Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΚΑΝΝΩΝ (216 π.Χ.)


Ο Καρχηδόνιος Αννίβας (εδώ σε νόμισμα της εποχής) ήταν αρκετά μορφωμένος, μάλιστα έγραψε και ο ίδιος κάποια έργα σχετικά με την εκστρατεία του, τόσο στα Φοινικικά όσο και στα Ελληνικά, τα οποία γνώριζε άπταιστα.




Η μάχη των Κανών ήταν μια από τις μεγαλύτερες ανθρωποσφαγές στα χρονικά της ιστορίας αλλά και αιώνια απόδειξη της ιδιοφυΐας του Αννίβα

Στα χρονικά της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας ελάχιστες είναι εκείνες οι μάχες που νικήθηκαν αποκλειστικά με τη χρήση ενός ιδιοφυούς στρατηγήματος, που ήταν δηλαδή το προϊόν κατά βάση της ευφυΐας και της τακτικής αντίληψης ενός στρατηγού. Μεταξύ αυτών η μάχη των Κανών κατέχει μία εξέχουσα θέση.
Η τακτική ιδιοφυία του μεγάλου Καρχηδόνιου πολέμαρχου Αννίβα Μπάρκα, που είχε ήδη αποδειχτεί σε μία μεγάλη σειρά μαχών από τη νότια Ιβηρική έως την κεντρική Ιταλία, βρήκε την απόλυτη έκφρασή της σε μια σύγκρουση που έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη πλήρης εφαρμογή της τακτικής της διπλής υπερκέρασης, μια κίνηση που θα ήταν πλέον γνωστή ως «ο ελιγμός των Κανών» και θα καθίστατο στόχος ζωής για όλους τους μεγάλους στρατιωτικούς ηγέτες της ιστορίας, που προσπάθησαν να επαναλάβουν αυτήν την εκπληκτική νίκη του Αννίβα.


O Αννίβας θριαμβευτής στις Κάνες και προ των πυλών της Ρώμης, εικονογράφηση του Heinrich Leutemann, για το βιβλίο Rom του Wilhelm Wägner (1877)

Στις Κάνες ο Αννίβας αντιμετώπισε το σύνολο των δυνάμεων που μπορούσε να κινητοποιήσει η πανίσχυρη πόλη-κράτος της Ρώμης, μαζί με τους δεκάδες συμμάχους και υποτελείς της από ολόκληρη την Ιταλική χερσόνησο. Ο ίδιος είχε στη διάθεση του ένα πολύ μικρότερο στράτευμα, αποτελούμενο κυρίως από Κέλτες (Γαλάτες), Ίβηρες και Αφρικανούς μισθοφόρους, με αξιωματικούς Καρχηδόνιους αλλά και μερικούς Έλληνες. Παρόλα αυτά, όχι μόνο κέρδισε τη μάχη, αλλά πέτυχε και να εξοντώσει τις δυνάμεις του αντιπάλου του.

Προς τις Κάνες

Ο πόλεμος που έμεινε στην ιστορία ως «Β΄ Καρχηδονιακός πόλεμος» είχε ξεκινήσει μετά από τις κινήσεις του Αννίβα στην Ιβηρική, που τότε ήταν η περιοχή όπου συγκρούονταν η σφαίρα επιρροής της Καρχηδόνας με αυτήν της Ρώμης. Ο Αννίβας συγκέντρωσε ένα μεγάλο στράτευμα, πάνω από 50.000 πεζούς, 9.000 ιππείς και 37 ελέφαντες και επιχείρησε να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ιταλική χερσόνησο, βάζοντας ως στόχο την καταστροφή της πηγής της Ρωμαϊκής δύναμης και την απόσπαση των συμμάχων της Ρώμης από τον εναγκαλισμό της Αιώνιας Πόλης.
Παράλληλα, είχε την πεποίθηση ότι θα τον ακολουθούσαν – όπως και έγινε – οι Γαλατικές φυλές του Ιταλικού Βορρά.
Ο Αννίβας έχασε ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος του (περίπου το μισό) προσπαθώντας να περάσει τις Άλπεις, ωστόσο όταν βρέθηκε στην κοιλάδα του Πο αναπλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του με τους πρόθυμους Γαλάτες, που βρήκαν στο πρόσωπο του τον ηγέτη που θα τους οδηγήσει ενάντια στους Ρωμαίους εχθρούς τους και φυσικά προσβλέποντας σε πλούσιο πλιάτσικο.
Ο Αννίβας αντιμετώπισε στη συνέχεια τρεις φορές σε μεγάλες μάχες τις δυνάμεις που έστειλε ενάντιά του η Ρώμη και τις κατανίκησε στον ποταμό Τικίνο, στις όχθες του ποταμού Τρέβια και σε αυτές της λίμνης Τρασιμένης.


Η διάβαση των Άλπεων (εδώ σχετική εικόνα του Heinrich Leutemann) από το στρατό του Αννίβα μέσα στο χειμώνα, αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα κατορθώματα της ιστορίας και ήταν το προοίμιο της εντυπωσιακές εκστρατείας του Καρχηδόνιου στην Ιταλία.


Μετά από αυτές τις συμφορές οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να αναδιοργανωθούν και άρχισαν ένα εντατικό πρόγραμμα εκπαίδευσης νέων λεγεώνων, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να βρουν τους κατάλληλους ηγέτες για να αντιμετωπίσουν τον ιδιοφυή Αφρικανό. Στο μεταξύ ο Αννίβας λεηλατούσε την ύπαιθρο της Ιταλίας και προσπαθούσε να πείσει τους συμμάχους της Ρώμης να αποστατήσουν, πετυχαίνοντας όμως πολύ φτωχά αποτελέσματα.

Το 216 π.Χ. οι Ρωμαίοι θεώρησαν ότι ο κόμπος είχε φθάσει στο χτένι. Ο Αννίβας λεηλατούσε συστηματικά την Απουλία, όπου πολλοί πλούσιοι Ρωμαίοι είχαν τις περιουσίες τους και αψηφούσε με θράσος την ισχύ της Ρώμης. Η Σύγκλητος εμπιστεύτηκε τις τύχες του τεράστιου στρατού που είχε συγκεντρώσει σε δύο νέους Ύπατους, τον Κάιο Τερέντιο Βάρρο (Caius Terentius Varro) και τον Λούκιο Αιμίλιο Παύλο(Lucius Aemilius Paullus) και τους έδωσε εντολή να βρουν τον εχθρό και να τον εμπλέξουν σε μάχη κάτω από τις ευμενέστερες συνθήκες, ώστε να τον συντρίψουν και να απομακρύνουν τον κίνδυνο από τη Ρώμη.


Ο Ρωμαϊκός στρατός στις Κάνες


Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, η Ρώμη είχε αποφασίσει να συγκεντρώσει ότι είχε για να το ρίξει ενάντια στο θρασύτατο Αφρικανό, σε ένα χτύπημα πραγματικά συντριπτικής ισχύος. Ουδέποτε στην ιστορία της η Ρωμαϊκή Δημοκρατία είχε μαζέψει τόσο στρατό και σε ελάχιστες περιπτώσεις στο μέλλον οι δυνάμεις που θα έριχνε σε μία μάχη θα έφταναν τον αριθμό των ανδρών που παρατάχθηκαν εκείνο το Αυγουστιάτικο πρωινό του 216 π.Χ. στην πεδιάδα των Κανών.

Η βασική μονάδα εκστρατείας του Ρωμαϊκού στρατού την περίοδο της Δημοκρατίας ήταν η «υπατική στρατιά». Αυτή αποτελούνταν από δύο λεγεώνες Ρωμαίων πολιτών, η κάθε μία
περί τους 4.800 έως 5.400 πεζούς και περίπου 200 έως 300 ιππείς. Σ’ αυτούς τους 10.000 έως 11.400 άνδρες, παραδοσιακά προσκολλάτο ένα περίπου ισάριθμο τμήμα συμμαχικών δυνάμεων, που προερχόταν δηλαδή από τις πόλεις και τους λαούς που είχε κατακτήσει (με τα όπλα ή μέσω συνθηκών) η Ρώμη και τους υποχρέωνε να παραχωρούν δυνάμεις όταν τις χρειαζόταν. Συνήθως η κάθε «συμμαχική» λεγεώνα είχε περί τους 5.000 πεζούς, αλλά περισσότερους ιππείς, συνήθως από 600 έως και 800, από την αντίστοιχη Ρωμαϊκή. Δηλαδή, μία υπατική στρατιά αριθμούσε συνολικά από 20.500 έως 24.000 μάχιμους άνδρες.


Στην μάχη των Κανών ο Αννίβας δεν είχε στη διάθεσή του ούτε έναν από τους 37 πολεμικούς ελέφαντες με τους οποίους ξεκίνησε από την Ισπανία, αφού είχαν χαθεί στις Άλπεις και στις προηγούμενες μάχες του. Εδώ βλέπετε μία εικονογράφηση του Henri Paul Motte με τίτλο «ο Αννίβας διασχίζει τον ποταμό Ρεν»

Σε κάποιες περιπτώσεις που υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη και ισχυρότερος αντίπαλος, οι Ρωμαίοι έστελναν δύο υπατικές στρατιές, δηλαδή ένα σώμα από 41.000 έως 48.000 άνδρες, υπό την ηγεσία δύο Ύπατων που εναλλάσσονταν καθημερινά στην αρχιστρατηγία. Συνήθως οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν μέχρι το σημείο αυτό αντιπάλους που δεν είχαν τις δυνατότητες της Ρώμης (και των συμμάχων της) σε ανθρώπινο δυναμικό, οπότε σπάνια μία υπατική στρατιά δεν επαρκούσε για να επιφέρει υπεροχή σε αριθμούς. Ακόμη και αν ο αντίπαλος υπερείχε, περισσότερο ή λιγότερο, αυτό για τους Ρωμαίους δεν ήταν πρόβλημα, καθώς την περίοδο αυτή και μετά την εμπειρία από τους πολέμους ενάντια στον Πύρρο και την κατάκτηση των Σαμνιτών καθώς και από τον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο, οι λεγεώνες είχαν παγιοποιήσει ένα τακτικό δόγμα που τις καθιστούσε ανώτερες από οποιοδήποτε άλλο βαρύ πεζικό που υπήρχε οπουδήποτε στον κόσμο. Μόνο οι Ελληνιστικές φάλαγγες μπορούσαν – όπως είχε αποδείξει ο Πύρρος – να αμφισβητήσουν τη Ρωμαϊκή υπεροχή, αλλά οι Ρωμαίοι ακόμη δεν είχαν ρίξει το βλέμμα τους στην Ανατολή.
Ο οπλισμός του Ρωμαίου λεγεωνάριου εξαρτιόταν από την κοινωνική τάξη του και τη θέση μέσα στο στράτευμα. Την εποχή αυτή βρισκόταν σε ισχύ το τριαδικό σύστημα. Υπό το σύστημα αυτό, η λεγεώνα χωριζόταν σε «βαρύ» και «ελαφρύ» πεζικό. Το ελαφρύ πεζικό, όπως και στην κλασσική Ελλάδα, το αποτελούσαν οι κατώτερης κοινωνικής στάθμης Ρωμαίοι και ήταν ουσιαστικά ακροβολιστές, το αντίστοιχο των Ελλήνων «ψιλών». Τα τμήματα αυτά ονομαζόταν velites (ο ελληνικός όρος που έχει επικρατήσει είναι γροσφομάχοι) ενώ ακόμη ήταν γνωστοί ως leves, rorarii ή και ferentarii. Ένα τμήμα αυτού του «κατώτερου» πεζικού που συμμετείχε μερικές φορές στις μάχες ήταν κάπως βαρύτερα οπλισμένο και ονομάζονταν antesignani. Στην οργάνωση της λεγεώνας οι ελαφροί πεζοί ήταν συνήθως το 1/5 του συνολικού αριθμού των ανδρών που αποτελούσαν τη λεγεώνα, δηλαδή 1.000 έως 1.200. Παρατάσσονταν μπροστά από την κυρίως παράταξη, ακροβολίζονταν, παρενοχλούσαν τους αντίπαλους με βροχή βλημάτων και συνήθως υποχωρούσαν μετά την έναρξη της μάχης πίσω ή στο πλάι των βαριά οπλισμένων που ακολουθούσαν. Ο οπλισμός τους περιορίζονταν σε ένα ή δύο ελαφρά ακόντια (hastae velitariae), ένα μικρό ξίφος και μια ελαφρά, μικρού μεγέθους ασπίδα (parma), ενώ κάποιοι ήταν οπλισμένοι με σφενδόνη. Ήταν αθωράκιστοι και δεν μπορούσαν να αντέξουν σε παρατεταμένο αγκέμαχο ενάντια σε βαρύτερα οπλισμένους αντίπαλους. Συχνά φορούσαν ελαφρό κράνος επενδυμένο με το δέρμα της κεφαλής κάποιου άγριου ζώου, αποτελώντας ένα πολύ ιδιαίτερο θέαμα.
Με τη σειρά του το «βαρύ» πεζικό χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες: Τους «Άστατους» (Hastati) που ήταν οι νεότεροι άνδρες, με σχετικά περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες και οι οποίοι αποτελούσαν την πρώτη γραμμή της κυρίως παράταξης, που ήταν διαρθρωμένη σε «σπείρες» (maniples). Οι Άστατοι ήταν οπλισμένοι για αγκέμαχο, με βαρύτερα ακόντια (μια πρώτη υλοποίηση του περίφημου ρωμαϊκού pilum), ένα ισχυρό, διπλής κόψης, κοντό σπαθί και θυρεόσχημη βαριά ξύλινη ασπίδα με μεταλλική νεύρωση και ομφαλό. Η θωράκιση τους ήταν ελαφρά και συνήθως περιοριζόταν σε μία μεταλλική πλάκα στο στήθος (καρδιοφυλακτήρας), πολύ σπανιότερα σε ελαφρά αλυσιδωτή θωράκιση και μία συνήθως περικνημίδα και φυσικά κράνος.


Η στρατηγική και τακτική ιδιοφυϊα του Αννίβα εντυπωσίασε όχι μόνο τους σύγχρονους του αλλά και τους στρατιωτικούς και μελετητές της πολεμικής ιστορίας όλων των εποχών. Εδώ μεταγενέστερη απεικόνιση τους Καρχηδόνιου στρατηλάτη.

Στη δεύτερη γραμμή, ήταν ο πυρήνας του βαρέως πεζικού των Ρωμαίων, οι «Πρίγκιπες» όπως έχει επικρατήσει να λέγονται στην ελληνική ορολογία (principes, μία πρόσφορη μετάφραση θα ήταν οι «Πρωτεύοντες»). Επρόκειτο για τους άνδρες που βρισκόταν στην καταλληλότερη ηλικία για στρατιωτική υπηρεσία, που είχαν ήδη πρότερη εμπειρία και τις οικονομικές δυνατότητες για καλύτερη θωράκιση. Ο επιθετικός τους οπλισμός δεν διέφερε απ’ αυτόν των Άστατων, ωστόσο πολλοί από τους Πρίγκιπες φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα (lorica hamata) που προσέφερε επαρκή προστασία σε συνδυασμό με την ποδήρη ασπίδα σε σχήμα θυρεού (το περίφημο scutum, που εξελίχθηκε αργότερα στην κυρτή ασπίδα που έχουμε συνδυάσει με τις λεγεώνες της εποχής της αυτοκρατορίας). Κάποιοι, οι λιγότερο εύποροι, διέθεταν μόνο έναν καρδιοφυλακτήρα, ενώ ελάχιστοι διέθεταν (ακριβούς) μυώδεις μεταλλικούς θώρακες. Φυσικά όλοι φορούσαν μεταλλικό κράνος. Η ανώτερη θωράκιση σε συνδυασμό με την εμπειρία και την καλή φυσική κατάσταση, καθιστούσε τους «Πρίγκιπες» μία εξαιρετικά αποτελεσματική δύναμη στα πλαίσια του ρωμαϊκού στρατού.
Στην τρίτη γραμμή της λεγεώνας πολεμούσαν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία πολίτες, οι βετεράνοι, των οποίων η αποστολή ήταν να μπουν στη μάχη μόνο αφού εξαντλείτο η δύναμη των δύο πρώτων σειρών. Το όνομα τους ήταν Triarii ή Pili και ο οπλισμός τους διέφερε σημαντικά από τους δύο προηγούμενους σχηματισμούς, αφού ήταν ουσιαστικά οπλισμένοι στα πρότυπα των Ελλήνων οπλιτών, με βαρύ δόρυ και πολεμούσαν σε ένα σχηματισμό παρόμοιο με την οπλιτική φάλαγγα. Η θωράκισή τους ήταν παρόμοια με τον Πριγκίπων, αν και μεταξύ των Τριαρίων υπήρχαν σε χρήση περισσότεροι βαρείς μεταλλικοί μυώδεις θώρακες. Ενώ οι τάξεις των Άστατων και των Πριγκίπων αριθμούσαν τουλάχιστον περί τους 1200 έκαστη σε κάθε λεγεώνα, οι Τριάριοι ήταν κάπου 600. Συνήθως οι Ρωμαίοι διοικητές τους χρησιμοποιούσαν σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, αφού η αποστολή τους ήταν να κρατήσουν τον αντίπαλο εφόσον είχε διασπάσει τις κύριες γραμμές μάχης και να επιτρέψουν στα άλλα βαριά τμήματα να ανασυνταχθούν πίσω τους και να εξαπολύσουν αντεπίθεση. Μάλιστα ορισμένοι Ρωμαίοι διοικητές άφηναν στους Τριάριους το καθήκον της φύλαξης τους στρατοπέδου και δεν τους ενέτασσαν στην κύρια γραμμή μάχης. Το ότι ήταν «λύση ανάγκης» φαίνεται και από το παλιό ρωμαϊκό γνωμικό «έφθασε στους Τριάριους» (ad triarios redisse), που υπονοούσε μια κατάσταση σχεδόν απελπιστική.
Τέλος, το Ρωμαϊκό ιππικό προερχόταν από τις ανώτερες τάξεις της Ρώμης, την τάξη των ιππέων (ordo equester) κατά βάση και ήταν βαριά θωρακισμένο και οπλισμένο. Η πλειοψηφία των ιππέων διέθεταν κράνος, θώρακα (πολύ συχνά μυώδη) μία ιππική ασπίδα, ξίφος και δόρυ. Μεταξύ των συμμάχων, ένα μέρος των ιππέων ήταν οπλισμένοι ελαφρύτερα, μόνο με απάρτια θώρακα και με ακόντια αντί δόρατος και πολεμούσαν ως ferentarii, αυτούς που οι Έλληνες της ίδιας εποχής ονόμαζαν Ταραντίνους, εκ των ιππέων της ελληνικής αποικίας του Τάραντα. Δηλαδή ακροβολιστές ιππείς, που παρενοχλούσαν τους αντιπάλους με βροχή ακοντίων και ήταν ιδιαίτερα χρήσιμοι στην καταδίωξη αποδιοργανωμένων αντιπάλων. Η πλειονότητα πάντως του Ρωμαϊκού και συμμαχικού ιππικού πολεμούσε ως ιππικό κρούσης και διατάσσονταν στις πτέρυγες της λεγεώνας, για να ιππομαχήσει αρχικά με το αντίπαλο ιππικό και στη συνέχεια, εφόσον επικρατήσει, να επιπέσει με ορμή στα πλευρά του αντίπαλου πεζικού. Πολύ συχνά οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τις ελληνικές τακτικές των «χάμιππων», δηλαδή της ανάπτυξης ελαφρών πεζών (στην περίπτωση αυτή velites) μεταξύ των ιππέων, για να βοηθήσουν σε περίπτωση ιππομαχίας.


Η Ρώμη κατόρθωσε να ανακάμψει και να καταβάλλει την στρατιωτική ισχύ της Καρχηδόνας, η οποία πάντως πριν από τις εκστρατείες του Αννίβα είχε να επιδείξει κυρίως ναυτική υπεροχή. Εδώ βλέπουμε μια σύγχρονη μακέτα-αναπαράσταση του περίφημου «πολεμικού λιμένα» της Καρχηδόνας.

