ΕΛ ΣΙΝΤ: Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

Το έτος 1040 ή 1043 είδε το φως της ζωής ο Ροντρίγκο Ντίαθ ντε Βιβάρ. Το ταπεινό Βιβάρ (ή Μπιμπάρ) τότε ήταν ένας ασήμαντος οικισμός με ελάχιστους κατοίκους, ένα οικογενειακό φέουδο 9 περίπου χλμ. από το Μπούργκος (Burgos) της Βόρειας Ισπανίας, που υπήρξε πρωτεύουσα του μεσαιωνικού Βασιλείου της Καστίγια. Η ταπεινή και φτωχή αυτή περιοχή, που την μάστιζαν δυνατοί άνεμοι απογυμνώνοντάς την από κάθε ίχνος δένδρου, υπήρξε η γενέτειρα του φοβερού άνδρα που έμεινε στην Ιστορία ως Ελ Σιντ, δηλαδή "ο Λόρδος" ή "ο Επικυρίαρχος" (από το αραβικό Σαΐντ).

Ο πατέρας του, Ντιέγκο Λαΐνεθ, ανήκε στην χαμηλή αριστοκρατία της Καστίγια, τους Ινφαθόνες, ένα είδος ιπποτών εκείνης της εποχής, που χάριζαν την ένοπλη υποστήριξή τους στην ηγεμονική οικογένεια της Καστίγια. Αντίθετα, οι Ιδάλγκος αποτελούσαν την κάστα των ολιγάριθμων αλλά πολιτικά ισχυρών αριστοκρατών φεουδαρχών, που συνήθιζαν να αμφισβητούν την εξουσία των εκάστοτε ηγεμόνων ανάλογα με το συμφέρον τους. Πάντα πιστός στον βασιλιά Φερνάντο τον Μέγα, ο πατέρας του Ροντρίγκο υπήρξε ομοτράπεζός του, και στα νιάτα του είχε υπηρετήσει στις τάξεις του ιππικού του διακρινόμενος μάλιστα σε πάμπολλες μάχες. Έτσι, ως ανταμοιβή έλαβε αργότερα το ύψιστο τοπικό αξίωμα του βασιλικού επιτρόπου, αποτελώντας σημαίνον μέλος της βασιλικής γραφειοκρατίας. Η σύζυγός του προερχόταν κι αυτή από καθαρά αριστοκρατική οικογένεια. Πατέρας της ήταν ο Ροντρίγκο Αλβάρεθ, που κι αυτός είχε διατελέσει βασιλικός επίτροπος.

Άγαλμα του Ελ Σιντ στο πάρκο Μπαλμπόα του Σαν Ντιέγκο.


Ωστόσο, η θρυλική ζωή του γιου τους και η αίγλη που αυτός άσκησε στα πλατύτερα λαϊκά στρώματα, ώθησαν αργότερα τον λαό να θεωρεί τον Ελ Σιντ ως έναν ήρωα προερχόμενο από την βάση: τους φτωχούς μικροκαλλιεργητές, που μπορεί να ζούσαν σε άθλιες συνθήκες από οικονομικής άποψης, αλλά διακατέχονταν από άμετρο πάθος και αγάπη για την γη των προγόνων τους.

ΟΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ

Κατά το έτος 700 η Ιβηρική μαστιζόταν από αλλεπάλληλες διαμάχες μεταξύ Βησιγότθων ηγεμόνων, που ανταγωνίζονταν για την εξουσία. Το 711 ο Βέρβερος πολέμαρχος Ταρίκ Ιμπν Ζιγιάντ πέρασε από το Μαρόκο στο Γιβραλτάρ (που στα αραβικά έφερε την ονομασία Γέμπελ Αλ Ταρίκ, δηλαδή βουνό του Ταρίκ), εκμεταλλευόμενος την απερισκεψία του Βησιγότθου βασιλιά Ροδερίγου να ζητήσει την βοήθεια των Μουρ της Βορείου Αφρικής στον αγώνα του για επικράτηση στον βορρά, όπου εκδηλώνονταν εξεγέρσεις σε βάρος του. Οι Μουρ ήταν Άραβες της Δαμασκού και της Μεδίνας, που είχαν διατρέξει όλη την Βόρεια Αφρική για να φτάσουν στην περιοχή της Μαυριτανίας και του Μαρόκου και να ηγηθούν των Βέρβερων στις διάφορες επιδρομές τους στα ισπανικά παράλια. Κατά την διάρκεια αυτών των επιδρομών έκλεβαν γυναίκες των Βησιγότθων, τις οποίες έκαναν σκλάβες τους και συχνά τις νυμφεύονταν. Η επαφή τους με τα πλούσια εδάφη της Ιβηρικής σταδιακά κέντρισε το ενδιαφέρον τους για κατακτήσεις, ώστε όταν ο Ταρίκ πρότεινε μια οργανωμένη επιδρομή προς το κέντρο της χερσονήσου, αμέσως προθυμοποιήθηκαν να την εκτελέσουν.

