ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΣΑΝΤΧΟΡΣΤ

Το έμβλημα της Ακαδημίας: "Υπηρετώ για να Ηγούμαι"
Κατάλοιπο της αυτοκρατορικής εποχής ή έκφραση αυτογνωσίας;


ΕΝΑ ΦΥΤΩΡΙΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, ΚΑΡΠΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΟΥ ΓΑΜΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Πενήντα περίπου χιλιόμετρα έξω από το Λονδίνο, σε μια καταπράσινη έκταση 2.800 στρεμμάτων, χτυπάει εδώ και δύο αιώνες η καρδιά της Βασιλικής Στρατιωτικής Ακαδημίας Σάντχορστ (Royal Military Academy Sandhurst) -ένα από τα πιο αξιόλογα φυτώρια επαγγελματιών στρατιωτικών στον κόσμο.




Από τους κόλπους της αναδείχθηκαν ιστορικές προσωπικότητες της πολιτικής, του πολέμου και της τέχνης: ο Τσώρτσιλ, ο βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν και ο γιος του Αμπντουλάχ Β΄ που φέρει σήμερα το στέμμα, ο στρατάρχης Μοντγκόμερυ, ο ηθοποιός Νταίηβιντ Νίβεν, ο συγγραφέας Ίαν Φλέμινγκ και οι γιοι του διαδόχου Καρόλου Χάρρυ και Γουίλιαμ αποτελούν μερικά μόνο από τα ονόματα ενός ατέλειωτου εκθαμβωτικού καταλόγου. Ακολουθώντας τα κατάστιχά του, νιώθει κανείς το ρίγος που μπορεί να χαρίσει μια απατηλή, έστω, περιοδεία σε ένδοξα και ηρωικά μονοπάτια.




ΟΤΑΝ Η ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΓΝΩΣΗ

Στην πραγματικότητα, η Ακαδημία Σάντχορστ αποτελεί προϊόν της επίσημης ένωσης (1939) δύο μικρότερων ιστορικών στρατιωτικών σχολών της Μ. Βρετανίας: Της Βασιλικής Στρατιωτικής Ακαδημίας του Γούλγουϊτς (Royal Military Academy Woolwich) και του Βασιλικού Στρατιωτικού Κολεγίου Σάντχορστ (Royal Military College Sandhurst).

Το Γούλγουϊτς (ή Γούλιτς) ιδρύθηκε το 1741 με βασιλικό διάταγμα και αποτέλεσε για δύο περίπου αιώνες την κυριότερη σχολή εκπαίδευσης αξιωματικών του Πυροβολικού, του Μηχανικού και των Διαβιβάσεων. Μέχρι το 1787, άλλωστε, τα Βασιλικά Σώματα Μηχανικού και Πυροβολικού αποτελούσαν έναν οργανικά ενιαίο κορμό. Οι δόκιμοι αξιωματικοί εισέρχονταν κατόπιν εξετάσεων, κρινόμενοι αξιοκρατικά από τις επιδόσεις τους και μετά την αποφοίτησή τους τοποθετούνταν στις μονάδες με κριτήριο τη συνολική βαθμολογία που απεκόμιζαν σε όλη τη διάρκεια των σπουδών. Αυτό σημαίνει ότι, κατά το πρώτο τουλάχιστον στάδιο της σταδιοδρομίας τους, το σημαντικότερο πράγμα για τη μελλοντική τους εξέλιξη ήταν η επίμονη και κοπιαστική μελέτη και όχι η αρχαιότητα, που ασφαλώς μετρούσε στις επόμενες κρίσεις προαγωγών.


Μια μικρή απώλεια κάποιων «σημείων» στις επιδόσεις τους στην Ακαδημία θα μπορούσε αργότερα να αποδειχθεί ολέθρια για την επίτευξη μιας προαγωγής, καθώς η πυραμίδα της βαθμολογικής εξέλιξης των αξιωματικών στένευε όσο πλησίαζαν στην ιεραρχική κορυφή. Η επίγνωση της αδιάλειπτης κοπιαστικής προσπάθειας σε όλη την εκπαιδευτική περίοδο είχε σαν αρνητικό αποτέλεσμα τη μείωση του νεανικού ενδιαφέροντος για κατάταξη στον επαγγελματικό στρατό ή έστω τον προσανατολισμό του στο Μηχανικό, του οποίου οι αμοιβές και οι ευκαιρίες ήταν ασύγκριτα καλύτερες από αυτές του Πυροβολικού. Μετά το 1920, όταν οι Διαβιβάσεις διαχωρίστηκαν σαν σώμα από το Μηχανικό, το Γούλγουϊτς ήταν το στρατιωτικό εκείνο ίδρυμα που φρόντιζε για την επάνδρωσή τους με αξιωματικούς.


Επίσης, την περίοδο 1922 - 1939, σχεδόν το μισό από το προσωπικό των αρμάτων μάχης αποφοιτούσε από τη συγκεκριμένη Ακαδημία. Αυτό δείχνει τα υψηλά πρότυπα και την αξία του Γούλγουϊτς σαν στρατιωτική σχολή, παρά το γεγονός ότι έγινε ευρύτερα γνωστή για την υπερβολική πειθαρχία και τις καθημερινές ποινές που επέβαλε στους σπουδαστές της. 
Λέγεται ότι οι τιμωρίες που εφαρμόζονταν συχνά κατέληγαν στη σωματική κακοποίηση.







Ωστόσο, η προσέλευση στο Κολέγιο δεν ήταν η αναμενόμενη, ώστε το 1814 όλο το εκπαιδευτικό υλικό και το ανθρώπινο δυναμικό αποφασίστηκε να μεταφερθούν, αρχικά στο Φάρναμ (Farhnam), για να καταλήξουν το 1821 στο Σάντχορστ.  

Η γη όπου εγκαταστάθηκε το Κολέγιο ανήκε τότε στον γνωστό πολιτικό Γουίλιαμ Πητ τον νεώτερο (William Pitt junior), ο οποίος την πούλησε στο κράτος έναντι του ποσού των 11.323 λιρών στερλινών. Για την κατασκευή των πρώτων οικοδομημάτων, που διατηρούνται σε άριστη κατάσταση μέχρι τις μέρες μας, χρησιμοποιήθηκαν εκατοντάδες αιχμάλωτοι πολέμου από τις εκστρατείες της Πορτογαλίας και της Ισπανίας κατά του Ναπολέοντα. Το κατασκευαστικό κόστος, ωστόσο, ανήλθε στο υπέρογκο για τα δεδομένα της εποχής ποσό των 350.000 λιρών. Από τότε άρχισε ένας αγώνας δρόμου για να μπορέσει η κυβέρνηση να επαναφέρει τον κρατικό ισολογισμό σε μια ισορροπία.   

Το Στρατιωτικό Κολέγιο ιδρύθηκε από τον δούκα της Υόρκης το 1799 στο Χάι Γουΐκομπ του Μπάκινγκχαμσαϊρ (High Wycombe of Buckinghamshire), σαν μικτό κέντρο εκπαίδευσης 26 αξιωματικών του Ιππικού και του Πεζικού. Αποτελούσε κυρίως αντίδραση προς τις τραγικές εμπειρίες, που ο Βρετανικός Στρατός δοκίμασε την περίοδο των πρώτων πολέμων με τους Γάλλους της επαναστατικής περιόδου. Ιδρυτής του θεωρείται ο στρατάρχης John Gaspard Le Marchant, ένας αξιωματικός του Ιππικού που έχαιρε εκτίμησης του ίδιου του Βασιλιά Γεωργίου Γ΄.






Αρχικά σχεδιάστηκαν τρία τμήματα: αυτό που προετοίμαζε αξιωματικούς για καθήκοντα σε θέματα προσωπικού, αυτό των υπαξιωματικών (αλλά με λιγότερη έμφαση σε θέματα τεχνολογίας και επιστημών σε σχέση με το Γούλγουϊτς) και, τέλος, μια Λεγεώνα αποτελούμενη από γιους αδιόριστων αξιωματικών, στους οποίους παρεχόταν εκπαίδευση με την προοπτική να μπορέσουν μελλοντικά να μεταπηδήσουν στην τάξη των αξιωματικών. Το πρώτο τμήμα εγκαταστάθηκε σ’ ένα σχολείο στο Χάι Γουΐκομπ, που το είχε ιδρύσει με δικά του έξοδα ένας Γάλλος εμιγκρέ, ο Φρανσουά Ζαρύ (Francois Jarry).   

