας της Φρουράς του Γουλιέλμου της Οράγγης, που αμέσως ανέλαβε δράση, προκάλεσε σύγχυση. Οι γραμμές της γρήγορα διασπάστηκαν στην προσπάθεια να εισβάλλουν στο δάσος, αλλά ανασυντάχθηκαν γρήγορα και μπόρεσαν να απωθήσουν το ιππικό του Νεΰ.

Ακολούθησε σωστό μακελειό. Οι επιθέσεις και οι αντεπιθέσεις διαδέχονταν η μία την άλλη με πολλούς από τους άνδρες των δύο παρατάξεων (24.000 Γάλλοι και 36.000 Άγγλοι και σύμμαχοι) να πέφτουν νεκροί σωρηδόν. Το Σώμα Μπρούνσβικ ενώθηκε στο τέλος με τις αγγλικές δυνάμεις και όχι μόνο μπόρεσε να κρατήσει τις γραμμές άμυνας, αλλά ανακατέλαβε εδάφη που πριν είχαν παραδοθεί στην κυριαρχία των Γάλλων, παρά την απουσία του αγγλικού πυροβολικού. Το αγγλικό πεζικό ανασυντάχθηκε σε τετράγωνους σχηματισμούς, τους οποίους το εχθρικό ιππικό ήταν αδύνατο να καταβάλει. Ωστόσο, ένα τάγμα του 28ου Συντάγματος, με τον συνταγματάρχη Charles P. Belson να ηγείται μια απέλπιδας άμυνας, κυκλώθηκε από τρεις πλευρές. Έφιπποι λογχοφόροι και θωρακοφόροι επιτίθεντο με μανία αφαιρώντας προοδευτικά την ζωή των ηρωικών ανδρών, αλλά οι γραμμές τους αναπληρώνονταν με πείσμα, μέχρι που αποδεκατίστηκαν. Μονάδες από Skirmishers (ελαφρά εξοπλισμένοι άνδρες, που παρατηρούσαν ή έβαλαν από απόσταση όταν φίλια τμήματα είχαν ανάγκη την υποστήριξή τους) κάλυψαν την υποχώρηση των Άγγλων, γεγονός που προκάλεσε σύγχυση στις γαλλικές δυνάμεις. Η επιμονή των επιτιθέμενων όμως δεν ήταν δυνατόν να καμφθεί, παρά τις ηρωικές προσπάθειες του ιππικού του Ουέλινγκτον.

Ο Νεΰ τελικά δεν κατάφερε να καταστρέψει το ολιγάριθμο αγγλικό ιππικό. Με σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, υλικό και χρόνο, απώθησε τις δυνάμεις του Ουέλινγκτον, ώστε να μην προλάβουν να ενωθούν με τους Πρώσους. Η δύναμη που τόσο τον είχε ταλαιπωρήσει δεν ήταν μεγαλύτερη από 8.000 άνδρες, που ο Άγγλος στρατηλάτης είχε επίτηδες αφήσει για την προάσπιση του κόμβου του Κατρ Μπρα, όπου σύμφωνα με το σχέδιό του θα συναντούσε τις δυνάμεις του Μπλύχερ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Νεΰ επιδείκνυε έναν απίστευτο ερασιτεχνισμό: οι επιθέσεις του ήταν ασυντόνιστες, υποτονικές και όταν επιτέλους κατάφερε ένα ισχνό αποτέλεσμα άφησε τους Άγγλους να διαφύγουν σχεδόν ανενόχλητοι, αντί να επιμείνει σε μια σκληρή καταδίωξη μέχρι να τους εξοντώσει ολοκληρωτικά. Ο απολογισμός σε νεκρούς, τραυματίες ή αιχμαλωτισμένους ήταν για τους Γάλλους 4.200 και για τους συμμάχους 4.000 (κατά προσέγγιση). Ανάμεσά τους ήταν και ο διοικητής της "Μαύρης Λεγεώνας", Friedrich Wilhelm, δούκας του Μπρούνσβικ.

Ουέλινγκτον.

Με την πεποίθηση ότι η δική του αποστολή ήταν πολύ πιο δύσκολη από ό,τι του Νεΰ, ο Ναπολέων με την κεντρική και δεξιά πτέρυγα του στρατεύματός του (περίπου 76.000 άνδρες) κατευθύνθηκε προς συνάντηση του κύριου όγκου των Πρώσων. Ο Μπλύχερ είχε διατάξει το πεζικό και το πυροβολικό (3 σώματα στρατού με 83.000 συνολικά άνδρες) να αναπτύξουν μια αμυντική γραμμή πάνω στον άξονα St. Amand (δυτικά) - Ligny (κέντρο) - Sombref (ανατολικά). Αυτά τα μικρά χωριά ήταν αρκετά απλωμένα, με σπίτια που διέθεταν μεγάλους κήπους, ώστε εύκολα μετατρέπονταν σε εστίες αντίστασης. Επίσης, βρίσκονταν μπροστά από ένα φαράγγι, όπου κάλλιστα ο αμυνόμενος θα μπορούσε να αποκρύψει δυνάμεις και να τις χρησιμοποιήσει την κατάλληλη στιγμή αιφνιδιάζοντας τον αντίπαλο. Το υπερυψωμένο έδαφος πίσω τους είχε την μορφή αμφιθεάτρου, ώστε ο Μπλύχερ τοποθέτησε τα πυροβόλα και τα παρατηρητήριά του με τον πλεονεκτικότερο τρόπο. Το 4ο σώμα υπό τον Μπύλοφ (Bülow) βρισκόταν μεταξύ Liege και Hannut.