Ο Ταρίκ προέλασε με 12.000 έφιππoυς προς το εσωτερικό της χερσονήσου την άνοιξη του 711. Στις 19 Ιουλίου οι ορδές του κατατρόπωσαν τους Βησιγότθους στο Ρίο Μπαρμπάτε, μια πόλη νότια της Καντίθ. Λέγεται ότι την κρίσιμη στιγμή, μπροστά στην παράταξη των αμυνομένων, φρόντισε να εκβιάσει το πείσμα των ανδρών του υπενθυμίζοντας ότι πίσω τους βρισκόταν η θάλασσα, συνεπώς δεν υπήρχε άλλη λύση από το να σταθούν και να πολεμήσουν. Οι φανατισμένοι Άραβες ύψωσαν τα γιαταγάνια τους και ορκίστηκαν στον Αλλάχ νίκη. Ο ίδιος ο Ροδερίγος σκοτώθηκε και το πτώμα του δεν ανακαλύφθηκε ποτέ.

Στα επόμενα δύο χρόνια οι Μουρ κατόρθωσαν να κυριεύσουν σχεδόν ολόκληρη την Ιβηρική. Το τμήμα της που βρισκόταν κάτω από το σπαθί τους ονομάστηκε Αλ Ανταλούς (Ανδαλουσία). Η κατακτητική τους ορμή πέρα από τα Πυρηναία αναχαιτίστηκε από τους Φράγκους στην περίφημη μάχη του Πουατιέ (732), ώστε αρκέστηκαν στην Ανδαλουσία, όπου βρήκε καταφύγιο και ο Ομμαΐδης Αμπντ Ελ Ραχμάν, όταν η δυναστεία της οικογένειάς του ανατράπηκε στην μακρινή Βαγδάτη από τους Αββασσίδες. Ο Ραχμάν απέκτησε τον έλεγχο της περιοχής και ίδρυσε ανεξάρτητο χαλιφάτο με πρωτεύουσα την Κόρδοβα, που το 1031 διαλύθηκε σε μικρότερα.


Άγαλμα του ήρωα στο Μπούργκος.

Κατά το έτος 1035 οι Άραβες επικρατούσαν στο κεντρικό και νότιο τμήμα της σημερινής Ισπανίας. Στα βόρεια αναδείχθηκε ένας σθεναρός Χριστιανός ηγεμόνας, ο Σάντσο Γ΄, που κυβέρνησε τα βασίλεια της Ναβάρα και της Αραγκόν και τη κομητεία της Καστίγια. Υπήρχαν ακόμη το βασίλειο της Λεόν και η κομητεία της Μπαρτσελόνα. Πριν πεθάνει μοίρασε τα εδάφη στους 3 γιους του: στον πρωτότοκο Γκαρθία έδωσε την Ναβάρα και περιοχές της Καστίγια, στον Φερνάντο την Καστίγια και στον Ραμίρο την Αραγκόν. Ο Φερνάντο είχε από το 1032 νυμφευθεί την Σάνστα, αδελφή του βασιλιά της Λεόν Μπερμούντο Γ΄. Σύντομα όμως του κήρυξε τον πόλεμο και στις 4 Σεπτεμβρίου του 1937, κατά την διάρκεια της μάχης της Ταμαρόν, τον σκότωσε. Καθώς ο Μπερμούντο δεν άφησε απογόνους (ο μοναδικός γιος του, Αλφόνσο, πέθανε το 1030), ο Φερνάντο προέβαλε τα κληρονομικά δικαιώματα της συζύγου του και στις 22 Ιουνίου του 1038 ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Λεόν, ενώνοντας το βασίλειο με την κομητεία της Καστίγια.

