Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (μέρος α΄)

ΜΕΡΟΣ Α΄

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΤΣΑΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ



Αγία Πετρούπολη: Η πόλη των "δαιμονισμένων"

Κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο τσάρος Νικόλαος Β΄άλλαξε την ονομασία της Αγίας Πετρούπολης από Πετερσμπούργκ σε Πετρογκράντ, θεωρώντας ότι η προηγούμενη ηχούσε... υπερβολικά "γερμανική"! Όσοι όμως συνέχιζαν να διατηρούν ψυχικούς δεσμούς με την όμορφη πόλη δεν έπαψαν να την αποκαλούν "Βενετία του Βορρά" ή "πόλη των 300 γεφυρών" (στην πραγματικότητα η αλλοτινή πρωτεύουσα των τσάρων αριθμεί περισσότερα από 800 γεφύρια!). 

Αντίθετα, οι παλαιοκαθεστωτικοί συνέχιζαν να την χαρακτηρίζουν ως "πόλη των δαιμονισμένων". Γιατί, ουσιαστικά, στους κόλπους της Αγίας Πετρούπολης γονιμοποιήθηκε το σπέρμα της μεγάλης Ρωσικής Επανάστασης του 1917, που επέβαλε τους Μπολσεβίκους ως κυρίαρχη πολιτική και κοινωνική δύναμη.

Στο διάστημα 1905 - 1917 η Αγία Πετρούπολη, παρά την έντονη αντιπαράθεση
μεταξύ καθεστωτικών και αντιφρονούντων, η ζωή εξελισσόταν σε γενικές
γραμμές ήσυχα. Εδώ βλέπουμε μια άποψη της Νιέφσκι Προσπέκτ -του κεντρικότερου
και εμπορικότερου, ίσως, δρόμου της πρωτεύουσας των τσάρων.

Η επαναστατική παράδοση της Αγίας Πετρούπολης εκπήγαζε από το πλούσιο αντιδραστικό και ριζοσπαστικό παρελθόν των μεγάλων θεωρητικών του αναρχισμού και της αριστεράς του 19ου αιώνα, όταν ο ιδεολογικός πατέρας της αναρχίας, Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν, σάπιζε στις φυλακές Πετροπαύλοφσκ, και ο Σεργκέι Γκεναντίγιεβιτς Νιετσάγιεβ μεθυσμένος από την ποίηση του Ογκάρεβ, συνέγραφε την "βίβλο" των ανατρεπτικών με τον προκλητικό τίτλο: "Η κατήχηση του επαναστάτη". Ήταν σαφώς μια κραυγή αγωνίας, μια προτροπή για γενικό ξεσηκωμό κατά της αυτοκρατορικής δυναστείας, προκειμένου να επιτευχθεί η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης των εξαθλιωμένων μαζών των αγροτών και των εργατών στις φάμπρικες των μεγαλουπόλεων.

Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν

Ο Μπακούνιν συνελήφθη από τις Αρχές της τσαρικής Ρωσίας τον Μάιο του 1851 και κλείσθηκε στις φυλακές Πετροπαύλοφσκ για τρία χρόνια. Κατόπιν μεταφέρθηκε στις γειτονικές φυλακές του Σλίσελμπουργκ, όπου έμεινε ακόμη τέσσερα χρόνια, χάνοντας όλα του τα δόντια χτυπημένος από το σκορβούτο. Πριν αναγκασθεί να εγκαταλείψει την Ρωσία και καταφύγει στο Βερολίνο (1840) είχε συνδεθεί με έναν κύκλο διανοουμένων σλαβόφιλων σοσιαλιστών, μεταξύ των οποίων ο φιλόσοφος Πιοτρ Γιάκοβλεβιτς Τσαντάγιεβ ο κριτικός και συγγραφέας Κονσταντίν Σεργκέγιεβιτς Ακσάκοβ, ο πολιτικός στοχαστής, συγγραφέας και "πατέρας" του ρωσικού σοσιαλισμού Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς Γκιέρτσεν και ο σοσιαλιστής ποιητής Νικολάι Πλατόνοβιτς Ογκάρεβ. Ορισμένοι από αυτούς υπήρξαν περαστικοί από την Αγία Πετρούπολη ή έζησαν πολύ λίγο στην ρωσική πρωτεύουσα, αλλά οπωσδήποτε εμποτίστηκαν από την κουλτούρα και το επαναστατικό πνεύμα.

Σεργκέι Γκενάντιεβιτς Νιετσάγιεβ

Ο Νιετσάγιεβ, πάλι, υπήρξε σημαίνουσα προσωπικότητα του ρωσικού Μηδενισμού (Νιχιλιστικό Κίνημα), φανατικός και αδίστακτος ιδεαλιστής εγκληματίας, που έμεινε στην Ιστορία εξαιτίας της άμετρης και απάνθρωπης σκληρότητας κατά την εφαρμογή των επαναστατικών του ιδεών. Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1847 στο Ιβάνοβο της Ρωσίας και πέθανε το 1882 στην Αγία Πετρούπολη. Το 1865 μετακόμισε στην Μόσχα για να εργαστεί για λογαριασμό του ιστορικού και χρονικογράφου Μιχαήλ Πετρόβιτς Πογκότιν. Έναν χρόνο αργότερα ήρθε στην Αγία Πετρούπολη ως καθηγητής σε κάποιο σχολείο. Παρακολούθησε αρκετές διαλέξεις στο πανεπιστήμιο της πόλης και σταδιακά συνδέθηκε με κύκλους των Δεκεμβριστών (οπαδών της επανάστασης της 14ης Δεκεμβρίου 1825 κατά του τσάρου Νικολάου Α΄, που έλαβε χώρα στην "Πλατεία της Συγκλήτου", μπροστά στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ισαάκ -κατόπιν δε τούτου στην πλατεία δόθηκε το όνομα "Πλατεία Δεκεμβριστών"). Λίγο αργότερα εισήχθη στον κύκλο των ουτοπιστών σοσιαλιστών του Πιετρασέβσκι (ονομάστηκε έτσι από τον δημιουργό του, τον νομικό, κυβερνητικό υπάλληλο και πολιτικό διανοητή Μιχαήλ Βασίλιεβιτς Μπουτασέβιτς Πιετρασέβσκι), όπου είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με πάμπολλους συγγραφείς, φοιτητές, ανώτερους αξιωματικούς του Τσαρικού Στρατού, κρατικούς παράγοντες και πολιτικές περσόνες της Αγίας Πετρούπολης, που διψούσαν για εκδημοκρατισμό και λαϊκές κατακτήσεις. Μέλη της αδελφότητας υπήρξαν και πολλοί εκτός της συγκεκριμένης πόλης, όπως ο μεγάλος συγγραφέας Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι.

Τα νέα διαδίδονται! Διάθεση εφημερίδων έξω από το εμπορικό κέντρο
Γκοστίνι Ντβορ, στην οδό Νιέφσκι Προσπέκτ -τον κεντρικότερο δρόμο
της Αγίας Πετρούπολης (1912)


Ο Νιετσάγιεβ έλαβε μέρος στο φοιτητικό κίνημα του 1868 - 1869, ηγούμενος μιας μειοψηφίας ριζοσπαστών φοιτητών, σε συνεργασία με τον "Πρώτο Μπολσεβίκο", συγγραφέα, κριτικό και πολιτικό διανοητή Πιετρ Νίκιτιτς Τκάτσιεβ. Τότε ήταν που εμπνεύστηκε την "Κατήχηση του Επαναστάτη", προκειμένου να γαλουχήσει τους φοιτητές (και όχι μόνο) στην οργάνωση της κοινωνικής επανάστασης. Με τον Μπακούνιν γνωρίστηκαν στην Γενεύη το 1869, αλλά η συνεργασία τους δεν κράτησε για πολύ. Τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους ο Νιετσάγιεβ επέστρεψε στην Μόσχα και ίδρυσε μια μικρή επαναστατική συμμορία ονόματι "Δικαιοσύνη του λαού", περισσότερο γνωστή ως "Εταιρεία του τσεκουριού". Τα μέλη της συμμορίας αυτής όφειλαν τυφλή υποταγή στις εντολές του αρχηγού. Όταν ένας φοιτητής -μέλος της ομάδας- ονόματι Ιβάνοβ πρόβαλλε αντιρρήσεις για τις σκληρές μεθόδους του, ο Νιετσάγιεβ τον δολοφόνησε με τα ίδια του τα χέρια τον Νοέμβριο του 1869. Για να αποφύγει την σύλληψη, όταν ανακαλύφθηκε το έγκλημά του, διέφυγε εκ νέου στην Ελβετία, επανασυνδέθηκε με τον Μπακούνιν και τους οπαδούς του, αλλά σύντομα απαξιώθηκε στα μάτια τους εξαιτίας της απάνθρωπης συμπεριφοράς του. Το 1872 συνελήφθη από την ελβετική αστυνομία και κατόπιν αιτήματος της ρωσικής κυβέρνησης εκδόθηκε στην Ρωσία. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 20ετή κάθειρξη, αλλά δέκα χρόνια αργότερα πέθανε στις φυλακές Πετροπαύλοφσκ (υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες) πάντα πιστός και αλύγιστος ως προς τις ιδέες του. Λέγεται ότι κατά την παραμονή του στις φυλακές κατάφερε να εντυπωσιάσει κάποιους από τους φύλακες, ώστε αυτοί του επέτρεψαν να επικοινωνεί με άλλους φυλακισμένους, αλλά και με την διοικούσα επιτροπή της συμμορίας "Θέληση του λαού", που οργάνωσε και εκτέλεσε την δολοφονία του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄.