Οι τακτικές του Ρωμαϊκού στρατού την εποχή της Δημοκρατίας ήταν σε γενικές γραμμές απλές – έως και απλοϊκές. Με δεδομένο ότι οι Ρωμαίοι πολίτες δεν ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, η κύρια τακτική ήταν η παράταξη κατά σπείρα και στη συνέχεια η κατά μέτωπο επίθεση. Η λεγεώνα ήταν ιδιαίτερα επιθετικός σχηματισμός και λόγω του οπλισμού αλλά και της τακτικής διάρθρωσης, είχε μεγάλη ευκινησία και δυνατότητα προσαρμογής. Τη μάχη άνοιγαν οι γροσφομάχοι με βροχή βλημάτων και αφού αυτοί αποσύρονταν, προωθούνταν οι βαριοί πεζοί με πρώτους τους Άστατους, οι οποίοι έριχναν τα pila τους σε δύο ομοβροντίες και επιτίθονταν με τα ξίφη τους. Εφόσον δεν κατόρθωναν να διασπάσουν το εχθρικό μέτωπο με την πρώτη, υποχωρούσαν με τάξη κατά σπείρα και περνούσαν πίσω από τους Πρίγκιπες, που αναλάμβαναν την επίθεση. Κατά κανόνα η μάχη κρινόταν σε αυτό το σημείο, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις οι Πρίγκιπες δεν κατόρθωναν να επικρατήσουν, οπότε υποχωρούσαν πίσω από τους Τριάριους και οι τελευταίοι αναγκάζονταν να συγκρατήσουν την ορμή των εχθρών μέχρι να ανασυνταχθούν οι άλλες δύο γραμμές και να επιπέσουν ξανά επί των αντιπάλων.
Πιο περίπλοκες τακτικές, που περιλάμβαναν πλαγιοκοπήσεις, συγκέντρωση δυνάμεων, ανισοβαρή ανάπτυξη και διάφορα στρατηγήματα, εφαρμόσθηκαν από ικανούς Ρωμαίους στρατηγούς που διέθεταν ένα στράτευμα για αρκετό καιρό στην διάθεσή τους και είχαν τη δυνατότητα να το εκπαιδεύσουν σε τέτοιους ελιγμούς. Κατά το Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο αυτό έτεινε να παγιοποιηθεί και όσο η Ρωμαϊκή Επικράτεια επεκτεινόταν, τόσο περισσότερο διάστημα έμεναν υπό τα όπλα οι Ρωμαίοι πολίτες και τόσο πληρέστερη στρατιωτική εκπαίδευση λάμβαναν. Με το πέρας του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου ο Ρωμαϊκός στρατός ήταν γενικά ο καλύτερα εκπαιδευμένος στον «γνωστό κόσμο».
Αυτή ήταν η δομή του ρωμαϊκού στρατού τον καιρό αυτό. Η Σύγκλητος για την αντιμετώπιση του Αννίβα είχε ήδη «ξοδέψει» δύο υπατικές στρατιές, οπότε οι κεφαλές της Ρώμης δεν σκόπευαν να υποπέσουν ξανά στο ίδιο λάθος και να στείλουν δυνάμεις που δεν υπερείχαν αποφασιστικά. Στο πλαίσιο αυτό, αποφάσισαν ο στρατός που θα αντιμετώπιζε τον Καρχηδόνιο πολέμαρχο στην τελική σύγκρουση να μην περιλαμβάνει απλώς δύο υπατικές στρατιές, αλλά δύο διπλασιασμένες υπατικές στρατιές.
Ανάλογα με την πηγή που δεχόμαστε ως πλέον αξιόπιστη, οι Ρωμαίοι που παρατάχθηκαν στην πεδιάδα των Κανών, αριθμούσαν συνολικά από 79.000 έως 86.000. Εξ αυτών περίπου 10.000 – σε αυτό συμφωνούν όλες οι πηγές – παρέμειναν στο στρατόπεδο, οπότε ενάντια στον Αννίβα στην πεδιάδα των Κανών, καθώς ξημέρωνε η 2α Αυγούστου του 216 π.Χ. παρατάχθηκαν περίπου 69.000 έως 76.000 άνδρες. Ήταν το ισχυρότερο στράτευμα που είχε συγκεντρώσει ως τότε η Ρώμη και οι δύο Ύπατοι δεν έκρυβαν την αισιοδοξία τους. Πίστευαν ότι μέχρι το ηλιοβασίλεμα ο Καρχηδόνιος θα είχε πέσει στα χέρια τους και η απειλή που αντιπροσώπευε για την αιώνια πόλη θα ήταν παρελθόν.

Ο στρατός του Αννίβα

Αν η Ρώμη ήταν μια ολιγαρχία με δημοκρατική επίφαση και πολίτες με πλήρεις υποχρεώσεις (στράτευση κλπ.), η Καρχηδόνα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό: μια καθαρόαιμη ολιγαρχία, που βάσιζε την στρατιωτική της ισχύ όχι στον αριθμό των ένοπλων πολιτών που μπορούσε να κινητοποιήσει, αλλά στο άφθονο χρυσάφι που μπορούσε να διαθέσει για να στρατολογήσει τεράστιους αριθμούς μισθοφόρων.
Η Καρχηδόνα είχε παλιότερα αντιγράψει – όπως άλλωστε και οι Ιταλοί, μεταξύ αυτών και οι Ρωμαίοι – το πρότυπο του Έλληνα οπλίτη, το οποίο μετέφεραν στη Δύση οι άποικοι της «Μεγάλης Ελλάδας» (Νότιος Ιταλία και Σικελία). Στις παλιότερες αυτές εποχές το κύριο σώμα στρατού που μπορούσε να κινητοποιήσει η πόλη-κράτος Καρχηδόνα ήταν οι ένοπλοι πολίτες της. Στην πορεία και με δεδομένο ότι ο Φοινικικός πληθυσμός της Καρχηδόνας δεν επαρκούσε για ένα πραγματικό στράτευμα πολιτών, άρχισαν να προσλαμβάνονται και μισθοφόροι, οι οποίοι στρατολογούνταν από τους Λίβυους και τους άλλους λαούς της Βορείου Αφρικής.
Στην πορεία η Καρχηδόνα, που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει μια απέραντη εμπορική αυτοκρατορία, απέκτησε ένα ουσιαστικά πλήρως μισθοφορικό στράτευμα, με ελάχιστα τμήματά του να προέρχονται από τη Μητρόπολη (για μεγάλο χρονικό διάστημα μόνο ο «Ιερός Λόχος» των νεαρών Καρχηδόνιων ευγενών αναφέρεται ως Φοινικικό πεζικό, ενώ υπήρχε και ανάλογο ιππικό σώμα). Από ένα σημείο και μετά οι Φοίνικες ήταν μόνο οι αξιωματούχοι και μόνο ορισμένοι εξ αυτών υπηρετούσαν ως βαρύ ιππικό. Ήδη από τον 4ο αιώνα η στράτευση των Καρχηδόνιων δεν ήταν υποχρεωτική, αφού η επέκταση της εμπορικής αυτοκρατορίας μεγάλωνε τις ανάγκες για διοικητικούς υπαλλήλους και έμπορους σε ολόκληρη τη δυτική Μεσόγειο.


Και οι μελετητές του Μεσαίωνα υποκλίθηκαν στην ιδιοφυϊα του Αννίβα και του αφιέρωσαν πολλά από τα έργα τους. Ένα από αυτά κοσμούσε αυτή η γκραβούρα, που απεικονίζει τη μάχη των Κανών, με τους Καρχηδόνιους και τους Ρωμαίους να πολεμούν με μεσαιωνικές εξαρτήσεις και όπλα.

Ο στρατός του Αννίβα είχε όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός Καρχηδονιακού στρατού της περιόδου της μεγάλης επέκτασης της Καρχηδόνας, εκτός από ένα, την ανομοιογένεια. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Αννίβα ήταν η δημιουργία ενός συμπαγούς και «ελέγξιμου» στρατεύματος από το συνονθύλευμα των μισθοφόρων και επίστρατων που αποτελούσαν το στρατό του.
Δηλαδή, στη μάχη των Κανών ο Αννίβας παράταξε ένα ετερογενές στράτευμα, που αποτελείτο κυρίως από μισθοφόρους και σύμμαχους, αν και στην «καρδιά» του βρισκόταν ένας αριθμός επίστρατων, τόσο Καρχηδόνιων όσο και – κυρίως – Λίβυων και άλλων Αφρικανών.
Το ελαφρύ πεζικό του Αννίβα αποτελείτο από τους Ίβηρες, τους Κέλτες και τους Νουμίδες. Μεταξύ των Ιβήρων βρίσκουμε αρκετούς σφενδονήτες (κυρίως από τις Βαλεαρίδες) και μεταξύ των Νουμιδών μερικούς τοξότες. Οι υπόλοιποι ελαφροί πεζοί ήταν κυρίως ακοντιστές και «πελταστές».
Το βαρύ πεζικό του Αννίβα αποτελούσαν οι Κέλτες και Ίβηρες βαριά οπλισμένοι πεζοί, οι Λίβυοι και οι Καρχηδόνιοι. Οι Κέλτες και οι Ίβηρες ήταν οπλισμένοι βάσει των φυλετικών τους προτύπων και αποτελούσαν το χαμηλότερης ποιότητας μέρος του βαρέως πεζικού. Αντίθετα, οι Αφρικανοί (Λίβυοι, Καρχηδόνιοι) ήταν το επίλεκτο τμήμα του στρατεύματος και ήταν οπλισμένοι στα ελληνομακεδονικά πρότυπα (με μακριά δόρατα και μικρές ασπίδες), ενώ κάποια τμήματα ενδεχομένως έφεραν οπλιτική εξάρτηση. Σύμφωνα με κάποιες από τις πηγές, το μεγαλύτερο μέρος των Αφρικανών επανεξοπλίστηκαν με Ρωμαϊκά όπλα μετά από τις νίκες στην Τρέβια και την Τρασιμένη, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι η πλειοψηφία των ανδρών του Αννίβα είχαν αποκτήσει και θώρακες, συνέπεια αυτών των αναμετρήσεων με τους Ρωμαίους.
Η μεγάλη δύναμη του Καρχηδονιακού στρατεύματος ήταν το ιππικό του. Σε αυτό δέσποζε το ελαφρύ ιππικό των Νουμιδών, περί τους 2.000 στην εκστρατεία του Αννίβα, πιθανότατα το καλύτερο του είδους του στον Μεσογειακό κόσμο την εποχή αυτή. Οι γηγενείς Καρχηδόνιοι που συμμετείχαν στις εκστρατείες της χώρας τους επάνδρωναν ένα αξιόλογο βαρύ ιππικό, αλλά δεν φαίνεται να διέθετε τέτοιους ο Καρχηδόνιος στις Κάνες, ενώ το Κελτικό και Ιβηρικό ιππικό ήταν η μεγάλη μάζα των ιππέων του Αννίβα.


Ο πολιτισμός της Καρχηδόνας ήταν μοναδικός στην δυτική Μεσόγειο, ωστόσο άρχισε να παρακμάζει με το τέρμα του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου. Εδώ στήλη από την Καρχηδόνα με απεικόνιση μέρους πλοίου.

Όσον αφορά στους αριθμούς, το στράτευμα που παράταξε ο Αννίβας στις όχθες του Οφίδιου ποταμού, που διατρέχει την πεδιάδα των Κανών όπου έγινε η μάχη, υστερούσε σημαντικά έναντι αυτού των Ρωμαίων. Κατά πάσα πιθανότητα ο Αννίβας διέθετε περίπου 30.000 βαριά οπλισμένους πεζούς, εξ αυτών μόλις 12.000 περίπου ήταν Λίβυοι και Καρχηδόνιοι, οπλισμένοι με μακριά δόρατα. Οι υπόλοιποι ήταν Κέλτες και Ίβηρες. Κυρίως Κελτίβηρες ήταν και οι ελαφροί πεζοί, αλλά μεταξύ των 8.000 περίπου που διέθετε ο Αννίβας υπήρχαν και κάποιοι Αφρικανοί (κυρίως Νουμίδες). Το ιππικό του Αννίβα υπερείχε του Ρωμαϊκού, αφού διέθετε περί τους 10.000 ιππείς, Νουμίδες, Κέλτες και Ίβηρες, ενώ πιθανότατα υπήρχαν ελάχιστοι Καρχηδόνιοι ιππείς της ανώτερης τάξης (αξιωματούχοι), μαζί με κάποιους Έλληνες μισθοφόρους. Από κάποιες πηγές αναφέρονται τουλάχιστον δύο Έλληνες ανώτεροι αξιωματικοί των δυνάμεων του Αννίβα, ο Σπαρτιάτης Σώσιλος, που ήταν μαζί με τον Ασδρουβάλ ο διοικητής του Κελτο-Ιβηρικού ιππικού στην αριστερή πλευρά του στρατεύματος στη μάχη και ο Σικελιώτης (κατ’ άλλες πηγές επίσης Σπαρτιάτης) Σίλενος. Αξίζει να αναφερθεί ότι και οι δύο αυτοί Έλληνες έγραψαν για την εκστρατεία του Αννίβα και τη μάχη των Κανών και αποτελούν μία από τις κύριες πηγές για τον Πολύβιο που έγραψε λίγα χρόνια αργότερα για τα γεγονότα. Αυτό το ετερόκλητο πλήθος θα έριχνε ο Αννίβας ενάντια στην συγκεντρωμένη ισχύ της Ρώμης, σε μια μάχη που έλπιζε ότι θα έκρινε υπέρ αυτού τον πόλεμο στον οποίο είχε εμπλακεί.



Τελευταίες κινήσεις πριν από τη μάχη

Οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν τη μάχη με τη συνήθη γενναιότητα, άγνοια κινδύνου και συνάμα το πρακτικό πνεύμα που τους χαρακτήριζε. Η αισιοδοξία ξεχείλιζε και αυτό είναι φανερό τόσο στις πράξεις των Ρωμαίων πριν τη μάχη όσο και στον λόγο του Αιμίλιου Παύλου με τον οποίο προσπάθησε να εμψυχώσει τους στρατιώτες του. Ο Παύλος δε δίστασε – στο λόγο του που διασώζει ο Πολύβιος – να μιλήσει για τις ήττες που υπέφεραν οι Ρωμαίοι από τον Αννίβα στις προηγούμενες μάχες. «Ποτέ μέχρι τώρα», είπε στους ανυπόμονους στρατιώτες, «οι δύο Ύπατοι πήγαν μαζί στη μάχη και ποτέ δεν παρέταξαν άριστα εκπαιδευμένους στρατιώτες (…) Όμως τώρα οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Και οι δύο Ύπατοι βρίσκονται με το στρατό. Και όχι μόνο είναι προετοιμασμένοι να μοιραστούν τον κίνδυνο, αλλά παρότρυναν και τους Ύπατους της προηγούμενης χρονιάς να παραμείνουν και να λάβουν μέρος στη μάχη. Και οι άνδρες όχι μόνο έχουν δει τα άρματα, την τάξη και τους αριθμούς του εχθρού, αλλά ενεπλάκησαν και σε καθημερινές σχεδόν μάχες μαζί τους τα τελευταία δύο χρόνια (…) θα ήταν περίεργο, ή μάλλον αδύνατο, εκείνοι που σε διάφορες αψιμαχίες, όπου οι αριθμοί των δύο πλευρών ήταν περίπου ίσοι και κατάφεραν να βγουν νικητές, όταν συγκεντρώνονται όλοι μαζί και είναι διπλάσιοι στον αριθμό από τον εχθρό, να ηττηθούν».
Και ο γενναίος Ρωμαίος στρατηγός κατέληξε με μία επωδό που έμεινε στην ιστορία: «Μπείτε σε αυτή τη μάχη με την πεποίθηση ότι η χώρα σας σε αυτήν δεν διακινδυνεύει έναν αριθμό λεγεώνων, αλλά την ίδια την ύπαρξή της. Γιατί δεν έχει τίποτε να προσθέσει σε ένα τέτοιο στράτευμα για να πετύχει τη νίκη αν η μέρα πάει ενάντια σε μας. Όλη της η εμπιστοσύνη και η δύναμη βρίσκεται μαζί σας, όλες οι ελπίδες της για ασφάλεια βρίσκονται στα χέρια σας».
Ο Αιμίλιος έκανε λάθος σε πολλά σημεία, αλλά δεν θα ζούσε για να το διαπιστώσει.
Ο Αννίβας επιδείκνυε τη συνηθισμένη του σιγουριά για το αποτέλεσμα, η οποία ήταν προϊόν όχι μόνο της αυτοπεποίθησής του, αλλά και της επίγνωσης ότι οι Ρωμαίοι φαίνονταν για μία ακόμη φορά ανυπόμονοι να πέσουν στην παγίδα του, όπως είχαν κάνει στην Τρέμπια και στην Τρασιμένη.
Αυτό φάνηκε και από τη δική του ομιλία προς τους άνδρες του την παραμονή της μάχης. «Ποια καλύτερη χάρη θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από τους θεούς, αν όχι να πολεμήσουμε σε ένα τέτοιο πεδίο, με την υπεροχή σε ιππικό που έχουμε; Πρώτα λοιπόν, να ευχαριστήσετε τους Θεούς, γιατί έφεραν τον εχθρό σε αυτή τη χώρα, διότι έχουν σχεδιάσει τη νίκη για μας. Και στη συνέχεια σε μένα, γιατί έπεισα τους εχθρούς να πολεμήσουν – γιατί δεν μπορούν να συνεχίσουν να το αποφεύγουν – και να πολεμήσουν σε ένα μέρος που παρουσιάζει τόσα πλεονεκτήματα για μας (…). Με τις νίκες σας στις προηγούμενες μάχες, γίνατε κάτοχοι της χώρας και του πλούτου της, όπως ακριβώς σας υποσχέθηκα. Ήμουν πάντα ειλικρινής σε ότι σας είπα. Αλλά η μάχη αυτή είναι για τις πόλεις και τα πλούτη που αυτές περιέχουν. Και αν νικήσετε, ολόκληρη η Ιταλία θα είναι στο έλεός σας (θα είστε) Κύριοι του πλούτου της Ρώμης, με αυτή τη μάχη θα γίνετε οι ηγέτες και άρχοντες του κόσμου. Αυτή είναι η ώρα για πράξεις, όχι λόγια. Με την ευλογία του θεού είμαι πεπεισμένος ότι θα εκπληρώσω όλες μου τις υποσχέσεις αυτή τη στιγμή!»
Τα μεγάλα λόγια των διοικητών των στρατευμάτων σκόπευαν στην ενίσχυση του ηθικού των ανδρών και στην δημιουργία ενός κλίματος που θα έφερνε τη νίκη. Ωστόσο στη Ρωμαϊκή πλευρά κάποια σύννεφα έσκιαζαν τη γενική αισιοδοξία, κάποιες διαφωνίες μεταξύ Παύλου και Βάρρου. Οι δύο Ρωμαίοι στρατηγοί δεν ήταν ιδιαίτερα έμπειροι ή ικανοί και το ότι βρισκόταν αντίπαλοι της μεγαλύτερης τακτικής ιδιοφυίας της εποχής αναδείκνυε ακόμη περισσότερο τη σχετική ανεπάρκειά τους. Οι ίδιοι, τουλάχιστον ο Παύλος, φαίνεται ότι είχαν συναίσθηση αυτής της σχετικής ανεπάρκειας, αν και παράλληλα είχαν εμπιστοσύνη στην υπεροχή του Ρωμαίου λεγεωνάριου σε οπλισμό, εκπαίδευση και – κυρίως – ηθικό, καθώς οι Ρωμαίοι πολεμούσαν για την πατρίδα, για τα σπίτια και τις οικογένειές τους, αντίθετα με τους μισθοφόρους του Αννίβα που πολεμούσαν για το πλιάτσικο και τον αρχηγό τους.
Αν και συνήθως στους Ρωμαϊκούς στρατούς ο κάθε Ύπατος ήταν επικεφαλής των δικών του λεγεώνων, στην περίπτωση αυτή σύμφωνα και με τις δύο κύριες πηγές για τη μάχη – τον Έλληνα Πολύβιο και τον Ρωμαίο Λίβιο – οι δύο Ύπατοι εναλλάσσονταν κάθε μέρα στην αρχιστρατηγία, όπως ήταν λ.χ. η συνήθεια στους Ελληνικούς στρατούς των πόλεων-κρατών της κλασσικής εποχής.
Ο Παύλος ζωγραφίζεται από τις πηγές ως ο πιο «φρόνιμος» από τους δύο, ενώ ο Βάρρος ως πιο παρορμητικός και βίαιος. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο «φρόνιμος» θα αποδεικνυόταν και γενναίος, ενώ αντίθετα ο «ορμητικός» θα μεταβαλλόταν σε «δειλό».
Πριν τη μάχη, ωστόσο, ο Παύλος φαίνεται ότι είχε καταλάβει ότι ο στρατός τους, ο ισχυρότερος που μπορούσε να διαθέσει η ένδοξη πόλη της Ρώμης, βάδιζε σε μία παγίδα του Αννίβα, ο οποίος είχε προσεκτικά επιλέξει το πεδίο της μάχης και τη συγκυρία της σύγκρουσης. Ο Παύλος προσπάθησε να αποφύγει τη μάχη και να πείσει τον Βάρρο ότι θα έπρεπε να επιλέξουν οι ίδιοι το χρόνο (ίσως και τον τόπο, αν και η κατοχή από τον Αννίβα των Κανών δεν άφηνε πολλά περιθώρια) της σύγκρουσης. Αντίθετα, ο Βάρρος επιθυμούσε να οδηγήσει τις λεγεώνες στο πεδίο της δόξας, να εκδικηθεί τους νεκρούς της Τρέβιας, της Τρασιμένης και των άλλων συγκρούσεων όπου ο Αννίβας και οι μισθοφόροι του είχαν συντρίψει τις Ρωμαϊκές δυνάμεις, να κερδίσει φήμη και αναγνώριση για τον εαυτό του και την οικογένειά του.
Ο Βάρρος άρχισε να προωθεί το στράτευμα, παρά τις αντιρρήσεις του Παύλου, με αποτέλεσμα οι ελαφρές δυνάμεις – ιππικό και «ψιλοί» – του Αννίβα να πέσουν πάνω τους ενώ βρισκόταν ακόμη σε διάταξη πορείας και να προκαλέσουν σημαντική σύγχυση και σποραδικές απώλειες, έως ότου οι Ρωμαίοι οργανώθηκαν και υπό την ηγεσία του Βάρρου απέκρουσαν την επίθεση των δυνάμεων της Καρχηδόνας και καταδίωξαν τους αντίπαλους.
Το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης αψιμαχίας φαίνεται να ατσάλωσε ακόμη περισσότερη την πεποίθηση τους ότι θα συντρίψουν τις δυνάμεις του Αννίβα, ενώ και οι αντιρρήσεις του Παύλου άρχισαν να υποχωρούν μπροστά στη γενική αποφασιστικότητα και στην συντριπτική υπέρ των Ρωμαίων ισορροπία των δυνάμεων. Καθώς έπεφτε η νύχτα, το ηθικό των Ρωμαίων βρισκόταν στο ζενίθ.
Την επομένη ο Αιμίλιος Παύλος – που ήταν ξανά επικεφαλής – μη θέλοντας να δώσει άμεσα μάχη αλλά επιθυμώντας να ελέγξει την κατάσταση, συνέχισε να κάνει σοβαρά λάθη. Προχώρησε στη διάσπαση του στρατεύματός του, δημιουργώντας δύο στρατόπεδα, ένα σε κάθε όχθη του Οφίδιου. Στην όχθη όπου βρισκόταν ο όγκος του στρατεύματος του Αννίβα, ίσως μόλις 2 χιλιόμετρα πιο μακριά, στρατοπέδευσαν τα 2/3 του Ρωμαϊκού στρατού, ενώ στην άλλη όχθη το 1/3. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, η αποστολή του δεύτερου αυτού στρατοπέδου ήταν να προστατεύσει τις γραμμές ανεφοδιασμού και επικοινωνιών των Ρωμαίων και να παρενοχλεί αυτές των Καρχηδόνιων.
Ο Αννίβας θεωρούσε ότι όλα τα σημάδια ήταν ευνοϊκά και είχε ήδη καταστρώσει τα σχέδιά του. Παρατηρώντας τις κινήσεις των Ρωμαίων στα στρατόπεδά τους, παράταξε το στρατό του για μάχη δίπλα στην όχθη του ποταμού, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τους αντιπάλους του. Ο Αιμίλιος, «πονηρεμένος» σχετικά με τις ικανότητες του δαιμόνιου Καρχηδόνιου και θεωρώντας ότι πρέπει ο ίδιος να υπαγορεύσει τις συνθήκες της μάχης – πιθανότατα πιστεύοντας ότι ο Αννίβας βιάζεται διότι δεν έχει επαρκή εφόδια – απόφυγε να παρατάξει το στρατό του, αλλά περιορίστηκε να ενισχύσει τις φρουρές και των δύο στρατοπέδων. Ο Αννίβας κατάλαβε κάποια στιγμή ότι ο αντίπαλός του δεν «τσίμπησε το δόλωμα» και αποσύρθηκε στο δικό του στρατόπεδο, αφού ανέθεσε σε αποσπάσματα Νουμιδών ιππέων να παρενοχλούν τους Ρωμαίους που προσπαθούσαν να μεταφέρουν νερό στα στρατόπεδα από τον ποταμό.
Επρόκειτο για άλλη μία καλά υπολογισμένη κίνηση για να προκαλέσει ακόμη περισσότερη αγανάκτηση μεταξύ των Ρωμαίων και να τους παρασύρει σε μάχη. Σύντομα ο Βάρρος θα του έκανε τη χάρη…