Κατόπιν στράφηκε προς τον Γκαρθία. Στην μάχη της Αταπουέρκα (1054) ο Γκαρθία σκοτώθηκε και ο νικητής αδελφός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Στη συνέχεια υπέταξε το Τολέδο, την Σαραγόσα, την Μπανταχάρ και την Σεβίγια.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΑΝΤΣΟ

Το 1058 ο Ντιέγκο Λαΐνεθ πέθανε. Ο δεκατετράχρονος τότε Ροντρίγκο ήταν μέλος της συνοδείας του πρίγκιπα Σάντσο, πρωτότοκου γιου του βασιλιά Φερνάντο. Είχε λοιπόν την ευκαιρία να μορφωθεί σύμφωνα με τα πρότυπα της αυλής στην οποία υπηρετούσε. Έμαθε λατινικά (τα αραβικά τα μιλούσε από παιδί), διδάχθηκε λογοτεχνία, μαθηματικά και νομικά, αλλά το βάρος της εκπαίδευσης δόθηκε στις πολεμικές τέχνες, την ιππασία, το κυνήγι και την διεξαγωγή σύντομων αλλά ορμητικών επιδρομών.

Τρία χρόνια αργότερα ο Κύριός του τον έχρισε ιππότη και τον πήρε μαζί του στην εκστρατεία κατά της Αραγκόν. Ο πρίγκιπας είχε αποφασίσει να τιμωρήσει τον Ραμίρο Α΄, επειδή είχε αποσπάσει εδάφη από τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μπουκαντίρ, που ήταν υποτελής στους Καστιγιάνους. Τελικά, το 1063 οι Καστιγιάνοι νίκησαν τους Αραγκονέζους στην μάχη του Γκράους, όπου ο βασιλιάς Ραμίρο μάλιστα σκοτώθηκε. Σε εκείνη την μάχη φάνηκε η ατρόμητη ανδρεία του μαυροφορεμένου νεαρού ιππότη Ροντρίγκο. Γιατί, κατά την φάση που ακόμη το αποτέλεσμα ήταν αμφίρροπο, όρμησε στην εχθρική διάταξη με το άλογό του, αποκεφαλίζοντας αρκετούς από του πιο αξιόλογους ιππότες του αντιπάλου. Το παράδειγμά του αναπτέρωσε το ηθικό των συντρόφων του, που ρίχτηκαν ξανά στην ανελέητη μάχη. Έτσι ο Ροντρίγκο κέρδισε με την αξία του τον τιμητικό τίτλο του Καμπεαδόρ (Campeador, από το λατινικό campi doctor ή doctus, που σημαίνει πρωταθλητής των πολεμικών τεχνών).

Το 1065 ο βασιλιάς Φερνάντο πέθανε, αφήνοντας σε κάθε παιδί του τμήματα του βασιλείου του. Ο πρωτότοκος Σάντσο ανέλαβε το βασίλειο της Καστίγια, ο Αλφόνσο της Λεόν και ο Γκαρθία έλαβε την Γαλικία, την Πορτογαλία και το πριγκιπάτο της Αστούρια. Οι πριγκίπισσες Ουράκα και Ελβίρα κληροδοτήθηκαν με πόλεις και μοναστηριακά φέουδα, με την προϋπόθεση πως δεν θα παντρεύονταν ποτέ. Η στέψη του Σάντσο συντέλεσε στην ανέλιξη, μεταξύ άλλων, του έμπιστου Ροντρίγκο, που διορίστηκε σημαιοφόρος - υπασπιστής (alferez) του νέου βασιλιά. Η θέση αυτή ουσιαστικά του παρέδιδε την διοίκηση ολόκληρου του στρατού του ηγεμόνα στον οποίο υπηρετούσε.

Ο καθεδρικός ναός στο Μπούργκος, η κατασκευή του οποίου άρχισε στις 20 Ιουλίου 1221 και περατώθηκε το... 1567! Θεωρείται ως τόπος ταφής του Ελ Σιντ.


Το 1067 δόθηκε στον νεαρό αρχιστράτηγο η ευκαιρία να αναδείξει πάλι το ταλέντο του στο "σίδερο" και την "φωτιά", με αφορμή την διαμάχη μεταξύ τριών πρώτων εξαδέλφων βασιλιάδων, στην οποία εμπλεκόταν και ο εμίρης της Σαραγόσα Αλ Μπουκαντίρ. Ο Σάντσο Β΄ της Καστίγια, ο Σάντσο Δ΄ της Ναβάρα και ο Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγκόν διεκδικούσαν την κυριαρχία στην κοιλάδα του Έβρου, όπως επίσης και ο εμίρης. Πέρα από αυτό, εκείνη την ίδια χρονιά πέθανε και η χήρα του Φερνάντο, οπότε ξέσπασαν έριδες για την εδαφική κατανομή που ο Φερνάντο είχε κάνει όσο ζούσε. Η ιστορία των αδελφοκτόνων πολέμων επαναλαμβανόταν σαν κατάρα μεταξύ των Χριστιανών ηγεμόνων, αυτή την φορά για 3 ολόκληρα χρόνια, με πρώτη σύγκρουση αυτήν ανάμεσα στα βασίλεια της Λεόν και της Καστίγια. Στις 19 Ιουλίου 1068, στην πεδιάδα της Λιαντάδα, ο Αλφόνσο ηττήθηκε από τον Σάντσο Β΄ και κατέφυγε στο νότο προκειμένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να χτυπήσει το εμιράτο της Μπανταχόθ. Όμως αυτό ήταν φόρου υποτελές στον άλλο αδελφό του, τον Γκαρθία. Ο Σάντσο της Καστίγια, με το πρόσχημα ότι έσπευδε προς βοήθεια του Γκαρθία σε βάρος του Αλφόνσο, εισέβαλε στην Γαλικία και την κατέλαβε. Ο Γκαρθία κατέφυγε τότε στον εμίρη της Σεβίγια.