Ο θυρεός του αυτοκρατορικού Οίκου των Ρομάνοβ

Από τους πρώτους "πολιτικούς" σχηματισμούς αντιδραστικών προς τον τσαρισμό υπήρξαν οι Νιχιλιστές (από την λατινική λέξη nihil, που σημαίνει "τίποτα" και "μηδέν"). Αυτοί ήταν πρόθυμοι να υιοθετήσουν επαναστατικές ή και κοινοβουλευτικές μεθόδους αλλαγής του πολιτικού συστήματος. Από την στιγμή που τα αιτήματά τους αγνοήθηκαν από το περιβάλλον του τσάρου, οι Νιχιλιστές κατέφυγαν στην τρομοκρατία και τις δολοφονίες (δολοφόνησαν ακόμη κι αυτόν τον τσάρο Αλέξανδρο Β', το 1881).

Το 1898 ιδρύθηκε στο Μινσκ το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα με σκοπό να ακολουθήσει στρατηγική ηπιότερης αντίδρασης κατά της εξουσιαστικής ελίτ, αλλά στο πρώτο κιόλας συνέδριό του, τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, είδε τους εννέα αντιπροσώπους του να συλλαμβάνονται από τις τσαρικές Αρχές. Τότε πλέον ο αγροτόκοσμος και οι εξαθλιωμένοι εργάτες των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας (όπως η Αγία Πετρούπολη και η Μόσχα) άρχισαν σταδιακά να στρέφονται προς τους θεωρητικούς της ατομικής τρομοκρατίας και τους Ναρόντνικους (από την λέξη narodn, που σημαίνει "έθνος"), οι οποίοι θεωρούσαν πως η βίαιη σύγκρουση με την καθεστηκυία τάξη ήταν δυνατόν να επισπεύσει την ταξική επανάσταση.

Ο τσάρος Νικόλαος Β' της δυναστείας των Ρομάνοβ. Υποχωρητικός ως χαρακτήρας,
μέτριος ως μαθητής και στην συνέχεια αδιάφορος για τις κρατικές υποθέσεις, ο
Νικόλαος ελάχιστα είχε προετοιμαστεί για να αναλάβει τα "ηνία" της μεγαλύτερης
αυτοκρατορίας της εποχής του.


Το θεωρητικό δίλημμα της καθολικής επανάστασης

Οι αριστεριστές ακτιβιστές της πρωτεύουσας ήδη ωθούσαν την λαϊκή κατακραυγή σε μια πιο ριζοσπαστική έκφραση, μέσα από δυναμικές απεργίες και διαδηλώσεις, καθώς η καλπάζουσα εκβιομηχάνιση της χώρας επέβαλλε την αδιάλειπτη προλεταριοποίηση των μαζών και, συνακόλουθα, την κλιμάκωση της αντίδρασης προς την αντιλαϊκή πολιτική των Ρομάνοβ Η τάση αυτή υπήρξε η γενεσιουργός δύναμη του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος, οι οπαδοί του οποίου ονομάστηκαν Εσέροι (από τα αρχικά SR - Socialisti Revolutioneri). Το κόμμα αυτό απεκαλείτο και Αγροτικό Επαναστατικό Κόμμα, γιατί οι οπαδοί του διατείνονταν ότι (σε αντίθεση με την μαρξιστική ορθοδοξία, που ήθελε την εργατική μειοψηφία ως κεντρικό πρωταγωνιστή της επανάστασης) οι πολυάριθμοι αγρότες θα έπρεπε να είναι αυτοί που θα επωμίζονταν την ευθύνη της εξέγερσης. Οι "καθαροί" κομμουνιστές τους θεωρούσαν ρομαντικούς, γιατί ο Μαρξ, άλλωστε, υπήρξε σαφής: η επανάσταση θα μπορούσε να γνωρίσει επιτυχία μόνον εάν συντελείτο από άτομα με συνειδητή πολιτική ταυτότητα και όχι από την ακαλλιέργητη αγροτική μάζα των στερήσεων και της μοιρολατρίας.

Λιεβ Νταβίντοβιτς Μπρόνσταϊν, γνωστός ως Τρότσκι. Ο θεωρητικός
της επανάστασης -λέγεται μάλιστα πως υπήρξε η "ψυχή" της.

Η διάσπαση του κόμματος, στο οποίο ανήκε και ο Λιεβ Νταβίντοβιτς Μπρόνσταϊν (ο γνωστός Τρότσκι) πριν ακολουθήσει τον Λένιν, δεν άργησε: από την μια συντάχθηκαν οι Σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς, που είχαν πολλές κοινές απόψεις με τους "καθαρούς" κομμουνιστές (π.χ. κολεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής, εργατικά και αγροτικά λαϊκά συμβούλια κ.λπ.) και ως ηγέτες τους την Μαρία Σπυριντόνοβα, τον Αντρέι Κάμκοβ κ.ά., κι από την άλλη αυτοί της δεξιάς, με ηγέτες όπως ο Αντρέι Αυξέντιεβ ο Βίκτορ Τσέρνοβ η "γιαγιά" Κατερίνα Μπρεφσκόβσκαγια (παλαίμαχη επαναστάτρια) και ο μετέπειτα πρόεδρος της "Προσωρινής Κυβέρνησης" Αλεξάντερ Φιοντόροβιτς Κερένσκι.

Μπολσεβίκοι και Μενσεβίκοι

Στην αιματοβαμμένη πορεία της, η ρωσική σοσιαλδημοκρατία διαφοροποιήθηκε από τις κλασικές σοσιαλδημοκρατίες των ευρωπαϊκών κρατών. Αιτία ήταν οι εσωκομματικές έριδες σχετικά με την οργανωτική δομή και δράση του κινήματος. Οι κυρίαρχες απόψεις εκπροσωπήθηκαν από άνδρες με δυνατό θεωρητικό και γνωσιολογικό υπόβαθρο, άκρατο δυναμισμό και φιλοδοξία: τον υποστηρικτή του συγκεντρωτικού μοντέλου καθοδήγηση του λαϊκού κινήματος από την μια, τον Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοβ, που θα μείνει στην Ιστορία με το προσωνύμιο Λένιν, και αρκετούς μετριοπαθείς από την άλλη, όπως ο Κωνσταντινουπολίτης (εβραϊκής καταγωγής) Γιούλι Μάρτοβ, ο σοσιαλιστής Καρλ Κάουτσκι και ο πρώτος Ρώσος μαρξιστής, ο ιδρυτής ουσιαστικά του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, Γκεόργκι Βλαντιμίροβιτς Πλεχάνοβ.

Η σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο ιδεολογικών ρευμάτων μέσα στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας (το Ρωσικό Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ιδρύθηκε από τον Λένιν στις αρχές του 1900 στην Ελβετία), που επίσημα εκδηλώθηκε το 1903 στο κομματικό συνέδριο του Λονδίνου, οδήγησε στην διάκριση των οπαδών της σε Μπολσεβίκους (πλειοψηφούντες) και Μενσεβίκους (μειοψηφούντες).

Λέγεται ότι η αντίθεση του Λένιν προς τον Πλεχάνοβ έλαβε τέτοια έκταση, ώστε αυτός διάλεξε το προσωνύμιο Λένιν από τον ποταμό Λένα, που έρεε αντίθετα προς τον ποταμό Βόλγα, ο οποίος είχε χαρίσει στον Πλεχάνοβ το ψευδώνυμο Βόλγκιν.

Γκεόργκι Βλαντιμίροβιτς Πλεχάνοβ, γνωστός ως "Βόλγκιν" (ψευδώνυμο το
οποίο εμπνεύστηκε από τον ποταμό Βόλγκα). Ο Λένιν υπήρξε αμετανόητος
πολιτικός και ιδεολογικός του αντίπαλος. Λέγεται μάλιστα πως, ακριβώς για
να υπερτονίσει την αντίθεσή του αυτή προς τον Πλεχάνοβ, ο Βλαντιμίρ Ιλίτς
Ουλιάνοβ σοφίστηκε το ψευδώνυμο "Λένιν" από τον ποταμό Λένα, που ρέει
αντίθετα προς τον Βόλγκα.