Η μέρα της σφαγής

Ο Βάρρος είχε πάρει τις αποφάσεις του και είχε πείσει μερικώς και τον Παύλο. Καθώς ξημέρωνε η επόμενη μέρα, οι Ρωμαίοι άρχισαν να βγαίνουν από τα στρατόπεδά τους και να παρατάσσονται για μάχη. Πρώτα πήραν τις θέσεις τους οι άνδρες του κύριου στρατοπέδου και στη συνέχεια εκείνοι από το δεύτερο, που βρισκόταν στην αντίπερα όχθη του Οφίδιου. Το μεγαλύτερο από μία σειρά λαθών του Βάρρου και του Παύλου, έλαβε χώρα ακριβώς σε αυτό το σημείο. Η δύναμη των Ρωμαίων ήταν η σαφής αριθμητική και ποιοτική υπεροχή που απολάμβαναν έναντι του στρατού που οδηγούσε ο Αννίβας. Για να εκμεταλλευτούν αυτήν την υπεροχή, η σύνεση και η λογική υπαγόρευαν να «ανοίξουν» το μέτωπο της παράταξής τους όσο επέτρεπε η τοποθεσία, να ενισχύσουν τις πτέρυγες (όπου το ιππικό τους ήταν υποδεέστερο, αριθμητικά και ποιοτικά, από το αντίστοιχο του Αννίβα) και να προσπαθήσουν να κάνουν τον Αννίβα να λεπτύνει υπερβολικά τη γραμμή του για να καλύψει όλο το μέτωπο τους. Με τον τρόπο αυτό, θα είχαν μερικώς εξασφαλίσει ότι η υπεροχή του λεγεωνάριου σε οπλισμό, πειθαρχία και εκπαίδευση, θα μπορούσε να αντιπαρέλθει οποιουδήποτε στρατηγήματος ήταν δυνατό να «εφεύρει» ο νους του Αννίβα.


Η παράταξη των δύο αντιπάλων δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τα σχέδια των ηγετών τους: ο Αννίβας ήθελε να πετύχει την υπερκέραση και περικύκλωση των Ρωμαίων, την ώρα που οι λεγεώνες του Βάρρου και του Παύλου σκόπευαν απλά να συντρίψουν κατά μέτωπο το στρατό της Καρχηδόνας.

Όμως οι Ρωμαίοι διοικητές έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Η παράταξη των Ρωμαίων ήταν απλή. Ο κύριος όγκος του στρατεύματος, που αποτελούσαν οι βαρείς πεζοί του τριαδικού συστήματος (Άστατοι, Πρίγκιπες και Τριάριοι) παρατάχθηκαν σε τρεις επάλληλες γραμμές, όπως συνήθιζαν οι Ρωμαίοι διοικητές. Δεν είναι ξεκάθαρο αν μπροστά τους τοποθετήθηκαν, όπως συνηθίζεται, οι ελαφρείς (velites) πεζοί, ωστόσο κατά πάσα πιθανότητα κάτι τέτοιο έγινε, σε περιορισμένη έκταση, καθώς οι Ρωμαίοι είχαν αφήσει περί τους 7.500 ελαφρούς πεζούς μαζί με 2.500 περίπου βαρείς πεζούς στα δύο στρατόπεδα, για να τα φρουρούν – αυτό συνηθιζόταν στην εποχή αυτή, άλλωστε και ο Αννίβας είχε αφήσει περί τους 4.000 (8.000 σύμφωνα με κάποιες πηγές) άνδρες να καλύπτουν το δικό του στρατόπεδο. Στη μονολιθική Ρωμαϊκή γραμμή παρατάχθηκαν περί τους 55.000 βαρείς πεζούς καθώς και ακόμη 8.000 ελαφρύτερα οπλισμένοι. Οι λεγεώνες βρίσκονταν υπό την διοίκηση των δύο Ύπατων της προηγούμενης χρονιάς, του Μάρκου Ατίλιου και του Γκνάϊου Σερβίλιου. Στις δύο πτέρυγες, οι Ρωμαίοι έταξαν το ιππικό τους. Το Ρωμαϊκό ιππικό, οι «equites», παρατάχθηκαν στην πλευρά του ποταμού, στο ρωμαϊκό δεξί κέρας, υπό την ηγεσία του Παύλου. Ο Βάρρος ανέλαβε το ιππικό της αριστερής πλευράς, όπου βρισκόταν 4.000 Ρωμαίοι και σύμμαχοι ιππείς. Η παράταξη του ιππικού, που μάλιστα δεν ενισχύθηκε με μεγάλο αριθμό «ψιλών» όπως γινόταν ενίοτε, υπονοεί ότι οι Ρωμαίοι απλά σκόπευαν να κρατήσουν τις πτέρυγες, έως ότου το πεζικό πετύχει τη διάρρηξη της αντίπαλης παράταξης.


Καθώς ξεκινά η μάχη το «μισοφέγγαρο» που σχηματίζουν οι Κέλτες και Ίβηρες στο κέντρο της Καρχηδονιακής παράταξης, πέφτει πάνω στους Ρωμαίους. Στην προσπάθειά τους να εμπλακούν στη μάχη όλο και περισσότεροι Ρωμαίοι υπερσυμπιέζονται σε όλο και μικρότερο χώρο, ενώ το κέντρο του Αννίβα αρχίζει να υποχωρεί. Η ιππομαχία βαίνει καλώς για τους Καρχηδόνιους, αφού ο Ασδρουβάλ διαλύει το τμήμα του Παύλου και στρέφεται δεξιά για να επιτεθεί και στο τμήμα του Βάρρου, που είναι απασχολημένο με τους Νουμίδες.

Με άλλα λόγια, οι Ρωμαίοι δημιούργησαν μία παράταξη που θεωρούσαν ότι θα εκμεταλλευόταν ακριβώς το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι έχουν βαρύτερο οπλισμό και γνωρίζουν να πολεμούν παραταγμένοι, ενώ παράλληλα το σκεπτικό τους ήταν εξαιρετικά απλοϊκό: Ήταν πεπεισμένοι ότι θα μπορούσαν να διασπάσουν με ευκολία το αντίπαλο κέντρο και κάτω από το βάρος της κρούσης των λεγεώνων το στράτευμα του Αννίβα θα διαλύονταν.
Από την πλευρά του ο Αννίβας είχε εντελώς διαφορετικές σκέψεις πριν τη μάχη. Γνώριζε πολύ καλά ότι ευθεία αντιπαράθεση των δύο δυνάμεων σε μια μάχη φθοράς, θα ευνοούσε αποφασιστικά τους Ρωμαίους. Αυτό που έπρεπε να εκμεταλλευτεί ήταν αφενός η υπεροχή του ιππικού του και αφετέρου η αυξημένη ευελιξία των δυνάμεών του – φυσικά και η ανεπάρκεια των Ρωμαίων στρατηγών απέναντί του.
Και οι δύο αντίπαλοι είχαν στόχο όχι απλώς τη νίκη, αλλά την εξόντωση του αντιπάλου. Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ότι αυτό θα το πετύχαιναν μέσω της ισχυρής κρούσης και της διάσπασης του αντίπαλου σχηματισμού.
Αντίθετα, εκεί που η Ρωμαϊκή τακτική αποσκοπούσε στη διάσπαση του κέντρου του, ο Αννίβας προσέβλεπε στην περικύκλωση του αντιπάλου, την παγίδευσή του ανάμεσα σε πολλαπλές δυνάμεις και συνακόλουθα την καταστροφή του. Η παράταξη του ήταν διατεταγμένη αριστοτεχνικά για να πετύχει αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα και κάθε λεπτομέρεια φαίνεται να ενισχύει αυτήν την άποψη.
Η παράταξη του πεζικού κάλυπτε σε εύρος μετώπου το αντίστοιχο των Ρωμαίων. Στο κέντρο είχαν διαταχθεί οι Ίβηρες και Γαλάτες πεζοί του, περί τους 20.000. Εκατέρωθεν τους πήραν θέση οι επίλεκτοι Αφρικανοί πεζοί, τους οποίους ο Αννίβας είχε επανεξοπλίσει – σύμφωνα με τον Πολύβιο – με τα λάφυρα από τις προηγούμενες συγκρούσεις με τους Ρωμαίους. Συνολικά 12.000, από 6.000 αριστερά και δεξιά. Μπροστά από αυτούς πήραν θέση οι «ψιλοί» (σφενδονήτες, τοξότες και ακοντιστές) του Αννίβα, οι οποίοι αφού εξακόντιζαν βροχή βλημάτων θα περνούσαν στις πτέρυγες για να συμμετάσχουν στον ελιγμό κύκλωσης που σχεδίαζε.
Το ιππικό διατάχθηκε με έναν τρόπο που εξυπηρετούσε απόλυτα τα σχέδιά του. Αντί να το διαθέσει ισομερώς στις δύο πτέρυγες ή, ακόμη πιο φυσιολογικά, να ενισχύσει το αριστερό πλευρό του, απέναντι από το ισχυρό δεξιό πλευρό των Ρωμαίων, ο Αννίβας έταξε 8.000 Κέλτες και Ίβηρες ιππείς στα αριστερά του υπό τον Ασδρουβάλ και τον Σώσιλο και στα αριστερά άφησε μόνο τους 2.000 ελαφρούς Νουμίδες ιππείς υπό τον Άννωνα. Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζε ότι η ιππομαχία στο αριστερό πλερό θα κερδιζόταν και οι Νουμίδες ήταν απόλυτα ικανοί να καθυστερήσουν, με τις τακτικές ακροβολισμού που χρησιμοποιούσαν, το Ρωμαϊκό ιππικό απέναντί τους, έως ότου ενισχυθούν από το νικηφόρο (όπως περίμενε) Κελτιβηρικό τμήμα. Το γεγονός ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν ακριβώς με αυτόν τον τρόπο, καταδεικνύει τη μοναδική τακτική ιδιοφυία του Καρχηδόνιου πολέμαρχου.
Η παράταξη του Αννίβα είχε μια ιδιαιτερότητα: οι Κέλτες και Ίβηρες πεζοί που ήταν διατεταγμένοι στο κέντρο, βρισκόταν σε προωθημένη θέση σε σχέση με τους Λίβυους και Καρχηδόνιους στα πλάγια. Το τι ακριβώς σήμαινε αυτό, οι Ρωμαίοι θα το έβλεπαν αμέσως μετά την έναρξη της μάχης.


Αφού επιτίθεται από το πλάι και σκορπά και το ιππικό του Βάρρου, ο Ασδρουβάλ αναστρέφει και πέφτει στα νώτα του πεζικού, ενώ οι Νουμίδες καταδιώκουν τα υπολείμματα του Ρωμαϊκού ιππικού. Οι Ρωμαίοι έχουν πέσει στην παγίδα, η οποία κλείνει αφού οι πτέρυγες του Καρχηδονιακού στρατεύματος με τους Αφρικανούς βετεράνους του Αννίβα πλαγιοκοπούν τη λεγεώνα, ενισχυμένες και από τους «ψιλούς» που επίσης προωθούνται από τα πλάγια. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν μοιραίο για τους Ρωμαίους.