Με τον ένα αδελφό εξουδετερωμένο, ο Αλφόνσο και ο Σάντσο Β΄ ήταν οι μόνοι πλέον διεκδικητές της τεράστιας περιοχής του πατέρας τους. Το 1072 οι στρατοί των δύο αδελφών συγκρούστηκαν στην Γκολπεχέρα. Οι Καστιγιάνοι νίκησαν. Ο Αλφόνσο αιχμαλωτίστηκε, αλλά δραπέτευσε και κατέφυγε στον εμίρη του Τολέδο. Ως ηγέτης του στρατού του Σάντσο Β΄, ο Ροντρίγκο Ντίαθ σε εκείνη την φονική μάχη επέδειξε για άλλη μια φορά τις σπάνιες πολεμικές του αρετές. Η φήμη του πια άρχισε να ξεπερνά τα στενά τοπικά όρια και τις χριστιανικές κοινότητες και να απλώνεται ακόμη και στον αραβικό κόσμο της Ιβηρικής, προκαλώντας σε όλους τον θαυμασμό και το δέος.

Η δολοφονία του Σάντσο (1072) από στασιαστές προκάλεσε πανικό στον στρατό του. Ο Ροντρίγκο ψύχραιμα έσωσε την κατάσταση, μετέφερε την σωρό του νεκρού βασιλιά στο μοναστήρι της Όνια κι αμέσως έσπευσε στην Λεόν για να συναντήσει τον Αλφόνσο, που πληροφορούμενος την δολοφονία του αδελφού του είχε επιστρέψει στον θρόνο του. Στην πύλη του Σαν Μαρτίνο ο Ροντρίγκο υποχρέωσε τον Αλφόνσο να πάρει όρκο στην Παναγία ότι δεν ευθυνόταν για την δολοφονία του Σάντσο. Αυτός ο εξευτελισμός έμεινε βαθιά χαραγμένος στην ψυχή του Αλφόνσο, που ποτέ δεν συγχώρεσε τον καχύποτπο υποτακτικό του.

Ο Αλφόνσο αμέσως φρόντισε να θέσει για πάντα εκτός ανταγωνισμού τον Γκαρθία, τον μόνο εναπομείναντα αδελφό, φυλακίζοντάς τον μέχρι το 1090, οπότε αυτός πέθανε. Ο Ροντρίγκο έμαθε αργά για το γεγονός, κι άλλωστε τον δέσμευε ο όρκος πίστης στον νέο του Κύριο. Ο Αλφόνσο βέβαια του στέρησε προληπτικά την ηγεσία του στρατεύματος γιατί αισθανόταν ανασφάλεια. Αλλά σταδιακά οι σχέσεις των δύο ανδρών εξομαλύνθηκαν. Ο επιτήδιος πολέμαρχος είχε μια αξιοζήλευτη φήμη και ο Αλφόνσο αντιλαμβανόταν ότι είχε ανάγκη την πείρα του, ώστε φρόντισε να συσφίξει τις σχέσεις τους. Όταν το 1074 ο Ροντρίγκο λογοδόθηκε με την αριστοκρατικής καταγωγής δόνια Χιμένια, κόρη του κόμη Ντιέγκο Ροντρίγκεθ από την Αστούρια και συγγενή της βασιλικής οικογένειας της Λεόν, ο Αλφόνσο και οι αδελφές του υπέγραψαν ως μάρτυρες στο προικοσύμφωνο και παρευρέθησαν στην γαμήλια τελετή, προσδίδοντας με την λαμπρή τους παρουσία μεγάλο κύρος στους νεόνυμφους. Το ζεύγος απέκτησε 3 παιδιά: τον Ντιέγκο, την Κριστίνα και την Μαρία.