Οι Μπολσεβίκοι, με ηγέτη τον Λένιν, θα διακηρύξουν την απόλυτη καταστροφή του τσαρισμού και της προδοτικής αστικής τάξης από το ένοπλο αγροτικο-εργατικό επαναστατικό κίνημα, που σε τελική φάση (και σύμφωνα με τον Μαρξ) θα έφερνε στην εξουσία το προλεταριάτο και θα επέβαλε την δικτατορία του. Για να το επιτύχει, το κίνημα θα έπρεπε να ενσωματώσει στις τάξεις του τους επαναστάτες Εσέρους, δηλαδή το Αγροτικό Κόμμα. Και, βέβαια, ούτε λόγος για κοινοβουλευτισμό. Οι θέσεις αυτές οργανώθηκαν στο βιβλίο του Λένιν, που εκδόθηκε το 1905 με τίτλο΅"Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση".

Λένιν, ο μεγάλος επαναστάτης.
Λέγεται ότι ο πύρινος λόγος του αρκούσε για να ξεσηκώσει τα πλήθη.

Αντίθετα, οι Μενσεβίκοι υποστήριξαν μια αστικο-δημοκρατική επανάσταση. Κι ακόμη, ότι ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας θα έπρεπε να περιοριστεί στην αντιπολίτευση και τον έλεγχο της κυβέρνησης, με έμφαση στην καθοδήγηση των οικονομικών διεκδικήσεων της εργατικής τάξης. Η μετάβαση της εξουσίας στην αστική τάξη θα συντελείτο μέσα στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος, δηλαδή με εκλογικές διαδικασίες. Στην πραγματικότητα, οι Μενσεβίκοι είχαν εγκαταλείψει τις μαχητικές ιδέες και συμμαχήσει με την αστική τάξη, επικαλούμενοι την εμπιστοσύνη προς τις συνταγματικές παραχωρήσεις του τσάρου. Αλλά στην πορεία, οι ελπίδες διαψεύσθηκαν. Γιατί ενώ αρχικά η αστική τάξη και η ριζοσπαστική διανόηση προθυμοποιήθηκαν ολόψυχα να χρηματοδοτήσουν την επανάσταση, οι αγρότες που ακολούθησαν αποκάλυψαν το απάνθρωπο πρόσωπό της και γρήγορα η ροή του χρήματος ανακόπηκε. Το εργατικό κίνημα της Αγίας Πετρούπολης, της Μόσχας και άλλων μεγαλουπόλεων, βρέθηκε τότε στο έλεος της τσαρικής καταστολής.

Μετά τον ίδιο τον Μαρξ, ο Λένιν υπήρξε ο μεγαλύτερος
θεωρητικός του μαρξισμού, ο άνθρωπος που ανέλαβε
να τον ερμηνεύσει και -πολύ περισσότερο- να τον εφαρμόσει.


1905: Η επανάσταση των "ερασιτεχνών"

Η ήττα του Αυτοκρατορικού Στρατού κατά τον Ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο του 1904 υπήρξε η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Η κάκιστη οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα έβγαλε τον κόσμο από το σπίτι του. Τον Ιανουάριο του 1905 ξέσπασαν στην Αγία Πετρούπολη και το Μπακού μαζικές απεργίες. Στις 8 του μηνός οι απεργοί έφθασαν τις 250.000. Ο κίνδυνος παράλυσης του κράτους ήταν πλέον ορατός.

Την "ματωμένη" Κυριακή της 9ης Ιανουαρίου ο τσάρος διέταξε τον στρατό να ανοίξει πυρ κατά των 150.000 εργατών, που με τις οικογένειές τους διαδήλωναν ειρηνικά στους δρόμους της πρωτεύουσας, ζητώντας καλύτερες εργασιακές συνθήκες. Περισσότεροι από 1.000 (κατά τα επίσημα αρχεία 500) πολίτες έχασαν τότε την ζωή τους μπροστά ακριβώς από τα Χειμερινά Ανάκτορα -κι ακόμη περισσότεροι τραυματίστηκαν. Το αθώο αίμα ατσάλωσε την επιμονή των αντιφρονούντων.

Έκτοτε, οι συνοικίες της Αγίας Πετρούπολης ποτέ δεν έπαψαν να φιλοξενούν ανατρεπτικούς και φυγόδικους τρομοκράτες και αντικαθεστωτικούς. Και στις φάμπρικες ιδρύονταν συμβούλια, και ολόκληρα τμήματα των Ενόπλων Δυνάμεων περνούσαν σταδιακά στην πλευρά των εξεγερθέντων.

Η τσαρίνα Αλεξάντρα Φιοντόροβνα Ρομάνοβα γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου
του 1872 στο Darmstadt της Γερμανίας ως πριγκίπισσα Βικτώρια Αλίκη
Ελένα Λουίζα Βεατρίκη. Ήταν κόρη του μεγάλου Δούκα του Hesse και όλου
του Ρήνου, που τότε αποτελούσε τμήμα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.


Η αυτοκρατορική οικογένεια. Διακρίνονται ο μικρός "τσάρεβιτς" Αλεξέι (ο οποίος
πέθανε αιμοφιλικός στις 17/7/1917) και οι αδελφές του Όλγα, Τατιάνα, Μαρίνα και
Αναστασία. Στο κέντρο η αυτοκράτειρα και ο τσάρος Νικόλαος Β΄ Ρομάνοβ.

Στις 27 Φεβρουαρίου εκείνης της χρονιάς, στο σπίτι του μεγάλου αναρχικού Βσεβόλοντ Μιχαήλοβιτς Βολίν, ιδρύθηκε το Συμβούλιο Εργατών (Σοβιέτ) της Αγίας Πετρούπολης, με πρόεδρο τον έκνομο Πιέτρ Αλεξέγιεβιτς Χρουστάλιεβ. Το σοβιέτ σύντομα απέκτησε ως μέλη 400 - 500 αντιπροσώπους των πέντε εμπορικών ενώσεων και των 92 εργοστασίων της πρωτεύουσας, εκλεγμένους από ένα σώμα περίπου 200.000 εργαζομένων. 

Αρχικά, οι Μπολσεβίκοι και οι Εσέροι αποτελούσαν μειοψηφία στο σοβιέτ, με τους Μενσεβίκους να υπερτερούν. Όταν όμως εκείνη την ίδια χρονιά επέστρεψε ο Τρότσκι από την εξορία, και ανέλαβε την αντιπροεδρία, η θέση των Μπολσεβίκων στο σοβιέτ παρουσίασε δείγματα βελτίωσης. Όταν ο Χρουστάλιεβ συνελήφθη από την τσαρική αστυνομία, ο Τρότσκι πήρε την θέση του. Και με την καθοδήγησή του οι απεργιακές κινητοποιήσεις ατόνησαν, προκειμένου να μην δοθεί στην τσαρική κυβέρνηση το άλλοθι για περαιτέρω κατασταλτικές αγριότητες. 

Αλλά το κακό δεν αποφεύχθηκε τελικά: στις 3 Δεκεμβρίου το σοβιέτ έπαψε να υπάρχει και οι ηγέτες του, μεταξύ των οποίων και ο Τρότσκι, συνελήφθησαν από τις τσαρικές Αρχές με την βαρύτατη κατηγορία της παρακίνησης του λαού σε ένοπλο πραξικόπημα.

Πιστοί στις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, οι Μπολσεβίκοι συνέχισαν να αναπτύσσουν δράση τρομοκρατώντας, δολοφονώντας και ληστεύοντας αξιωματούχους του κράτους και διακεκριμένους επιχειρηματίες. Τα εγκλήματα συνήθως γίνονταν βράδυ, συνωμοτικά, χωρίς επίσημες αναλήψεις ευθυνών από κάποια μυστική πολιτική φατρία ή παράνομη οργάνωση. Στους δρόμους της πρωτεύουσας στήθηκαν οδοφράγματα, το θωρηκτό Ποτιόμκιν κατελήφθη από ναύτες στασιαστές, και η μυστική αστυνομία του τσάρου -η διαβόητη Οχράνα- δεν προλάβαινε τις συλλήψεις. Οι φυλακές Πετροπαύλοφσκ γέμισαν από συλληφθέντες αναρχικούς και Μπολσεβίκους ακτιβιστές, που μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και βασανιστήρια, εάν δεν εκτελούνταν, εξορίζονταν σε απομακρυσμένα χωριά της Σιβηρίας. Οι εξόριστοι που ολοκλήρωναν την ποινή τους ή έστω αυτοί που κατάφερναν να δραπετεύσουν επέστρεφαν στην Αγία Πετρούπολη, που σαν μαγνήτης προσέλκυε τα επαναστατικά στοιχεία. Η πόλη ποτέ δεν έπαυσε να αποτελεί κέντρο της αντίδρασης, με εκατοντάδες γιάφκες, κρησφύγετα και υπόγειες αίθουσες κατάλληλες για κομματικά συνέδρια και εκτύπωση παράνομου προπαγανδιστικού υλικού.