Όταν ολοκληρώθηκε η παράταξη και οι τακτικές κινήσεις, οι δύο στρατοί άρχισαν να κινούνται. Όπως συνηθιζόταν, η μάχη άνοιξε με την αψιμαχία των «ψιλών» κάτω από την κάλυψη των οποίων προωθούντο τα κύρια στρατεύματα. Οι Ρωμαίοι, υπό την καθοδήγηση των αξιωματικών τους, ξεκίνησαν με ορμή για να συναντήσουν το συνοθύλευμα των «βαρβάρων» του Αννίβα. Ο ήλιος του μεσοκαλόκαιρου έλαμπε στα αριστερά τους και αντικαθρεφτιζόταν στα νερά του Οφίδιου, ο οποίος πριν τελειώσει η μέρα, θα μετέφερε τόνους αίματος αντί για καθαρό νερό.
Μέσα σε σιωπή που διακόπτονταν μόνο από τα παραγγέλματα των αξιωματικών, οι Ρωμαίοι προχωρούσαν συντεταγμένα. Είχαν παραταχθεί σε πύκνωση, αφήνοντας το μισό πλάτος σε χώρο ελιγμού για τον κάθε στρατιώτη απ’ ότι συνηθίζεται. Και αυτή η παράταξη ήταν ένας τρόπος μεγιστοποίησης της ισχύος κρούσης της λεγεώνας, με σκοπό τον αφανισμό των αντιπάλων. Σχεδόν ώμο με ώμο οι Ρωμαίοι και οι Ιταλιώτες σύμμαχοί τους προχωρούσαν με σταθερό βήμα προς τους Καρχηδόνιους. Το ιππικό προωθούνταν μαζί τους και σύντομα ξεχύθηκε μπροστά για να συναντήσει τους Καρχηδόνιους.
Στην πλευρά του Αννίβα κάτι παράξενο συνέβαινε. Οι ελαφρά οπλισμένοι ψιλοί αφού έστειλαν μερικές ομοβροντίες βλημάτων, αποσύρθηκαν πίσω από την κύρια γραμμή των Καρχηδόνιων, όμως οι Κέλτες και Ίβηρες του κέντρου ξεκίνησαν με ορμή να συναντήσουν τους Ρωμαίους, ενώ αντίθετα οι Αφρικανοί εκατέρωθέν τους στέκονταν ακίνητοι στις θέσεις τους.
Με ουρανομήκεις πολεμικές κραυγές, οι Γαλάτες και οι Ίβηρες ξεχύθηκαν μπροστά και κραδαίνοντας οι μεν τα μακρά κελτικά σπαθιά και οι δε τα κοντά, αμφίστομα ισπανικά, έπεσαν πάνω στους λεγεωνάριους. Το θέαμα ήταν παράδοξο, αφού στο κέντρο των παρατάξεων οι αντίπαλοι συγκρούονταν, ενώ οι πτέρυγες δεν είχαν εμπλακεί! Οι Ρωμαίοι σάστισαν, όμως η ανώτερη εκπαίδευση και οπλισμός των λεγεωνάριων τους έδινε τοπικά την υπεροχή. Καθώς όμως το κέντρο των Καρχηδονίων, που τώρα απλωνόταν σα μία βεντάλια, εμπλέκονταν, η γραμμή των Ρωμαίων άρχισε να χάνει τη συνοχή της, αφού περισσότεροι Ρωμαίοι εκατέρωθεν του κέντρου προσπαθούσαν να εμπλακούν στη μάχη. Ουσιαστικά με τον τρόπο που είχε ανοίξει το μάχη, ο Αννίβας προσπαθούσε – και πετύχαινε! – να οδηγήσει τους Ρωμαίους να «φορτώσουν» το δικό τους κέντρο, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το εύρος του μετώπου τους.
Την ίδια ώρα στις πτέρυγες, το ιππικό έδινε τη δική του μάχη. Στην πλευρά του Παύλου (ο Λίβιος παραδίδει ότι ο Ύπατος τραυματίστηκε από βλήμα σφενδόνης με την έναρξη της μάχης, ενώ αντίθετα ο πιο αξιόπιστος Πολύβιος ότι ο Παύλος τραυματίστηκε στην εξέλιξη της μάχης) το υπέρτερο ιππικό Γαλατών και Ιβήρων υπερίσχυσε γρήγορα. Η μάχη εξελίχθηκε ουσιαστικά σε μια πεζομαχία με έφιππους άνδρες, καθώς η αρχική κρούση έφερε τους αντιπάλους σώμα με σώμα. Πολλοί ξεπέζεψαν και άρχισαν να μάχονται με αγριότητα και αποφασιστικότητα. Οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους πολυπληθείς αντιπάλους τους και ο Ασδρουβάλ κυνήγησε τα υπολείμματά τους κατά μήκος της όχθης του Οφίδιου, κατακόβοντας όσους προλάβαινε. Όταν το ιππικό σώμα των Ρωμαίων έπαψε να αποτελεί απειλή, πέρασε πίσω από την παράταξη των λεγεώνων και με μία εντυπωσιακή κίνηση έπεσε πάνω στο ιππικό του Ρωμαϊκού δεξιού, το οποίου χρονοτριβούσε έχοντας απέναντί του τους ταχύτατους και ευέλικτους Νουμίδες.
Η μάχη όμως θα κρινόταν με το πεζικό. Οι Κέλτες και Ίβηρες πεζοί, κάτω από την ηγεσία του ίδιου του Αννίβα, που στέκονταν ακριβώς πίσω τους και με κραυγές και βρισιές προσπαθούσε να τους ελέγξει ώστε να μη διαλυθούν κάτω από την συντριπτική κρούση των πανίσχυρων λεγεώνων, άρχισαν να οπισθοχωρούν πολεμώντας σκληρά.
Σιγά, σιγά, το μισοφέγγαρο άλλαξε προσανατολισμό, καθώς οπισθοχωρούσαν μέτρο προς μέτρο. Αντί για μία εξέχουσα, τώρα μεταβλήθηκε σε μία εισέχουσα. Στην πραγματικότητα, μεταβλήθηκε σε μία παγίδα θανάτου, που θα εξόντωνε τον ανθό της Ρώμης.
Οι Ρωμαίοι προχωρούσαν σταθερά, πετσοκόβοντας τους Κελτίβηρες, αν και πλέον ήταν τόσο συμπτυγμένοι που δύσκολα μπορούσαν να κινηθούν. Ολόκληρη η ρωμαϊκή παράταξη είχε συμπτυχθεί στα 2/3 σχεδόν του αρχικού της πλάτους και οι λεγεωνάριου πλέον δεν είχαν τον παραμικρό χώρο να ελιχθούν. Στο σημείο αυτό, στα εκτεθειμένα πλευρά των Ρωμαίων εμφανίστηκαν οι Αφρικανοί του Αννίβα και άρχισαν να πιέζουν τις λεγεώνες ακόμη περισσότερο! Δίχως χώρο για να ελιχθούν, κουρασμένοι από την κοπιώδη προώθησή τους, οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν τώρα τις «φρέσκες» δυνάμεις που αποτελούσαν το εκλεκτότερο τμήμα των πεζών του Αννίβα. Την ίδια στιγμή άρχισε να ελαφραίνει η πίεση των Ρωμαίων στο κέντρο των Καρχηδονίων, οπότε οι οπισθοχωρούντες Κελτίβηρες ξεχύθηκαν ξανά μπροστά και έπεσαν με ορμή πάνω στους σαστισμένους Ρωμαίους! Την ώρα αυτή οι περισσότεροι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι είχε συμβεί. Τη μία στιγμή φαινόταν να είναι κυρίαρχοι του πεδίου, πίεζαν τους Καρχηδόνιους και σκότωναν εκατοντάδες από τους αντιπάλους τους, καταδιώκοντας τους με πάθος και τη σιγουριά της νίκης. Την επόμενη στιγμή, όλη η ορμή της κρούσης είχε χαθεί και τώρα, στη ζέστη του μεσημεριού της Απουλίας, τέθηκαν αντιμέτωποι με το φάσμα του χαμού.
Η μάχη είχε εξελιχθεί σε μια σειρά προσωπικών μονομαχιών και οι Καρχηδόνιοι, με περισσότερο χώρο για να ελιχθούν, αποκτούσαν το πάνω χέρι. Οι «ψιλοί» του Αννίβα ενίσχυσαν τις πτέρυγες, περνώντας στο πλάι των Αφρικανών πεζών και παγιδεύοντας τους Ρωμαίους σε έναν κλοιό θανάτου. Όμως, ακόμη υπήρχε ένα άνοιγμα, μια ελπίδα για τους Ρωμαίους, αρκεί αυτοί να είχαν τη δυνατότητα να υποχωρήσουν με τάξη. Ο κλοιός δεν είχε κλείσει και οι Ρωμαίοι μπορούσαν να υποχωρήσουν προς τα πίσω. Μπορούσαν όμως;
Αυτό θα κρινόταν από το ιππικό. Ο Ασδρουβάλ με τους Γαλάτες και Ίβηρες ιππείς επέπεσε στους Ρωμαίους και Ιταλιώτες των οποίων ηγούνταν ο Βάρρος. Η ορμή της κρούσης ήταν τέτοια ώστε το ιππικό του Βάρρου διαλύθηκε άμεσα. Ο ίδιος ο Βάρρος ήταν από τους πρώτους που εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, την ώρα μάλιστα που το πεζικό του φαινόταν ότι είχε το πάνω χέρι. Αντίθετα, ο Παύλος είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στο πεδίο της μάχης, κάτι που ο Αννίβας θα του αναγνώριζε και θα τον έθαβε με τιμές την επομένη. Για την ώρα ο Ασδρουβάλ συγκράτησε τους άνδρες του από το να αναλωθούν στην καταδίωξη του ηττημένου εχθρού, αφήνοντας τους ταχύτατους Νουμίδες να ολοκληρώσουν την καταστροφή του αποδιοργανωμένου Ρωμαϊκού ιππικού. Οι άνδρες του Ασδρουβάλ κατευθύνθηκαν προς τα πίσω, προς την πεζομαχία και τον κλοιό θανάτου που κατάπινε σιγά, σιγά των ανθό της Ρωμαϊκής νεολαίας, για να κλείσει το τελευταίο άνοιγμα και να στερήσει από τις λεγεώνες τη μοναδική διέξοδο διαφυγής.
Πολλοί αρχαίοι μελετητές της μάχης απόρησαν με την επιλογή αυτή, καθώς θεωρούσαν ότι ένας παγιδευμένος εχθρός, που δεν έχει ελπίδα διαφυγής, πολεμά πολύ καλύτερα και σκληρότερα, με τη δύναμη της απελπισίας. Για το λόγο αυτό, όλοι οι ελιγμοί περικύκλωσης αφήνουν ένα περιθώριο διαφυγής, πραγματικό ή πλασματικό.
Αυτό δεν ίσχυε στον ελιγμό του Αννίβα. Η δική του διπλή υπερκέραση ήταν απόλυτη και δεν άφηνε στους Ρωμαίους το παραμικρό περιθώριο διαφυγής. Ο Αννίβας δεν ήθελε απλώς να νικήσει τους Ρωμαίους, επιθυμούσε να καταστρέψει ολοκληρωτικά τη δύναμη της Αιώνιας Πόλης, εξοντώνοντας το σύνολο του στρατού που μπορούσε να παρατάξει.
Καθώς το ιππικό του Ασδρουβάλ έπεφτε στα νώτα της Ρωμαϊκής παράταξης, έγινε φανερό ότι η πεδιάδα των Κανών δεν ήταν παρά μια πελώρια παγίδα που θα τραβούσε στο χαμό όλους τους Ρωμαίους! Οι μισθοφόροι του Αννίβα βρισκόταν πλέον σε κατάσταση παροξυσμού, έχοντας περικυκλώσει τους αντιπάλους τους απ’ όλες τις πλευρές, χτυπώντας τους με ότι διέθεταν και σφάζοντας τους αλύπητα.
Οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να αντισταθούν, αλλά τίποτε δεν πήγαινε καλά. Είχαν συμπιεστεί σε πολύ λιγότερο χώρο απ’ ότι χρειάζονταν να κινηθούν, δεν είχαν πλέον καμία ορατότητα, οι αξιωματικοί τους είχαν χαθεί και το μόνο που έβλεπαν γύρω τους ήταν θάνατος! Κατά μόνας ή κατά «σπείρα», οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν άγριους Κέλτες φυλέτες, αποφασισμένους Ίβηρες και πάνοπλους Αφρικανούς που τους εξόντωναν δίχως να επιδεικνύουν τον παραμικρό οίκτο. Ήταν μια μνημειώδης σφαγή και οι Ρωμαίοι ήταν τα θύματα της. Ο ίδιος ο Αννίβας μαζί με τους αξιωματικούς του συνέχιζε για ώρες να πιέζει τους άνδρες του να μην εγκαταλείψουν τη σφαγή και να μην δεχθούν την παράδοση των Ρωμαίων. Η παγίδα του Καρχηδόνιου είχε λειτουργήσει τέλεια και το αποτέλεσμα ήταν η εξόντωση του Ρωμαϊκού στρατεύματος.

Ο απολογισμός της μάχης

Το μέγεθος της σφαγής που συντελέστηκε κάτω από τον Αυγουστιάτικο ήλιο της Απουλίας ήταν ασύλληπτο. Ποτέ μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχε ηττηθεί στρατός τόσο απόλυτα και τόσο τελεσίδικα και ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν συναντηθεί τόσο μεγάλοι στρατοί στο πεδίο της μάχης.
Η πεδιάδα των Κανών μεταβλήθηκε μέσα σε μία μέρα σε έναν κόκκινο βάλτο, από το αίμα των χιλιάδων πεσόντων στη μάχη. Κομένα μέλη και πτώματα ήταν διασπαρμένα σε μια τεράστια έκταση, μέχρι εκεί που έφθανε το μάτι. Οι επιζώντες περπατούσαν σε ένα βούρκο που είχε σχηματιστεί από την ανάμιξη του χώματος με το αίμα των νεκρών. Τα νερά του Οφίδιου είχαν κυριολεκτικά βαφτεί κόκκινα.
Δεκάδες χιλιάδες νεκροί κείτονταν στην πεδιάδα των Κανών και τα κόκαλα τους θα άσπριζαν για πολλές δεκαετίες κάτω από τον ήλιο της Ιταλίας. Ο στρατός του Αννίβα έχασε μόλις 6.500 άνδρες, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν Κέλτες και Ίβηρες πεζοί, το «δόλωμα» του Αννίβα για την τρομερή παγίδα της διπλής υπερκέρασης.
Οι υπόλοιποι ήταν Ρωμαίοι και σύμμαχοι! Από το τεράστιο στράτευμα, το οποίο αριθμούσε από 80.000 έως 86.000 άνδρες, μόλις 15.000 αποφύγανε τη σφαγή ή την αιχμαλωσία. Οι άνδρες του Αννίβα προς το βράδυ, όταν πλέον είχαν κουραστεί από την πολύωρη σφαγή, αιχμαλώτισαν περί τους 3.000 άνδρες, οι περισσότεροι σύμμαχοι των Ρωμαίων. Τους τελευταίους ο Αννίβας τους απελευθέρωσε, όπως συνήθιζε, αντίθετα με τους Ρωμαίους αιχμάλωτους. Από τους 15.000 που κατάφεραν να φύγουν από το πεδίο της μάχης, όσοι ήταν Ρωμαίοι πολίτες και επέστρεψαν στην αιώνια πόλη, οργανώθηκαν σε δύο λεγεώνες και στάλθηκαν στη Σικελία να υπηρετήσουν το υπόλοιπο της θητείας τους, σε μια σαφή χειρονομία απαξίωσης ενός ηττημένου στρατεύματος! Οι περισσότεροι από τους επιζώντες ήταν τα μέλη της φρουράς των δύο στρατοπέδων και οι ελαφροί πεζοί, αφού από τη στιγμή που έκλεισε ο κλοιός γύρω από τις λεγεώνες ελάχιστοι μπόρεσαν να διαφύγουν.
Ο Τερέντιος Βάρρος όχι μόνο έγινε δεκτός με τιμές στη Ρώμη, αλλά είχε και μια αξιοσημείωτη πολιτική σταδιοδρομία τα επόμενα χρόνια, έως το θάνατό του λίγο μετά το 200 π.Χ.
Μεταξύ των αμέτρητων Ρωμαίων νεκρών – όπως τους καταγράφει ο Λίβιος – ήταν 109 από την ανώτερη κοινωνική τάξη, συγκλητικοί και μέλη της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. Οι επιπτώσεις από τη σφαγή των Κανών ώθησαν το ανθρώπινο δυναμικό της Ρώμης στα όριά του. Αφού έγινε γνωστή η τρομακτική τύχη του τεράστιου στρατεύματος, ατέλειωτος θρήνος ξέσπασε στη Ρώμη. Κυριολεκτικά δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι, ούτε μια οικογένεια που να μην είχε χάσει στις Κάνες ένα ή και περισσότερα μέλη της. Οι κλαυθμοί και οι οδυρμοί των γυναικών και οι οργισμένες κραυγές των ανδρών ήταν για πολλές μέρες το μόνο που ακούγονταν σε μία πόλη που υπέφερε τη μεγαλύτερη καταστροφή της ιστορίας της.
Όμως οι Ρωμαίοι επέδειξαν απίστευτο κουράγιο, προσαρμοστικότητα και ευελιξία. Αφού διαπίστωσαν ότι ο Αννίβας, αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, δεν βάδισε ενάντια στην πόλη, άρχισαν να οργανώνονται ξανά. Δημιούργησαν νέες λεγεώνες, από 16χρονους και 17χρονους Ρωμαίους πολίτες, απελεύθερους σκλάβους και μονομάχους και άρχισαν τις διπλωματικές κινήσεις και την προετοιμασία για μια παρατεταμένη εκστρατεία ενάντια στις δυνάμεις τους Αννίβα. Ένας από τους νεαρούς ευγενείς Ρωμαίους που συμμετείχαν στη μάχη αλλά γλίτωσαν τη σφαγή, ο Πούμπλιος Κορνήλιος Σκίπιο, έμελλε να γίνει ο τιμωρός του Αννίβα – η ιστορία τον κατέγραψε ως τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό, νικητή της Ζάμα και κατακτητή της Καρχηδόνας. Λίγα χρόνια μετά τις Κάνες, οι Ρωμαίοι είχαν αντιστρέψει την εικόνα και είχαν μετατρέψει τη συντριπτική ήττα τους σε μία μεγαλειώδη νίκη, με την οποία έβαλαν οριστικά τέλος στην ιμπεριαλιστική δύναμη της Καρχηδόνας.


Αννίβας Μπάρκα, ο Καρχηδόνιος

Ο νικητής των Κανών θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους στρατηγούς της ιστορίας. Αν και ήταν άτυχος όσον αφορά στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των εκστρατειών του, η τακτική του ιδιοφυία δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί.
Ο Αννίβας γεννήθηκε το 247 π.Χ. στην Καρχηδόνα. Το όνομά του στη γλώσσα του ήταν Hanbaal που σημαίνει "Χάρη" ή "Ευχή" του Μπάαλ. Ο τελευταίος είναι ο κύριος θεός του Φοινικικού πανθέου και η λατρεία του ήταν από τις πλέον αιματηρές, αφού «απαιτούσε» ανθρωποθυσίες.
Η Αννίβας ήταν μάρτυρας, σε τρυφερή ηλικία, της ταπείνωσης της Καρχηδόνας στα χέρια των Ρωμαίων κατά τη διάρκεια του Α΄ Καρχηδονιακού πολέμου, που σηματοδότησε την αρχή της παρακμής της πανίσχυρης εμπορικής αυτοκρατορίας των Φοινίκων της Δύσης.
Ο πατέρας του, Χάμιλκαρ Μπάρκα, ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους Καρχηδόνιους ηγέτες, ιδιαίτερα όσον αφορά στα πολεμικά πράγματα και μέγιστος εχθρός της Ρώμης. Σε αυτό το πλαίσιο αποδίδεται και ο «όρκος του Αννίβα», αφού – όπως διασώζουν Ρωμαϊκές πηγές – ο Χάμιλκαρ έβαλε τον Αννίβα να ορκιστεί ότι θα μισεί για πάντα τους Ρωμαίους.
Μαζί με τον πατέρα του ο Αννίβας μετοίκησε στις κτήσεις της Καρχηδόνας στην Ισπανία, όπου είδε τον Χάμιλκαρ να πεθαίνει το 229 π.Χ. Περίπου την εποχή αυτή ο Αννίβας άρχισε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τα στρατιωτικά πράγματα και οκτώ χρόνια μετά, όταν ο διάδοχος του Χάμιλκαρ, Ασδρουβάλ, δολοφονείται, ο Αννίβας ανακηρύσσεται ηγέτης των Καρχηδόνιων στην Ισπανία. Βάζει στόχο του την κατάκτηση της Ιβηρικής, αλλά η προσπάθειά του θα φέρει την Καρχηδόνα σε σύγκρουση με τη Ρώμη για μία ακόμη φορά.
Η αφορμή για τον Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο δόθηκε με την κατάληψη από τον Αννίβα του Σάγουντα και τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι τις Κάνες μπορείτε να τα διαβάσετε στο κυρίως θέμα.
Μετά τις Κάνες ο Αννίβας δεν θέλησε να πολιορκήσει τη Ρώμη – για λόγους που ακόμη και σήμερα μοιάζουν θολοί – αλλά συνέχισε την τακτική του πολέμου φθοράς, στην οποία ήταν μοιραίο ότι δεν μπορούσε να αντέξει επ’ αόριστον, τόσο μακριά από τη χώρα του και από τις βάσεις στρατολόγησής του.
Ο Αννίβας παρέμεινε για μερικά χρόνια ακόμη στην Ιταλία και συνέχισε να νικά τους Ρωμαίους όπου τους έβρισκε, ωστόσο η «νέα πολιτική» της αιώνιας Πόλης ήταν μια αντιγραφή της στρατηγικής του Αννίβα: Μετέφερε τον πόλεμο στην χώρα του εχθρού, δηλαδή στο κύριο πεδίο στρατολόγησης μισθοφόρων, την Ιβηρική, αλλά και την Αφρική και την ίδια την Καρχηδόνα.
Το 203 π.Χ. ο Αννίβας είχε την ευκαιρία να συναντήσει στο πεδίο της μάχης, έξω από τις πύλες της Καρχηδόνας, στη Ζάμα, έναν στρατηγό σχεδόν ισάξιό του, τον περίφημο Σκιπίωνα τον Αφρικανό.
Η συντριβή του στρατεύματος του Αννίβα σήμανε το οριστικό τέλος της Καρχηδόνας ως εμπορικής αυτοκρατορίας, αν και ο Αννίβας προσπάθησε να αναστυλώσει το κύρος της πατρίδας του με έξυπνες διπλωματικές κινήσεις και οικονομικές μεταρρυθμίσεις λίγα χρόνια μετά το πέρας του πολέμου. Ωστόσο προκάλεσε τη μήνη των προυχόντων της Καρχηδόνας που τον κατέδωσαν στους Ρωμαίους. Για να γλιτώσει στη ζωή του, κατέφυγε στην αυλή του Αντίοχου του Μέγα, του Έλληνα βασιλιά της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, αλλά και εκεί έγινε μάρτυρας της συντριβής των δυνάμεων του Αντίοχου από τους Ρωμαίους στη μάχη της Μαγνησίας (στην οποία δε συμμετείχε).
Ο επόμενος σταθμός της Οδύσσειας του Αννίβα ήταν η αυλή του Αρταξία, τέως σατράπη του Αντίοχου, ενώ το μικρό βασίλειο της Βιθυνίας στη βορειοδυτική Μικρά Ασία έμελλε να είναι ο τελευταίος του σταθμός.
Οι Ρωμαίοι απαίτησαν να τους παραδοθεί και ο Αννίβας προτίμησε να πάρει δηλητήριο και να πεθάνει, το 182 π.Χ.