Ο ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ

Στα νότια της Ιβηρικής, μεταξύ των Αράβων ηγεμόνων, η κατάσταση ήταν ανάλογη με αυτήν του Βορρά. Οι εμίρηδες αντιδικούσαν διαρκώς μεταξύ τους και εξαντλούνταν σε ένοπλες αναμετρήσεις, συμμαχώντας πότε με Χριστιανούς και πότε με άλλους ομόθρησκους.

Όταν ο Αλφόνσο κάποια στιγμή αποφάσισε να σκληρύνει τα εισπρακτικά μέτρα σε βάρος των εμίρηδων, αυτοί ξεσηκώθηκαν. Η αντίδραση αυτή τον ανάγκασε να στείλει το 1079 δύο ένοπλες αντιπροσωπείες για διαπραγματεύσεις: στην Γρανάδα, με επικεφαλής τον κόμη Γκαρθία Ορντόνιεθ, και στην Σεβίγια, με αρχηγό τον Ροντρίγκο. Οι εμίρηδες κατάφεραν να εμπλέξουν τους δύο αξιωματούχους του Αλφόνσο στις προσωπικές τους έριδες και μάλιστα να λάβουν ενεργό μέρος στον μεταξύ τους πόλεμο. Ο Ορντόνιεθ τάχθηκε με το μέρος του εμίρη της Γρανάδα Αμπντ Αλλάχ και ο Ροντρίγκο με το μέρος του εμίρη της Σεβίγια Μοταμίντ. Οι δύο στρατοί, αποτελούμενοι αντίστοιχα από Μουσουλμάνους και Χριστιανούς, συγκρούσθηκαν στην Κάμπρα. Η πλευρά του Ροντρίγκο επικράτησε ολοκληρωτικά και ο Ορντόνιεθ συνελήφθη με αρκετούς αξιωματικούς του. Κρατήθηκαν για διάστημα 3 ημερών και ύστερα αφέθηκαν ελεύθεροι, χωρίς όμως να αποκατασταθούν και να τους επιστραφεί ο οπλισμός τους, κάτι πολύ προσβλητικό για έναν ιππότη.

Επιστρέφοντας στην Καστίγια, οι ηττημένοι προσπάθησαν να διαβάλουν τον Ροντρίγκο στα μάτια του βασιλιά, που έτσι κι αλλιώς είχε ενοχληθεί με τις πρωτοβουλίες του Ροντρίγκο. Αρχικά φάνηκε πως οι διαβολές έπεσαν στο κενό, μα η αλήθεια ήταν πως ο Αλφόνσο δίστασε να εκδηλώσει το μένος του άμεσα εξαιτίας της φήμης που προστάτευε τον ατίθασου ιππότη. Ήταν η εποχή που ο ανίκητος πολέμαρχος άρχισε να γίνεται γνωστός μεταξύ των Αράβων ως Σίντι, δηλαδή κύριος του πολέμου.

Το μνημείο του Ελ Σιντ στο Βιβάρ, που ήταν το οικογενειακό φέουδο όπου γεννήθηκε.



Την άνοιξη του 1081 ο εμίρης της Μπαταχόθ Αλ Μουταγκουακίλ σφετερίστηκε τον θρόνο του Αλ Καντίρ, εμίρη του Τολέδο, που πλήρωνε φόρο υποτέλειας στην Καστίγια. Ο βασιλιάς Αλφόνσο κατάφερε να επαναφέρει την τάξη, αλλά κάποιες ανεξάρτητες συμμορίες του Τολέδο επιτέθηκαν κατά την απουσία του στα ανατολικά σύνορα του βασιλείου του. Τότε ο Ροντρίγκο, που δεν είχε ακολουθήσει τον βασιλιά του στην εκστρατεία λόγω ασθενείας, επενέβη και τιμώρησε σκληρά τους εισβολείς. Ο Αλ Καντίρ διαμαρτυρήθηκε έντονα, γεγονός που οι εχθροί του Ροντρίγκο εκμεταλλεύτηκαν, κατηγορώντας τον ότι υπερέβαινε την απόλυτη βασιλική εξουσία. Ο Αλφόνσο δεν μπόρεσε να αντέξει αυτήν την προσβολή και μη αναλογιζόμενος τα ευγενή κίνητρα του αξιωματούχου του διέταξε την εξορία του, χωρίς την συνοδεία της οικογένειάς του και χωρίς καμιά φρουρά.