Μεγάλο μέρος της καλής φήμης που τάχιστα απέκτησε το χρωστούσε σε αυτόν τον Γάλλο, που ανέλαβε και την θέση του πρώτου διοικητή, εφόσον έφερε τον βαθμό του στρατηγού. Καθόλου αμελητέα, άλλωστε, ήταν και η προϋπηρεσία του Ζαρύ στον μισθοφορικό στρατό του Μεγάλου Φρειδερίκου, καθώς επίσης και η εκπαιδευτική εμπειρία που είχε αποκομίσει στο Στρατιωτικό Κολέγιο του Βερολίνου.



Το 1858 μετονομάστηκε σε Σχολή Επιτελών (Staff College) και το 1862 έχοντας πια την σημερινή του ονομασία, μετεγκαταστάθηκε στα καινούργια κτίριά του στο Κάμπερλυ (Camberley).  

Στη Βικτοριανή περίοδο η Βουλή των Κοινοτήτων ψήφισε τη συγχώνευση του Γούλγουϊτς με το Σάντχορστ (1875), αλλά αυτή ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Μετά το 1918 έγινε ξανά λόγος για ενοποίηση των δύο σχολών, μα και πάλι τα σχέδια ναυάγησαν, ώσπου η «οδύσσεια» έλαβε τέλος με το διάταγμα του 1939. Η έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέβαλε προσωρινά την εφαρμογή του διατάγματος για τις 3 Ιανουαρίου 1947, ημέρα κατά την οποία η Ακαδημία άνοιξε τις πύλες της στους υποψήφιους φοιτητές με τη νέα ενοποιημένη της μορφή. Αυτή θεωρείται και η επίσημη ιδρυτική χρονολογία της Βασιλικής Στρατιωτικής Ακαδημίας Σάντχορστ, που ασφαλώς παραπλανά τον ανυποψίαστο αναγνώστη, αφού αποκρύπτει τον πολυδαίδαλο και μακρόβιο ιστό της τεχνογνωσίας και της εμπειρίας της σε θέματα πειθαρχίας, όπλων και εφαρμοσμένης στρατηγικής.  

Ευτυχώς, η Ακαδημία δεν είχε την ίδια τύχη με αυτή των σχολών που την αναδημιούργησαν. Τον Αύγουστο του 1947 ο αριθμός των δοκίμων αξιωματικών που φοιτούσαν στο Σάντχορστ άγγιξε το ανώτατο, για εκείνη την εποχή, όριο των 964 δόκιμων αξιωματικών, ξεσηκώνοντας θύελλα ανησυχίας στο τμήμα εγγραφών, αφού οι εγκαταστάσεις της Ακαδημίας μπορούσαν να εξυπηρετήσουν το πολύ μέχρι χίλιους σπουδαστές.  

Οι πρώτοι αυτοί μεταπολεμικοί δόκιμοι αξιωματικοί ήταν απόφοιτοι κυρίως ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με υψηλότατα δίδακτρα και προέρχονταν στην πλειοψηφία τους από εύπορες αριστοκρατικές ή μεγαλοαστικές οικογένειες, που αποζητούσαν για τα νεαρά μέλη τους μια ευυπόληπτη καριέρα στο βασιλικό στράτευμα.  

Ο λόγος ήταν ότι, ενόψει των αλλεπάλληλων οικονομικών, κοινωνικών και ταξικών αλλαγών της μεταπολεμικής περιόδου, κάποιοι ανήσυχοι γονείς ήθελαν να εξασφαλίσουν στους γιους τους τη σταθερότητα και την αξιοπρέπεια της καριέρας στην υπηρεσία της πατρίδας. Η ρευστότητα και η αστάθεια της οικονομικής κατάστασης που συνεπάγεται ένας πόλεμος, άλλωστε, δεν αφήνει πολλά περιθώρια επαγγελματικών επιλογών στις γενιές της ειρηνικής περιόδου που ακολουθεί.







Επιπλέον, η φοίτηση σε μια ένδοξη και πολυφημισμένη για την αυστηρότητα του κανονισμού της Ακαδημία θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει σαν σωφρονιστικό μέτρο για τους ατίθασους και κακομαθημένους νέους της αριστοκρατίας. 

Σε κάθε περίπτωση, αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι μια χώρα εμποτισμένη σε παραδοσιακές εμμονές και προσκολλημένη σε συντηρητικές αγκυλώσεις -όπως η Αγγλία- κατάφερε τάχιστα να εμπεδώσει την αλλαγή στον τρόπο που πλέον οι κοινωνίες αντιλαμβάνονταν τις αντιλήψεις περί κοινωνικής καταγωγής και αριστοκρατίας του αίματος, ώστε να μπορέσει ν’ ακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις.




Μέσα στο πνεύμα αυτού του προοδευτικού κλίματος, που σαν στόχο του είχε την εξυγίανση των ανθρώπινων κοινωνιών και την απαλλαγή τους από τα συμπλέγματα του παρελθόντος, η Ακαδημία τόλμησε ένα διπλό προοδευτικό βήμα: σε πρώτη φάση, να δεχτεί άτομα από την αστική και την εργατική τάξη και, σε δεύτερη φάση, αλλοεθνείς σπουδαστές. Γιατί, καθώς η αυτοκρατορία κατέρρεε και το βρετανικό κράτος εκσυγχρονιζόταν, οι ανάγκες της Κοινοπολιτείας έθεσαν επιτακτικά την αναγκαιότητα επάνδρωσης των τμημάτων της σχολής με φοιτητές ανεξαρτήτου κοινωνικής κάστας ή υπηκοότητας, αφού το ενδιαφέρον παρουσιαζόταν αμείωτο.  

Με το πέρασμα των ετών, διάσημα ξενικά ονόματα άρχισαν να φιγουράρουν στα κατάστιχα των μητρώων της, όπως αυτό των μελών του βασιλικού οίκου της Ιορδανίας, του Πακιστανού στρατηγού Αγιούμπ Χαν, του στρατηγού της Νιγηρίας Γιακούμπ Γκοβόν και πολλών άλλων, προάγοντας έτσι το κύρος της Ακαδημίας διεθνώς.


Η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ   

Σταδιακά, η ταξική και φυλετική διαφορετικότητα των δόκιμων αξιωματικών που φοιτούσαν στο Σάντχορστ οδήγησε στην εξοικείωση του λαού με το στρατιωτικό επάγγελμα, που τώρα υποσχόταν λαμπρή καριέρα και οικονομική εξασφάλιση σε όποιον ήταν διατεθειμένος ν’ αφοσιωθεί στον άψογα σχεδιασμένο και σύμφωνα με την τελευταία λέξη των τεχνολογικών κατακτήσεων κύκλο σπουδών της Ακαδημίας.  

Σε μια κρίσιμη για τον στρατιωτικό κόσμο φάση, όταν η απαξίωση προς κάθε τι μιλιταριστικό κυριαρχούσε έντονα σε όλες τις συνειδήσεις των απλών πολιτών εξαιτίας του προσφάτου πολέμου, το προοδευτικό αυτό «άνοιγμα» της Ακαδημίας συντέλεσε στην εξύψωση του προτύπου του στρατιωτικού επαγγέλματος στην κοινή εκτίμηση και τη θεμελίωση της ιδέας της «υπηρεσίας προς την πατρίδα».






Μετά το 1959, οπότε καταργήθηκε με νόμο του κράτους η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, το Σάντχορστ υπήρξε η μοναδική εισαγωγική σχολή αξιωματικών στη Βρετανία, αφότου έκλεισε αυτή του Άλντερσοτ (Aldershot). Η φήμη και η αίγλη του εξαπλώθηκαν κατά τρόπο εκπληκτικό. Την εποχή αυτή ένας νέος τύπος επαγγελματία στρατιωτικού αναδείχθηκε μέσα από τις τάξεις της διεθνούς κοινωνίας, τα μέλη της οποίας φιλοδοξούσαν να ενταχθούν στους κόλπους μιας τόσο καταξιωμένης στρατιωτικής σχολής.  

Στο εξής, η μέχρι πρότινος εικόνα των ξανθών Αγγλοσαξόνων νεαρών αριστοκρατών και των γαλαζοαίματων Ινδών πριγκίπων με τα γραφικά σαρίκια θα εμπλουτιζόταν από μελαχρινούς Άραβες, ασυνήθιστους Αφρικανούς στρατηγούς, φιλόδοξους Πακιστανούς, Κινέζους, Ιάπωνες και κάθε λογής Ευρωπαίους, συνθέτοντας το πολυφυλετικό ψηφιδωτό της οικογένειας των αποφοίτων της ιστορικής Ακαδημίας.