Ο Αννίβας συντρίβει τις λεγεώνες της Ρώμης

Το σχέδιο μάχης του Αννίβα δεν ήταν απλά αριστοτεχνικό – ήταν η τελειότητα αποτυπωμένη σε μία μάχη που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η πλέον άψογη εφαρμογή του ελιγμού της διπλής υπερκέρασης που κατόρθωσε ποτέ κάποιος στρατηγός.
Μέχρι και τις μέρες μας, αμέτρητοι ηγέτες έχουν προσπαθήσει να πετύχουν έναν παρόμοιο ελιγμό. Αρκετοί το έχουν κατορθώσει, αλλά κανείς με την τελειότητα του Αννίβα, με δεδομένη και την αριθμητική υστέρηση των δυνάμεών του έναντι των Ρωμαϊκών!

__________________________________________

Βιβλιογραφία
- Πολύβιου, Ιστορίες
- Τ. Λίβιου, Ιστορία της Ρώμης
- Αππιανού, Αννίβας
- Κορνήλιος Νέπος, Αννίβας
- T.A. Dodge, “Hannibal”, Da Capo Press, 2004.
- B. Dexter Hoyos, “Hannibal, Rome’s Greatest Enemy”, Bristol Phoenix Press, 2005.
- John Prevas, “Hannibal Crosses the Alps : The Invasion of Italy and the Second Punic War”, Da Capo, 2001.
- Gregory Daly, Cannae The Experience of Battle in the Second Punic War, Routledge 2002


Το άρθρο παραχωρήθηκε στο FLAME HISTORY από τον Γιώργο Ψαρουλάκη και δημοσιεύθηκε στο μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 4, τον Μάιο του 2006



ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ GUNNER SIDE: η μάχη για το "βαρύ ύδωρ"




Από τις απαρχές ακόμη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο αγώνας ταχύτητας στον οποίο είχαν επιδοθεί οι αντίπαλοι σχετικά με τις ατομικές έρευνες υπήρξε εξουθενωτικός. Η συμμαχική αντικατασκοπία γνώριζε ήδη από το 1938 ότι δύο Γερμανοί επιστήμονες, ο Στράσμαν (Fritz Strassman) και ο Χαν (Otto Hahn), είχαν καταφέρει με την αρωγή του Ινστιτούτου ‘Kaiser Wilhelm’ να διασπάσουν τον πυρήνα Ουρανίου (U238) με νετρόνια. Το πρώτο βήμα για την απελευθέρωση της ατομικής ενέργειας είχε πραγματοποιηθεί. Η δεύτερη φάση προέβλεπε τον ‘βομβαρδισμό’ του πυρήνα μιας ακόμη καθαρότερης μορφής Ουρανίου (U235), ώστε να επέλθει η διάσπαση (σχάση) και η αλυσωτή αντίδραση. Σε αυτήν ακριβώς την διαδικασία ήταν απαραίτητος ένας επιβραδυντής της ταχύτητας των νετρονίων, ώστε να μπορέσουν να ‘βομβαρδίσουν’ ελεγχόμενα το Ουράνιο. Οι λύσεις ήταν δύο: καθαρός γραφίτης ή βαρύ ύδωρ.

ΒΑΡΥ ΥΔΩΡ

Η καταλληλότητα του βαρέως ύδατος για την δημιουργία του ατομικού αντιδραστήρα δεν ήταν γνωστή το 1932, όταν αυτό ανακαλύφθηκε από τον Αμερικανό επιστήμονα Ούρεϋ (Harold Urey). Επρόκειτο στην ουσία για μια απλή αντικατάσταση του υδρογόνου του κανονικού νερού με δευτέριο ισότοπο υδρογόνου, δηλαδή υδρογόνο του οποίου ο πυρήνας αποτελείται από ένα πρωτόνιο κι ένα νετρόνιο. Αυτή η μορφή δεν βρίσκεται εύκολα στην φύση, αλλά μπορεί να προκύψει εύκολα εργαστηριακά (με ηλεκτρόλυση αλκαλικού διαλύματος κοινού νερού, ώστε να διαχωριστούν το υδρογόνο από το οξυγόνο). Τότε το ενδιαφέρον των ειδικών επικεντρώθηκε στις βιοχημικές ιδιότητες του βαρέως ύδατος και όχι στην παραγωγή ατομικής ενέργειας.

Ένα χρόνο μετά, ο διακεκριμένος επιστήμονας Τρόνσταντ (Leif Tronstad), συνεργαζόμενος με τον συμπατριώτη του δόκτορα Μπρουν (Jomar Brun), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το βαρύ ύδωρ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στα πειράματα πυρηνικής ενέργειας. Ο Μπρουν ήταν διευθυντής από το 1928 στο υδροηλεκτρικό – ηλεκτροχημικό εργοστάσιο “Norsk Hydro ”, που λειτουργούσε από το 1911 στην πόλη Βέμορκ (Vemork) της νορβηγικής επαρχίας Τέλεμαρκ (Telemark), στο οροπέδιο Hardanger Vidda (την ιδιαίτερη πατρίδα του μεγάλου συγγραφέα Ερρίκου Ύψεν). Το εργοστάσιο αυτό, που ο Τρόνσταντ γνώριζε πολύ καλά επειδή είχε λάβει μέρος ως τεχνικός σύμβουλος στις μελέτες για την κατασκευή του, παρήγαγε αμμωνία και ηλεκτρική ενέργεια. Το βαρύ ύδωρ τότε δεν θεωρείτο τίποτε περισσότερο από ασήμαντο υποπροϊόν της όλης διαδικασίας.

Όταν τον Απρίλιο του 1940 ο Γερμανικός Στρατός εισέβαλε στην Νορβηγία, πρώτο μέλημα των Ναζί ήταν να καταλάβουν το εργοστάσιο και να το θέσουν στην διάθεση των ατομικών επιστημόνων τους. Ήδη η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας (5 Μαρτίου 1939) είχε εξασφαλίσει για τους Γερμανούς όλο το απαραίτητο Ουράνιο για να προχωρήσουν στην ατομική διάσπαση. Το όνειρο της κατασκευής της ατομικής βόμβας φαινόταν τότε γι’ αυτούς πραγματοποιήσιμο. Προς μεγάλη τους όμως απογοήτευση, όταν το εργοστάσιο έπεσε στα χέρια τους, οι Γερμανοί δεν βρήκαν αποθέματα βαρέως ύδατος. Ένα μήνα πριν εισβάλλουν στη Νορβηγία, ο Γάλλος επιστήμονας Ζολιό (Frederique Jolliot), που τότε διεξήγαγε πειράματα σχετικά με την κατασκευή ενός πυρηνικού αντιδραστήρα, είχε καταφέρει να προμηθευτεί όλο το απόθεμα του Norsk Hydro –περίπου 165 λίβρες. Έτσι, οι επιστήμονες των Ναζί θα έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή την διαδικασία παραγωγής του, σε μια περίοδο μάλιστα, που ο πανικός της κατασκευής της ατομικής βόμβας καθημερινά αυξανόταν. Οι έρευνές τους συντονίζονταν από τον Χάιζενμπεργκ (Werner Heisenberg) -τον διεθνούς φήμης νομπελίστα (1932) καθηγητή της πυρηνικής φυσικής, που τότε διηύθυνε το Ινστιτούτο Kaiser Wilhelm- καθώς επίσης και από τον Βάιτσεκερ (Karl Friedrich von Weizsäcker), γιο του υφυπουργού εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Ernst Weizsäcker.

Από συμμαχικής πλευράς, οι ατομικές έρευνες συνεχίζονταν εντατικά με δύο κυρίως ομάδες επιστημόνων: στην Αγγλία, από τους βοηθούς του Ζολιό και άλλους Βρετανούς ειδικούς στην κβαντική θεωρία, και στην Αμερική, από τον ιταλικής καταγωγής επιστήμονα Φέρμι (Enrico Fermi) και τους Ούγγρους Σίλαρντ (Leo Szilard), Γουίνγκερ (Eugene Winger) και Τέλερ (Edward Teller), που ζούσαν ήδη στις ΗΠΑ. Αυτή η τελευταία επιστημονική ομάδα, της οποίας λίγο αργότερα θα ηγηθεί ο γερμανικής καταγωγής διακεκριμένος θεωρητικός της Φυσικής Οπενχάιμερ (Julius Robert Oppenheimer), είχε μαθητεύσει δίπλα στον Αϊνστάιν και στα πειράματά της χρησιμοποιούσε τον καθαρό γραφίτη σαν επιβραδυντή. Οι Γερμανοί και οι Άγγλοι πάντως προτιμούσαν το βαρύ ύδωρ.

ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ‘NORSK HYDRO

Στις 17 Μαρτίου 1942 ένα ταλαιπωρημένο πλοιάριο των νορβηγικών ακτοπλοϊκών γραμμών, το Galtesund, προσέγγισε το λιμάνι της Aberdeen στην Σκοτία. Είχε καταφέρει να ξεφύγει από τις θαλάσσιες περιπόλους των Γερμανών και το ταξίδι της δεν ήταν εύκολο. Αλλά οι Νορβηγοί φυγάδες που μετέφερε, οι περισσότεροι των οποίων ήταν επικηρυγμένοι από την Γκεστάπο για αντιστασιακή δράση, δεν ήταν από τους ανθρώπους που εύκολα τρόμαζαν. Επιπλέον, τους κατείχε τέτοια σφοδρή επιθυμία να καταταγούν στο Σώμα των Ελεύθερων Νορβηγών ‘Kompani Linge’ (πήρε το όνομα από τον Νορβηγό λοχαγό Martin Linge, έναν πρώην ηθοποιό του Όσλο, που στον πόλεμο ανέπτυξε αξιόλογη αντιστασιακή δράση) που αναπτυσσόταν στην Αγγλία και εκπαιδευόταν στις δυνάμεις καταδρομών, ώστε θα μπορούσαν να φτάσουν και στην άκρη του κόσμου! Την υφαρπαγή του συγκεκριμένου καραβιού είχε σχεδιάσει ο Στράρχαϊμ (Odd Strarheim), ένας Νορβηγός πράκτορας της μυστικής υπηρεσίας SOE (Special Operations Executive), που σαν κύρια αποστολή της είχε την οργάνωση της αντίστασης στις κατεχόμενες από τον Άξονα χώρες. Μεταξύ των ανδρών που έφτασαν τότε στην Σκοτία ήταν ο ανθυπολοχαγός Χάουκελιντ (Knut Haukelid), που πριν τον πόλεμο ασκούσε το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού, ένας νεαρός φοιτητής ονόματι Χέλμπεργκ (Klauss Helberg) και ο λεπτόκορμος εργοδηγός του φράγματος Mösvaas της λίμνης Möss του Τέλεμαρκ, Σκίναρλαντ (Einar Skinnarland), που έφυγε από την εργασία του στα πλαίσια της ετήσιας άδειας διάρκειας 30 ημερών που δικαιούτο για να μην επιστρέψει παρά μόνο ως καταδρομέας σε αποστολή. Αυτός ο τελευταίος ήταν που πληροφόρησε τους Βρετανούς ότι, λίγο πριν εγκαταλείψει την πατρίδα του, ο αρχιμηχανικός του εργοστασίου Norsk Hydro, με τον οποίο γνωρίζονταν από παλιά, τον ειδοποίησε πως οι Γερμανοί είχαν διατάξει την αύξηση παραγωγής βαρέως ύδατος από 3.000 λίβρες σε 10.000.



Το ανενεργό εργοστάσιο Norsk Hydro σήμερα. Διακρίνονται οι αγωγοί ύδατος
που κατεβαίνουν από ψηλά προς τους υποδοχείς της εγκατάστασης.





Στο άκουσμα της πληροφορίας, οι υποψίες των Βρετανών δικαιώθηκαν. Ήταν πλέον σίγουροι ότι οι Γερμανοί εντατικοποιούσαν την παραγωγή του βαρέως ύδατος για να προωθήσουν τις ατομικές τους έρευνες. Αμέσως κινητοποιήθηκε η SOE και το Επιτελείο Συνδυασμένων Επιχειρήσεων (Combined Operations Headquarters C.O.HQ), που ήδη εξέταζαν, κατ’ εντολή του ίδιου του πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ, την περίπτωση να οργανώσουν μια καταδρομική επιχείρηση με σκοπό την ματαίωση των γερμανικών ατομικών πειραμάτων. Επρόκειτο ουσιαστικά για άμεση ανταπόκριση των Βρετανών στις πιέσεις της Ουάσινγκτον, ενόψει των αυξημένων ανησυχιών των Αμερικανών πυρηνικών φυσικών για τις προόδους των Γερμανών συναδέλφων. Η πρώτη τους σκέψη ήταν να εκμεταλλευτούν το ότι ο Σκίναρλαντ γνώριζε πολύ καλά την ευρύτερη περιοχή του Βέμορκ, όπου ήταν χτισμένο το Norsk Hydro, επειδή απλούστατα καταγόταν από μια κοντινή πολίχνη –το Ργιούκαν (Rjukan). Αλλά και η γνωριμία του με τον αρχιμηχανικό του εργοστασίου θα μπορούσε ν’ αποβεί ωφέλιμη στο θέμα της περισυλλογής πληροφοριών για την λειτουργία του. Όλες αυτές οι συμπτώσεις δικαιολογημένα τότε θεωρήθηκαν ως θείο δώρο: ο φυγάς Νορβηγός ήταν σαφώς ο καταλληλότερος άνθρωπος για την πρώτη φάση ενός σχεδίου, που απώτερος σκοπός του ήταν η εξόντωση της γερμανικής ατομικής απειλής.



Σημερινή άποψη του χωριού Ργιούκαν


Μετά από εντατικότατη δεκαεξάωρη καθημερινή εκπαίδευση -που κράτησε συνολικά δέκα ημέρες και συμπεριελάμβανε εξουθενωτική σωματική άσκηση, χρήση όπλων και εκρηκτικών κατάλληλα σχεδιασμένων για καταδρομικές επιχειρήσεις, ρίψη με αλεξίπτωτο, χρήση κωδικοποιημένων συστημάτων επικοινωνίας και χειρισμό ασυρμάτου- ο λοχίας, πλέον, Έιναρ (με κωδικό όνομα ‘Μελαγχολικό Χελιδόνι’ – Shallow Blue) ήταν έτοιμος για την πρώτη του αποστολή. Την νύχτα της 28ης Μαρτίου 1942, πηδώντας με αλεξίπτωτο, προσγειώθηκε επιτυχώς είκοσι περίπου χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του, στο αφιλόξενο νορβηγικό οροπέδιο Hardanger Vidda. Ο καιρός ήταν παγωμένος, το χιόνι ακόμη πυκνό και το σκοτάδι αδιαπέραστο. Τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή. Στις τσέπες του βρίσκονταν ένα εισιτήριο κι ένας πλαστός λογαριασμός ξενοδοχείου του Όσλο, ώστε σε περίπτωση που έπεφτε σε γερμανικό περίπολο να μπορεί ν’ αποδείξει ότι κατά τις τελευταίες δέκα μέρες δεν είχε εξέλθει των νορβηγικών συνόρων. Αποστολή του ήταν ν’ αποκαταστήσει την επαφή με τον φίλο του αρχιμηχανικό του εργοστασίου, και να στήσει σε κάποιο ασφαλές μέρος τον ασύρματό του για να μεταδίδει πληροφορίες στην αρμόδια βρετανική υπηρεσία σχετικά με τις κινήσεις των Γερμανών.



Οι συνθήκες πολέμου στο χιόνι παρουσίαζαν δυσκολίες
τόσο στην Νορβηγία όσο και στην Ρωσία



Στο Λονδίνο, το αυτί του υπεύθυνου για την καθοδήγηση της νορβηγικής αντίστασης και τον συντονισμό των σαμποτάζ στην νορβηγική ζώνη, ταγματάρχη Τρόνσταντ, ήταν πάντα πρόθυμο ν’ ακούσει τα μηνύματα του Έιναρ. Ήταν ο ίδιος εκείνος επιστήμονας, που κάποτε συνεργάστηκε με τον Μπρουν στο πρόγραμμα παραγωγής βαρέως ύδατος του Norsk Hydro, και που η γερμανική εισβολή στην Νορβηγία τον είχε ωθήσει στην αντίσταση. Τελικά, όταν αντελήφθη ότι τον καταζητούσε η Γκεστάπο, διέφυγε στην Σουηδία και από εκεί έφτασε στην Αγγλία. Αλλά πίσω στην πατρίδα άφησε τους φίλους του Χόλ (Njål Hole) και Βέργκελαντ (Harald Wergeland), διακεκριμένους επιστήμονες επίσης, από τους οποίους αντλούσε πληροφορίες σχετικά με την αντιστασιακή δράση και την λειτουργία του εργοστασίου Norsk Hydro. Πιθανόν αυτοί να τον πληροφόρησαν για την ξαφνική απαίτηση των Γερμανών να δεκαπλασιαστεί η παραγωγή βαρέως ύδατος στο συγκεκριμένο εργοστάσιο, ώστε το φθινόπωρο του 1941 να ξεπεράσει τα τέσσερα κιλά ημερησίως. Η είδηση έφτασε κάποια στιγμή στον Ούρεϋ, που από τον Νοέμβριο του 1941 βρισκόταν στην Αγγλία. Αμέσως ήρθε σε επαφή με τον Τρόνσταντ και του αποκάλυψε τους φόβους του: οι Γερμανοί ετοίμαζαν πυρηνικό αντιδραστήρα! Τότε ο Τρόνσταντ, χωρίς να χάσει καιρό, πληροφόρησε σχετικά τις μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων και πέτυχε να εστιάσει το ενδιαφέρον τους στην επιτακτική ανάγκη να σταματήσει το ατομικό πρόγραμμα των Ναζί στο Norsk Hydro με κάθε θυσία. Κι αφού οι Γερμανοί μπορούσαν να προμηθευτούν το Ουράνιο από την Τσεχοσλοβακία, αυτό που έμενε να κάνουν ήταν να στραφούν προς το βαρύ ύδωρ του εργοστασίου του Βέμορκ.

Τον Ιανουάριο του 1942, ο Μπρουν, ο οποίος συνέχισε να εργάζεται στο συγκεκριμένο εργοστάσιο ακόμη κι όταν αυτό περιήλθε στον έλεγχο των Ναζί, διατάχθηκε να επισκεφτεί τον διάσημο Γερμανό φυσικό Βιρτς (Karl Wirtz) και άλλους εκλεκτούς επιστήμονες στο Βερολίνο, προκειμένου να συζητηθεί η δυνατότητα επιπλέον παραγωγής βαρέως ύδατος. Πάνω στο γραφείο του Βιρτς παρατήρησε δύο μεγάλες μπουκάλες, που η κάθε μια περιείχε περίπου 35 γαλόνια από το πολύτιμο υλικό. Επρόκειτο για βαρύ ύδωρ από την παραγωγή του εργοστασίου που ο ίδιος διηύθυνε. Λίγους μήνες αργότερα, ο Μπρουν ήρθε σε επαφή με τον Έιναρ, παραδίδοντάς του λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την πορεία της παραγωγής του Norsk Hydro. Αυτός με την σειρά του διαβίβασε τις πληροφορίες στον Τρόνσταντ. Δεν χωρούσε πια καμιά αμφιβολία πως οι Γερμανοί κατασκεύαζαν πυρηνικό αντιδραστήρα. Οι Σύμμαχοι έπρεπε να βιαστούν...