ΕΛ ΣΙΝΤ, Ο ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΣ

Επικεφαλής 2.000 ανδρών, που παρά τις διαταγές ακολούθησαν τον Ροντρίγκο, το καλοκαίρι του 1081 ο εξόριστος ιππότης αναζήτησε στην Αυλή του κόμη της Μπαρτσελόνα Ραμόν Μπερενγκέρ Β΄ μια θέση. Η επιθυμία του δεν ικανοποιήθηκε, γιατί κανείς δεν ήθελε να έχει στις διαταγές του έναν εξόριστο του φοβερού βασιλιά Αλφόνσο. Έτσι η αναζήτηση στράφηκε προς τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ. Αυτός θυμήθηκε την υποχρέωση που χρωστούσε στον Ροντρίγκο (από την εποχή που τον βοήθησε κατά του καταπατητή Ραμίρο της Αραγκόν, το 1063) και τον διόρισε αξιωματικό στον στρατό του. Σύντομα όμως πέθανε και οι κληρονόμοι άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους.

Ο Ροντρίγκο παρέμεινε στην υπηρεσία του πρωτότοκου Αλ Μουταμίν, που είχε κληρονομήσει μεταξύ άλλων και την πρωτεύουσα Σαραγόσα. Ο βασιλιάς όμως ης Αραγκόν Σάντσο Ραμίρεθ και οι αδελφοί Μπερενγκέρ της Μπαρτσελόνα συντάχθηκαν σκοπίμως με τον αντίπαλο, Αλ Μουντχίρ. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για τον Μουταμίν, αλλά ο Ροντρίγκο δεν άργησε να τραβήξει την φοβερή του σπάθα, την Τιζόνα, και να ριχτεί σαν γεράκι εναντίον των Καταλανών. Αφού τους κατέσφαξε στο Αλμενάρ (1082), ρίχτηκε στο στρατόπεδό τους έξω από το Ταμαρίντε. Ο κόμης Μπερενγκέρ συνελήφθη μαζί με πολλούς αξιωματικούς και ευγενείς. Κατόπιν, ήρθε η σειρά των Αραγκονέζων. Το 1084 λύγισε τον στρατό του Σάντσο Ραμίρεθ και του Αλ Μουντχίρ και επέστρεψε στην Σαραγόσα θριαμβευτής, φορτωμένος λάφυρα και δόξα. Ο Μουταμίν του επεφύλαξε μεγαλειώδη υποδοχή, τον τίμησε σαν Άραβα ήρωα και τον γέμισε χρυσάφι. Του χάρισε επίσης εκτεταμένα φέουδα και πολλά κάστρα. Το θρυλικό όνομα του Ελ Σιντ, όπως τον αποκαλούσαν πια οι Χριστιανοί, βρισκόταν στα χείλη ολόκληρης της Ιβηρικής.

Ο Ελ Σιντ ανέλαβε την αρχηγία του στρατού του εμίρη και συνέχισε να προσφέρει τις μισθοφορικές του υπηρεσίες ακόμη και μετά τον θάνατό του (1085), για λογαριασμό βέβαια του γιου του, Αλ Μουσταΐν. Εκείνη την χρονιά ο Αλφόνσο ξεκίνησε την "Ρεκονκουΐστα", δηλαδή την προσπάθεια ανάκτησης των ισπανικών εδαφών που κατείχαν οι Άραβες. Στις 25 Μαΐου μπήκε στο Τολέδο, που το μετέτρεψε σε ορμητήριο για τις περαιτέρω εκστρατείες προς το νότο. Σε βοήθεια των Αράβων έσπευσαν από το Μαρόκο οι Αλμοραβίδες, σκληροί και οπισθοδρομικοί Άραβες της Σαχάρα, που τότε κυριαρχούσαν σε όλη σχεδόν την Βορειοδυτική Αφρική. Επικεφαλής ήταν ο "ηγέτης όλων των Μουσουλμάνων (Amir al Muslimin) Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν.