Ο Λένιν (καθήμενος στο κέντρο) με μέλη της "Ένωσης για την Απελευθέρωση της Εργατικής Τάξης


Πιεσμένη από παντού, η τσαρική κυβέρνηση αναγκάστηκε σε παραχωρήσεις. Ο δρόμος για την μεταμόρφωση της αυτοκρατορικής Ρωσίας σε συνταγματική μοναρχία άνοιξε με την κίνηση του τσάρου για ίδρυση ενός νέου νομοθετικού σώματος -την Κάτω Βουλή ή Δούμα. Αλλά η επανάσταση επρόκειτο να πληρώσει βαρύ αντίτιμο για αυτήν την "χάρτινη" κατάκτηση: έχασε την υποστήριξη της αστικής τάξης, η οποία έκρινε πως τα συμφέροντά της θα εξυπηρετούνταν καλύτερα από την κυρίαρχη γραφειοκρατία της κρατικής διοίκησης και τους ισχυρούς επιχειρηματίες και γαιοκτήμονες.

Στερημένη από το βασικότερο κοινωνικό της έρεισμα στις μεγαλουπόλεις, η πίστη στις επαναστατικές ιδέες περιορίστηκε στον αγροτικό πληθυσμό και την ανίσχυρη εργατική τάξη, ώστε σταδιακά οι φορείς της αντίδρασης έπαυσαν να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης πολιτικών αποφάσεων. Ταυτόχρονα, το απολυταρχικό τσαρικό καθεστώς πέρασε στην αντεπίθεση, εξαπολύοντας ένα όργιο συλλήψεων και εκτελέσεων: περισσότεροι από 14.000 αντικαθεστωτικοί τουφεκίστηκαν ή βασανίστηκαν μέχρι θανάτου στα τρομερά υπόγεια της Οχράνα, και περίπου 75.000 φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν στην Σιβηρία. Η Δούμα και πάμπολλα εργατικά συνδικάτα διαλύθηκαν, ο Τύπος φιμώθηκε και οι άθλιες συνθήκες εργασίας εξακολούθησαν για εκατομμύρια εργατών και φτωχών αγροτών, βουλιάζοντας ολόκληρη την χώρα στην δυστυχία.

Εκείνη η πρώτη επανάσταση του 1905, η αποκαλούμενη και "επανάσταση των ερασιτεχνών", στην πορεία αποδείχθηκε το καλύτερο εμπειρικό σχολείο των Μπολσεβίκων και των άλλων ακτιβιστών της αριστεράς. Γιατί δίδαξε στους ηγέτες του κινήματος τρόπους σταδιακής αποδέσμευσης από το στενό πλαίσιο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης και αποκάλυψε φόρμουλες αποτελεσματικής πάλης στους δρόμους και τις αλέες, συσπειρώνοντας τους αδικημένους και καταφρονεμένους. Τον Ιανουάριο του 1912, στην 6η Πανρωσική Συνδιάσκεψη του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Πράγα, οριστικοποιήθηκε η ρήξη μεταξύ Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων. Η πλειοψηφία εξέλεξε ένα νέο εσωκομματικό διευθυντικό σχήμα, έναν πυρήνα από εξέχοντα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, το Πολιτικό Γραφείο, με πρόεδρο τον Λένιν. Αποστολή του ήταν η καθοδήγηση και ο απόλυτος έλεγχος πάνω στο κίνημα. 

Στις 5 Μαΐου της ίδιας χρονιάς άρχισε στην Αγία Πετρούπολη να εκδίδεται σε καθημερινή βάση η εφημερίδα Πράβντα (Αλήθεια), στην υπηρεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που απαλλαγμένο από την επιρροή των Μενσεβίκων και των Εσέρων κατάφερε να εμφυσήσει στο επαναστατικό εργατικό κίνημα έναν πρωτοφανή ριζοσπαστισμό και μιαν αξιοθαύμαστη μαχητικότητα.

Επίσης, την ίδια χρονιά δημιουργήθηκε και η Ένωση Ευγενών, με σκοπό την ανατροπή του τσάρου και την αντικατάστασή του από έναν προικισμένο μονάρχη ικανό να αναλάβει τα ηνία της τεράστιας αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε και το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα (Καντέ, από τα αρχικά KD - Konstitutioniye Demokrati), πιστό στις αρχές της συνταγματικής μοναρχίας, με κυριότερο κομματικό εκπρόσωπο τον Πάβελ Νικολάγιεβιτς Μιλιούκοβ.


Ο Πάβελ Νικολάγιεβιτς Μιλιούκοβ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του κόμματος των Καντέ.
Γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1859 και πέθανε στις 31 Μαρτίου 1943. Τέκνο μεσαίας
αστικής οικογένειας, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και ακολούθησε
επιτυχημένη ακαδημαϊκή καριέρα ως Ιστορικός. Κατά την επανάσταση του 1905
αγωνίστηκε για τις πολιτικές ελευθερίες και διακήρυξε ένθερμα την αντίδραση προς
την κυβερνητική πολιτική. Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ενστερνίστηκε
κάποιες συντηρητικές και υπερ-πατριωτικές ιδέες, προπαγανδίζοντας υπέρ ενός
αμυντικού πολέμου (ο ίδιος ο γιος του παρουσιάστηκε ως εθελοντής στα στρατολογικά
γραφεία και αργότερα πέθανε στο πεδίο της μάχης. Το 1916 στράφηκε πάλι υπέρ
της αριστεράς, ασκώντας εκ νέου αυστηρή κριτική στην πολιτική του τσάρου. Έμεινε
στην Ιστορία για τον περίφημο λόγο που εκφώνησε στην συνέλευση της Δούμα,
την 1η Νοεμβρίου 1916, με τίτλο: "Προδοσία ή ανοησία;" Η άκαμπτη στάση του προς
την λαϊκή θέληση να τερματιστεί ο πόλεμος με τους Γερμανούς έναντι οποιουδήποτε
κόστους (στις 20 Απριλίου 1917 απέστειλε τηλεγράφημα σε Αγγλία και Γαλλία, όπου
ουσιαστικά διαβεβαίωνε τους συμμάχους για την συνέχιση της εμπόλεμης συμμετοχής
της Ρωσίας) του στοίχισαν την θέση του ως υπουργού των Εξωτερικών. Η παύση του
έλαβε χώρα στις 2 Μαΐου 1917. Στην διάρκεια του 4ετούς εμφυλίου που ακολούθησε
την εξέγερση του 1917 ο Μιλιούκοβ προσεταιρίστηκε τους "Λευκούς" -τους εχθρούς
των επαναστατών. Όταν ο εμφύλιος έληξε, ο ίδιος κατέφυγε στην Γαλλία και
ασχολήθηκε με την έκδοση της εφημερίδας "Τα Πρόσφατα Νέα". Έγινε στόχος
πολυάριθμων δολοφονικών επιθέσεων. Άφησε την τελευταία του πνοή στην
Νοτιοανατολική Γαλλία, στο Aix-les Bain, τον Μάρτιο του 1943.


Φεβρουάριος 1917: ο "πρόλογος" μιας επανάστασης

Παρά τον έντονα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Αγίας Πετρούπολης, το μεγάλο ποσοστό του λαού της εξακολουθούσε να ζει σε άθλιες συνθήκες. Οι εργάτες ξεκίνησαν νέο κύκλο απεργιών και οι κυβερνητικές διώξεις κορυφώθηκαν. Όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος, την 1η Αυγούστου 1914, οι επαναστατικές διαθέσεις των αυτοαποκαλούμενων σοσιαλιστών, δηλαδή των Μενσεβίκων και των Εσέρων, καταλάγιασαν. Οι "προδότες" αυτοί του μαρξισμού, όπως τους αποκαλούσε ο Λένιν, τάχθηκαν υπέρ της συμμετοχής στην εμπόλεμη σύρραξη προκειμένου να σωθεί η "Μητέρα Πατρίδα".


Ο τσάρος Νικόλαος Β' δεν κατάφερε να διατηρήσει
μια στοιχειώδη, έστω, επαφή με τους καταπονημένους
υπηκόους του. Αποξενωμένος στην χλιδάτη ζωή των
ανακτόρων, μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε
απλός θεατής των δεινών του πολύπαθου ρωσικού λαού.