ΤΟ ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟ ΣΧΕΔΙΟ

Αρχικά, το επιτελείο των Ειδικών Δυνάμεων στο Λονδίνο σκέφτηκε να εξασφαλίσει μια διαταγή βομβαρδισμού του εργοστασίου στην Νορβηγία. Αλλά ο Τρόνσταντ αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτό το σενάριο. Γιατί ήταν βέβαιο ότι, με τόσο μεγάλες ποσότητες υγρής αμμωνίας που υπήρχαν στις αποθήκες και στις δεξαμενές του εργοστασίου, όλοι οι κάτοικοι της κοντινής πόλης Ργιούκαν, της ιδιαίτερης πατρίδας του Έιναρ, θα σκοτώνονταν από τις τρομακτικές εκρήξεις. Επίσης, κινδύνευε η ζωή του ίδιου του Μπρουν. Αλλά αυτό λύθηκε, όταν ο Τρόνσταντ τον έπεισε να εγκαταλείψει το συντομότερο δυνατόν την χώρα και να προσφύγει στην Αγγλία με οποιονδήποτε τρόπο μπορούσε. Ήταν, άλλωστε, σφοδρή επιθυμία του ίδιου του Τσώρτσιλ να έρθει ο Μπρουν στην ομάδα εργασίας των Βρετανών και Νορβηγών ατομικών επιστημόνων, ώστε να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του σχετικά με την παραγωγή βαρέως ύδατος. Ο Μπρουν, δια μέσου Σουηδίας, έφτασε τελικά στην Αγγλία με την σύζυγό του στις 9 Νοεμβρίου 1942.

Αποκλειομένου λοιπόν του βομβαρδισμού, το Λονδίνο άρχισε να επεξεργάζεται ένα σχέδιο απαγωγής των Γερμανών επιστημόνων του Norsk Hydro. Αν αυτό κρινόταν ακατόρθωτο, εξαιτίας των τρομερά δυσχερών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στο οροπέδιο λόγω του υψομέτρου (περίπου 1.000 μέτρα), η επόμενη προτεινόμενη λύση ήταν η δολοφονία τους. Όμως και τα δύο σενάρια εμπεριείχαν κινδύνους. Πώς ήταν δυνατό, μέσα στα ελάχιστα λεπτά που διαρκεί μια καταδρομική επιχείρηση, να εντοπισθούν οι επιστήμονες, να συλληφθούν και να αρπαχθούν χωρίς την θέλησή τους; Ακόμη κι αν αυτό ήταν εφικτό, παρέμενε μάλλον αμφίβολο το αν θα μπορούσαν τελικά οι κομάντος να διαφύγουν με τους συλληφθέντες, εξαιτίας των δρακόντειων μέτρων ασφαλείας των γερμανικών ειδικών μονάδων που φύλαγαν το εργοστάσιο και περιπολούσαν ασταμάτητα την γύρω περιοχή. Η διαμόρφωση του εδάφους, άλλωστε, ήταν εντελώς ακατάλληλη για μια γρήγορη επιστροφή στις βάσεις περισυλλογής της ομάδας. Έτσι, ως προσφορότερη λύση θεωρήθηκε η δολιοφθορά των υλικών (βαρύ ύδωρ) ή και ορισμένων σημαντικών τμημάτων του εργοστασίου.

Ένα ακόμη πρόβλημα που προέκυπτε ήταν η επικείμενη υποχώρηση του χειμώνα. Αν η επιχείρηση δεν εκτελείτο το αργότερο μέσα στον επόμενο μήνα, η ομάδα κρούσης θα έχανε το πλεονέκτημα του παρατεταμένου σκότους της πολικής νύχτας. Η κατάσταση οδηγούσε σε αδιέξοδο. Προκειμένου να εκμεταλλευτούν το σκοτάδι και την κακοκαιρία, που θα υποχρέωναν τους Γερμανούς σε όχι και τόσο συχνή διενέργεια περιπόλων στην περιοχή, το βρετανικό γραφείο σχεδιασμού της επιχείρησης έπρεπε να δώσει λύση και σ’ ένα άλλο καυτό ζήτημα: αυτό της μεταφοράς των κομάντος. Γιατί σαφώς δεν υπήρχε κατάλληλο σημείο προσγείωσης, λόγω της τραχύτητας του εδάφους, και η ορατότητα όσο διαρκούσε ο χειμώνας παρέμενε περιορισμένη. Αν, πάλι, κάτι πήγαινε στραβά, οι Γερμανοί θα λάβαιναν γνώση του ενδιαφέροντος των Άγγλων για τις μελέτες τους και θα σκλήραιναν τα μέτρα ασφαλείας στο μέλλον. Επομένως, σε περίπτωση που μελλοντικά οργανωνόταν μια δεύτερη προσπάθεια δολιοφθοράς εκ μέρους των Συμμάχων, δεν θα υπήρχε το συγκριτικό πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Όλα ισορροπούσαν σε μια λεπτή κλωστή.

Τελικά, αποφασίστηκε η πραγματοποίηση δολιοφθοράς στις δεξαμενές του βαρέως ύδατος. Το εγχείρημα αποφασίστηκε για τις επόμενες εβδομάδες και την όλη αποστολή θα έφερνε σε πέρας μια ολιγομελής ομάδα ατρόμητων ανδρών, που θα μεταφέρονταν στο σημείο ρίψης με ανεμοπλάνο. Ήταν η πρώτη φορά που οι Βρετανοί θα εφάρμοζαν αυτόν τον ριψοκίνδυνο τρόπο μεταφοράς προσωπικού καταδρομών, αλλά δεν υπήρχε κάποια εναλλακτική μέθοδος. Το θετικό ήταν πως, πάνω στην κορύφωση του άγχους των προετοιμασιών της επιχείρησης, ο ασύρματος του Έιναρ από τα νορβηγικά βουνά ειδοποιούσε πως ύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε συλλέξει οι Γερμανοί δεν επρόκειτο να μεταφέρουν μέχρι τους φθινοπωρινούς μήνες άλλα φορτία με το πολύτιμο υλικό, εξαιτίας του φόβου των συμμαχικών βομβαρδισμών. Η ευχάριστη αυτή είδηση παρείχε πια στους Συμμάχους την απαιτούμενη χρονική πίστωση για μια λεπτομερέστερη και προσεκτικότερη σχεδίαση της καταδρομικής επιχείρησης που είχαν κατά νου.

Βοηθούμενοι σε μεγάλο βαθμό από σχεδιαγράμματα και φωτογραφίες του εργοστασίου, που ο δόκτωρ Μπρουν είχε προνοήσει να φέρει μαζί του διαφεύγοντας στην Αγγλία, όπως επίσης και από την καλή μνήμη του Τρόνσταντ αναφορικά με κάποιες λεπτομέρειες στην διαρρύθμιση των εργοστασιακών διαμερισμάτων, οι υπεύθυνοι σχεδιασμού της επιχείρησης στην Αγγλία μπόρεσαν να κατασκευάσουν ένα ομοίωμα των εγκαταστάσεων ηλεκτρόλυσης, των δεξαμενών βαρέως ύδατος, των παραπηγμάτων και των σημείων σκοπιάς των φρουρών του Vermok, ενώ παράλληλα αξιοποίησαν την διαρκή πληροφόρηση από τα μέλη της νορβηγικής αντίστασης σχετικά με το ωρολόγιο πρόγραμμα των γερμανικών κινήσεων στην ευρύτερη περιοχή. Οι αλλαγές φρουράς, τα περίπολα, κάθε τακτική επίσκεψη από υψηλόβαθμα στελέχη των SS ή της Wehrmaht –όλα καταγράφηκαν με σχολαστικότητα. Παράλληλα, μια ομάδα Ελεύθερων Νορβηγών της ‘Kompani Linge’, που συμπεριελάμβανε αρκετούς από τους φυγάδες της φρεγάτας Gatelsud (που έφτασαν εκείνη την νύχτα της 17ης Μαρτίου με τον Έιναρ στην Σκωτία), στάλθηκε σε εκπαιδευτικό κέντρο ορεινών καταδρομών στην Ουαλία για ν’ αποκτήσουν ανάλογη εμπειρία δίπλα σε βρετανούς κομάντος. Μετά από εντατική πρακτική εξάσκηση χρήσης εκρηκτικών, ρίψεων με αλεξίπτωτο και μάχης σώμα με σώμα, η ομάδα επέστρεψε στην Σκωτία, στο εκπαιδευτικό κέντρο κατασκοπίας και σαμποτάζ -την ‘σχολή του διεθνούς γκαγκστερισμού’, όπως την αποκαλούσαν οι Γερμανοί. Εκεί, στο ομοίωμα του Norsk Hydro, η ομάδα εφήρμοσε στην πράξη όσα έμαθε: παραβίαζε κλειδωμένες πόρτες, έφτιαχνε αυτοσχέδια φουρνέλα και εκρηκτικούς μηχανισμούς, παραβίαζε χρηματοκιβώτια, ανατίναζε τσιμέντινους τοίχους ή θωρακισμένες πόρτες και εξασκείτο στην χρήση διαφόρων αναισθητικών και δηλητηρίων. Τέλος, με την καθοδήγηση ειδικών εκπαιδευτών, οι άνδρες αυτοί απέκτησαν γνώσεις για την τοποθέτηση εκρηκτικών στις δεξαμενές βαρέως ύδατος και στους πυκνωτές των συσκευών ηλεκτρόλυσης.

Ήταν πλέον σε θέση ν’ αναλάβουν την αποστολή τους: θα πετούσαν πάνω από το οροπέδιο Χαντανγκερ Βίντα (Hardanger Vidda) και θα έπεφταν με αλεξίπτωτα σε μια συγκεκριμένη περιοχή, κοντά στα παγωμένα έλη Σκόλαντ (Skoland), δυτικά της λίμνης Μέσβατν (Møsvatn). Το υψόμετρο του σημείου προσγείωσης ήταν περίπου 1.200 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και το κρύο αβάσταχτο. Αλλά το πιο δύσκολο μέρος της αποστολής ήταν ότι θα έπρεπε να μεταφέρουν περίπου 300 κιλά υλικών σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων, περπατώντας σε πυκνό, αδιάβατο χιόνι, μέσα σε απόλυτη σιγή και αδιαπέραστο σκοτάδι. Αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, θα εντόπιζαν ένα κατάλληλο σημείο για την προσγείωση των ανεμοπλάνων της δεύτερης φάσης της επιχείρησης, που θα μετέφεραν μια επιπλέον ομάδα 12 καλοδιαλεγμένων καταδρομέων, οι οποίοι και θα αναλάμβαναν την ανατίναξη των δεξαμενών βαρέως ύδατος του Norsk Hydro.



Το τετρασκινητήριο βομβαρδιστικό Halifax ανέλαβε πρώτη φορά δράση τον Νοέμβριο
του 1940. Έκτοτε έπαιξε σημαντικό ρόλο σε ποικίλες αποστολές κατά την διάρκεια του
Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν ήταν λίγες οι φπρές που μετέφερε αλεξιπτωτιστές
και κομάντος. Στο σχεδιάγραμμα απεικονίζονται διάφοροι τύποι του συγκεκριμένου
αεροσκάφους, στο οποίο γίνονταν τροποποιήσεις προς εξυπηρέτηση των εκάστοτε
αποστολών που έπρεπε να διεκπεραιώσει


Όλους αυτούς του μήνες της προετοιμασίας, ο Έιναρ παρέμενε κρυμμένος σε μια καλύβα στα βουνά της περιοχής, παρατηρώντας επίσης τους Γερμανούς και μεταδίδοντας μέσω του ασυρμάτου του πληροφορίες στο Λονδίνο. Το φαγητό του αποτελείτο από εντόσθια περιπλανώμενων άγριων ταράνδων και σαν δυναμωτικό έπινε το αίμα τους, τις ευεργετικές ιδιότητες του οποίου γνώριζε καλά ως γνήσιος Νορβηγός. Και τα παγερά βράδια, μόλις που μπορούσε ν’ ανάψει για λίγη ώρα μια ισχνή φωτιά προκειμένου να ζεσταθεί. Γιατί αν γινόταν αντιληπτός από κάποιους απρόσεκτους και λογάδες συμπατριώτες του, υπήρχε κίνδυνος να προδοθεί η θέση του στους Γερμανούς.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ‘ΑΓΡΙΟΓΑΛΟΣ’ (GROUSE)

Αυτή η πρώτη αναγνωριστική ομάδα αποτελείτο από τέσσερις ατρόμητους άνδρες: τον Νορβηγό αρχηγό της αποστολής, ανθυπολοχαγό Πούλσον (Jens Anton Poulsson), τους φυγάδες αντιστασιακούς Χάουγκλαντ και Χέλμπεργκ της φρεγάτας Galtesund, και τον Κγέλστρουπ (Arne Kjelstrup). Το σχέδιο αρχικά πήρε την κωδική ονομασία ‘Αγριόγαλος’ (Grouse), προφανώς από το αγαπημένο σπορ του αρχηγού της SOE εκείνη την περίοδο, σερ Άμπρο (sir Charles Hambro - επικεφαλής του γνωστού μέχρι τις μέρες μας τραπεζικού ομίλου), που συνήθιζε να κυνηγάει άγριες γαλοπούλες στο οικογενειακό κτήμα του στην Αγγλία. Κατόπιν όμως η επιχείρηση μετονομάστηκε σε ‘Χελιδόνι’ (Swallow), ίσως εξαιτίας της συμμετοχής του Έιναρ, που όπως είπαμε αποφοίτησε από την εκπαίδευσή του στα βρετανικά κομάντο με το ψευδώνυμο ‘Μελαγχολικό Χελιδόνι’.

Την νύχτα της 18ης προς 19η Οκτωβρίου 1942, ο Τρόνσταντ και ο συνταγματάρχης Ουΐλσον (Wilson), ο αρχηγός του νορβηγικού τμήματος της Σχολής Αντικατασκοπίας, έφτασαν στο αεροδρόμιο της Σκωτίας, από το οποίο ένα τετρακινητήριο βομβαρδιστικό τύπου Halifax θα μετέφερε τους τέσσερις καταδρομείς στην Νορβηγία. Ευχήθηκαν καλή τύχη κι έσφιξαν το χέρι των θαρραλέων ανδρών, που μόλις ξεκινούσαν για μια αβέβαιη και επικίνδυνη αποστολή. Αυτή την φορά οι ευχές τους ευδοκίμησαν. Ήταν η τρίτη κατά σειρά απόπειρα ρίψης της ομάδας. Την πρώτη, λίγο πριν τις Νορβηγικές ακτές, ένας από τους κινητήρες του αεροσκάφους έπιασε φωτιά και ο κυβερνήτης αποφάσισε να επιστρέψει. Κατά την δεύτερη προσπάθεια δεν συνέβη καμιά μηχανική βλάβη, αλλά εξαιτίας της πυκνής ομίχλης που επικρατούσε στο σημείο ρίψης δεν αποτολμήθηκε η ολοκλήρωσή της. Τώρα όμως όλα έδειχναν τέλεια.

Στις 23.30 την νύχτα, οι άνδρες του Πούλσον πήδηξαν μέσα στο σκοτάδι του νορβηγικού ουρανού και μετά από λίγο ένιωθαν το μαλακό χιόνι του οροπεδίου Hardanger Vidda στα πόδια τους. Σκύβοντας στους χάρτες τους κατάλαβαν ότι είχαν προσγειωθεί σε λάθος σημείο. Ρίχνοντας μια πρώτη ματιά τριγύρω είδαν τα περισσότερα από τα εφόδιά τους να λείπουν. Χρειάστηκαν 48 ώρες για να συλλέξουν κάποια από τα υλικά που έπρεπε και άλλες τόσες για να κατανοήσουν ότι το σημείο που βρίσκονταν απείχε περίπου 80 χιλιόμετρα από το σωστό, όπου θα συναντούσαν τον Έιναρ. Επειδή αδυνατούσαν να κουβαλήσουν όλους τους σάκους που τελικά κατάφεραν να εντοπίσουν (ένας σκιέρ σε τέτοιο υψόμετρο δεν μπορεί να μεταφέρει περισσότερα από 25 - 30 κιλά), μοίρασαν το περιεχόμενό τους σε οκτώ σάκους των 30 κιλών και ο καθένας τους ανέλαβε να εκτελέσει διπλό δρομολόγιο κάθε φορά, προκειμένου να μεταφέρει στο επόμενο σημείο στάσης τους δύο σάκους που του αναλογούσε.

Το αδυσώπητο κρύο και ο αέρας που λυσσομανούσε πάνω από τα κεφάλια των νηστικών και μουσκεμένων ανδρών τους υποχρέωνε να επιστρατεύσουν τις υπεράνθρωπες δυνάμεις, που κρύβει μέσα της κάθε ηρωική ψυχή. Το τραγικότερο ήταν ότι δεν είχαν κατορθώσει να βρουν τα δοχεία με το πετρέλαιο, ώστε να μπορούν να ζεσταίνονται κατά τα διαστήματα των σύντομων διαλειμμάτων τους. Αποφάσισαν να κατηφορίσουν προς μια κοιλάδα, εγκαταλείποντας το οροπέδιο, με την ελπίδα να βρουν μια καλύβα, όπου θα μπορούσαν να στεγνώσουν τα ρούχα τους με την φωτιά από ξύλο σημύδας που αφθονούσε εκεί κάτω. Αυτή η αναγκαία για την επιβίωσή τους παρέκκλιση θα έσωζε τις ζωές τους από το κρύο, αλλά είχε το μειονέκτημα της πρόσθεσης επιπλέον χιλιομέτρων, οπότε τα τρόφιμά τους δεν θα επαρκούσαν. Είχαν μαζί τους μόνο λίγο αφυδατωμένο κρέας σε πλάκες, μια μικροποσότητα πλιγούρι, ελάχιστο τυρί και μερικές σοκολάτες –ποσότητα και ποιότητα τροφής εντελώς ακατάλληλες για την περίσταση. Και οι διαταγές που είχαν ήταν αυστηρότατες: καμιά επαφή με ντόπιους προς εξασφάλιση τροφής. Τελικά, αν και σπάνια, βρήκαν κάποιες έρημες καλύβες στην διαδρομή τους, αλλά τα υγρά ξύλα που έκοβαν δεν άναβαν εύκολα. Τις περισσότερες φορές συνέχιζαν μουσκεμένοι μέχρι το κόκαλο την εξαντλητική τους πορεία προς ανεύρεση του Έιναρ.

Στις 30 Οκτωβρίου, εντελώς εξαντλημένοι, έφτασαν σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τα έλη Σκόλαντ (Skoland), στην ερημική τοποθεσία Σαβάτν (Savatn), όπου υποτίθεται ότι τους περίμενε ο Έιναρ. Απέμεναν μόνο δύο εβδομάδες για να φτάσουν σε κάποιο σημείο παρατήρησης του εργοστασίου Norsk Hydro και να βρουν το κατάλληλο μέρος για την προσγείωση των ανεμοπλάνων της επόμενης ομάδας καταδρομέων. Ο Πούλσον αποφάσισε πως ήταν καιρός να έρθουν σε επαφή με την Αγγλία. Αλλά ο Χάουγκλαντ τον πληροφόρησε πως ο ασύρματος είχε ‘ξεμείνει’ από μπαταρία. Στο μεταξύ ο Χέλμπεργκ ανέλαβε να βρει τον Έιναρ. Όταν βρέθηκε, αυτός φρόντισε να τους προμηθεύσει νέα μπαταρία κι έτσι αποκαταστάθηκε η επαφή με το αρχηγείο του Λονδίνου. Τότε εμφανίστηκε άλλο πρόβλημα: οι επιτελείς της SOE, μην έχοντας νέα της ομάδας του Πούλσον τόσες μέρες, πίστευε ότι οι άνδρες τσακίστηκαν κατά την πτώση ή συνελήφθησαν από τον εχθρό –ώστε ήταν δύσπιστοι στις κλίσεις του Πούλσον. Την κατάσταση έσωσε η χρήση συνθηματικών, σύμφωνα με τις αρχικές οδηγίες. «Τι βλέπετε νωρίς το πρωί;» ρωτούσε η βραχνή φωνή στον ασύρματο. Η απάντηση του Πούλσον, προς ανακούφιση όλων, ήταν αυτή που έπρεπε: «Τρεις ροζ ελέφαντες»!