Το καλοκαίρι του 1086 ο Αλφόνσο πολιόρκησε την Σαραγόσα, φέρνοντας τον Ελ Σιντ σε κρίσιμο δίλημμα: να υπερασπίσει την πόλη ή να ακολουθήσει τους όρκους πίστης προς τον βασιλιά του; Από το άχθος της απόφασης τον απάλλαξε η εισβολή του Τασφίν. Αμέσως οι εμίρηδες των Γρανάδα, Σαραγόσα, Μάλαγα, Αλμέρια και Μπανταχόθ συντάχθηκαν με το μέρος των φανατικών ομοθρήσκων τους και συγκρούσθηκαν με τις δυνάμεις του Αλφόνσο. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε τον Οκτώβριο στο Σαγκράχας, πλησίον της Μπανταχόθ, με νίκη των Μουσουλμάνων. Οι Χριστιανοί σφαγιάσθηκαν σχεδόν μέχρις ενός, ο ίδιος ο βασιλιάς τραυματισμένος σώθηκε τελευταία στιγμή με 500 οπλίτες και η κατάσταση εξελισσόταν κρίσιμη, αλλά ο Τασφίν χαλάρωσε την πίεση γιατί έπρεπε να επιστρέψει στην Αφρική λόγω του θανάτου του γιου του.

ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΔΙΧΩΣ ΣΤΕΜΜΑ

Ενόψει του κινδύνου ο Αλφόνσο και ο Ροντρίγκο έσφιξαν τα χέρια το 1087 στο Τολέδο, ξεσηκώνοντας θύελλα ενθουσιασμού στο συγκεντρωμένο στράτευμα. Στη συνέχεια ο βασιλιάς αποκατέστησε τον πολεμιστή αναγνωρίζοντας όλα τα καταργημένα του προνόμια. Αλλά η συμφιλίωση δεν κράτησε για πολύ. Γιατί όταν ο εμίρης της Σεβίγια Μουταμίντ το 1089 κινήθηκε προς την Μούρθια και επιτέθηκε στο κάστρο του Αλέδο, ο Ελ Σιντ δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Αλφόνσο για την σωτηρία του κάστρου. Εξοργισμένος και παρασυρμένος ξανά από τους αυλοκόλακες, ο Αλφόνσο δήμευσε την περιουσία του Ελ Σιντ και τον εξόρισε για δεύτερη φορά.

Με μοναδικό σύμμαχο τον Αλ Μουσταΐν, ο Ελ Σιντ επιτέθηκε κατά του εμίρη της Δένια και Τορτόσα Αλ Χαγίμπ, που ήταν φόρου υποτελής στον κόμη της Μπαρτσελόνα Μπερενγκέρ Ραμόν Β΄. Όταν ο τελευταίος κινήθηκε εναντίον του, τον Μάιο του 1090 ο πανούργος πολέμαρχος τον παγίδευσε κοντά στην πόλη Λέμπαρ και τον αιχμαλώτισε μαζί με 5.000 στρατιώτες του. Ο ίδιος ο Ελ Σιντ τραυματίστηκε ελαφρά, αλλά οι δυνάμεις του είχαν παραμείνει ανέπαφες. Κατόπιν, με 7.000 πάνοπλους και ισχυρό ιππικό στράφηκε κατά της Βαλένθια, της οποίας ο εμίρης Αλ Καντίρ ήταν φόρου υποτελής στον Αλφόνσο. Αβοήθητος από τον επικυρίαρχό του, εξαιτίας της απασχόλησής του με τον πόλεμο κατά των Αλμοραβιδών, ο Καντίρ παρέδωσε την πόλη στον Ελ Σιντ.

Η δύναμη και η φήμη του Ελ Σιντ έφτασε πια στο απόγειο. Προκειμένου να παύσουν για πάντα οι διαμάχες του με τον Μπερενγκέρ, πάντρεψε την κόρη του Μαρία με τον γιο του. Τάξη και ευημερία κυριάρχησε για λίγο σε ολόκληρη την Ανδαλουσία. Οι εμίρηδες πλήρωναν φόρο υποτέλειας, το στράτευμά του απέκτησε τρομερές για τα δεδομένα της εποχής διαστάσεις και ο ίδιος προσπάθησε να κυβερνήσει δίκαια και συνετά Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, ώστε στο τέλος έγινε από όλους αγαπητός. Αυτός ήταν ο λόγος που, όταν το 1090 ο Τασφίν προσπάθησε πάλι να καταλάβει την Ιβηρική, αρχίζοντας από το Τολέδο, κανείς Άραβας δεν τον υποστήριξε. Ωστόσο, εξαιτίας μιας τρίτης κόντρας μεταξύ του Ελ Σιντ και του Αλφόνσο, που στο μεταξύ είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους εναντίον του επίμονου εισβολέα, ο Τασφίν κατάφερε να υποτάξει εκ νέου την Ανδαλουσία, εκτός από την Βαλένθια του Ελ Σιντ.