Σε όλη την διάρκεια του πρωινού της 16ης Ιουνίου οι αντίπαλοι αρκέστηκαν στην βελτίωση των θέσεών τους και αναγνωριστικές κινήσεις. Στις 3 το απόγευμα το 3ο Σώμα του στρατηγού Βαντάμ (Vandamme) επιτέθηκε στο St. Amand υπό την κάλυψη σφοδρών κανονιοβολισμών. Μετά από σκληρό αγώνα οι Γάλλοι κατάφεραν να κυριεύσουν το χωριό, αλλά οι Πρώσοι με τον Μπλύχερ επικεφαλής ενός τάγματος αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν ένα μέρος του. Ανάλογες σκηνές εκτυλίχθηκαν στο Λινύ. Μεγάλα τμήματα του χωριού ανακαταλαμβάνονταν από τους αντιπάλους, που πλέον είχαν εμπλέξει σημαντικές δυνάμεις πεζικού. Οι άνδρες μάχονταν με πρωτοφανή μανία και πείσμα. Τα πυροβόλα δεν σταμάτησαν να βάλλουν και από τις δυο πλευρές. Οι Πρώσοι ωστόσο είχαν τις περισσότερες απώλειες.

Ο Ναπολέων, που ήδη αμφέβαλε για την πτώση του St. Amand, αποφάσισε να ρίξει το βάρος της επίθεσης στο Λινύ, κινητοποιώντας το 1ο Σώμα του στρατηγού ντ΄Ερλόν (Jean-Baptiste Drouet, Comte d'Erlon) , που εκείνη την στιγμή βρισκόταν κοντά στην Frasnes, και τον στρατηγό Ζεράρντ (Jean Baptiste Gérard) με την 7η Μεραρχία από το 2ο Σώμα. Παρά την έντονη αντίδραση του Νεΰ, που ήδη είχε ζητήσει την αρωγή του ντ΄Ερλόν στο Κατρ Μπρα, προφανώς μη γνωρίζοντας τις διαταγές του Ναπολέοντα, η κατάσταση τελικά σώθηκε για τους Γάλλους όταν οι Βαντάμ και Ζεράρντ εκπλήρωσαν τελικά μόνοι τον αντικειμενικό τους στόχο. Αλλά ο στρατηγός Γκρουσύ δεν είχε ανάλογη επιτυχία στο Sombref, του οποίου αμυνόταν επιτυχώς ο Σάξονας στρατηγός Τίλμαν (Johann Adolf Freiherr Von Thielemann), περιμένοντας εναγωνίως βοήθεια από τον Μπύλοφ. Όμως αυτή η βοήθεια δεν ήταν εύκολο να έρθει. Ο Ναπολέων, με επίκεντρο το Λινύ, εξαπέλυσε εναντίον των Πρώσων 8 τάγματα της περίφημης Αυτοκρατορικής του Φρουράς, 4 ίλες ιππικού, 2 συντάγματα θωρακοφόρων και τους έφιππους Κυνηγούς της (Chasseurs). Οι Πρώσοι προέταξαν τα μουσκέτα τους και πολλοί Γάλλοι βρήκαν τον θάνατο, αλλά το κουράγιο των ανδρών του Μπλύχερ άρχισε σταδιακά να κάμπτεται. Ο ίδιος ο στρατάρχης Μπλύχερ κινδύνεψε παγιδευμένος κάτω από το βάρος του σκοτωμένου του αλόγου, αλλά σώθηκε τελευταία στιγμή χάρη στις προσπάθειες του πιστού του υπασπιστή Νόστιτς (Ferdinand Graf von Nostitz). Αλλά δεν είχαν την ίδια τύχη 12.000 από τους άνδρες του, οι οποίοι έπεσαν κάτω από την πρωτοφανή ορμή των Γάλλων λογχοφόρων. Ακόμη, οι τραυματίες του Μπλύχερ έφτασαν τους 8.500, οι περισσότεροι των οποίων πέθαναν αβοήθητοι στο έρημο πεδίο της μάχης αρκετές ώρες αργότερα.

Το πυκνό σκοτάδι πάντως διευκόλυνε την διαφυγή αρκετών Πρώσων στα γειτονικά δάση. Τότε ο Ναπολέων διέπραξε ένα μοιραίο λάθος: δεν κατεδίωξε άμεσα τους ηττημένους, ούτε διενήργησε λεπτομερή αναγνώριση της πορείας τους μετά την ήττα. Στην επόμενη φάση, όταν θα αντιμετώπιζε την κύρια στρατιά του Ουέλινγκτον στο Βατερλό, θα έβρισκε τους άνδρες του Μπλύχερ πάλι εμπρός του με ολέθρια για αυτόν αποτελέσματα.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ


Ο Θ. Κολοκοτρώνης, σύμφωνα με σχέδιο που δημοσιεύθηκε το 1827 στο Παρίσι από τον A. Friedel και θεωρείται από τις πιο πιστές απεικονίσεις του ήρωα.



Ανάμεσα στις ηγετικές μορφές που ανέδειξε ο εθνικός αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία του 1821 ξεχωρίζει αυτή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το όνομα του αγνού αυτού πολεμιστή πέρασε στο πάνθεον των αθανάτων της Ιστορίας μας όχι μόνο εξαιτίας της ηρωικής του συνεισφοράς στον ένοπλο ξεσηκωμό εναντίον των Τούρκων, αλλά και για την γενικότερη παρουσία του στα μετεπαναστατικά χρόνια, όταν το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος επιχειρούσε τα πρώτα του άρρυθμα βήματα.

ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ "ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΩΝ "

Όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, είδε το φως της ζωής «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής... εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο από κάτω, εις την παλαιά Μεσσηνία, ονομαζόμενο Ραμαβούνι». Η περιοχή βρίσκεται στο ακατοίκητο σήμερα χωριό Λιμποβίσι του Δήμου Φαλάνθου, σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από την Τρίπολη. Κατά την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας το Λιμποβίσι διοικητικά ανήκε στο Βιλαέτι της Καρύταινας, αλλά με την λήξη της επανάστασης του 1821 οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν στην Κατσίμπαλη. Στο επίσης εγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Αρκουδόρεμα οι Κολοκοτρωναίοι διατηρούσαν προεπαναστατικά τα λημέρια τους.

Στο Λιμποβίσι λοιπόν είχε καταφύγει τον 16ο αιώνα ο Τριανταφυλλάκος Τζεργίνης (κατ' άλλους Τσεργίνης), όταν οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό του, το Ρουπάκι Αρκαδίας. Αυτός θεωρείται και ο γενάρχης των Κολοκοτρωναίων. Ο γιος του, Δημητράκης, απέκτησε 3 γιους: τον Χρόνη, τον Λάμπρο και τον Δήμο. Μετά από πόλεμο 12 ετών με τους Τούρκους της Ρούμελης, οι γιοι του επέστρεψαν στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Χρόνης ήταν ο προπάππους του. Κάποια στιγμή ο Δήμος άλλαξε το όνομά του σε Μπότσικας, που στα αρβανίτικα σημαίνει μαυριδερός (ο ίδιος ήταν πράγματι μικρόσωμος και μελαψός). Όταν ένας ντόπιος Αρβανίτης είδε το παιδί που απέκτησε ο Δήμος, τον Γιάννη, το αποκάλεσε "μπιθεκούρα", δηλαδή με πισινό σαν πέτρα. Έτσι έμεινε το επίθετο Κολοκοτρώνης.


Η περικεφαλαία και το σελαχλίκι του Κολοκοτρώνη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)


Ο Γιάννης απέκτησε 5 γιους: τον Αναγνώστη, τον Κωνσταντή, τον Βασίλη, τον Αποστόλη και τον Γιώργη. Όλοι τους ακολούθησαν το παράδειγμα των προγόνων και καταπιάστηκαν με τον αγώνα εναντίον των κατακτητών, αλλά περισσότερο από όλους διακρίθηκε ο Κωνσταντής, μετέπειτα πατέρας του Θεόδωρου, που αναδείχθηκε ηγέτης των Αρματολών της Κορινθίας. Η δράση του υπήρξε τόσο φοβερή, ώστε οι Τουρκαλβανοί ορκίζονταν με την φράση "να μην σώσω από του Κολοκοτρώνη το σπαθί!"

Το καλοκαίρι του 1769, κι ενώ μαινόταν ο Ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1768 - 1774, η Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας διέταξε 14 πλοία με 600 στρατιώτες να αναχωρήσουν από το λιμάνι της Κρονστάνδης για την Πελοπόννησο, με σκοπό να αναπτύξουν πολεμική δράση σε βάρος των Τούρκων, υποκινώντας ταυτόχρονα επανάσταση. Αυτή ήταν η πρώτη ναυτική μοίρα των Ρώσων που στάλθηκε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, η οποία ενεργοποίησε άμεσα την ανταπόκριση των τοπικών προκρίτων και του κλήρου. Ο Κωνσταντής ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν στην Μάνη για να παραθέσουν τα όπλα τους στον κοινό αγώνα για την ανεξαρτησία. Όταν στις αρχές του 1770 αφίχθη στο Οίτυλο της Μάνης η δεύτερη ρωσική ναυτική μοίρα με επικεφαλής τον Θεόδωρο Ορλόφ και τον ναύαρχο Σπυριδόφ, ο Κωνσταντής ήδη βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Τούρκους της Μάνης. Η σύζυγός του, Ζαμπία ή Ζαμπέτα (το γένος Κωτσάκη), κρυβόταν στο βουνό για λόγους ασφαλείας. Ουσιαστικά αυτός ήταν ο λόγος που ο γιος του, Θεόδωρος, γεννήθηκε κατ' αυτόν τον άβολο και οδυνηρό τρόπο (μολονότι το να γεννούν οι γυναίκες στις ερημιές εκείνη την εποχή δεν ήταν και τόσο ασύνηθες).

Ο ερχομός των "Μοσχόβων", του "ξανθού γένους", όπως αποκαλούσαν τους Ρώσους, είχε αναθαρρέψει τι ελπίδες του υπόδουλου γένους και οι κληρικοί έτρεχαν να τους προϋπαντήσουν με εικονίσματα και σταυρούς στα χέρια, διακηρύσσοντας πως είχε φτάσει η ώρα που ο Θεός θα ελευθέρωνε το χριστιανικό βασίλειο των Ελλήνων και θα αναβίωνε το θρυλικό Βυζάντιο! Η αποτυχία εκείνης της πρόωρης επανάστασης έμελλε να σημαδέψει βαθιά την ζωή του Θεόδωρου. Ο πατέρας του συνέχισε τον πόλεμο για 10 ολόκληρα χρόνια, ώσπου το 1780 φονεύθηκε σε συμπλοκή με δυνάμεις του πασά Χασάν Τζεζαερλή, κατά την πολιορκία των πύργων της Καστάνιτσας. Μαζί του σκοτώθηκαν και δυο από τους αδελφούς του, όπως επίσης ο Κλέφτης Παναγιώταρος με πολλούς ακόμη πατριώτες. Ο Αναγνώστης επέζησε και φρόντισε για την ασφάλεια της χήρας του αδερφού του και των δύο ορφανών (τα άλλα τέσσερα παιδιά πέθαναν), φυγαδεύοντάς τους στο χωριό Μηλιά της Μάνης, όπου έμειναν τρία χρόνια. Κατόπιν πήγαν στην Αλωνίσταινα της Μαντινείας, στα Σαμπάζικα, από όπου κρατούσε η καταγωγή της μητέρας του Θεόδωρου.