Ώστε ζούσαν; Πόσο δύσκολα θα μπορούσαν να το πιστέψουν αυτό οι επιτελείς της SOE, αλλά και πόση χαρά ένιωσαν όταν βεβαιώθηκαν για την αρτιότητα των κομάντος της ομάδας ‘Grouse’. Είχε έρθει πλέον η σειρά της δεύτερης φάσης. Της τραγικότερης...

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ‘ΠΡΩΤΟΕΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ (FRESHMAN)

Το απόγευμα της 19ης Νοεμβρίου 1942, ένα μήνα μετά την επιτυχημένη προσγείωση της ομάδας του Πούλσον στην νορβηγική γη, δύο Halifax προθέρμαιναν τους κινητήρες τους στο αεροδρόμιο Ουίκ (Wick), στην περιοχή Caithness της Σκοτίας. Η επιχείρηση ‘Πρωτοετής Φοιτητής’ (Freshman) μόλις άρχιζε. Πίσω από τα αεροσκάφη είχαν προσδεθεί δύο ανεμοπλάνα τύπου Airspeed Horsa, τα οποία τελευταία στιγμή θα αποδεσμεύονταν από τα ρυμουλκά τους και θα προσγειώνονταν στο σημείο που είχε υποδείξει η ομάδα του Πούλσον, ελευθερώνοντας το καθένα από 15 εθελοντές -εδικούς καταδρομείς του 9ου λόχου, της 1ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας του Βρετανικού Βασιλικού Σώματος Μηχανικών.

Από την πρώτη στιγμή αναδείχθηκαν τα πολλά προβλήματα του εγχειρήματος. Αρχικά, δεν υπήρχε προηγούμενη εμπειρία των πληρωμάτων σε ρυμούλκηση ανεμοπλάνων. Ύστερα, λόγω του βάρους των ρυμουλκούμενων, οι κινητήρες των Halifax παρουσίασαν προβλήματα, ιδίως στο σύστημα ψύξης. Κατά την διάρκεια των δοκιμών πολλά από αυτά εντοπίσθηκαν και διορθώθηκαν μετά από λεπτομερές σέρβις. Ωστόσο, παρέμενε ανοιχτό το ζήτημα της μεγάλης απόστασης που έπρεπε να διανύσουν και τα περιορισμένα καύσιμα που τα σκάφη μπορούσαν να μεταφέρουν. Η παραμικρή απόκλιση στην πορεία θα μπορούσε να προκαλέσει άσκοπη απώλεια καυσίμων, ώστε τα Halifax δεν θα κατόρθωναν ποτέ να φτάσουν στο σημείο ρίψης και να επιστρέψουν στην βάση τους. Τέλος, η κακοκαιρία έπαιζε το πιο επικίνδυνο παιχνίδι.




Μόνο δύο πλήρως ανακαινισμένα Hilifax υπάρχουν στον κόσμο. Το πρώτο από αυτά
εκτίθεται στο Μουσείο Πολεμικής Αεροπορίας του Yorkshire της Αγγλίας. Στην φωτογραφία
εικονίζονται τα συντρίμμια του ΑMk II W 1048 Halifax, που ανα σύρθηκε το 1973 από την
νορβηγική λίμνη Hoklingen, όπου συνετρίβη κατά την διάρκεια επιθέσεων εναντίον του
γερμανικού θωρηκτού Tirpitz. Σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο της RAF (Royal Air Force)
του Λονδίνου

Χαράματα της 20ης Νοεμβρίου, με διαφορά μισής περίπου ώρας μεταξύ τους, τα βομβαρδιστικά πλησίαζαν τις νορβηγικές ακτές, στην περιοχή του Έγκερσουντ, λιγότερο από 190 χιλιόμετρα από το συμφωνημένο σημείο. Ήταν περίπου 3.00 η ώρα, όταν ξέσπασε μια ξαφνική χιονοθύελλα, που έκανε την ορατότητα αδύνατη. Το πρώτο αεροσκάφος, μαζί με το ανεμοπλάνο που ρυμουλκούσε, οδηγήθηκε κατευθείαν στα βράχια του όρους Μόστβαν. Ήταν αδύνατο να κερδίσουν άλλο ύψος με τέτοιο βάρος. Ο πιλότος του Halifax πήρε την τραγική απόφαση να αποδεσμεύσει το ανεμόπτερο, που έτσι συντρίφτηκε στο έδαφος. Λίγο μετά την ίδια τύχη είχε και το δικό του σκάφος. Η έκρηξη που ακολούθησε ήταν τρομακτική. Όλο το πλήρωμα σκοτώθηκε ακαριαία. Από το ανεμοπλάνο είχαν χαθεί 3 άνδρες, και από τους 14 επιζώντες οι 6 ήταν βαριά τραυματισμένοι. Στις 6 ώρα το πρωί κατέφθασε στο σημείο μια γερμανική περίπολος, τους συνέλαβε και τους οδήγησε στην έδρα του στρατηγείου για ανάκριση. Εκεί τους ανακοινώθηκε η διαταγή (Commandobefehl - 18/10/1942) του Χίτλερ για τους σαμποτέρ και το ίδιο βράδυ τους εκτέλεσαν.



Τα συντρίμμια του ανεμοπτέρου Horsa DP 349

Το δεύτερο Halifax κατόρθωσε να προσεγγίσει τις νορβηγικές ακτές, όπου οι καιρικές συνθήκες, όπως τους είχαν υποσχεθεί από την αρμόδια υπηρεσία του αρχηγείου, βελτιώθηκαν σημαντικά. Αλλά στην ενδοχώρα, ήταν αδύνατο να βρουν το ακριβές σημείο αποδέσμευσης του ανεμοπλάνου, τόσο επειδή οι χάρτες τους ήταν ανακριβείς, όσο και γιατί είχε χαθεί η επικοινωνία αέρος – εδάφους με την ομάδα του Πούλσον (με συνθηματικά Rebecca και Eureka αντίστοιχα). Η συνεχής χιονόπτωση, άλλωστε, συχνά αλλάζει την μορφή του τοπίου, ώστε δύσκολα κάποιος μπορεί να διακρίνει τυχόν γνώριμα σημάδια από τόσο ψηλά. Κάποιες προσπάθειες το μόνο που κατάφεραν ήταν να σπαταλήσουν ακόμη περισσότερα καύσιμα. Απογοητευμένος, ο πιλότος του άθικτου Halifax αποφάσισε να επιστρέψει στην Αγγλία, εγκαταλείποντας την αποστολή. Αλλά στην πορεία, το συρματόσχοινο που συνέδεε το σκάφος του με το ανεμοπλάνο έσπασε εξαιτίας του πάγου, με αποτέλεσμα το ρυμουλκούμενο να προσεδαφιστεί στο ανώμαλο βραχώδες έδαφος, όχι μακριά από το σημείο της πτώσης του πρώτου.



Το δεύτερο Halifax, της Royal Canadian Air Force (RCAF), με σειριακό αριθμό ΝΑ337, που καταρρίφθηκε τον Απρίλιο του 1945. Ανασύρθηκε από τον πυθμένα της λίμνης Mjósa στην
Νορβηγία το 1955 και μεταφέρθηκε στον Καναδά. Η αποκατάστασή του ολοκληρώθηκε μόλις
το 2005. Πρόκειται για σκάφος ειδικών καθηκόντων, κατασκευασμένο από την Rootes Motors Liverpool. Σήμερα εκτίθεται στο μουσείο της RCAF, στην πόλη Trenton, στο Οντάριο του Καναδά.
Στις 26 Νοεμβρίου 2006 μια ομάδα Πολωνών αρχαιολόγων ανακάλυψε τα υπολείμματα ενός
τρίτου Halifax στην Νότια Πολωνία, με σειριακό αριθμό JP-276A της 148ης Μοίρας RAF. Είχε καταρριφθεί την νύχτα της 4ης προς 5η Αυγούστου 1944 κατά την επιστροφή του
από βομβαρδισμό στην διάρκεια της εξέγερσης της Βαρσοβίας.


Αφήνοντας πίσω τους 8 νεκρούς, επιζώντες και τραυματίες κατέφυγαν στην καλύβα ενός ντόπιου βοσκού, ο οποίος είχε ακούσει τις εκρήξεις και έψαχνε τρομαγμένος μέσα στην νύχτα να δει τι συνέβη. Ξημερώνοντας, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του πατριώτη, η κατάσταση των περισσοτέρων τραυματισμένων παρέμενε κρίσιμη. Προκειμένου να ζήσουν, αποφασίστηκε ο βοσκός να ειδοποιήσει τους Γερμανούς με σκοπό να παραδοθούν. Σε λίγη ώρα κατέφθασε ένα γερμανικό τάγμα ορεινών καταδρομών και, παρά το γεγονός ότι ήδη οι κομάντος είχαν υψώσει λευκή σημαία, τους πυροβόλησαν εν ψυχρώ. Στους τραυματισμένους χορήγησαν δηλητήριο.

Από την ανάκριση οι Γερμανοί αντελήφθησαν πλέον τα σχέδια των Συμμάχων και ενέτειναν τα μέτρα ασφαλείας του Norsk Hydro. Μάλιστα, το εργοστάσιο επισκέφθηκε σύντομα ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στην Νορβηγία, στρατηγός Φάλκενχορστ (Nikolaus von Falkenhorst), αλλά και ο κομισάριος του Ράιχ στην χώρα, Τερμπόβεν (Josef Terboven). Η φρουρά ενισχύθηκε και στρώθηκε ένα εκτεταμένο ναρκοπέδιο στις προσβάσιμες πλευρές των εγκαταστάσεων, δυσχεραίνοντας ασύγκριτα κάθε επόμενη προσπάθεια ανατίναξης των δεξαμενών βαρέως ύδατος.



Ο στρατηγός Νικολάους φον Φάλκενχορστ δικάστηκε μεταπολεμικά στην
Νυραμβέργη για εγκλήματα πολέμου, μεταξύ των οποίων και η
εκτέλεση των μελών της ομάδας Freshman

Ως τότε, η ομάδα ‘Grouser’ παρέμενε κρυμμένη στα τριγύρω βουνά, τρώγοντας λειχήνες και βρύα, μέχρι που ο Πούλσον κατάφερε να σκοτώσει κάποιον περαστικό τάρανδο. Αλλά εξαιτίας των πυκνών γερμανικών περιπόλων, οι άνδρες ήταν αναγκασμένοι ν’ αλλάζουν διαρκώς κρησφύγετο -που σήμαινε ότι πολλές νύχτες τις περνούσαν έξω, στον παγωμένο νορβηγικό βοριά. Επίσης, ‘σιώπησαν’ τον ασύρματο για να μην εντοπιστούν από τα γερμανικά ραδιογωνιόμετρα. Κάποια στιγμή κατέληξαν σε μια απόμερη καλύβα, που ο Πούλσον κι ένας ξάδερφός του είχαν φτιάξει προπολεμικά, κι εκεί πια περίμεναν σε απόλυτη απομόνωση μέχρι τα Χριστούγεννα.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ‘ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΖΩΝΗ’ (GUNNERSIDE)

Η περίπολος ήρθε τότε σε επαφή με το Λονδίνο. Πληροφορήθηκε το νέο σχέδιο που είχε καταστρωθεί από τους επιτελείς της SOE, που στην ουσία άφηνε τον ρόλο της άθικτο: θα υποδεχόταν μια εξαμελή, άρτια εκπαιδευμένη ομάδα Νορβηγών κομάντος, που θα ριχνόταν με αλεξίπτωτα σε κάποιο ερημικό μέρος του οροπεδίου Handager Vidda και στην συνέχεια όλοι μαζί θα χτυπούσαν το εργοστάσιο. Αρχηγός της αποστολής ανέλαβε ο υπολοχαγός Ρένεμπεργκ (Joachim Rønneberg). Οι υπόλοιποι άνδρες ήταν: ο γεννημένος στην Νέα Υόρκη Νορβηγός ανθυπολοχαγός Χάουκελιντ (Knut Haukelid, με το ψευδώνυμο ‘Bonzo’), ο Σέρλυ (Rolf Sørlie) της τοπικής αντίστασης, ο Σκίναρλαντ και η ομάδα ‘Grouse’, ο λοχίας Κάισερ (Frederik Kayser), ο ανθυπολοχαγός Ίντλαντ (Kasper Idland), o λοχίας Στόρχαουγκ (Hans Storhaug) και ο λοχίας Στρέμσχαϊμ (Birger Strømsheim). Η επιχείρηση έλαβε την κωδική ονομασία ‘Κυνηγετική Ζώνη’ (Gunnerside), σύμφωνα με την αγαπημένη τακτική του σερ Άμπρο (Gunnerside ονομαζόταν ένα μικρό χωριό στο Kent της Αγγλίας, όπου βρισκόταν το οικογενειακό κτήμα του Άμπρο που κυνηγούσε αγριόγαλους).

Μετά από πολλές αναβολές λόγω της έξαρσης των καιρικών συνθηκών, στις μία τα χαράματα της 17ης Φεβρουαρίου 1943, οι κομάντος πήδηξαν στα τυφλά. Βρέθηκαν περίπου 50 χιλιόμετρα μακριά από την ομάδα του Πούλσον. Επτά μέρες κοπιαστικής διαδρομής πάνω στα βουνά, σε θερμοκρασία 25 βαθμούς κάτω από το μηδέν και με στοιχειώδη τροφή, τους εξάντλησε εντελώς. Στον δρόμο συνάντησαν έναν ντόπιο κυνηγό ταράνδων να σέρνει το έλκηθρό του. Αμοιβαία καχυποψία κυρίευσε όλους τους παρευρισκόμενους. Ο κυνηγός, που τους πέρασε για Γερμανούς, ορκιζόταν πίστη στο προδοτικό καθεστώς του Κουΐσλινγκ. Οι κομάντος, πάλι, πίστευαν πως ο κυνηγός ήταν συνεργάτης της Γκεστάπο και προς στιγμήν ήθελαν να τον σκοτώσουν. Ευτυχώς, σκιοδρομώντας όλη νύχτα, τους οδήγησε στο σημείο που ήθελαν και τα πράγματα κάπως ηρέμησαν. Τότε ο Χάουκελιντ, ο μοναδικός από την ομάδα που γνώριζε τους άνδρες του Πούλσον, παρακολούθησε με τα κιάλια του δύο γενειοφόρους σκιέρ με λευκά ανοράκ. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως ήταν αυτοί που έψαχναν. Τους πλησίασε με το περίστροφο τεταμένο. Οι άλλοι δύο πρότειναν τα όπλα τους. Λεπτά σιγής που δεν έλεγαν να τελειώσουν. Αλλά σύντομα αναγνωρίστηκαν: ήταν ο Κγέλστρουπ και ο Χέλμπεργκ. Θρίαμβος! Τώρα δεν έμενε παρά ένας καλός ύπνος. Μετά θα συζητούσαν για το σχέδιο κρούσης.




Την άλλη μέρα οι άνδρες συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Ρένεμπεργκ. Αυτός όρισε την ομάδα που θα διενεργούσε την ανατίναξη: ο ίδιος και οι Κάισερ, Στρέμσχαϊμ και Ίντλαντ. Οι υπόλοιποι, με επικεφαλής τον Χάουκελιντ, θα αποτελούσαν την ομάδα προκάλυψης. Το δυσκολότερο πρόβλημα ήταν να βρεθεί ένας ασφαλής τρόπος προσέγγισης των εγκαταστάσεων του εργοστασίου. Η ιδέα να κατέβουν στους επιθυμητούς χώρους από το σύστημα αγωγών νερού απορρίφθηκε, εξαιτίας του ναρκοπεδίου και της παγιδευμένης σκάλας που θα συναντούσαν έπειτα. Άλλωστε, σε αυτήν την πλευρά οι Γερμανοί είχαν στήσει ένα πολυβολείο. Ούτε και από την μήκους 60 μέτρων καλά φρουρούμενη γέφυρα του ποταμού Μάνε (Mane) θα μπορούσαν να πλησιάσουν. Όταν ο Ρένεμπεργκ παρατήρησε στις αεροφωτογραφίες που διέθεταν την σιδηροδρομική γραμμή, που κατά μήκος των πλαγιών του βράχου οδηγούσε στις εγκαταστάσεις του Βέμορκ ενώνοντας στην ουσία την γραμμή παραγωγής με το πορθμείο της λίμνης Τίνσγιε (Tinnsjø) στα ανατολικά, ρώτησε για τα εκεί μέτρα ασφαλείας. Δεν υπήρχαν, γιατί θεωρείτο ακατόρθωτο να μπορέσει κάποιος να κατέλθει το απότομο φαράγγι του Μάνε (300 μέτρα κάθετου βράχου) και στην συνέχεια να το ανέλθει. Η ύπαρξη όμως μικρών θάμνων, από τους οποίους μπορούσαν να πιαστούν, τους ενεθάρρυνε στο να το αποτολμήσουν.



Σημερινή άποψη της γέφυρας

Μελέτησαν κατόπιν τις αλλαγές στις γερμανικές σκοπιές, την συχνότητα των δρομολογίων του τρένου που εξυπηρετούσε την μεταφορά του βαρέως ύδατος μέχρι το πορθμείο της λίμνης Τίνσγιε, την φρουρά στον περίβολο των εγκαταστάσεων ηλεκτρόλυσης και των δεξαμενών και την δύναμη του φρουραρχείου του Βέμορκ. Όμως είχαν περάσει αρκετοί μήνες από τότε που οι πληροφορίες αυτές είχαν περισυλλεχθεί, ώστε θεώρησαν φρόνιμο να εξακριβώσουν, πριν από κάθε τους ενέργεια, αν κάτι είχε αλλάξει. Την εκτέλεση αυτής της αναγνωριστικής αποστολής ανέλαβε ο λοχίας Χέλμπεργκ, που στις 25 Φεβρουαρίου έφυγε για το Βέμορκ μ’ ένα ερωτηματολόγιο 30 σημείων υπό μάλης και την υποχρέωση να επιστρέψει σε δύο μέρες. Την ίδια στιγμή οι υπόλοιποι άνδρες κίνησαν με τα σκι τους για τον χώρο απόκρυψης -το δάσος του Φιοσμπουντάλεν, στο βόρειο άκρο της απότομης πλαγιάς της κοιλάδας Βεστφιορντάλεν, 3 χιλιόμετρα νότια από το Βέμορκ. Ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης ορίστηκε η 27η Απριλίου, ώρα οκτώ το βράδυ.

Πράγματι, την συμφωνημένη ημέρα και ώρα η ομάδα των εννέα ανδρών, ντυμένη με τις κανονικές στολές τους και φέροντας τα εφόδιά της, άφησε το κρησφύγετό της στο δάσος και με τα σκι άρχισε να γλιστρά αθόρυβα πάνω στο χιόνι. Μέχρι εκείνη την στιγμή, προστατεύονταν από λευκές φόρμες. Ο καιρός είχε κάπως γλυκάνει, αλλά οι προφυλάξεις που έπρεπε να παίρνουν ήταν πολλές. Κάποια στιγμή συναντήθηκαν με δύο λεωφορεία εργατών, που μόλις είχαν σχολάσει από την βάρδια τους και κατευθύνονταν προς το Ργιούκαν. Πρόλαβαν και κρύφτηκαν. Γύρω στις 10 έφτασαν στα μισά της διαδρομής. Απαλλάχτηκαν από τα σκι, έβγαλαν τις λευκές φόρμες, ώστε σε περίπτωση σύλληψής τους να μην θεωρηθούν ως ομάδα σαμποτέρ (πράγμα που θα επέφερε αντίποινα των Γερμανών σε βάρος των ντόπιων) και συνέχισαν με τα πόδια μέχρι το σημείο κατάβασης στο φαράγγι. Τώρα άρχιζε η πλέον επικίνδυνη φάση, γιατί το σκοτάδι ήταν πυκνό και το βάρος που ο καθένας κουβαλούσε δυσκόλευε αφάνταστα την απότομη κατάβαση. Τελικά, έφτασαν στις όχθες του ποταμού Μάνε, κοντά στην φυλασσόμενη από δύο Γερμανούς γέφυρα. Ήταν εύκολο να τους εξουδετερώσουν, αλλά ο φόβος από τυχόν αφύπνιση των υπολοίπων, που βρίσκονταν μέσα στο φυλάκιο στην άλλη άκρη της γέφυρας, τους υποχρέωσε να προτιμήσουν να διαβούν τα παγωμένα νερά του ποταμού. Όμως το στρώμα πάγου δεν είχε την αντοχή που είχαν παρατηρήσει λίγες μέρες πριν, εξαιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας. Όταν εντόπισαν ένα κάπως παχύτερο σημείο πάγου, ο Χέλμπεργκ, ως ελαφρύτερος, πέρασε πρώτος. Ακολούθησαν οι υπόλοιποι ένας ένας.