Το 1092, κατά την διάρκεια της απουσίας του Ελ Σιντ στην Σαραγόσα, ξέσπασε στάση στην Βαλένθια, δολοφονήθηκε ο Καντίρ και εμίρης ανακηρύχθηκε ο φανατικός καδής Ιμπν Τζαχάφ, θέτοντας στην διάθεση του Τασφίν τα αραβικά στρατεύματα. Ο Ελ Σιντ δεν έχασε χρόνο. Στρατολόγησε άνδρες και απέκλεισε την πόλη από ξηρά, μέχρι που την ανάγκασε σε παράδοση. Αλλά δεν προχώρησε στην άμεση πρόσκτησή της στην επικράτειά του, ώστε να μην προκαλέσει τον Αλφόνσο, που δεν έβλεπε με καλό μάτι την αύξηση του γοήτρου του Ελ Σιντ. Την διατήρησε λοιπόν σε καθεστώς επικυριαρχίας και συνέχισε τον αγώνα του κατά των Αλμοραβιδών.

Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο Τζαχάφ επαναστάτησε ξανά. Ο Ελ Σιντ πολιόρκησε την Βαλένθια επί 19 μήνες, μέχρι που στις 15 Ιουνίου 1094 του παραδόθηκε ολοκληρωτικά. Ο πορθητής εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο παλάτι και ανέλαβε προσωπικά την διακυβέρνησή της ως πραγματικός βασιλιάς, χωρίς όμως επίσημο στέμμα!

Η πρόκληση αυτή ήταν αρκετή για να ωθήσει τον Τασφίν να στείλει τον ανεψιό του Μεχμέτ με 15.000 ιππείς και 3.000 πεζούς εναντίον της Βαλένθια. Στις 14 Οκτωβρίου 1094 ο Ελ Σιντ συνέτριψε τους Άραβες στο Κουάρτε, μια πολίχνη κοντά στην Βαλένθια, και επέστρεψε στην πρωτεύουσά του θριαμβευτής. Ένα μέρος μάλιστα από τα λάφυρα τα έστειλε στον Αλφόνσο, σε ένδειξη του ότι δεν σκόπευε να αμφισβητήσει τον θεσμικά κυρίαρχο βασιλιά του. Τα επόμενα 3 χρόνια Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί έζησαν ειρηνικά, με τον Ελ Σιντ ως εγγυητή της εύθραυστης αυτής ειρήνης. Ώσπου οι Βέρβεροι του Τασφίν έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους.

Σε εκείνη την φάση ο Αλφόνσο ανέλαβε επιτέλους δράση. Στην Κονσουέγρα κατατρόπωσε τον Τασφίν (στην μάχη πέθανε ο μοναχογιός του Ελ Σιντ, Ντιέγκο). Έκτοτε ο κίνδυνος των Αλμοραβιδών εξέλειψε. Ο Ελ Σιντ αποτραβήχτηκε στην Βαλένθια, άκληρος και με την αγωνία του Αλφόνσο, που εποφθαλμιούσε το μικρό του "βασίλειο". Από την Κυριακή της 10ης Ιουλίου 1099 ο θρυλικός πολεμιστής δεν θα έσφιγγε στο χέρι ποτέ πια ξανά την αγαπημένη του σπάθα, την Τιζόνα. Πέθανε ξαφνικά σε ηλικία μόλις 55 ετών. Ο Αλφόνσο τον τίμησε δεόντως και μετά από 3 χρόνια βοήθησε την χήρα του να εγκαταλείψει με όλα τα κειμήλια και τους θησαυρούς της την πόλη, η οποία περιήλθε στους Άραβες. Το λείψανο του Ελ Σιντ μεταφέρθηκε στην Καρδένια, στο μοναστήρι του αγίου Πέτρου. Αλλά η μνήμη του έμελλε να φτερουγίζει για πάντα στην καρδιά όλων των Ισπανών, ακόμη και μέχρι τις μέρες μας.

---------------------------------------
Βιβλιογραφία:

Simon Barton and Richard Fletcher: "The world of El Cid, Chronicles of the Spanish reconquest." (Manchester Univ. Press 2000)
Joseph F. O' Callaghan: "A History of Medieval Spain" (Cornell Univ. Press 1975)
Bernard F. Reilly: "The Kingdom of Leon - Castilla under King Alfonso VI, 1065 - 1109" (N. Jersey Univ. Press 1988)
R. Selden: "The Lay of the Cid" (Univ. of California Press 1997)
David Nicolle: "El Cid and the Reconquista" (Osprey Publ. 1989)



Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 25, τον Μάιο του 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια των αναγνωστών και οι απόψεις τους δεν υιοθετούνται αναγκαστικά από τον κάτοχο αυτού του blog.