Ακόμη και από την πρώην Σοβιετική Ένωση κατέφτασαν σπουδαστές, πολίτες ή στρατιωτικοί εν ενεργεία -κάτι αδιανόητο μέχρι πρότινος. Αφότου μάλιστα ο βασιλιάς της Ιορδανίας έκανε την αρχή να στείλει στο Σάντχορστ την κόρη του Αΐσα, γυναίκες από τα πιο απίθανα μέρη του κόσμου μιμήθηκαν το παράδειγμα της πριγκίπισσας: από τα νησιά Μπαρμπάντος και Φίτζι, το Μπρουνέι, την Τζαμάικα και τη Μάλτα. 



Πολλοί από αυτούς τους αλλοεθνείς, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους ανέλαβαν υψηλότατες θέσεις και αξιώματα -κάποιοι έφτασαν ως και αρχηγοί κυβερνήσεων ή των ενόπλων δυνάμεων της χώρας τους! Σήμερα υπολογίζεται ότι η Ακαδημία διδάσκει αλλοεθνείς τριάντα πέντε διαφορετικών χωρών.  

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 παρατηρήθηκε μια αναστολή της γενικής αποστροφής προς τη στρατιωτική καριέρα, την οποία σαφώς είχε δημιουργήσει ο μακροχρόνιος και αιματηρός παγκόσμιος πόλεμος. Η αλλαγή αυτή της στάσης των πολιτών κάτω από την πίεση που ασκούσε σε αυτούς το εναγώνιο πρόβλημα της επαγγελματικής αποκατάστασης των παιδιών του, σε συνδυασμό με τον προσανατολισμό του ενδιαφέροντος μιας μερίδας της νεολαίας προς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες ή τις καλλιτεχνικές και ακαδημαϊκές ασχολίες, είχε σαν αποτέλεσμα να ξεκαθαρίσει ένα «τοπίο», που για πολλά χρόνια παρέμενε θολό. Γιατί, αυτοί που τελικά επέμεναν να θυσιάσουν ατέλειωτες ώρες πνευματικής και ψυχοσωματικής προετοιμασίας προκειμένου να πετύχουν στις εισαγωγικές εξετάσεις της Ακαδημίας, δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι εφήμεροι «εραστές» ενός τρόπου ζωής, στον οποίο ίσως βρέθηκαν από λάθος, σύμπτωση ή ανάγκη.










 

Αντίθετα, ήταν γνήσιοι λάτρεις της στρατιωτικής παράδοσης και αυθεντικοί οπαδοί της πειθαρχημένης αφοσίωσης προς την πατρίδα. Γαλουχημένοι με τα υψηλότερα και ευγενέστερα ιδανικά, εγγυημένα θα μπορούσαν αποτελέσουν το προσφορότερο υλικό διάπλασης των επαγγελματιών στρατιωτικών του μέλλοντος. Η κοινωνική και οικονομική, δηλαδή, μεταπολεμική συγκυρία λειτούργησε σαν ζεύγος δυνάμεων, οδηγώντας σε μια διαδικασία άτυπου φιλτραρίσματος αυτών που συνειδητά επέλεγαν τη στρατιωτική σταδιοδρομία από τους αδιάφορους και τους τυχοδιώκτες.  

Ευνόητο ήταν λοιπόν να ενταθεί ακόμη περισσότερο η ποιοτική αναβάθμιση του έμψυχου δυναμικού της Ακαδημίας, από την άποψη της καταλληλότητας των εισερχομένων στη σχολή. Η εποχή σαφώς δικαίωνε τον βουλευτή σερ Ρίτσαρντ, όταν αγανακτισμένος δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων τις παραμονές του ψηφίσματος για την κατάργηση της θητείας ότι έφταιγε ο θεσμός της υποχρεωτικής θητείας για τη διάλυση του στρατού. Ο Χωλ απλούστατα εξέφραζε την θλιβερή διαπίστωση ότι, εξαιτίας των αυξημένων αναγκών της χώρας κατά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο, η άμετρη και μαζική στρατολόγηση των Βρετανών μοιραία επηρέασε δυσμενώς την ποιότητα των ανδρών.



Το Σάντχορστ, υιοθετώντας διακριτικά αυτή τη διαπίστωση του βουλευτή, θέσπισε ακόμη αυστηρότερα κριτήρια και διαδικασίες ποιοτικής αξιολόγησης των υποψηφίων για τα μητρώα της. Παράλληλα, ενέτεινε τις προσπάθειές του ν’ αποκτήσει μοντέρνο τεχνολογικό εξοπλισμό και να εμπλουτίσει το ήδη σημαντικό διδακτικό προσωπικό με τεχνοκράτες και εξειδικευμένους επιστήμονες νέων ερευνητικών και εφαρμοσμένων πεδίων, ώστε να καταστεί ικανό να προσφέρει στους σπουδαστές του γνώσεις και εμπειρίες ανωτάτου επιπέδου, σύμφωνα πάντα με τις απαιτήσεις του σύγχρονου πολέμου.  

Σταδιακά, η παλιά νοοτροπία, που θεωρούσε τους τεχνικούς και τους εμπειρογνώμονες σαν στρατιώτες δεύτερης κλάσης, περιορίστηκε σε όφελος των νέων ιδεών και των καινοτόμων αντιλήψεων, εξασφαλίζοντας στους σπουδαστές τις προϋποθέσεις για μια άριστη κατάρτιση κι ένα αξιοζήλευτα ολοκληρωμένο πρόγραμμα στρατιωτικών σπουδών.








ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ   

Υπεύθυνος για οτιδήποτε συμβαίνει στην Ακαδημία είναι ο διοικητής, που συνήθως φέρει τον βαθμό του υποστράτηγου. Ασφαλώς, στο πολύπλευρο και δύσκολο έργο του στηρίζεται από μια ομάδα έμπειρων αξιωματικών, συνήθως ταγματαρχών, ο καθένας των οποίων είναι αρμόδιος για κάποιους εκπαιδευτικούς τομείς της σχολής.  

Σήμερα Διοικητής είναι ο Υποστράτηγος Πήτερ Πήρσον -απόφοιτος και ο ίδιος του Σάντχορστ πριν 30 χρόνια (τάξη του 1975). Προσηλωμένος στο καθήκον του, πρόσχαρος και απλός στους τρόπους, με βαθύτατη γνώση των σύγχρονων πολεμικών τεχνικών και του στρατηγικού σχεδιασμού, δεν λησμονεί να τονίσει κατά την εναρκτήρια τελετή των μαθημάτων ότι, εκείνη ακριβώς την στιγμή, εκατοντάδες Βρετανοί στρατιώτες επιχειρούν σε πάμπολλα σημεία του πλανήτη -ιδίως στο Αφγανιστάν και το Ιράκ-, θέτοντας τη ζωή τους σε άμεσο κίνδυνο. Τη θέση του διευθυντή εκπαίδευσης (Chief Instructor) σήμερα κατέχει ο ταγματάρχης Τζων Κάιτζερ, υποβοηθούμενος από τους ομοβάθμιους Τζων Λε Φεβρ (DS1), Στηβ Λόνεν (DS2), Πωλ Ρότζερς (DS3) και Πωλ Μακ Λήοντ (DS4) -όλοι τους έμπειροι στρατιωτικοί.







 Σημαντικότατη επίσης είναι η θέση του επιλοχία της Ακαδημίας, οι εξουσίες του οποίου πηγάζουν από την πλούσια στρατιωτική βρετανική παράδοση. Αποτελεί το «μάτι» που περιφρουρεί, ελέγχει, προνοεί και οργανώνει όλα σχεδόν τα ζητήματα που αφορούν τη ζωή και τις εκδηλώσεις της Ακαδημίας. Ενσαρκώνει αδέκαστα τον ρόλο του ρυθμιστή των συμπεριφορών και συντελεί καταλυτικά στη διάπλαση του ήθους των δοκίμων, με κυριότερη αποστολή την τήρηση ατσάλινης πειθαρχίας.  

Ένας κώδικας τιμής και μια ιπποσύνη μεταλαμπαδεύονται από σειρά σε σειρά, αποδεικνύοντας την αδιάσπαστη συνέχεια των παραδόσεων και των εθιμοτυπικών του Βρετανικού Στρατού. H θέση του Επιλοχία της Ακαδημίας Σάντχορστ σε ολόκληρο το στράτευμα είναι περίοπτη. Μόνο οι ρόλοι των ανθυπασπιστών του Βασιλικού Σώματος Επιμελητείας μπορούν να συγκριθούν μαζί του -αλλά αυτοί δεν σπανίζουν.

Εκτός από στρατιωτικούς, αρκετοί επιστήμονες της ακαδημαϊκής κοινότητας έρχονται να συμπληρώσουν το εκλεκτό διδακτικό προσωπικό του Σάντχορστ. Τα πιο αξιόλογα ονόματα διεθνολόγων, κοινωνιολόγων και τεχνοκρατών προσκαλούνται σε μόνιμη ή περιοδική βάση για να μοιραστούν τις γνώσεις τους με τους σπουδαστές της Ακαδημίας.  