ΠΡΩΤΟΠΑΛΙΚΑΡΟ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ - ΖΑΧΑΡΙΑ

Τα χρόνια που ήρθαν ήταν γεμάτα φόβο και υποψίες. Η οικογένεια έπρεπε να φυλάγεται, κρυβόταν συνέχεια, "στεκόταν στο πόδι, πλάγιαζε με το μάτι ανοιχτό και τ' αφτί στο πορτί." Οι Τούρκοι ποτέ δεν λησμόνησαν το όνομα Κολοκοτρώνης. Σε ηλικία 15 ετών ο Θεόδωρος έγινε Αρματολός, μα σύντομα βγήκε Κλέφτης στο βουνό.

Το 1790, σε ηλικία 20 ετών, νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Καρούζου, κόρη προεστού του Λεονταρίου. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν 3 αγόρια (ο Πάνος, που σκοτώθηκε το 1825, ο Γιάννης ο Γενναίος και ο Κωνσταντίνος) και 3 κορίτσια, τα οποία φρόντισε να παντρέψει νωρίς, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Είχε ήδη αποκτήσει την δική του κλέφτικη ομάδα, που γρήγορα έγινε τρόμος των Τούρκων και "κακό σπυρί" των Κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου. Χτυπούσε κι αμέσως κρυβόταν στα "απάτητα", προκαλώντας το τρελό μίσος των εχθρών του. Δυο χρόνια έμεινε Κλέφτης, κατά την διάρκεια των οποίων διακρίθηκε για την ανδρεία του και ονομάστηκε πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Τις πρώτες σημαντικές μάχες τις έδωσε στο πλευρό του Ανδρούτσου (πατέρα του Οδυσσέα), τον οποίο μάλιστα βοήθησε να διαφύγει στην Στερεά Ελλάδα, όταν σε κάποια φάση το 1792 κινδύνεψε η ζωή του. Κατόπιν, χρίστηκε "τέσσερις πέντε χρόνους Αρματολός", έχοντας στην επίβλεψή του το Λεοντάρι και την Καρύταινα.

Από τον πρώτο κιόλας καιρό ο Θεόδωρος ξεχώρισε για την ευφυΐα του στην στρατηγική και την ωριμότητα κατά την λήψη των αποφάσεων. Έχαιρε όχι μόνο της αποδοχής των ανδρών του, αλλά και της εκτίμησης των παλαιότερων οπλαρχηγών και των κατοίκων των χωριών που τύγχανε να τον γνωρίζουν. Στο άκουσμά του ακόμη και οι πιο υποτακτικοί ξεσπάθωναν. Οι Τούρκοι, που στο μεταξύ είχαν βάλει σκοπό να αφανίσουν τους αντάρτες των βουνών, ορκίστηκαν να "χαλάσουν" τους Κολοκοτρωναίους. Προς τούτο προσέγγισαν τους Κοτζαμπάσηδες (που έβλεπαν με φθόνο την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος, γιατί μια τυχόν επιτυχία του θα διακινδύνευε τα προνόμιά τους) και κατάφεραν να εξαγοράσουν αρκετούς.



Πίνακας του Διονυσίου Τσόκου, όπου αναπαρίσταται όρκος αγωνιστή στα ιδανικά της Φιλικής Εταιρίας (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)


Το 1802 ο Βοεβόδας (διοικητής) της Πάτρας έστειλε φιρμάνι στους προεστούς και τους Κοτζαμπάσηδες να δολοφονήσουν τον Κολοκοτρώνη και τον αγωνιστή πατριώτη Νικόλαο Πετιμεζά. Τον τελευταίο ήδη τον είχε "στριμώξει" ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, γιός του προεστού των Καλαβρύτων, ενώ ο ισχυρός πρόκριτος της Γορτυνίας, Ιωάννης Δεληγιάννης, όρκισε δυο προεστούς να δολοφονήσουν τον πρώτο. Μετά από καταγγελία του Δεληγιάννη, τον Σεπτέμβριο του 1803, ότι ο Κολοκοτρώνης είναι Αρματολός, οι Τούρκοι αρμάτωσαν 400 άνδρες τους και τον Μάρτιο του 1804 προσπάθησαν να αποκλείσουν τους Κολοκοτρωναίους σε κάποιο χωριό. Μετά από μάχη δύο ημερών αυτοί κατάφεραν να διαφύγουν κάνοντας έξοδο. Τόπο δεν είχαν να σταθούν. Έτσι κατέφυγαν στην Τσακωνία ζητώντας βοήθεια από τους εκεί προεστούς, αλλά αυτοί απάντησαν πως "για τα τομάρια σας έχουμε μόνο βόλια!" Ακολούθησε μακελειό. Οι Κολοκοτρωναίοι κατέσφαξαν τους προεστούς και όσους είχαν ταχθεί με το μέρος τους. Κάποιοι που κατάφεραν να σωθούν διέφυγαν στην Τρίπολη, καταγγέλλοντας τα συμβάντα στον Τούρκο διοικητή. Αυτός προθυμοποιήθηκε να συγκεντρώσει ένα ισχυρό σώμα εκστρατείας και να ριχτεί στο κυνήγι των επαναστατών.

ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ

Το 1805 ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ζάκυνθο, όπως και πολλοί Ρουμελιώτες, Σουλιώτες και συμπατριώτες του Πελοποννήσιοι. Κάποια στιγμή οι Έλληνες πατριώτες θεώρησαν σκόπιμο να απευθύνουν έκκληση βοηθείας προς τον τσάρο Αλέξανδρο, αλλά η Αγία Πετρούπολη απέφυγε να δεσμευτεί και αντιπρότεινε την κατάταξή τους στον Ρωσικό Στρατό με σκοπό να μεταφερθούν στην Ιταλία και να πολεμήσουν εναντίον του Ναπολέοντα. Κάποιοι πείστηκαν και πήγαν πράγματι στην Νάπολη. Ο Κολοκοτρώνης φυσικά αρνήθηκε.

Απογοητευμένος, το 1806 επέστρεψε στην Πελοπόννησο, ακριβώς στην κρισιμότερη περίοδο των τουρκικών βιαιοτήτων κατά των επαναστατημένων πατριωτών, ιδίως των Κλεφτών και των Κολοκοτρωναίων (τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς είχε βγει διάταγμα δίωξής του). Η πίεση του Σουλτάνου είχε εξαναγκάσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αφορίσει τους αγωνιστές, προσδίδοντας στην προδοτική στάση των προεστών μιαν επίφαση νομιμότητας και εθνικοφροσύνης. Πολλοί Κολοκοτρωναίοι βρήκαν τότε τραγικό θάνατο, αλλά και παλιοί σύντροφοι του βουνού, όπως ο Πετιμεζάς και ο Ζαχαριάς. Συγκεντρωμένοι γύρω από τον Θεόδωρο, οι 150 περίπου εναπομείναντες Κολοκοτρωναίοι ορκίστηκαν "καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο" και χωρίστηκαν σε ομάδες διαφυγής. Ο Θεόδωρος απέμεινε με 19 συγγενείς του κι έναν ονόματι καπετάν Γιώργη. Ήταν οι μόνοι που τελικά σώθηκαν. Μετά από δραματική καταδίωξη από τους Τούρκους και τους Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, πέρασαν από την Λακωνία στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα, με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από εκεί έφτασε στην Ζάκυνθο, όπου ήρθε σε επαφή με τον στρατηγό του Ρωσικού Στρατού Παπαδόπουλο. Για άλλη μια φορά αρνήθηκε να ενταχθεί στις τσαρικές δυνάμεις, υποστηρίζοντας πως σκοπός του ήταν η επιστροφή στον Μοριά για να εκδικηθεί τον χαμό των συγγενών και φίλων του.



Οι Μαμελούκοι Τούρκοι υπήρξαν ο πυρήνας του Αιγυπτιακού Στρατού την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Ο Ιμπραήμ, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα του σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης, αποβιβάστηκε με χιλιάδες από αυτούς στην Πελοπόννησο προκειμένου να καταπνίξει την επανάσταση (πίνακας του L. Dupré)


Το καλοκαίρι του 1807 παρευρέθη στην σύσκεψη, που έλαβε χώρα στην Λευκάδα υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια προκειμένου να αποφασιστεί η στάση ων Ελλήνων έναντι της απειλής των Ιονίων νησιών από τον Αλή πασά. Την ίδια χρονιά, όταν η ναυτική ρωσική μοίρα υπό τον ναύαρχο Σενιάβιν αναχώρησε από την Κέρκυρα με σκοπό την υποκίνηση εξέγερσης των νησιών του Αιγαίου εναντίον των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης για διάστημα 10 μηνών δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή μεταξύ Σκιάθου και Αγίου Όρους με το πλοίο του Γεωργίου Αλεξανδρή. Την άνοιξη του 1808, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Τουρκαλβανού πατρικού φίλου του, Αλή Φαρμάκη, να συνδράμει στον αγώνα εναντίον του διοικητή της Πελοποννήσου, Βελή πασά. Κατόπιν επέστρεψε στην Ζάκυνθο και κατατάχθηκε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα, που με παρακίνηση και επίβλεψη των Άγγλων είχε οργανωθεί για την αντιμετώπιση των Γάλλων. Κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη (για τον λόγο αυτό συχνά απεικονίζεται με την χαρακτηριστική περικεφαλαία των Άγγλων αξιωματικών με τον λευκό σταυρό), υπηρετώντας στο σώμα μέχρι την διάλυσή του (1817). Στο διάστημα αυτό απεκόμισε σημαντική πείρα στις πολεμικές επιχειρήσεις, καταλήγοντας ταυτόχρονα στο συμπέρασμα πως η Ελλάδα θα έπρεπε μόνη να κερδίσει την ελευθερία της, δίχως να υπολογίζει στην βοήθεια καμιάς ξένης δύναμης.