Από τις αρχές ήδη του 1917, 0 Νικόλαος Β' ανέλαβε την αρχηγία των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων, στην θέση του εξαιρετικά δημοφιλούς σε ολόκληρο το στράτευμα θείου του, του Μεγάλου Δούκα Νικολάου, και αποφάσισε από το Μογκίλεφ να παρακολουθήσει επισταμένως την πορεία των πολεμικών εξελίξεων στο μέτωπο με τους Γερμανούς. 

Ωστόσο, η κατάσταση στο μέτωπο για την πλευρά των Ρώσων δεν εξελισσόταν ευνοϊκά. Στις 9 Ιανουαρίου ξέσπασαν οργανωμένες απεργίες στην Αγία Πετρούπολη και τις γύρω περιοχές, αρχικά σε εργοστασιακές μονάδες παρασκευής πολεμοφοδίων, με τους εργάτες να διαμαρτύρονται για την συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο. Οι τσαρικές δυνάμεις επιχείρησαν τότε μια πρώτη βίαιη καταστολή των εξεγερθέντων, μα η αντίδραση είναι αδύνατον να εκτονωθεί. Οι κρατικοί αξιωματούχοι δεν δείχνουν πρόθυμοι να ικανοποιήσουν ακόμη και τα στοιχειωδέστερα αιτήματα του λαού: λίγο ψωμί και γάλα για τα παιδιά, που μέσα στο φοβερό κρύο πεθαίνουν εξαντλημένα. Και, βεβαίως, οι μόνοι που πλήττονται από την απεργία είναι οι μάχιμοι της πρώτης γραμμής. 

Τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς, με τον τσαρικό στρατό να ηττάται συνεχώς στο πεδίο της μάχης (2,5 εκατομμύρια νεκροί) και τις ελλείψεις τροφίμων να μαστίζουν τον εξαθλιωμένο λαό, η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητ0. Οι πιο θερμοκέφαλοι πίστεψαν τότε πως είχε σημάνει η ώρα της καθολικής επαναστατικής δράσης.

Επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917: Πολύ αίμα, πολλά τα
όνειρα, φειδωλά όμως τα αποτελέσματα...

Στις 14 του μηνός σχεδόν σύσσωμη η Δούμα, με αρχηγό τον Κερένσκι, ο οποίος εκφώνησε έναν δριμύτατο λόγο εναντίον του καθεστώτος, απαίτησε την άμεση κατάπαυση του πυρός. Ο λαός, αναθαρρημένος από την προσωρινή παθητικότητα που η κυβέρνηση επέδειχνε, ξεχύθηκε στους δρόμους διαμαρτυρόμενος. Αρχικά το ενδιαφέρον των περισσοτέρων προσέλκυσαν οι βιτρίνες των καταστημάτων και τα αρτοποιεία. Η αγωνία των ανθρώπων για λίγο ψωμί ήταν που τύφλωνε τις κινήσεις τους. Στην πορεία, πάμπολλοι εργάτες υφαντουργείων αλλά και βιομηχανιών ενώθηκαν με το ξεσηκωμένο πλήθος και ξεκίνησαν μια διαμαρτυρία στο κέντρο της πρωτεύουσας, με τις αστυνομικές δυνάμεις να μην επεμβαίνουν. 

Βέβαια, η φρουρά της Αγίας Πετρούπολης (ένα σύνολο περίπου 160.000 στρατιωτών και 3.500 αστυνομικών, εξοπλισμένοι με θωρακισμένα αυτοκίνητα και συνεπικουρούμενοι από το περίφημο ιππικό των Κοζάκων) δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα, θεωρώντας πως εύκολα θα μπορούσε να καταστείλει οποιαδήποτε γενικευμένη εξέγερση, όσο καλά κι αν αυτή ήταν οργανωμένη.

Στις 27 Φεβρουαρίου οι άνδρες των αστυνομικών δυνάμεων και αρκετοί στρατιώτες έλαβαν θέσεις στις ταράτσες των κτιρίων, και όταν κάποιοι στρατιώτες συνεπλάκησαν σοβαρά με διαδηλωτές, οι οποίοι ήδη είχαν προβεί σε πυρπόληση αστυνομικών σταθμών, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των εξεγερμένων. Το κακό γενικεύτηκε. Ο λαός εισέβαλε σε φυλακές και απελευθέρωσε αντικαθεστωτικούς (μεταξύ των οποίων και τους ηγέτες της Κεντρικής Επιτροπής Εργατών, που είχαν συλληφθεί έναν μήνα νωρίτερα με διαταγή του υπουργού εσωτερικών Αλεξάντερ Ντμίτριεβιτς Προτοπόποβ και κρατούνταν στις φυλακές Πετροπαύλοφσκ) αλλά και αρκετούς εγκληματίες του κοινού ποινικού Δικαίου, οι συμπλοκές επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές της χώρας και ο εμφύλιος ήταν προ των πυλών. 

Την νύχτα εκείνης της μέρας συγκροτήθηκε η Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ από εκπροσώπους Μενσεβίκων, Σοσιαλεπαναστατών και Μπολσεβίκων. Ανάμεσά τους, ο Αλεξάντερ Κερένσκι, ο ηγέτης των Μενσεβίκων Νικολάι Τσκάιντζε, ο Νικολάι Σουχάνοβ και ο Βιατσεσλάβ Μολότοβ.

Ο Αλεξάντερ Ντμίτριεβιτς Προτοπόποβ γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1866
και υπήρξε ηγετική προσωπικότητα του κόμματος των Οκτωβριστών. Πέθανε
στις 27 Οκτωβρίου του 1918.


Ο Προτοπόποβ (καθήμενος) ως υπουργός Εσωτερικών. Την θέση
αυτή κατείχε από τις 16 Σεπτεμβρίου 1916 έως τις 28 Φεβρουαρίου 1917.

Ωστόσο, αρκετά στρατιωτικά τμήματα τάχθηκαν με τους επαναστάτες. Για παράδειγμα, οι άνδρες των συνταγμάτων Βολίνσκ, Πρεομπραζένσκι και Λιτόφσκι εγκατέλειψαν τα στρατόπεδά τους και ακολούθησαν τον εξαγριωμένο λαό. Όταν την 1η Μαρτίου ο τσάρος Νικόλαος συνειδητοποίησε πλέον την σοβαρότητα της κατάστασης, αποφάσισε να επιστρέψει στην πρωτεύουσα. Σύμφωνα όμως με εντολές της Δούμα, οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι δεν επέτρεψαν την διέλευση της αυτοκρατορικής αμαξοστοιχίας, κι έτσι ο τσάρος κατευθύνθηκε προς το Πσκοφ -μια μικρή πολίχνη κοντά στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Στις 2 Μαρτίου, η λαϊκή κατακραυγή ανάγκασε τον τσάρο Νικόλαο Β΄ σε παραίτηση.

Η Αγία Πετρούπολη (και μαζί ολόκληρη η χώρα) ανέπνευσε τότε έναν πρώτο αέρα ελευθερίας. Στολισμένος στα κόκκινα χρώματα της επανάστασης, ο κόσμος ενθουσιασμένος δεν σταματούσε τους πανηγυρισμούς στους δρόμους και τα πάρκα της πρωτεύουσας, όπου ο πρώτος δειλός ήλιος της Άνοιξης είχε αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του. Παντού -στις ταβέρνες, τα θέατρα, τα δημόσια λουτρά και τα καταστήματα- δεν ακούγονταν παρά συνθήματα υπέρ των συνταγματικών ελευθεριών και των μεταρρυθμίσεων. Πολλοί τραγουδούσαν την "Μασσαλιώτιδα", άλλοι συνέχιζαν με περισσότερη πια αυτοπεποίθηση να διαδηλώνουν, και τα καφέ της πόλης είχαν γεμίσει από στρατιώτες που κάθονταν ανέμελοι να απολαύσουν το έργο τους (αυτοί δεν ήταν που είχαν πραγματοποιήσει την επανάσταση;), με τους ιδιοκτήτες να τους ταΐζουν αφιλοκερδώς και τις νεαρές δεσποινίδες να τους νοστιμεύονται.