Η πρόκληση είναι μεγάλη και η εκτίμηση αμοιβαία. Γιατί το Σάντχορστ ξέρει να φροντίζει το επιστημονικό του προσωπικό και δεν απέχει πολύ από το να θεωρείται το ίδιο ως πόλος έλξης της πανεπιστημιακής κοινότητας, αφού στις αίθουσές του διδάσκουν περισσότεροι από πενήντα πολίτες με τον τίτλο τουλάχιστον του λέκτορα ή έστω του πανεπιστημιακού επιστημονικού συνεργάτη. Ο πτυχιούχος του Σάντχορστ μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ισάξιος με έναν πτυχιούχο ανώτατης παιδείας, παρότι το Σάντχορστ δεν είναι πανεπιστημιακό ίδρυμα -σε αντίθεση με το West Point της Αμερικής, το Royal Military College του Καναδά και το St Cyr της Γαλλίας.  

Τέλος, ένας σημαντικός αριθμός γιατρών, φυσιοθεραπευτών, γυμναστών, βιβλιοθηκάριων, μαγείρων και καθαριστών έρχεται να προστεθεί στο εργαζόμενο προσωπικό της Ακαδημίας.  Σύμφωνα με το απαράβατο εθιμοτυπικό κάθε σπουδαστής εντάσσεται σε μια από τις δέκα -συνήθως- αδελφότητες (companies). Διάσημες ιστορικές μάχες χαρίζουν το όνομά τους σε αυτές τις φοιτητικές οικογένειες των δοκίμων αξιωματικών του Σάντχορστ, επιχειρώντας ένα γοητευτικό νοερό ταξίδι στις μεγάλες στιγμές του παρελθόντος.

Έτσι έχουμε την αδελφότητα του Μπλένχαϊμ, από τη γνωστή μάχη στην ομώνυμη πόλη της Βαυαρίας (13 Αυγούστου 1704), του Ίνκερμαν από την μάχη του Κριμαϊκού Πολέμου (5 Νοεμβρίου 1854), του Βατερλώ (18 Ιουνίου 1815)˙ του Ντέτινγκεν, από τη μάχη στην Βαυαρία (16 Ιουνίου 1763)˙ της Γάζας, του Σομ και της Υπρ από την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Νορμανδίας, του Ελ Αλαμέιν και της Μπούρμα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάθε αδελφότητα περιλαμβάνει 3 διμοιρίες των 30 δοκίμων, που τις διοικεί ένας λοχαγός με την αρωγή ενός επιλοχία.  

Ένας μικρός αριθμός υπομονάδων έχει αναλάβει τον εφοδιασμό της Ακαδημίας με όλο το απαραίτητο εκπαιδευτικό υλικό, τα αναλώσιμα, την τεχνική υποστήριξη κατά την προσομοίωση πολεμικών καταστάσεων (simulation in progress) και τον τεχνολογικό εξοπλισμό κατά τη διεξαγωγή πρακτικών ασκήσεων (practicing). Όλα αυτά σαφέστατα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συνολικής εκπαίδευσης των δοκίμων.  

Σημαντικό επικουρικό ρόλο στους τομείς αυτούς διαδραματίζουν οι φημισμένοι Νεπαλέζοι και Ινδοί στρατιώτες Γκούρκας. Πρόκειται για μια μικρή βοηθητική ομάδα (Sitang) ανδρών, που προέρχονται επιλεκτικά από όλες τις μονάδες της Ταξιαρχίας Γκούρκα (Brigade of Gurkhas) και ως αποστολή τους έχουν, μεταξύ άλλων, την εξάσκηση των σπουδαστών στις τεχνικές πάλης σώμα με σώμα.  

Τέλος, η 44η Επιλαρχία Υποστήριξης, που ανήκει στο Βασιλικό Σώμα Επιμελητείας, είναι υπεύθυνη για θέματα μεταφορών και διοικητικής μέριμνας.









  
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ – ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ   

Οι περισσότεροι δόκιμοι του Βρετανικού Στρατού επιλέγονται από την Επιτροπή Επιλογής Αξιωματικών Στρατού (Army Officer Selection Board) και στη συνέχεια υποβάλλονται σε μια σύντομη διαδικασία εξοικείωσης με το όπλο και τη μονάδα στα οποία θα υπηρετήσουν.  

Το Σάντχορστ παρέχει αρκετά προγράμματα εκπαίδευσης δόκιμων αξιωματικών, αξιωματικών ή και πολιτών, που επιθυμούν να λάβουν επιπλέον εκπαίδευση μέσα από μια σειρά επιμορφωτικών σεμιναρίων - διαλέξεων. Το σημαντικότερο από αυτά είναι το διάρκειας 11 μηνών «Commissioning Course», που στοχεύει στην καλλιέργεια της απαραίτητης πειθαρχίας και στην ανάπτυξη των ποιοτικών ηγετικών χαρακτηριστικών των δοκίμων, ώστε να είναι αργότερα σε θέση να οδηγήσουν επιτυχώς τους υφισταμένους τους από και προς τη μάχη.  

Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στη διάπλαση του χαρακτήρα, την εξάσκηση των σωματικών και πνευματικών προσόντων, τη θεμελίωση της αναλυτικής στρατηγικής σκέψης και τη δημιουργία ομαδικού πνεύματος μέσα στο πλαίσιο του τρίπτυχου «ηθική - ευφυΐα - φυσική κατάσταση».  

Η δεκαετία 1989 - 1999 ανέδειξε εντονότερα το γνωστό πρόβλημα του κενού στην εκπαίδευση των αξιωματικών, αναφορικά με τις ανάγκες του σύγχρονου πολέμου. Για την επίλυση του προβλήματος σχεδιάστηκε ένα επιμορφωτικό πρόγραμμα 4 εβδομάδων, το LEOC (Late Entry Officers Course), στο οποίο εντάχθηκαν μέσα σε διάστημα 12 μηνών όλοι όσοι προήχθησαν στο βαθμό του λοχαγού από την 1η Σεπτεμβρίου 2003 και ύστερα. Το LEOC προβλέπει 6 τμήματα ετησίως των 40 σπουδαστών έκαστο, ενώ αντίστοιχα έχει σχεδιαστεί και το επιμορφωτικό πρόγραμ-μα του σώματος της εθνοφυλακής (TA LEOC).  

Για ορισμένες επιστημονικές ειδικότητες (π.χ. στρατιωτικοί γιατροί, νοσοκόμοι, κτηνίατροι, ιερείς κ.ά.), για τους υπηρετούντες στα εθελοντικά σώματα και την εθνοφυλακή (Territorial Army) προβλέπονται κάποια επιπλέον ταχύρυθμα τμήματα, το συντομότερο από τα οποία διαρκεί μόλις 3 εβδομάδες και αποκαλείται από τους ίδιους τους δόκιμους ειρωνικά “τμήμα ιερέων και κοκοτών” (vicars and tarts course)!




Ακόμη ένα ταχύρυθμο τμήμα είναι το «Gap Layer», στο οποίο μπορούν να λάβουν μέρος 60 σπουδαστές ετησίως και οργανώνεται μια φορά κάθε χρόνο. Αφορά σε όσους σπουδαστές επιθυμούν να αποκτήσουν μια πρακτική εμπειρία σε θέματα ηγεσίας. Διαρκεί μόλις 4 εβδομάδες, αλλά η φοίτηση είναι σαφώς εντατική.  

Με τη λήξη του, οι απόφοιτοι επιστρέφουν στις μονάδες τους για να θέσουν σε πρακτική εφαρμογή 4 - 18 μηνών τη θεωρητική γνώση που αποκόμισαν. Συνήθως υπηρετούν στο εξωτερικό, αλλά δεν τους επιτρέπεται ακόμη η συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις. Έχουν ασφαλώς τη δυνατότητα να επιστρέψουν αργότερα στην Ακαδημία και να επιμορφωθούν περαιτέρω, ώστε να αποκτήσουν τα προσόντα για μια υψηλότερη βαθμολογική εξέλιξη στο στράτευμα.  

Δύο φορές ετησίως, 120 αξιωματικοί μπορούν να παρακολουθήσουν το 4 εβδομάδων πρόγραμμα που απευθύνεται σε κατέχοντες ιατρικές, νοσοκομειακές, κτηνιατρικές, νομικές και θεολογικές ειδικότητες. Επίσης, 3 τμήματα προβλέπονται για το σώμα της εθνοφυλακής (ΤΑ): το προπαρασκευαστικό, το εισαγωγικό και αυτό των αξιωματικών.  