ΣΤΗΝ ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ: Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

Την 1η Δεκεμβρίου 1818 πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Ζακύνθου η σεμνή τελετή μύησης του Κολοκοτρώνη στην Φιλική Εταιρία. Κατόπιν ο Κολοκοτρώνης συναντήθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια στην Κέρκυρα και συνομίλησε μαζί του για θέματα της επανάστασης. Ο μελλοντικός κυβερνήτης της Ελλάδας γνώριζε για αυτήν πολύ πριν ο Εμμανουήλ Ξάνθος τον επισκεφθεί στην Πετρούπολη για να τού προσφέρει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρίας. Στα τέλη του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ειδοποίησε τον Κολοκοτρώνη να βρίσκεται σε ετοιμότητα. Η αποφασιστική μέρα ήταν η 25η Μαρτίου.

Στις 6 Ιανουαρίου 1821 η κινητοποίηση στην Μάνη έγινε εντονότερη, αλλά ακόμη οι διαφορές που κατέτρωγαν τα "μεγάλα τζάκια" δεν είχαν ξεπεραστεί. Ο Κολοκοτρώνης φρόντισε να μονιάσει τις οικογένειες και κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του ονομαστές προσωπικότητες, όπως ο Μούρτζινος, ο Νικηταράς, ο Παπαφλέσσας, ο Ανανγωσταράς, ο Παπαφλέσσας, οι Καπετανάκηδες και οι Κουμουνδούροι. Στις 22 Μαρτίου αυτός και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τέθηκαν επικεφαλής ομάδας 2.000 ενόπλων και επιτέθηκαν στην τουρκική φρουρά της Καλαμάτας. Την επόμενη μέρα η απελευθερωμένη πόλη ύψωνε την σημαία της επανάστασης. Στις 24 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας έφτασαν στην Σκάλα Αρκαδίας, όπου προσπάθησαν να εμψυχώσουν τους ντόπιους, αναφερόμενοι στην ηρωική καταγωγή των Ελλήνων και στο θέλημα του Θεού για μια ελεύθερη Ελλάδα. Υποσχέθηκαν μάλιστα ότι μέσα στις επόμενες μέρες οι ίδιοι θα ενίσχυαν τις προσπάθειές τους με 10.000 μαχητές! Ακόμη και οι πλέον διστακτικοί τότε εντάχθηκαν στο πλευρό τους και πήραν τα άρματα.



Ο Χουρσίτ πασάς, Καυκάσιος χριστιανικής καταγωγής που εξισλαμίστηκε, μετά την επιτυχή καταστολή της επανάστασης των Σέρβων διορίστηκε Βαλής (διοικητής) Πελοποννήσου το 1820. Όταν το 1822 περιέπεσε στην δυσμένεια του σουλτάνου αυτοκτόνησε (λιθογραφία του Bouvier)



Η άμεση αντίδραση των Τούρκων ήταν να ενισχύσουν τα κάστρα στα παράλια της Πελοποννήσου, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα ενίσχυσης των επαναστατών με απόβαση ξένου στρατού (πιθανόν της Ρωσίας) ή άλλων Ελλήνων από την Ρούμελη και τα νησιά. Οι οπλαρχηγοί υποστήριξαν την άποψη να χτυπήσουν αυτά τα φρούρια (π.χ. της Πάτρας, του Νεοκάστρου, της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναυπλίου), αλλά ο Κολοκοτρώνης πρότεινε την άλωση της Τρίπολης ως ενδεδειγμένη επόμενη κίνηση. Τα παράκτια κάστρα, εξήγησε, βρίσκονταν σε τοποθεσίες δύσβατες και διέθεταν ισχυρές οχυρώσεις, ώστε η ελληνική πλευρά θα αναγκαζόταν να χύσει πολύ αίμα σε αλλεπάλληλες μετωπικές εφόδους -και πάλι η κατάληψή τους ήταν αμφίβολη. Αντίθετα, η "Τριπολιτσά" ήταν το σημαντικότερο διοικητικό κέντρο του εχθρού και ορμητήριό του. Η πτώση της θα ήταν σωστή συμφορά για τους Τούρκους, ακόμη και για λόγους ψυχολογικούς. Όλοι συμφώνησαν και ο Κολοκοτρώνης όρισε την διάταξη του στρατοπέδου των πολιορκητών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην οχύρωσή του, φοβούμενος επέμβαση των Τούρκων από άλλα μέρη της χώρας για βοήθεια.

Πράγματι, ο Χουρσίτ πασάς, που την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ήπειρο για την καταστολή της εξέγερσης του Αλή πασά εναντίον της Πύλης, απέσπασε μια σημαντική δύναμη και την έστειλε στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Μουσταφά πασά. Αυτός κατέκαψε την Βοστίτσα Αχαΐας, προχώρησε προς την Ακροκόρινθο και διέλυσε τους Έλληνες πολιορκητές του κάστρου και μέσω του Άργους κατευθύνθηκε προς Τρίπολη. Μπήκε στην πόλη στις 6 Μαΐου, αναγκάζοντας τον Κολοκοτρώνη να οχυρωθεί στο Βαλτέτσι, από όπου αντιμετώπισε επιτυχώς όλες τις προσπάθειες εξόδου των έγκλειστων Τούρκων. Μετά από πολιορκία 6 μηνών, η Τρίπολη έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου. Οι επαναστάτες προέβησαν σε πράξεις αντεκδίκησης κατά του άμαχου τουρκικού πληθυσμού, αλλά ο Κολοκοτρώνης μπόρεσε να τους συγκρατήσει σώζοντας κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή τους Αλβανούς υπερασπιστές από καθολική σφαγή. Φάνηκε τότε το ηθικό μεγαλείο του ηγέτη.




Ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης καταγόταν από την Δράμα, από την οποία έλαβε και το όνομα. Κατά την διάρκεια της θητείας του ως πασάς της Λάρισας πολέμησε εναντίον των αρματολών της περιοχής του και αργότερα κατά του Αλή πασά. Υπήρξε αρκετά ριψοκίνδυνος και διέθετε φαντασία στην στρατηγική, αλλά στερείτο άλλων ουσιαστικότερων ικανοτήτων, ώστε στην Πελοπόννησο δεν μπόρεσε να καταστείλει την επανάσταση.


Μετά από αυτήν την πρώτη σημαντική νίκη οι έριδες μεταξύ προκρίτων και στρατιωτικών, που από τα πρώτα κιόλας βήματα της επανάστασης δοκίμαζαν την τύχη της, αναζωπυρώθηκαν. Στις αρχές Ιουνίου έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης με σκοπό την πολιτική οργάνωση του αγώνα. Οι πρόκριτοι αντέδρασαν προς τις απόψεις του, εξαιτίας κυρίως του περιορισμού των προνομίων τους που αυτές συνεπάγονταν, ενώ ο Κολοκοτρώνης με τους περισσότερους στρατιωτικούς τις αποδέχθηκαν. Ο ίδιος μεσολάβησε επιτυχώς στο να αποτραπεί μια ολέθρια για την επανάσταση σύγκρουση μεταξύ προκρίτων και Υψηλάντη, αλλά δεν κατάφερε να αποτινάξει από πάνω του τον φθόνο που έτρεφαν για αυτόν τον ίδιο. Όταν πρότεινε την επανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαΐμης δεν τον υποστήριξαν. Τελικά το Πολεμικό Συμβούλιο ενέκρινε την εισήγησή του, αλλά στην κρίσιμη φάση δεν τον υποστήριξε με ενισχύσεις, αφήνοντάς τον με 600 περίπου άνδρες. Έτσι, στις 23 Ιουνίου 1822 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να αποσυρθεί στην Γαστούνη. Έπρεπε να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις του για να αντιμετωπισθεί ο νέος κίνδυνος από την άφιξη του Δράμαλη.

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΑΣΗ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ

Στις αρχές Ιουλίου 1822, μετά από επιτυχή πορεία στην Ρούμελη, ο Δράμαλης καθηλώθηκε στην Κόρινθο. Ύστερα από πρόταση του Κολοκοτρώνη στο συμβούλιο των οπλαρχηγών της 10ης Ιουλίου στον Αχλαδόκαμπο, Οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα βασικά περάσματα στην Αργολίδα, ακινητοποιώντας ουσιαστικά τις ισχυρές δυνάμεις του εχθρού. Η προσπάθεια του Δράμαλη να προελάσει προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου ναυάγησε στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822, όπου η στρατιά του αποδεκατίστηκε. Σε επίπεδο στρατηγικής, η ελληνική νίκη οφειλόταν καθαρά στην αξία κρίση του Κολοκοτρώνη, που πλέον ονομάστηκε αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου.

Κατόπιν ο Κολοκοτρώνης έστρεψε την προσοχή του σε άλλα σημεία του αγώνα, καθώς οι εσωτερικές αντιθέσεις των Ελλήνων έπαιρναν ανησυχητικές διαστάσεις. Προκειμένου να αποφευχθεί εμφύλιος πόλεμος, αποδέχθηκε την θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού σώματος με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και γενικό γραμματέα τον αντίπαλό του, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τελικά το κακό δεν αποφεύχθηκε. Οι Κοτζαμπάσηδες και οι νησιώτες, ιδίως οι Υδραίοι, βρέθηκαν απέναντί του. Στις 13 Νοεμβρίου 1824 οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη οργάνωσαν την δολοφονία του γιου του, Πάνου, συζύγου της κόρης της Μπουμπουλίνας. Ο Θεόδωρος φυλακίζεται από τους συμπατριώτες του στην Ύδρα.



Έφιππος, αγέρωχος, με την αυτοπεποίθηση του γνώστη των στρατηγικών τεχνασμάτων του εχθρού, ο Κολοκοτρώνης οδηγεί τους αγωνιστές στην μάχη (πίνακας του Ν. Βαρβέρη, συλλογή Κουτλίδη)

Προκειμένου να αντιμετωπίσει την επανάσταση, ο σουλτάνος της Κωνσταντινούπολης ζήτησε βοήθεια από τον πασά της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλί. Αυτός ανταποκρίθηκε στέλνοντας ισχυρές δυνάμεις με επικεφαλής τον γιο του, Ιμπραήμ πασά. Τον Φεβρουάριο του 1825 τα αιγυπτιακά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Μεθώνη και κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου. Στις 18 Μαΐου η ελληνική κυβέρνηση, που για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ είχε διορίσει αρχιστράτηγο τον Υδραίο ναυτικό Κυριάκο Σκούρτη, ύστερα από τις επιτυχίες του εχθρού υποχρεώθηκε να χορηγήσει αμνηστία στον Κολοκοτρώνη και να αναθέσει σε αυτόν και στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη την αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων. Σε συνεργασία με τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Μακρυγιάννη και άλλους καπεταναίους, συγκεντρώθηκαν 6.000 άνδρες και με τον Κολοκοτρώνη στην αρχηγία προσπάθησαν μάταια να αναχαιτίσουν τον υπέρτερο σε αριθμό και οπλισμό εισβολέα. Μέχρι το φθινόπωρο οι ελεύθερες περιοχές της Πελοποννήσου ήταν ελάχιστες και το ηθικό των Ελλήνων καταρρακωμένο. Η επανάσταση σώθηκε τότε χάρη στο ψυχικό σθένος του Κολοκοτρώνη. Όταν ο Ιμπραήμ κάλεσε του Μεσσήνιους σε "προσκύνημα", αυτός του απάντησε: " Πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει εμείς θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πώς την γην μας θα την κάμεις δικήν σου". Μέχρι την λήξη του αγώνα ο Κολοκοτρώνης συνέχισε τον κλεφτοπόλεμο με τον Ιμπραήμ, ο οποίος ηττήθηκε τελικά στην ναυμαχία του Ναβαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827) από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης.