Ήταν αυτοί οι ίδιοι στρατιώτες που, ενώ αρνήθηκαν να πολεμήσουν για την πατρίδα, δεν δίστασαν να στρέψουν τις ξιφολόγχες τους εναντίον αδελφών για την ιδεολογία τους. Κάπου κάπου έφερναν το μαντήλι τους στα ρουθούνια για να ξεφύγουν από την βρώμα που ανάδιναν τα καμένα αστυνομικά τμήματα ή τα κάρα που περνούσαν αργά από μπροστά τους φορτωμένα με τα πτώματα των τουφεκισμένων κυβερνητικών. Και δεν λησμόνησαν, βέβαια, αυτοί οι απίθανοι "λόχοι των λιποτακτών" να εκπροσωπηθούν στο Σοβιέτ, που μέσα σε λαμπρότητα πραγματικής ιεροτελεστίας είχε μόλις επανιδρυθεί, για να συνεδριάζει εκεί όπου συνεδρίαζε και η Δούμα -στο παλάτι Ταβρίτσιεσκι.

Αυτή ήταν μια από τις πρώτες κατακτήσεις της επανάστασης: Βήμα και στους στρατιώτες, όχι μόνο στους εργάτες.

Η Προσωρινή Κυβέρνηση

Η πτώση του τσάρου ανέδειξε μια Προσωρινή Κυβέρνηση με πρόεδρο τον πρίγκιπα Γκεόρκι Ευγιένιεβιτς Λβοβ. Σε πρώτη φάση, την εξουσία θα ασκούσαν το Σοβιέτ του Πετρογκράντ και η κυβέρνηση αυτή. Υπουργός των Εξωτερικών ορίστηκε ο Πάβελ Νικολάγιεβιτς Μιλιουκόφ (ο ηγέτης του κόμματος των Καντέ, δηλαδή των οπαδών της Συνταγματικής Δημοκρατίας), υπουργός Άμυνας ο Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς Γκουτσκόβ και Δικαιοσύνης ο Κερένσκι (ο μόνος από τους Σοσιαλιστές).

Επρόκειτο ουσιαστικά για μια καθαρά αστική κυβέρνηση κεφαλαιοκρατών και παλαιοκαθεστωτικών, που το ελεγχόμενο από τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους Σοβιέτ της πρωτεύουσας ενέκρινε, παρά τις αντιδράσεις των πραγματικών επαναστατών νικητών, δηλαδή των Μπολσεβίκων. Άπειροι στην διαχείριση της εξουσίας, οι Μπολσεβίκοι απλά είχαν παρασυρθεί και την άφησαν να τους ξεφύγει κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια. Η χώρα τώρα παραδόθηκε σε μια ιδιότυπη δυαρχία, με την εξουσία να διχάζεται μεταξύ της αστικο-δημοκρατικής κυβέρνησης και των σοβιέτ, που εξέφραζαν το επαναστατημένο προλεταριάτο.

Ο Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς Γκουτσκόβ γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 1862,
από πατέρα απόγονο αγροτών και Γαλλίδα μητέρα. Έλαβε μέρος σε
πολλούς πολέμους, μεταξύ των οποίων και ο 2ος πόλεμος εναντίον
των Μπόερς. Εντάχθηκε στο κίνημα των Οκτωβριστών, αλλά στην
συνέχεια έχασε την εκλογική μάχη με την παράταξή του. Μετά την
έναρξη της επανάστασης του Φεβρουαρίου οι Οκτωβριστές έπαυσαν
να υπάρχουν ως πολιτική δύναμη. Ο ίδιος υπηρέτησε ως υπουργός Άμυνας
στην Προσωρινή Κυβέρνηση μέχρι την 29η Απριλίου 1917. Αναγκάστηκε
σε παραίτηση για τους ίδιους λόγους με αυτούς του Μιλιουκόφ. Υποστήριξε
τον στρατηγό Κορνίλοβ στην αποτυχημένη προσπάθειά του να καταλάβει
την πρωτεύουσα, συνελήφθη, μα μία ημέρα αργότερα αφέθηκε ελεύθερος.
Στην διάρκεια του εμφυλίου υποστήριξε τους αντι-Μπολσεβίκους ("Λευκούς"),
και μετά την οριστική τους ήττα διέφυγε στην Γερμανία και κατόπιν στην
Γαλλία. Πέθανε στο Παρίσι στις 14 Φεβρουαρίου 1936.


Το απόγευμα της 2ας Μαρτίου δύο εκπρόσωποι της Προσωρινής Κυβέρνησης -ο βουλευτής των Καντέ, Βασίλι Βιτάλιεβιτς Σουλγκίν, και ο Γκουτσκόβ- εμφανίστηκαν ενώπιον του τσάρου, στο γραφείο του στο ειδικό βαγόνι της αυτοκρατορικής αμαξοστοιχίας, κρατώντας ανά χείρας το έγγραφο διαδοχής του προς υπογραφή, υπέρ ασφαλώς του γιου του Αλεξέι. Ο "τσάρεβιτς" όμως ήταν σοβαρά άρρωστος (αιμοφιλικός) και για τον λόγο αυτόν ο τσάρος πρότεινε να τον διαδεχθεί ο αδελφός του, μέγας δούκας Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς.

O αδελφός του τσάρου Νικολάου Β' , μέγας δούκας Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς.
Δολοφονήθηκε στο Perm τον Ιούλιο του 1918.


Μάλιστα, εντελώς ψύχραιμα, ο ίδιος ο τσάρος έκανε τις απαραίτητες διορθώσεις στο κείμενο και το παρέδωσε αμίλητος στους άνδρες που στέκονταν όρθιοι και συγκινημένοι απέναντί του. Ο Σουλγκίν δεν κατάφερε να συγκρατηθεί, όταν ήρθε η στιγμή να αποχαιρετίσει τον αυτοκράτορα, καθώς τον έπνιγε η συγκίνηση της στιγμής. Αλλά ο Νικόλαος κατάφερε μέχρι τέλος να διατηρήσει την ηρεμία του. 

Την επομένη, 3 Μαρτίου, στην έπαυλη του πρίγκιπα Πουτιάτιν, ενώπιον των πρίγκιπα Λβοβ, Μιλιούκοβ, Κερένσκι, Γκουτσκόβ, Σουλγκίν και Μιχαήλ Βλαντιμίροβιτς Ροτζιάνκο, ο μέγας δούκας Μιχαήλ πείστηκε εύκολα πως και ο ίδιος δεν θα έπρεπε να δεχθεί τον τσαρικό θρόνο και υπέγραψε την παραίτησή του υπέρ μιας Συντακτικής Συνέλευσης, η οποία και θα καθόριζε την μορφή του πολιτεύματος. Μάλιστα, ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός του Κερένσκι, ώστε την συγκεκριμένη στιγμή αναφώνησε χαρούμενος: "Εξοχότατε, είστε ο πλέον ευγενής από όλους τους ανθρώπους!"

Αμέσως μετά η Προσωρινή Κυβέρνηση και η Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ δημοσιοποίησαν κοινό ανακοινωθέν, γνωστοποιώντας έτσι την πρόθεσή τους να αναλάβουν την διακυβέρνηση της χώρας έως την διενέργεια εκλογών προς ανάδειξη Συντακτικής Συνέλευσης. Κοινοποιήθηκαν τότε πολλά φιλολαϊκά μέτρα (π.χ. αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, ελευθερία της έκφρασης και του λόγου, ισονομία κ.ά.), όμως υπήρξε παράλληλα και η διαβεβαίωση περί συνέχισης του πολέμου εναντίον των Γερμανών. 

Περισσότερο, βέβαια, απασχολούσε η εξασφάλιση της έννομης τάξης και της ειρήνης -αρχικά στους δρόμους της πρωτεύουσας και κατόπιν στις άλλες μεγαλουπόλεις. Προς τούτο δημιουργήθηκε η Κόκκινη Φρουρά από μέλη των εργατικών συνδικάτων των εργοστασίων και κύκλων των Μπολσεβίκων. Σκοπός των ένοπλων αυτών ομάδων, που μελλοντικά θα αποτελούσαν την βάση για την ίδρυση του Κόκκινου Στρατού, ήταν η προστασία του κινήματος και της δράσης των στελεχών της. 

Σε πρώτη φάση, μόνο στο Πετρογκράντ αριθμούσαν 30.000 άνδρες (υπό τις διαταγές του Κωνσταντίν Γιουρένιεβ), ενώ στην υπόλοιπη χώρα περίπου τους 200.000 άνδρες. Οι Κομισάριοι, συνήθως πρώην κατάδικοι που οι επαναστάτες είχαν απελευθερώσει από τις φυλακές όπου αυτοί κρατούνταν, φρόντιζαν για την κατά τόπους οργάνωση και δράση των μελών της Κόκκινης Φρουράς, και με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν τρομερή εξουσία -μέχρι τα μέσα του 1943, οπότε ο Στάλιν φρόντισε να υποβαθμίσει τον ρόλο τους. (Ωστόσο, δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση εξαιτίας του χαρακτηρισμού τους ως Πολιτικών Κομισάριων, διότι είχαν αρμοδιότητες που άπτονταν θεμάτων αποκλειστικά και μόνο στρατιωτικού χαρακτήρα, σε αντίθεση με τους Λαϊκούς Κομισάριους, δηλαδή τους υπουργούς, που οι αρμοδιότητές τους αφορούσαν σε θέματα πολιτικής και διοικητικής φύσης.)