Το τετραήμερο σεμινάριο, που πραγματοποιείται μια φορά ετησίως και φέρει τον τίτλο «Pre University Course», απευθύνεται σε σπουδαστές με επαρκείς βασικές στρατιωτικές γνώσεις και τους προετοιμάζει ενδεχομένως για μια εισαγωγή στο Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών Πανεπιστημιακών Σπουδών (University Officer Training Corps).  

Tο Τμήμα Στελεχών Εκπαίδευσης (Instructor Cadre) περιλαμβάνει εντατική διδασκαλία 4 εβδομάδων και αφορά την επιμόρφωση των αυριανών εκπαιδευτών της ίδιας της Ακαδημίας. Πρόκειται για 60 συνολικά προεπιλεγμένα από τις διοικήσεις των μονάδων τους άτομα, που πριν έρθουν στο Σάντχορστ έχουν ήδη παρακολουθήσει σχετικά μαθήματα για διάστημα αρκετών εβδομάδων. Τελικά μόνο 30 από αυτούς θα επιλέξει η Ακαδημία, μέσα από αυστηρότατες διαδικασίες. Ο ανταγωνισμός για μια θέση εκπαιδευτή στο Σάντχορστ είναι οξύτατος.  

Τέλος, υπάρχει το Σεμινάριο Στρατιωτικής Ανάλυσης για Λοχαγούς (Military Analysis for Captains, Prof. Studies 2), που δημιουργήθηκε το 2003 από το ακαδημαϊκό προσωπικό του Σάντχορστ και διαρκεί 4 ημέρες. Κάθε έτος διενεργούνται περίπου 120 τέτοια σεμινάρια σε όλη τη Βρετανία, την Κύπρο και τη Γερμανία, μέγιστης συμμετοχής 16 αξιωματικών έκαστο.   

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ   

Τα εκπαιδευτικά προγράμματα της Ακαδημίας ξεκινούν τον Ιανουάριο, Μάιο και Σεπτέμβριο κάθε έτους και η διάρκειά τους ποικίλλει.   

Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική αγγλοσαξονική νοοτροπία, η εκπαίδευση που παρέχει η Ακαδημία κλιμακώνεται σε πολλά επίπεδα, σχηματίζοντας μια ιεραρχική πυραμίδα γνώσης. Κάθε επίπεδο, ωστόσο, επεκτείνεται σε αρκετές θεματικές ενότητες και εξειδικεύσεις. Ο σπουδαστής καλείται να αντεπεξέλθει αυτών των επιπέδων αναπτύσσοντας σταθερά τις ικανότητές του, ώστε να μπορέσει να μεταβεί στο επόμενο επίπεδο. Δηλαδή υφίσταται το «φιλτράρισμα» μιας συνεχούς εξεταστικής διαδικασίας.  

Κι αυτό, όχι γιατί αποσκοπείται η σταδιακή απομάκρυνση κάποιων, που πιθανόν στην πορεία κριθούν ακατάλληλοι. Οι επιλεκτικές διαδικασίες κατά το στάδιο της εισαγωγής στην Ακαδημία μπορούν κάλλιστα να εξασφαλίσουν το αψεγάδιαστο μιας απορριπτικής ή όχι κρίσης. Η αντίληψη για την κατάκτηση της τελειότητας -που δεν μπορεί παρά να είναι απότοκο μιας πολυσχιδούς και κοπιαστικής διαδικασίας συνεχούς μελέτης- είναι που επιβάλλει τελικά αυτή τη δόμηση στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Σάντχορστ. Κάθε προσπάθεια σύντομης και αυτόματης εκμάθησης, άλλωστε, είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει, αφού η ευρύτερη ψυχοπνευματική καλλιέργεια και η σωματική άσκηση που επιδιώκονται απαιτούν χρόνο.  

Τρεις είναι οι βασικοί κλάδοι εκπαίδευσης: Διοίκηση και Επικοινωνία, Άμυνα και Διεθνείς Υποθέσεις, Πολεμικές Σπουδές. 

Ο καθένας από αυτούς απευθύνεται σε σπουδαστές προερχόμενους είτε από το εκπαιδευτικό επίπεδο του Commissioning Course, είτε του Late Entry Officers Course και αναλαμβάνει να τους εισάγει σε εξειδικευμένα πεδία της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας, που σχετίζονται με την πολεμική ή απλά στρατιωτική δράση. 

Στη συνέχεια τους διδάσκει σε βάθος το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο και τους προετοιμάζει για μια σειρά πρακτικών εφαρμογών και ασκήσεων, ώστε οι γνώσεις τους να μην παραμένουν θεωρητικές. Όλοι οι κλάδοι περιλαμβάνουν μια σειρά περισσότερο εξειδικευμένων εκπαιδευτικών ενοτήτων, τις οποίες οι σπουδαστές καλούνται να αφομοιώσουν. Η πυραμιδική άρθρωση κι εδώ είναι χαρακτηριστική.  

Ο πρώτος κλάδος (Διοίκηση και Επικοινωνία) περιλαμβάνει μαθήματα όπως: επίλυση προβλημάτων και η δημιουργική σκέψη, ψυχολογία της παρακίνησης και της ομαδικής δράσης, επικοινωνία και επιρροή, ηγεσία και διαχείριση πληροφοριών.  

Ο δεύτερος κλάδος (Άμυνα και Διεθνείς Υποθέσεις) συμβάλλει στην προετοιμασία των λοχαγών κατά την περίοδο των προαγωγών τους στο βαθμό του ταγματάρχη. Προβλέπονται 3 τμήματα: α) το Commissioning Course, όπου διδάσκεται το μάθημα της ασφάλειας (σε διεθνές, ευρωπαϊκό και βρετανικό επίπεδο),  του δικαίου του πολέμου και των τοπικών συρράξεων, β) το LEOC, όπου διδάσκεται το δίκαιο του πολέμου με πραγματικά παραδείγματα (case studies), και θέματα σχετικά με την ασφάλεια, τις αιτίες αστάθειας, τις σχέσεις μεταξύ  βρετανικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας, τους σκοπούς της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής και τις σύγχρονες επιρροές στην αμυντική πολιτική, και γ) τη Στρατιωτική Ανάλυση (Military Analysis Course), όπου διδάσκονται μαθήματα σχετικά με τη βρετανική εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, τη βρετανική πολιτική άμυνας, τη δράση των διεθνών οργανισμών ασφάλειας, την κρίση στο Κόσοβο, τις αιτίες αστάθειας και συγκρούσεων, τους νεωτερισμούς που σημειώθηκαν στον σύγχρονο πόλεμο και τις εξελίξεις στον χώρο της τρομοκρατίας.  

Στον τρίτο κλάδο (Πολεμικές Σπουδές) διδάσκονται θέματα αναφορικά με την επιμελητεία, τον σύγχρονο ιρακινό στρατό, τις κρίσεις στο Αφγανιστάν και την Τσετσενία, τη στρατιωτική ιστορία της πρώην Γιουγκοσλαβίας, την ανάπτυξη της στρατιωτικής ιατρικής, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη σχέση τους με τον στρατό, τις πολεμικές επιχειρήσεις αερομεταφερόμενων μονάδων, την ιστορία των ναυτικών πολέμων του 18ου αιώνα, τους Ναπολεόντειους Πολέμους, τη μάχη της Νορμανδίας, τις σοβιετικές επιχειρήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τη δράση του στρατηγού Χέιγκ  κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το περιβάλλον του «ψυχρού πολέμου», και την οργάνωση των Στρατών της Αυστραλίας, του Καναδά, της Νέας Ζηλανδίας και του Ισραήλ.  

Ας σημειωθεί πως συμβαίνει συχνά να σπουδάζουν στην Ακαδημία και πολίτες -όχι μόνο στρατιωτικοί. Δεν είναι λίγοι οι ακαδημαϊκοί, οι ανώτεροι υπάλληλοι υπουργείων και τα μέλη του διπλωματικού σώματος που κάθονται τακτικά στα, δρύινα άλλοτε, έδρανα του Σάντχορστ. 

Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το ποσοστό των εισακτέων που κατέχουν πανεπιστημιακούς τίτλους αγγίζει το 85%, φανερώνει το υψηλό επίπεδο των φοιτητών της Ακαδημίας. Από το 1984 έγιναν και γυναίκες δεκτές (μέχρι τότε εκπαιδεύονταν σε άλλο συνεργαζόμενο κολέγιο στο Κάμπερλυ), οι οποίες φοιτούν μαζί με τους άνδρες, αλλά οργανωμένες σε ξεχωριστές διμοιρίες. Το ποσοστό τους στο σύνολο των φοιτούντων είναι 10% -ίδιο με το ποσοστό των αλλοδαπών.   