Η μάχη στα στενά των Δερβενακίων, όπου η στρατηγική ευφυΐα του Κολοκοτρώνη και ο ηρωισμός του Νικηταρά χάρισαν στα ελληνικά όπλα μια λαμπρή νίκη (πίνακας του Θ. Βρυζάκη, συλλογή Κουτλίδη)


ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ: ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΑΝΤΙΔΡΑ

Ο Κολοκοτρώνης, παρά το ότι είχε λάβει στοιχειώδη μόνο παιδεία, διέθετε βαθύ πολιτικό ένστικτο και κριτική σκέψη. Πολλές αποφάσεις της Τρίτης Εθνοσυνέλευσης του 1826 - 1827 (αρχικά στην Ερμιόνη και κατόπιν στην Τροιζήνα) είχαν την δική του σφραγίδα. Στήριξε την εκλογή του Καποδίστρια και συνέχισε να είναι με το μέρος του ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές του, όταν η αντιπολίτευση είχε στρέψει εναντίον του τα πιο φαρμακερά της βέλη. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, οι Κολοκοτρώνης, Ανδρέας Μεταξάς, Ιωάννης Κωλέττης, Ανδρέας Ζαΐμης και Δημήτρης Μπουντούρης ορίστηκαν από την Εθνική Συνέλευση ως κυβερνητική ομάδα της χώρας μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Αλλά ο Κολοκοτρώνης παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως λόγω διαφωνιών του με τον Κωλέττη.



Ο στρατός του Δράμαλη στην πεδιάδα του Άργους. Φαίνονται τα χαρακτηριστικά εμβλήματα του πασά, οι τρεις δηλαδή ιππούριδες στα κοντάρια με την ημισέληνο (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)


Παρά τον αρχικό του ενθουσιασμό για την άφιξη του Όθωνα, σύντομα απογοητεύτηκε από την άστοχη διακυβέρνηση της Αντιβασιλείας (ο Όθων ανήλθε στον θρόνο ανήλικος), δηλαδή των Βαυαρών αριστοκρατών της Αυλής του, ώστε άρχισε εναντίον τους σκληρή κριτική. Ως αποτέλεσμα της στάσης του ήταν η καταδίκη του σε θάνατο με βασικό κατηγορητήριο την συμμετοχή δήθεν σε συνωμοσία κατά της Αντιβασιλείας. Η αλήθεια ήταν πως ο Κολοκοτρώνης είχε απευθύνει επιστολή ανησυχίας στον υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας, Νέσελροντ. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1833 συνελήφθησαν για τον ίδιο λόγο, εκτός από τον ίδιο, οι Δημήτριος Πλαπούτας, Θεόδωρος Γρίβας και άλλοι πατριώτες, αλλά στην τελική φάση μόνο ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας θεωρήθηκαν προδότες. Τους έκλεισαν επί σειρά μηνών στις φυλακές Ιτς Καλέ του Ναυπλίου, σε αυστηρή απομόνωση, και όταν πραγματοποιήθηκε η δίκη -μια παρωδία με χρήση δεκάδων ψευδομαρτύρων- κανέναν στοιχείο ενοχής τους δεν βρέθηκε. Παρ' όλα αυτά, στις 25 Μαΐου 1834 καταδικάστηκαν σε θάνατο, όμως ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Αναστάσιος Πολυζωίδης, και ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης αρνήθηκαν να υπογράψουν την απόφαση. Υπό την πίεση της αγανάκτησης του ελληνικού λαού και την ευαισθησία του Όθωνα η ποινή και των δύο μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.


Όταν ο νεαρός βασιλιάς ενηλικιώθηκε απένειμε χάρη στον κλονισμένο ηγέτη της επανάστασης, τον ονόμασε αντιστράτηγο και τον διόρισε Σύμβουλο της Επικρατείας. Ο περίφημος Γέρος του Μοριά έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, στο ιδιόκτητο σπίτι του στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Αυτήν την περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματα του, που εκδόθηκαν το 1846 με τίτλο "Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836", και αποτελούν μια από τις σημαντικότερες πηγές της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης του '21, γιατί εκθέτουν τα γεγονότα χωρίς εμπάθειες και υστεροβουλίες. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843, μετά το γλέντι για τον γάμο του μικρού του γιου. Η πατρίδα αναμφίβολα χρωστά ευγνωμοσύνη σε αυτόν τον μεγάλο άνδρα, του οποίου η δράση υπήρξε ευλογία για τα ελληνικά όπλα και ο εμψυχωτικός ρόλος του στις δύσκολες στιγμές του αγώνα καταλυτικός.

_______________________

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 24, τον Μάρτιο - Απρίλιο του 2008