Με την πρώτη της κιόλας διαταγή, η Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ θεσμοθέτησε την ίδρυση στις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας ειδικών επιτροπών αξιωματικών - στρατιωτών (που επίσης ονομάστηκαν σοβιέτ), τα μέλη των οποίων θα υπάκουαν στις διαταγές των ανωτέρων τους μόνον εφόσον αυτές δεν αντετίθεντο στις αποφάσεις και στο πνεύμα των διαταγών της Εκτελεστικής Επιτροπής. Αλλά από τους περισσότερους ένστολους η κίνηση αυτή παρερμηνεύτηκε, υπό την έννοια ότι, όσον αφορούσε στην παραμονή τους στις μονάδες τους, πίστεψαν πως μπορούσαν να πράξουν κατά βούληση. Περίπου 1.000.000 Ρώσοι αξιωματικοί και στρατιώτες εγκατέλειψαν τότε τα στρατόπεδα και πήραν τον δρόμο της επιστροφής στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Κι ασφαλώς, οι Γερμανοί εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο ετούτη την κατάσταση, προελαύνοντας ανενόχλητοι στις χώρες της Βαλτικής.

Ο πρίγκιπας Γκεόργκι Εβγκένιεβιτς Λβοβ γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1861
στην Δρέσδη, από αριστοκρατική οικογένεια, και αμέσως μετά την γέννησή του
η οικογένεια μετοίκησε στην Ποπόβκα, κοντά στην Τούλα. Σπούδασε Νομικά στο
Πανεπιστήμιο της Μόσχας και μέχρι το 1893 διετέλεσε δημόσιος υπάλληλος.

Επιπλέον, η κυβέρνηση Λβοβ - Κερένσκι εξέδωσε νομοθετικό διάταγμα, βάσει του οποίου όποιο έθνος της αυτοκρατορίας επιθυμούσε μπορούσε να αυτονομηθεί! Τότε, η Εσθονία, η Σιβηρία, η Φινλανδία και η Ουκρανία βρήκαν την ευκαιρία να κηρύξουν την ανεξαρτητοποίησή τους. Σε διεθνές δε επίπεδο, την Προσωρινή Κυβέρνηση αναγνώρισαν και οι κυριότερες μεγάλες δυνάμεις της Δύσης -οι ΗΠΑ, η Αγγλία και η Γαλλία. Το αμερικανικό Κογκρέσο, μάλιστα, επιχορήγησε το νέο καθεστώς της Ρωσίας με δάνειο 325 εκατομμυρίων δολαρίων. 

Ήταν φανερό πως όλη η αγωνία των Δυτικών Συμμάχων των Ρώσων εκπήγαζε από το ενδεχόμενο να παύσουν οι τελευταίοι μονομερώς τον πόλεμο εναντίον των Γερμανών -πράγμα που θα συντελούσε στην σταδιακή αποδέσμευση μεγάλων γερμανικών δυνάμεων από το Ανατολικό Μέτωπο, και την προώθησή τους στα δυτικά, σε βάρος της συμμαχικής άμυνας.

Σύντομα δημιουργήθηκε αρνητικό κλίμα στις τάξεις του στρατεύματος και την λαϊκή βάση, εξαιτίας της επιμονής του υπουργού Μιλιούκοβ να αρνείται να προωθήσει τις διαπραγματεύσεις με τις Κεντρικές Δυνάμεις για το θέμα της ειρήνευσης. Η παύση του πολέμου με οποιοδήποτε κόστος αποτελούσε για την πλειονότητα των ένστολων κυρίαρχο και πρωτεύον ζήτημα. Η ανελαστικότητα του Μιλιούκοβ, που κατά τα πρώτα του βήματα στον κοινωνικό βίο υπήρξε πανεπιστημιακός καθηγητής και ιστορικός συγγραφέας (μια θέση που έχασε καθ' οδόν εξαιτίας των ανατρεπτικών πολιτικών του πεποιθήσεων), χρονολογείτο από το 1905, έτος κατά το οποίο ίδρυσε με την συμπαράσταση ομοϊδεατών του το Συνταγματικό (Φιλελεύθερο) Δημοκρατικό Κόμμα. 

Την επόμενη χρονιά θεσμοθετήθηκε η Δούμα, στην οποία το κόμμα του εκπροσωπείτο μόνιμα. Μετά την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μιλιούκοβ προσανατολίστηκε προς τις εθνικιστικές και υπερπατριωτικές απόψεις υπέρ της πολεμικής αναμέτρησης με την Γερμανία του Κάιζερ, δυσαρεστώντας πολλούς από τους υποστηρικτές του. Το 1916 μεταστράφηκε εκ νέου προς την αριστερή ιδεολογία, περισσότερο συγκρατημένος αυτή την φορά, αλλά εμμένοντας σθεναρά στην θέση του περί συνέχισης της συμμετοχής της Ρωσίας στον πόλεμο.

Όταν με δική του πρωτοβουλία, στις 20 Απριλίου 1917, η κυβέρνηση Λβοβ απέστειλε στους Δυτικούς Συμμάχους μια επιστολή με την διαβεβαίωση ότι η Ρωσία θα συνέχιζε να τηρεί τις οφειλόμενες στρατιωτικές της υποχρεώσεις εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, επόμενο ήταν το πολιτικό κλίμα στο Πετρογκράντ να δυναμιτιστεί. Οργανώθηκε ένοπλο αντιπολεμικό συλλαλητήριο με την συμμετοχή περίπου 30.000 εργατών και στρατιωτών και με βασικό σύνθημα: "Κάτω η Προσωρινή Κυβέρνηση!" Απαιτήθηκε τότε η αποπομπή του υπουργού Εξωτερικών, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 2 Μαΐου. Ο Μιλιούκοβ κατέφυγε τότε στην Γαλλία, για να γίνει εκδότης της ρωσόγλωσσης εφημερίδας "Τα Πρόσφατα Νέα", αλλά και στόχος αρκετών δολοφονικών επιθέσεων, ενορχηστρωμένων ασφαλώς από τους Μπολσεβίκους.

Ωστόσο, ακόμη και υπό το άχθος αυτών των δυσμενών για την Προσωρινή Κυβέρνηση εξελίξεων, η πίεση των Δυτικών Συμμάχων προς την Ρωσία, αναφορικά με την συμμετοχή της στον πόλεμο εναντίον των Γερμανών, παρέμενε αμείωτη.

Ακολούθως, ο Λβοβ απώλεσε την στήριξη των εκλεκτόρων και στις 7 Ιουλίου παραιτήθηκε υπέρ του υπουργού Δικαιοσύνης και αντιπροέδρου του Σοβιέτ Πετρογκράντ, Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς Κερένσκι. Έναν χρόνο αργότερα, η "κατάρα των δαιμονισμένων" ξαναχτύπησε: οι Μπολσεβίκοι συνέλαβαν τον Λβοβ με σκοπό την παραπομπή του σε δίκη, αλλά αυτός κατάφερε να δραπετεύσει στο Παρίσι, όπου και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του (πέθανε σε ηλικία 63 ετών, στις 7 Μαρτίου 1927).


Δελτίο της μυστικής αστυνομίας του τσάρου (Οχράνα) για τον Λένιν


Η άφιξη του Λένιν στο Πετρογκράντ

Λίγο πριν από τα μέσα Μαΐου, βάσει της γενικής αμνηστίας των πολιτικών κρατουμένων που η κυβέρνηση προώθησε, επέστρεψαν στο Πετρογκράντ αρκετοί εξόριστοι αντικαθεστωτικοί (του τσαρικού καθεστώτος), μεταξύ των οποίων οι Μενσεβίκοι Ηρακλής Τσερετέλι, Φιοντόρ Γκούρβιτς και Πλεχάνοβ (που τα τελευταία 35 χρόνια ζούσε εξόριστος στο Παρίσι), ενώ από την Σιβηρία κατέφθασαν οι Μπολσεβίκοι Λιεβ Μπορίσοβιτς Κάμενιεβ και Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι (που έμεινε γνωστός στην Ιστορία ως Στάλιν). Επίσης, στο Πετρογκράντ κατέφθασε και ο Μενσεβίκος ηγέτης Ιούλιος Μάρτοφ, καθώς και ο Λιεβ Τρότσκι (από την Νέα Υόρκη), ο οποίος αν και σοσιαλεπαναστάτης προσχώρησε στις τάξεις των Μπολσεβίκων εντυπωσιασμένος από την επιχειρηματολογία και τις απόψεις του Λένιν.