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΗΜΑ ΚΤΉΡΙΑ   

Το Σάντχορστ αγκαλιάζει τα σύνορα των κομητειών του Σάρεϋ (Surrey), του Χάμσαϊρ (Hampshire) και του Μπέρκσαϊρ (Berkshire), στο σημείο που ο μικρός χείμαρρος των “Επιθυμιών” (Wish Stream) τροφοδοτεί την τεχνητή λίμνη που φέρει το όνομα της Ακαδημίας. Μεταπολεμικά, η περιοχή προετοιμάστηκε με ιδιαίτερη φροντίδα, από τη στιγμή που επισημοποιήθηκε η έναρξη των εργασιών σύζευξης του Κολεγίου με το Γούλγουϊτς. Ήταν η τρίτη φορά που χρησιμοποιούνταν αιχμάλωτοι πολέμου για την ξερίζωση δένδρων, την προετοιμασία του εδάφους και την ανέγερση κτιρίων (η προηγούμενη ήταν μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου). Τα νέα οικοδομήματα (New Buildings) μπορεί να μην έχουν το μεγαλείο και την αριστοκρατική φινέτσα των παλαιότερων (Old Buildings), αλλά οπωσδήποτε διαθέτουν κάτι από το δημιουργικό πνεύμα και την άποψη περί λειτουργικότητας των Βρετανών.



Το Παλαιό Κολέγιο (Old College) πρωτοσχεδιάστηκε από τον Γουάιατ (James Wyatt), τον σχεδιαστή της Ακαδημίας του Γούλγουϊτς, και ολοκληρώθηκε το 1812 από τον κατασκευαστή Κόουπλαντ (Alexander Copeland) με τελικό κόστος περίπου 350.000 λιρών. Πάνω από την κεντρική είσοδο δεσπόζουν το μονόγραμμα του βασιλιά Γεωργίου Γ΄, περιστοιχισμένο από τους αρχαίους Έλληνες θεούς Αθηνά και Άρη, υποδηλώνοντας την πεποίθηση ότι πόλεμος δίχως σοφία είναι επικίνδυνος και καταστρεπτικός. Δεξιά και αριστερά της εισόδου εκτίθενται τα δύο πυροβόλα των 6 pdr (κατασκευής I & H King στο Γούλγουϊτς), που ο δούκας του Ουέλινγκτον πήρε στο Βατερλώ.  

Η Λεωφόρος του Βασιλιά προξενεί δέος και υπενθυμίζει το περασμένο αυτοκρατορικό μεγαλείο της Μεγάλης Βρετανίας, καθώς οδηγεί το μάτι στην Πλατεία των Παρελάσεων, μπροστά ακριβώς από το Κολέγιο. Εκεί, κατά τον εορτασμό της ορκωμοσίας, λαμβάνει χώρα η μεγαλειώδης λαμπρή παρέλαση παράδοσης των «χρωμάτων», παρουσία πολλών επισήμων.  

Η βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ ή κάποιος εκπρόσωπός της, ο διάδοχος Κάρολος, ο πρωθυπουργός Τόνυ Μπλερ αλλά και ο Βασιλιάς της Ιορδανίας  Χουσεΐν με τη βασίλισσα Ράνια είναι μερικοί από αυτούς. Οι αξιωματικοί φέρουν τις επίσημες μεγάλες μπλε στολές τους, που πραγματικά στέκονται καλογυαλισμένες και άψογες πάνω στα γεροδεμένα νεανικά κορμιά, και παρελαύνουν αγέρωχα με τις σημαίες της Ακαδημίας. Αυτές εμφανίζουν τους θυρεούς και τα χρώματα του Σάντχορστ σε ένδειξη πίστης και αφοσίωσης προς το Στέμμα.  

Το Ξίφος της Τιμής παραδίδεται τελετουργικά στον πρώτο αριστεύσαντα δόκιμο κάθε εκπαιδευτικής περιόδου. Πρόκειται για μια συμβολική εκδήλωση, που λαμβάνει χώρα μέσα σε μια σαγηνευτική και πολύ συγκινητική ατμόσφαιρα, καθώς ο νεαρός αξιωματικός πλέον πλησιάζει για να δεχθεί τα εύσημα της σκληρής του προσπάθειας. Είναι η στιγμή που τα φλας των φωτογραφικών μηχανών αστράφτουν σαν βεγγαλικά.  Ένα από τα πιο γραφικά έθιμα είναι η ανάβαση των σκαλοπατιών της πύλης του Παλαιού Κτηρίου από τον έφιππο διοικητή της Ακαδημίας, που στη συνέχεια επισκέπτεται όλους τους χώρους, πάντα καβάλα στο λευκό του άλογο, σαν ένδειξη ότι έπραξε σωστά το καθήκον του. Αυτή η παράδοξη εθιμοτυπία αποτελεί ανάμνηση της, ακατανόητης τότε πράξης, του ταγματάρχη “Boy” Brawning το 1926 (του μετέπειτα μισότρελου στρατηγού του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου).  

Κομμάτι του Παλαιού Κολεγίου, το Indian Army Memorial Room εγκαινιάστηκε το 1813 και σήμερα αποτελεί ένα διαμέρισμα μοντέλων, αναμνηστικών και τραπεζαρίας των αξιωματικών φοιτητών. Υπάρχει ακόμη ο χώρος, όπου ο Τσώρτσιλ συνήθιζε να παίρνει το δείπνο του το 1890, όταν ακόμη ήταν δόκιμος αξιωματικός Αξίζει να σημειωθεί ο πλούτος των εικόνων, των αντικειμένων, των όπλων, των διακριτικών και των επαίνων των Γκούρκα στρατιωτών, που υπηρέτησαν πιστά και ηρωικά για πάμπολλα χρόνια στον Βρετανικό Στρατό (Gurkha Regiment).





Η Εκκλησία του Χριστού (Christ Church), στενόμακρου ορθογώνιου σχήματος, χτίστηκε το 1879 αρχικά με προσανατολισμό από βορρά προς νότο. Ακολουθώντας όμως το κοντινό σε αυτήν κτίριο του παρεκκλησιού των Νοτιοαφρικανών Στρατιωτών (South African Chapel), που άρχισε να χτίζεται το 1919 με κατεύθυνση από ανατολή προς την δύση, τροποποιήθηκε για λόγους ευταξίας και αρμονίας. Σε όλο το συγκρότημα του Royal Μemorial Chapel μνημονεύονται σχεδόν 4.000 ονόματα πεσόντων στους δύο παγκόσμιους πολέμους, αλλά και πριν το 1914, στις εκστρατείες της Μπούρμα, της Νότιας Αφρικής, του Σουδάν, της Ινδίας και του Αφγανιστάν.


Επίσης, υπάρχει η πρόσφατα ανακαινισμένη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία του Βασιλιά Χριστού (Roman Katholic Chapel of Christ King). Η πνευματική και θρησκευτική καθοδήγηση που παρέχεται στους δόκιμους δεν αντιβαίνει το κεντρικό δόγμα προς τα ιδανικά της πατρίδας και της προστασίας της, όποτε κι αν χρειαστεί, ούτε αντιτίθεται προς τη δίκαιη και ορθόδοξη ένοπλη δράση. Οι ιερείς και οι μέντορες δεν προσπαθούν να αλλάξουν τις αντιλήψεις των σπουδαστών -απλώς ενδυναμώνουν τις χριστιανικές αξίες και διδάσκουν την εύλογη και χρηστή χρήση των όπλων, τονίζοντας ιδιαίτερα την αγάπη των αυριανών ηγητόρων προς τον συνάδελφο μαχητή, αλλά και προς τον άμαχο εχθρικό πληθυσμό ή τις δυνάμεις εκείνες που έχουν επίσημα παραδοθεί.










Αυτή η παραδοσιακή αντίληψη και η αίσθηση ιπποσύνης, που από γενιά σε γενιά μεταφέρεται στους κόλπους της Ακαδημίας, έχει δημιουργήσει αυτό που όλοι γνωρίζουμε σαν «αγγλική στρατιωτική σχολή» και χαρακτηρίζει τους Βρετανούς αξιωματικούς στο σύνολό τους. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις, όπως και στο παρελθόν, όταν στη δεκαετία του εβδομήντα ακόμη κάποιοι αντιδραστικοί επέμεναν σε μιλιταριστικές, σοβινιστικές και ρατσιστικές ιδέες. Σήμερα, οι αντιλήψεις έχουν αποβληθεί από το περιβάλλον της Ακαδημίας.  