Η ανάβαση αποδείχθηκε το ίδιο δύσκολη κι επικίνδυνη. Αν κάποιος κοίταζε κάτω, ήταν αδύνατο να συνεχίσει την αναρρίχηση. Όμως τα κατάφεραν και μετά από μεγάλη προσπάθεια έφτασαν στην απέναντι κορυφή του φαραγγιού σώοι. Ξάπλωσαν να πάρουν μιαν ανάσα, καθώς οι ήχοι του εργοστασίου ανακατεύονταν πια με τους κτύπους της καρδιάς τους, που σφυροκοπούσε σαν τρελή. Είδαν την γραμμή του τρένου και πρώτα η ομάδα του Χάουκελιντ ρίχτηκε στο κατόπι της. Αν υπήρχαν νάρκες, ήταν προτιμότερο να σωθεί η ομάδα του Ρένεμπεργκ, που ακολουθούσε σε απόσταση 50 μέτρων, ώστε να εκτελέσει τις ανατινάξεις! Στις 11.30 συγκεντρώθηκαν όλοι σ’ ένα κατάφορτο με χιόνι υπόστεγο ηλεκτρικού μετασχηματιστή. Κάποιοι προσπάθησαν να προφυλαχτούν λίγο από τον κρύο άνεμο που λυσσομανούσε. Στα πεντακόσια μέτρα εμπρός τους υψώνονταν σαν σκιές τα κτίρια του εργοστασίου.



Άποψη του εργοστασίου

Η αλλαγή των φρουρών στην κρεμαστή γέφυρα Βάερ θα συνέβαινε στις 12 τα μεσάνυχτα. Μέχρι τότε μπορούσαν να κολατσίσουν και να ξεκουραστούν. Σιγουρεύτηκαν ότι θυμόντουσαν τα συνθηματικά αναγνώρισης, όταν μετά τις εκρήξεις συγκεντρώνονταν οι δύο ομάδες: ‘Πικαντίλυ’ και ‘πλατεία Λάιτσεστερ’. Ύστερα δεν μιλούσε κανείς. Έσφιγγαν τα αυτόματα ‘Τόμμυγκαν’, τα μαχαίρια τους, τις λίγες χειροβομβίδες και κοίταζαν με δέος τους δύο σάκους με τα εκρηκτικά, γνωρίζοντας ότι δεν είχαν περιθώρια αποτυχίας. Αν κάποιος πιανόταν αιχμάλωτος, θα αυτοκτονούσε καταπίνοντας το δισκίο ‘Zynkalium’ που του είχε δώσει ο αρχηγός του. Σε τέτοια περίπτωση, του έμεναν μόνο 5 δευτερόλεπτα ζωής. Μα τουλάχιστον δεν θα πρόδιδε πληροφορίες στους Γερμανούς. Πάνω από όλα, έπρεπε να διασφαλιστεί η επιτυχία της αποστολής. Η ζωή τους ερχόταν σε δεύτερη μοίρα.

Αφού οι δύο σκοποί αντικαταστάθηκαν από τους συναδέλφους τους, μετά από 30 λεπτά της ώρας οι σαμποτέρ της ομάδας κάλυψης προχώρησε προς την πόρτα του φράχτη της σιδηροδρομικής γραμμής. Ο Κγέλστρουπ έσπασε την αλυσίδα εύκολα. Έπρεπε να λάβουν θέσεις στον περίβολο, ώστε να καλύπτουν την ομάδα του Ρένεμπεργκ που θα τοποθετούσε τα εκρηκτικά στις εγκαταστάσεις της ηλεκτρόλυσης. Αν έπεφταν σε ναρκοπέδιο, όλοι είχαν συμφωνήσει να καλύψουν τουλάχιστον έναν άνδρα ζωσμένο με εκρηκτικά για να πραγματο-ποιήσει την ανατίναξη. Ωστόσο, κανείς δεν ήταν σίγουρος για την ύπαρξη ή μη ναρκών, μέχρι που ο Χάουγκελιντ με κίνδυνο της ζωής του ανέλαβε να προχωρήσει μόνος, ανοίγοντας δρόμο ασφαλείας. Βρήκε ένα φρεσκοπατημένο μονοπάτι, που οδηγούσε κατευθείαν σε μια αποθήκη σιδηροδρομικού υλικού. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν. Σε λίγο βρίσκονταν ήδη στην αυλή του εργοστασίου. Ο Χάουκελιντ, ο Πούλσον και οι άλλοι έπιασαν θέσεις με την προσοχή τους προς το παράπηγμα της γερμανικής φρουράς. Ο Ρένεμπεργκ με την υπόλοιπη ομάδα των σαμποτέρ προχώρησε προς την πόρτα του υπογείου, όπου σύμφωνα με όσα γνώριζαν υπήρχε ολόκληρη η εγκατάσταση της ηλεκτρόλυσης. Η πόρτα ασφαλώς ήταν κλειδωμένη. Το παραμικρό λάθος θα μπορούσε να θέσει σε ενέργεια το σύστημα συναγερμού. Και τότε δεν υπήρχε περίπτωση να τελειώσουν την δουλειά αναίμακτα. Όμως έπρεπε ν’ αποφύγουν την συμπλοκή και για τον λόγο ότι, αν σκοτωνόταν έστω κι ένας Γερμανός στρατιώτης, τότε οι Ναζί θα κατέφευγαν σε αντίποινα σε βάρος των ντόπιων. Έτσι, αποφάσισαν να ψάξουν για το άλλο πέρασμα, όπως τους είχε συμβουλεύσει ο καθηγητής Μπρουν στην Αγγλία.

Ο Ρένεμπεργκ βρήκε ένα βαμμένο παράθυρο και από τα ξεφτίσματα του χρώματος μπόρεσε να κοιτάξει μέσα. Ήταν το ισόγειο δωμάτιο όπου φυλασσόταν το βαρύ ύδωρ. Έκανε νόημα στον Κάισερ που ακολουθούσε να κρατάει απόλυτη σιγή. Μέσα βρισκόταν ένας Νορβηγός υπάλληλος, καθήμενος μπροστά σε μια λάμπα και κάτι έγραφε. Οι δύο άνδρες έκαναν τον γύρω του κτιρίου και ανακάλυψαν την είσοδο μιας σπηλιάς σ’ έναν βράχο. Μόνος ένας χωρούσε να περάσει την κάθε φορά. Παραμέρισαν κάτι καλώδια στο πάτωμα και χώθηκαν μέσα. Κάποια στιγμή πέφτει το περίστροφο του Κάισερ κάτω. Οι σαμποτέρ κράτησαν την ανάσα τους. Ο μεταλλικός θόρυβος ακούστηκε δυνατά, αλλά ο θόρυβος των μηχανών του εργοστασίου φάνηκε πως τον είχε καλύψει. Προχώρησαν. Η σπηλιά έβγαζε σε δωμάτιο παράπλευρο του δωματίου που βρισκόταν ο υπάλληλος. Με τα πιστόλια τους έτοιμα όρμησαν και τον αιφνιδίασαν. Ήταν ένας Νορβηγός εργαζόμενος στο Norsk Hydro, ονόματι Γιόχανσεν (Gustav Johannsøn). Ο Ρένεμπεργκ είχε ήδη βγάλει τα εκρηκτικά από είκοσι μασούρια, είχε φορέσει τα λαστιχένια του γάντια κι άρχιζε να τα τοποθετεί σε κάθε καζάνι, όταν ξαφνικά το τζάμι του παραθύρου έσπασε. Ευτυχώς ήταν ο Στρέμσχαϊμ, που πήδηξε μέσα, αφήνοντας έξω τον Ίντλαντ για κάλυψη.

Με την βοήθεια του Γιόχανσεν άνοιξαν την θωρακισμένη πόρτα. Ο Ρένεμπεργκ άρχισε να τοποθετεί το φυτίλι. Το μήκος του έδινε χρόνο για δύο λεπτά, αλλά ο ίδιος το κόντυνε σε 30 δευτερόλεπτα. Όταν άναψε το σπίρτο, ο υπάλληλος με παράπονο ζήτησε να του επιτρέψουν να πάρει τα γυαλιά του από το τραπέζι όπου τα άφησε κατά την έφοδο των σαμποτέρ. Σε τέτοιους δύσκολους καιρούς δεν θα έβρισκε εύκολα άλλα. Ο Ρένεμπεργκ του τα έφερε και άναψε δεύτερο σπίρτο. Τότε ακούστηκε θόρυβος από τις σκάλες. Όλοι στράφηκαν με τα όπλα τους έτοιμα να ρίξουν στον πρώτο Γερμανό που θα ερχόταν προς το μέρος τους. Ευτυχώς, ήταν ένας ακόμη Νορβηγός υπάλληλος του εργοστασίου. Εξήγησαν και στους δύο ότι, από την στιγμή που θα άναβαν τα φυτίλια, είχαν χρόνο να φτάσουν από τις σκάλες μέχρι τον δεύτερο όροφο του κτιρίου. Έπρεπε να βιαστούν, αν αγαπούσαν την ζωή τους. Το ίδιο θα έκαναν και οι σαμποτέρ. Βγήκαν από το κτίριο κι άρχισαν να τρέχουν, όταν μετά από δύο λεπτά ακούστηκε ένας αδύνατος κρότος. Οι σαμποτέρ βρίσκονταν κιόλας σε απόσταση ασφαλείας –είκοσι περίπου μέτρα από την είσοδο του υπογείου. Χωρίς να καθυστερήσουν, τράβηξαν προς την έξοδο του περιφραγμένου περιβόλου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν πάνω από την σιδηροδρομική γραμμή.

Αυτά τα είκοσι πέντε λεπτά της ώρας, που διαμεσολάβησαν από την στιγμή που οι δύο ομάδες χωρίστηκαν, η αγωνία του Χάουγκελιντ έφτασε στο κατακόρυφο. Όταν άκουσε την έκρηξη αρχικά αμφέβαλε για την επιτυχία της, επειδή ο κρότος ήταν ασθενικός. Ίσως και γι’ αυτό, σκέφτηκε, οι Γερμανοί δεν είχαν ακόμη σημάνει συναγερμό. Οι γεννήτριες, άλλωστε, έπνιγαν κάθε άλλον ήχο. Ωστόσο, ένας μισοντυμένος Γερμανός πλησίασε. Σαν είδε κλειστή την θωρακισμένη πόρτα έφυγε, αλλά σύντομα επέστρεψε. Πάλι δεν πρόσεξε κάτι το ανησυχητικό. Γύρισε στο παράπηγμα. Η ομάδα προκάλυψης, μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνει, άρχισε πρώτη να τρέχει προς την σιδηροδρομική γραμμή κι από κει κατέβηκε το φαράγγι. Σε λίγο θα ακολουθούσε η ομάδα του Ρένεμπεργκ. Πίσω της ηχούσαν πια σαν τρελές οι σειρήνες συναγερμού των Γερμανών. Μα τώρα όλα φαίνονταν ευκολότερα: η αποστολή είχε πετύχει χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι!

Τελικά, σε κάποιο σημείο όλοι οι άνδρες συγκεντρώθηκαν και ξεκίνησαν να αναρριχώνται, για να βρεθούν στο σημείο όπου είχαν κρύψει τα σκι. Με μεγάλη προφύλαξη, βλέποντας κατά διαστήματα γερμανικά αυτοκίνητα να έρχονται σαν τρελά προς το Βέμορκ (προφανώς είχε σημάνει συναγερμός στο φρουραρχείο της πόλης), οι σαμποτέρ πήραν τον δρόμο προς το Ργιούκαν. Με δυσκολία έφτασαν στα δυτικά περίχωρα, περπατώντας μέσα στο παχύ χιόνι. Έπρεπε να προχωρήσουν προς ένα ελικοειδές δρομάκι κοντά στο τελεφερίκ , που κατέληγε σ’ ένα σημείο με υψόμετρο 600 μέτρων στην πλαγιά του βουνού. Πέντε ώρες μετά σκιοδρομούσαν ασφαλείς προς το οροπέδιο Hardanger Vidda.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η αντίδραση των Γερμανών ήταν θυελλώδης. Τα SS αμέσως συνέλαβαν, με πρωτοβουλία του στρατηγού Ρέντις, πενήντα ομήρους. Την ζωή τους έσωσε τελευταία στιγμή ο στρατηγός Φάλκενχορστ, εφόσον διαπίστωσε ότι ο ντόπιος πληθυσμός δεν είχε καμιά ανάμιξη στο οργανωμένο αυτό σαμποτάζ. Οι έρευνες συνεχίστηκαν σε ολόκληρη σχεδόν την χώρα χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά η φρουρά του Βέμορκ πέρασε όλη από στρατοδικείο.



Αναπαράσταση του σαμποτάζ με κέρινα ομοιώματα. Διακρίνονται οι μεταλλικές
φιάλες με το Βαρύ Ύδωρ. Σε αυτές τοποθέτησε τα εκρηκτικά ο Ρένεμπεργκ
εκείνη την νύχτα του 1943

Αργότερα οι σαμποτέρ χωρίστηκαν για πάντα στις δυο αρχικές ομάδες όπου ανήκαν. Η ομάδα ‘Grouse’ (ή ‘Swallow’) με τον Χάουκελιντ παρέμεινε στην Νορβηγία για να οργανώσει περαιτέρω την αντίσταση. Η δεύτερη διέφυγε στην Σουηδία και από εκεί έφτασε στην Αγγλία. Οι καταστροφείς κατάφεραν να διανύσουν περισσότερα των 400 χιλιομέτρων μέσα σε 14 μέρες, αψηφώντας τα γερμανικά περίπολα που κυριολεκτικά χτένιζαν την χώρα από άκρη σε άκρη. Μεταπολεμικά, οι ήρωες του Τέλεμαρκ παρασημοφορήθηκαν από τα χέρια του ίδιου του Τσώρτσιλ.

Ο Χάουκελιντ με τον Σκίναρλαντ παρέμειναν στα νορβηγικά βουνά μέχρι το τέλος της άνοιξης του 1943, δίνοντας μέσω του ασυρμάτου τους πληροφορίες στην SOE του Λονδίνου. Στις αρχές του καλοκαιριού ενημέρωσαν σχετικά με την επαναλειτουργία του εργοστασίου. Η προσπάθεια των Αμερικανών να βομβαρδίσουν από αέρος τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης του βαρέως ύδατος κατέληξε σε αποτυχία, γιατί οι Γερμανοί τις προστάτευαν κάτω από επτά πατώματα τσιμέντου. Στις 29 Ιανουαρίου 1944 κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι Γερμανοί σκόπευαν να μεταφέρουν τα κυριότερα μηχανήματα και τα αποθέματα βαρέως ύδατος στην Γερμανία, αρχικά μέσω της λίμνης Τίνσγιε. Στις 20 Φεβρουαρίου, οι δύο άνδρες σε συνεργασία με τοπικά μέλη της αντίστασης βύθισαν το φέρυ μπόουτ με το πολύτιμο υλικό σε βάθος 1.000 ποδιών στην λίμνη. Αυτή την φορά δυστυχώς υπήρχαν απώλειες σε ζωές Νορβηγών πατριωτών. Μετά τον πόλεμο, ο Χάουγκελιντ αποφοίτησε από την Στρατιωτική Ακαδημία της Νορβηγίας (1948) και υπηρέτησε ως ταγματάρχης στο Σύνταγμα Πεζικού Τέλεμαρκ. Αργότερα ανέλαβε επικεφαλής Φρουράς της ευρύτερης περιοχής του Όσλο. Αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του υποστράτηγου. Πέθανε στο Όσλο, στις 8 Μαρτίου 1994. ο Σκίναρλαντ μετανάστευσε στον Καναδά, για να πεθάνει σε ηλικία 84 ετών στις 5 Δεκεμβρίου το 2002.

Ο Χάουγκλαντ αμέσως μετά τον πόλεμο (1947) ακολούθησε τον διεθνούς φήμης εκκεντρικό εθνολόγο Χέυερνταλ (Thor Heyerdahl) στο απίστευτο ταξίδι του με σχεδία διαμέσου του Ειρηνικού Ωκεανού (7.000 χιλιόμετρα πλεύσης από την Νότια Αμερική στην Πολυνησία). Αυτό το κατόρθωμα έμεινε στην ιστορία ως εκστρατεία ‘Kon Tiki’ και αποσκοπούσε στο να αποδείξει έμπρακτα την θεωρία πως, πολύ πριν τον Κολόμβο και την έλευση των Ευρωπαίων, ανάλογες μετακινήσεις ιθαγενών ήταν δυνατές. Αργότερα, ο Χάουγκλαντ διορίστηκε διευθυντής στο μουσείο ‘Kon Tiki’ του Όσλο.

Ο Χέλμπεργκ, ένα μήνα μετά την επιχείρηση Τέλεμαρκ, κυνηγήθηκε από μια γερμανική περίπολο στο οροπέδιο Hardanger Vidda και συνελήφθη. Μεταφερόμενος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γκρίνι (Grini), στις 27 Μαρτίου 1943, πήδηξε από το γερμανικό αυτοκίνητο καθώς έτρεχε με 70 χιλ. την ώρα και κατάφερε να διαφύγει στην Σουηδία. Μετά πήγε στην Αγγλία.

Ο Ρένεμπεργκ μετά τον πόλεμο εργάστηκε στα μέσα ενημέρωσης της πατρίδας του (στο NRK, ένα κανάλι παρόμοιο με αυτό του αγγλικού BBC).



Το φέρυ μπόουτ AMONIA στην λίμνη Τίνσγιε σήμερα. Παρόμοιο
ήταν το HYDRO που βύθισαν οι σαμποτέρ το 1944


Το 1990 οι προχωρημένης πια ηλικίας σαμποτέρ συναντήθηκαν για μια τελευταία επανάληψη της τότε θρυλικής πορείας τους μέχρι το Βέμορκ. Οι μνήμες ήταν ακόμη ζωντανές. Τον ίδιο χρόνο με την βοήθεια ενός μικρού υποβρυχίου σκάφους ανασύρθηκαν τμήματα του φέρυ Hydro από την λίμνη Τίνσγιε, μαζί με 600 κιλά βαρέως ύδατος σε φιάλες, που σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο Εργαζομένων στην Βιομηχανία του Βέμορκ.



Ο Jens Anton Poulsson (κλεντρο αριστερά) και ο Joakim Ronneberg (κέντρο δεξιά)
το 1990 με τον Νορβηγό ταξίαρχο Bremt Brovold (άκρα αριστερά) στην περιοχή
όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα



Ο Poulsson (καθήμενος) και ο Joakim Ronneberg στο ελικόπτερο που τους μετέφερε,
γέροντες πλέον, στο σημείο της πτώσης τους εκείνη την παγωμένη
νύχτα του Οκτώβρη του 1942



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1) Ray Mears: “The Real Heroes of Telemark: The True Story of the Secret Mission to Stop Hitler's Atomic Bomb” (Hodder & Stoughton, 2003)
2) Thomas Gallagher: “Assault In Norway: Sabotaging the Nazi Nuclear Program” (Harcourt Brace Jovanovich, 1975)
3) Dan Kurzman: “Blood and Water: Sabotaging Hitler's Bomb” (Henry Holt & Co., UK 1997)
4) Richard Wiggan: “Operation Freshman: The Rjukan Heavy Water Raid, 1942” (W. Kimber, 1986)
5) Richard Rhodes: “The Making of the Atomic Bomb” (Simon & Schuster, UK 1995)
6) Knut Haukelid: “Skis Against the Atom” (North American Heritage Press, 1989)
7) James Dean Sanderson: Behind Enemy Lines” (Mass Market Paperback – 1959)



Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 17, τον Ιούνιο του 2007