Η βιβλιοθήκη της Ακαδημίας (RMAS Library) φιλοξενεί περίπου 180.000 βιβλία και 350 περιοδικά και εφημερίδες, ενώ παρέχει πλήρη πρόσβαση στο Internet και λοιπή ηλεκτρονική υποστήριξη. Το κτήριό της, που χτίστηκε το 1863, κάποτε αποτελούσε το Γυμνάσιο του Βασιλικού Στρατιωτικού Κολεγίου, αλλά από το 1931 χρησιμοποιείται με τη σημερινή του ιδιότητα.

Πίσω του ορθώνεται το Marlow Hall, που σήμερα αποτελεί την βιβλιοθήκη στρατιωτικής ιστορίας. Εκεί είχε τοποθετηθεί ο σιδηροδρομικός κόμβος του δικτύου που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του Νέου Κολεγίου (New College).
 

Το Νέο Κολέγιο χτίστηκε το διάστημα 1908 - 1911 προκειμένου να στεγάσει τους ολοένα και περισσότερους σπουδαστές που κατέφταναν στο Σάντχορστ. Σχεδιάστηκε από το γραφείο Barrack Construction και κατασκευάστηκε από τον T. Ροουμπόθαμ από το Μπίρμπιγχαμ με συνολικό κόστος 105.000 λίρες. Στην τοποθεσία όπου στήθηκε το κτίριο γίνονταν παλαιότερα ασκήσεις χαρακωμάτων, ώστε οι εργολάβοι αναγκάστηκαν ν’ απομακρύνουν πολλά χιλιόμετρα αγκαθωτού σύρματος  για να μπορέσουν να εκτελέσουν τις εργασίες τους. Κουβαλήθηκαν, επίσης, περίπου 3.000.000 κοκκινότουβλα μέσω κατασκευασμένης για τον σκοπό αυτό σιδηροδρο-μικής γραμμής, που συνέδεε το Σάντχορστ με το Μπλάκγουοτερ. 

Λέγεται πως από εκείνη την εποχή το Νέο Κολέγιο καυχιόταν ότι αποτελούσε τον μακρύτερο διάδρομο στην Ευρώπη. Γεγονός είναι πως ακόμη σήμερα αποτελεί το πλέον επίμηκες στρατιωτικό κτίριο σε όλη τη Βρετανία.  

Το Κολέγιο Επιτελών (Army Staff College) χτίστηκε το 1862 σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα σερ Τζέιμς Πένεθορν. Κατά τα τέλη του 1990 πέρασε σε αχρηστία, αλλά από το 2000 στεγάζει διάφορες διοικητικές υπηρεσίες και την λέσχη φαγητού των αξιωματικών των τμημάτων Μάνατζμεντ, Λογιστικών, Ιατροδικαστικής και Ιατρικής.  

To Κτήριο του Τσώρτσιλ (Churchill Hall), χαρακτηριζόμενο με αρκετή δόση χιούμορ σαν το μεγαλύτερο “σλίπινγκ μπαγκ” του Βρετανικού Στρατού, σήμερα διαθέτει 1.200 καθίσματα στην λειτουργική του θεατρική σάλα. Το άρμα που βρίσκεται μπροστά από την είσοδό του είναι Centurion (μοντέλο του 1949, τετραμελούς πληρώματος και εξοπλισμένο με πυροβόλο των 105 χιλ). Αυτά τα άρματα μάχης χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1945 και έμειναν σε ενεργό υπηρεσία περισσότερο από 30 χρόνια.  To Ανατολικό Κτήριο (East Building), όπως και το προηγούμενο, σχεδιάστηκε από την Collins Melvin, Ward & Partners. Καλείται και Κτίριο της Νίκης (Victory Building), και τη χρονιά που περατώθηκε (1969) απέσπασε το βραβείο Διακεκριμένου οικοδο-μήματος (Concrete Sociaty Award).


Το  Faraday Hall αποπερατώθηκε το 1961 για να στεγάσει εργαστήρια, γραφεία, συμπληρωματικές βιβλιοθήκες και μελετητήρια σπουδαστών της Ακαδημίας. Πήρε το όνομά του από τον γνωστό καθηγητή Μάικλ Φάραντεϋ, που δίδαξε χημεία εκεί την περίοδο 1829 - 1858. Είναι γνωστό και σαν «απόμακρο σπίτι των καλικάτζαρων» ή των «στοιχειών».   

ΜΝΗΜΕΙΑ   

Για να τιμηθούν οι αλλοεθνείς σπουδαστές του Σάντχορστ, παρουσία του πρέσβυ της Ιορδανίας εγκαινιάστηκε το 2000 ένα όμορφο μνημείο, το Overseas Cadets Memorial.  Το άγαλμα της βασίλισσας Βικτωρίας σμιλεύτηκε από τον Χένρυ Πράις και τοποθετήθηκε στο Σάντχορστ το 1904, έναν χρόνο μετά τον θάνατό της. Στη σημερινή του θέση βρίσκεται από το 1947. Τα μπρούτζινα ανάγλυφα των απεικονίσεων της βάσης του αγάλματος προέρχονται από το Βασιλικό Πυροβολικό της Νοτίου Αφρικής και τον δεύτερο πόλεμο στο Αφγανιστάν, από ασβεστοκονίαμα της Σεβαστούπολης κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο και θραύσματα των μηχανικών από τις ανατινάξεις της πύλης του Κασμίρ, κατά τη βρετανική έφοδο στο Δελχί την περίοδο της επανάστασης των Ινδιών (1857).

Εντυπωσιακό είναι και ο ανδριάντας  που ορθώνεται ανατολικά του Νέου Κολεγίου, και αναπαριστά τον Αυτοκρατορικό Πρίγκιπα (Prince Imperial), γιο του αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα Γ΄ και της αυτοκράτειρας Ευγενίας, που σπούδασε στο Γούλγουϊτς την περίοδο 1872 - 1875 και πέθανε υπηρετώντας στον Βρετανικό Στρατό την 1η Ιουνίου 1879 στην διάρκεια του πολέμου κατά των Ζουλού. Οι γονείς του βρίσκονται θαμμένοι στο Αβαείο του Φάρνμπορο, ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων. Το σπίτι που έζησε η αυτοκράτειρα μέχρι τον θάνατό της το 1920 σήμερα είναι σχολείο θηλέων.



Σε άλλο σημείο εκτίθεται το βάρους οκτώμισι τόννων πυροβόλο, που αποκτήθηκε στη μάχη της Kurnool (1839) της Ινδίας. Μεταφέρθηκε στο Σάντχορστ το 1946, ενώ ένα ακόμη παράξενο μνημείο φιλοξενείται στους χώρους της Ακαδημίας, αφιερωμένο αυτή τη φορά στις υπηρεσίες του ΧΧΧ Σώματος Στρατού: το Wild Boar.  


  



«Στην δόξα του Θεού και στην υπερήφανη ανάμνηση όσων θυσίασαν τη ζωή τους στους δύο παγκοσμίους πολέμους 1914-18 και 1939-45» αναγράφει ένα τεραστίων διαστάσεων επιβλητικό διπλό άγαλμα μαχητών. 

Στις 3 Μαΐου 1945, μια εξουσιοδοτημένη από την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση της Γερμανίας αντιπροσωπεία με αρχηγό τον αρχιναύαρχο φον Φρίντεμπουργκ (George von Frideburg) έφτασε στην πόλη Χέκλινγκεν για να διαπραγματευτεί με το επιτελείο του στρατάρχη Μοντγκόμερυ, διοικητή της 21ης Ομάδας Στρατιών, τους όρους της παράδοσης. 

Οι Βρετανοί απαίτησαν ολοκληρωτική παράδοση των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων που βρίσκονταν στη βορειοδυτική Γερμανία, τη Δανία και Ολλανδία -προϋπόθεση, που τελικά οι Γερμανοί αποδέχτηκαν την επόμενη μέρα.  Έτσι, στις 6:00 τα χαράματα της 4ης Μαΐου, πάνω σ’ έναν λοφίσκο που λεγόταν Τίμελομπεργκ,  υπογράφτηκε η συνθήκη και δύο ώρες μετά η κατάπαυση του πυρός επεκτάθηκε σε όλη τη βόρεια Γερμανία. Λίγες ημέρες αργότερα σήμανε και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο λοφίσκος αυτός ονομάστηκε από τον Βρετανό στρατάρχη «Λόφος της Νίκης» (Victory Hill) και στη θύμηση της σπουδαίας εκείνης μέρας κατασκευάστηκε ένα πέτρινο μνημείο με μπρούτζινη επιγραφή. Το 1958 ο Μοντγκόμερυ γκρέμισε το μνημείο, που στο μεταξύ είχε υποστεί βανδαλισμούς, και το ξαναέστησε στο Σάντχορστ, όπου θα μπορούσαν κάποιοι να εκτιμήσουν καλύτερα όλα όσα αυτό προσπαθούσε να εκφράσει. Σήμερα βρίσκεται στην κορυφή της πλατείας του Νέου Κολεγίου, απέναντι από τη λέσχη των αξιωματικών.   

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ   

Κάθε Κυριακή πρωί, στο Royal Μemorial Chapel αρχίζει η τελετή κατά την οποία μνημονεύεται το όνομα, η μάχη και η ημερομηνία ενός σκοτωμένου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απόφοιτου της Ακαδημίας Σάντχορστ. Σ’ έναν χοντρό τόμο, καλά προφυλαγμένο μέσα σε γυάλινη επιφάνεια, αναγράφονται είκοσι χιλιάδες ονόματα τέτοιων ανδρών. Θα μπορούσε κάποιος ν’ αναρωτηθεί: Η αιωνιότητα, άραγε, χωράει σ’ ένα μικρό γυάλινο τάφο;  Πέρα από κάθε ποιητική διάθεση ή φιλοσοφική θεώρηση, το Σάντχορστ υπήρξε το λίκνο της μιλιταριστικής πολιτικής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

Σήμερα, όμως, μπορεί να υπερηφανεύεται πως προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες σε όφελος της ασφάλειας και της παγκόσμιας ειρήνης. Οι αξιωματικοί που αποφοιτούν από την ακαδημία δεν είναι μόνο καταρτισμένοι σε υψηλότατο βαθμό, αλλά και κατά πολύ πιο εξευγενισμένοι απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς από μια στρατιωτική σχολή. Ίσως επειδή οι Βρετανοί προσαρμόζονται γρήγορα στην ταχύτατη εναλλαγή των διεθνών συνθηκών και τις ασταθείς παγκόσμιες συγκυρίες. Ίσως, πάλι, γιατί είναι λαός που δεν φοβάται να διδαχτεί από τα λάθη του.   

Η Αυτοκρατορία των Βρετανών ταξίδεψε πολύ σε τόπους και χρόνους. Η Ακαδημία ακολούθησε αγόγγυστα στο ταξίδι. Έχουν και οι δυο να θυμούνται αλησμόνητες στιγμές της ανθρώπινης Ιστορίας. Ανδραγαθήματα και ήττες, εγκλήματα και ευεργεσίες δαφνώνουν τις κεφαλές τους κατά το αέναο αυτό κυνήγι της δύναμης. Μα, μπροστά στην πρόκληση του κόσμου που δυστυχεί σε μια “κοινωνία της αφθονίας”, μπροστά στο χαμό χιλιάδων αθώων σε πολέμους που ταλανίζουν από άκρη σε άκρη τον πλανήτη ολόκληρο, η αποστολή της Ακαδημίας αναδύεται ακόμη πιο ξεκάθαρη και τίμια: Να σταθεί αρωγός στην πραγμάτωση των ευγενών φιλοδοξιών των νέων ανθρώπων που της εμπιστεύονται τις ελπίδες και τα όνειρά τους.  

Δύναμη άλλοτε σήμαινε εξουσία, επιβολή και καταναγκασμό. Τώρα σημαίνει ασφάλεια, ψυχοσωματική καλλιέργεια, ανεξαρτησία. Γιατί το Σάντχορστ είναι ένας από τους ιερούς τόπους, τους ποτισμένους με τον ιδρώτα εκείνων που προσπάθησαν να ξεπεράσουν τα όριά τους, ν’ αγγίξουν την τελειότητα και να θέσουν τις βάσεις ενός ασφαλέστερου κόσμου.

­­­­­­­­­­­­­­______________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



  1. Royal Military College Records (Sandhurst Collection Archives)
  2. Royal Military Academy - Woolwich Gentlemen Cadet Registers (Sandhurst Collection Archives)
  3. Colin S. Gray: “Strategy for Chaos: Revolutions in Military Affairs and the Evidence of History” (Frank Cass, 2004)
  4. Tim Benbow: “The Magic Bullet” (Brasseys, UK 2004)
  5. David Lonsdale: “The Nature of war in the Information Age” (Frank Cass, 2004)
  6. Bruce Berkowitz: “The new Face of War” (Free Press 2003)



ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΠΗΤΕΡ ΠΗΡΣΟΝ 

- Αποφοίτηση από το Σάντχορστ (1975).

- Διορισμός στο 10ο Σύνταγμα Γκούρκα της πριγκίπισσας Μαίρης (10th Princess Marys Own Gurkha Rifles -10GR) στο Χονγκ Κονγκ (1976).

- 1ο Μηχανοκίνητο Τάγμα Άργκυλ και Σάθερλαντ Χάιλάντερς (Argyll & Sutherland Highlanders Mechanized Battalion) στη Γερμανία και αργότερα στη Βόρεια Ιρλανδία (1977 - 1978).

- Επιστροφή στην 10GR ως αξιωματικός Πληροφοριών κατά τις επιχειρήσεις των βρετανικών δυνάμεων στο Σουλτανάτο του Μπρουνέι στη Βόρεια Μαλαισία (1979).

- Διορισμός στο Υπουργείο Πολέμου, ως εκπαιδευτής της μεραρχίας Διοικητών Διμοιρίας της Σχολής Πεζικού (1980 - 1981). 

- Υπασπιστής στο διοικητήριο των βρετανικών δυνάμεων στο Χονγκ Κονγκ και στην 5η Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία στη Βρετανία (1981 - 1983). 

- Διοικητής του Λόχου Υποστήριξης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Μπελίζ (πρώην Βρετανική Ονδούρα, στην Κεντρική Αμερική (1984).

- Ηγήθηκε της Ομάδας Παρουσίασης Τυφεκιοφόρων (SA80 Rifle Presentation Team) για διάστημα έξι μηνών (1985). 

- Σπουδές στην Επιτελική Σχολή Στρατού στο Κάμπερλυ (1985 - 1986).

- Αρχηγός Επιτελείου στο στρατηγείο της 20ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας Haedquarters 20 Armoured Brigate) της Βρετανικής Στρατιάς του Ρήνου (1986 - 1989).

- Ως αντισυνταγματάρχης, βοηθός του αρχηγού Δυνάμεων Ξηράς της Βρετανίας (1990 - 1993). 

- Διοικητής του 10ου Συντάγματος Γκούρκα της πριγκίπισσας Μαίρης στο Χονγκ Κονγκ (1993). Υπήρξε ο τελευταίος διοικητής αυτής της μονάδας, καθώς αυτή ενσωματώθηκε με τα άλλα 3 συντάγματα Γκούρκα το 1994, αποτελώντας το Βασιλικό Σύνταγμα Τυφεκιοφόρων Γκούρκα (The Royal Gurkhas Rifles - RGR) ως μια ενιαία μονάδα. 

- Διοικητής 3ου Τάγματος του νέου αυτού Συντάγματος, που αργότερα ενσωματώθηκε για μια ακόμη φορά στην 5η Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία (1994 - 1995). 

- Με τον βαθμό του συνταγματάρχη και κατόπιν παρακολούθησης της σειράς μαθημάτων Υψηλής Διοίκησης και Επιτελικού Σχεδιασμού (Higher Command & Staff Course) στο Κάμπερλυ, τον Απρίλιο του 1996 ανέλαβε υπηρεσία στο  Επιτελείο του Μικτού Στρατηγείου (PJHQ) στο Μίντλεσεξ (Northwood, Middlesex), που από την 1η Απριλίου 1996 συνδύασε τη λειτουργία των επιτελείων των τμημάτων πληροφοριών, σχεδιασμού, επιχειρηματικής δράσης και εφοδιασμού. Απέκτησε άμεση εμπειρία κατά τις επιχειρήσεις στη Βοσνία και το Κόσοβο (Pristina). 

- Τον Μάιο του 2000 υπήρξε Υποδιοικητής στο Επιτελείο του Στρατηγείου Διοίκησης Δυνάμεων Ξηράς, με κύρια ευθύνη το τμήμα εκπαίδευσης επιτελών και ανάπτυξης, ενώ το 2001 διορίστηκε Επιτελάρχης Στρατιάς στο Στρατηγείο των Συμμαχικών Δυνάμεων στη Βοσνία.

- Ως υποστράτηγος, διετέλεσε αναπληρωτής διοικητής επιχειρήσεων του NATO στη Βοσνία.

- Υπήρξε Διοικητής των Βρετανικών Δυνάμεων Κύπρου και των Στρατιωτικών Βάσεων στο Ακρωτήρι και την Δεκέλεια (2003 - 2006). 

- Διοικητής Βασιλικής Στρατιωτικής Ακαδημίας Σάντχορστ (Απρίλιος 2006 - σήμερα).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια των αναγνωστών και οι απόψεις τους δεν υιοθετούνται αναγκαστικά από τον κάτοχο αυτού του blog.