Αλλά πού ήταν όλο αυτό το διάστημα ο μεγάλος επαναστάτης και ηγέτης των Μπολσεβίκων, Λένιν;

Όπως και το 1905, έτσι κι εκείνον τον ταραγμένο Φεβρουάριο του 1917 ο Λένιν έλειπε εκτός Ρωσίας. Βρισκόταν στην ουδέτερη Ελβετία αδυνατώντας να διέλθει επί γερμανικού εδάφους, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης της χώρας, ώστε νε περάσει τα σύνορα της πατρίδας του. Οι Γερμανοί τελικά επέτρεψαν στην αμαξοστοιχία με τον ίδιον και την "συντροφιά" του την διέλευση, γνωρίζοντας πως η παρουσία του στην πρωτεύουσα θα ενδυνάμωνε τον αγώνα των Μπολσεβίκων για την κατάληψη της εξουσίας. Το Βερολίνο είχε τοποθετηθεί σταθερά υπέρ των επαναστατών, χρηματοδοτώντας μάλιστα τον αγώνα τους επανειλημμένα, αναγνωρίζοντας πως η διακήρυξη του Λένιν για κατάπαυση του πυρός εξυπηρετούσε ουσιαστικά τα γερμανικά συμφέροντα (αφού, εάν ο πόλεμος στα ανατολικά τερματιζόταν, η Γερμανία πλέον απερίσπαστα θα εστίαζε το ενδιαφέρον της στο Δυτικό Μέτωπο εναντίον των Αγγλο-γάλλων.

Από την μεριά του, Ο Λένιν χλεύαζε και ειρωνευόταν τους Γερμανούς: "Εάν οι Γερμανοί καπιταλιστές είναι τόσο ηλίθιοι", συνήθιζε να λέει, "τότε ας μας μεταφέρουν στην Ρωσία. Εγώ προσωπικά δέχομαι να πάω!" Έτσι, στις 28 Μαρτίου 1917, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ζυρίχης επιβιβάσθηκαν σε γερμανική αμαξοστοιχία 32 άτομα, μεταξύ των οποίων ο Βλαντιμίρ Ιλίτς Ουλιάνοβ (Λένιν) και η σύζυγός του Ναντέζντα Κωνσταντίνοβα Κρούπσκαγια, ο Γκριγκόρι Εβσέεβιτς Ζινόβιεβ και άλλοι αντιδραστικοί που κατά την τελευταία τριακονταετία ζούσαν εξόριστοι στις Βρυξέλλες, την Ζυρίχη και το Λονδίνο.

Ο Γκριγκόρι Εβσέεβιτς Ζινόβιεβ γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1883, στο Ελιζάβετγκράντ
(το σημερινό Κιροβογκράντ) της Κεντρικής Ουκρανίας, από οικογένεια Εβραίων αγροτών.
Από το 1923 μέχρι το 1935 η μικρή αυτή πόλη ήταν γνωστή ως Ζινόβιεβσκ. Ο Ζινόβιεβ
σπούδασε Ιστορία, Φιλοσοφία και Λογοτεχνία, εντάχθηκε δε στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό
Εργατικό Κόμμα το 1901. Το 1903 προσχώρησε στους Μπολσεβίκους και έκτοτε αποτέλεσε
έναν από τους πιο στενούς συνεργάτες του Λένιν. Τα τρία πρώτα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου τα πέρασε στην Ελβετία. Ήρθε στην Αγία Πετρούπολη με το τρένο του Λένιν, τον
Απρίλιο του 1917. Στις 10 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς, αυτός και ο Λιεβ Κάμενεβ ήταν τα
μοναδικά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος που δεν υποστήριξαν την ένοπλη
επανάσταση των Μπολσεβίκων. Ο Λένιν τότε βρέθηκε στην δυσάρεστη θέση να προτείνει
την διαγραφή του από τις τάξεις του κόμματος. Στις 4 Νοεμβρίου 1917, μαζί με άλλες
εξέχουσες προσωπικότητες των επαναστατών (όπως οι Αλεξέι Ιβάνοβιτς Ρίκοβ, Βλαντιμίρ
Παύλοβιτς Μιλιούτιν και Βίκτωρ Παύλοβιτς Νογκίν) διεγράφη από το Κόμμα. Κατά τα
επόμενα πέντε έτη ο υπ. αριθμ. δύο σημαντικός άνδρας -δηλαδή μετά τον Λένιν- μέσα στους
Μπολσεβίκους δεν θα ήταν ο ίδιος, αλλά ο Τρότσκι. Τον Μάρτιο του 1918 επανεκλέχθηκε
ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής στην περιοχή του Πετρογκράντ. Επίσης, υπήρξε μέλος
(χωρίς δικαίωμα ψήφου) του Πολίτμπιρό μόλις αυτό δημιουργήθηκε, στις 25 Μαρτίου 1919.
Κατά την διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, ο Ζινόβιεβ επιφορτίσθηκε
με την άμυνα του Πετρογκράντ (1919), χωρίς ωστόσο να χαίρει εκτίμησης από τον ίδιο τον
αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων των Κόκκινων, τον Τρότσκι. Αυτό ασφαλώς χειροτέρεψε
τις σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών. Στις 16 Μαρτίου 1921 έγινε πλήρες μέλος του Πολίτμπιρό,
και ακολούθως απέκτησε τρομερή ισχύ. Τα επόμενα χρόνια (1926-1927) τάχθηκε με τον Τρότσκι
εναντίον του Στάλιν, ενώ μετά από την "πτώση" του πρώτου τάχθηκε με τον Στάλιν. Διεγράφη
πολλές φορές από το κόμμα, ώσπου τελικά τον Αύγουστο του 1936 αυτός, ο Κάμενιεβ και ακόμη
14 παλαιοί Μπολσεβίκοι δικάστηκαν στην Μόσχα με τις κατηγορίες της κατασκοπείας, του
σαμποτάζ, της ηθικής αυτουργίας στην δολοφονία του Σεργκέι Κίροβ, ακόμη και της
απόπειρας δολοφονίας του ίδιου του Στάλιν! Εκτελέστηκε στις 25 Αυγούστου 1936 και το
όνομά του "αποκαταστάθηκε" το 1988, μαζί με αυτά των άλλων συγκατηγορουμένων του,
κατά την διάρκεια της Περεστρόικα.




Ο Λένιν με την κουστωδία του έφτασε αισίως στα βόρεια, πέρασε με φέρι στην Σουηδία και διέσχισε με τρένο την Σκανδιναβία, για να φθάσει την νύχτα της 3ης Απριλίου στον σιδηροδρομικό σταθμό "Φινλανδία" του Πετρογκράντ. Εκεί τον περίμενε η αντιπροσωπεία του σοβιέτ της πρωτεύουσας με επικεφαλής τον Γεωργιανό πρόεδρό του, Νικολάι (Κάρλος) Σεμιόνοβιτς Κχάιτζε, ένα τιμητικό άγημα και ένα τεθωρακισμένο όχημα, από την κορυφή του οποίου ο Μπολσεβίκος ηγέτης απευθύνθηκε στο έξαλλο από ενθουσιασμό συγκεντρωμένο πλήθος. Από την αρχή, ο Λένιν τάχθηκε φανερά κατά της Προσωρινής Κυβέρνησης. Η ομιλία εκείνη έμεινε στην Ιστορία ως "Θέσεις της 4ης Απριλίου", δημοσιεύθηκε στις 7 Απριλίου στο 26ο φύλλο της Πράβντα και έγιναν εξολοκλήρου αποδεκτές από το τακτικό συνέδριο των Μπολσεβίκων στις 29 του ίδιου μήνα.


Ο Λιεβ Μπορίσοβιτς Κάμενιεβ ονομαζόταν Ρόζενφελντ και είχε εβραϊκή καταγωγή.
Γεννήθηκε στην Μόσχα από πατέρα υπάλληλο των σιδηροδρόμων. Το 1901 εντάχθηκε
στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα και τον Αύγουστο του 1903 ασπάστηκε
τις αρχές των Μπολσεβίκων. Παντρεύτηκε την αδελφή του Τρότσκι, την Όλγα. Έλαβε
μέρος και στις δύο ρωσικές επαναστάσεις. Τον Ιανουάριο του 1914 έλαβε εντολή
να πάει στην Αγία Πετρούπολη για να αναλάβει την αρχισυνταξία της Πράβντα και να
πλαισιώσει την Δούμα. Συνελήφθη από τις τσαρικές Αρχές και καταδικάστηκε σε
δίχρονη εξορία στην Σιβηρία, από όπου ελευθερώθηκε κατά την έναρξη των
εξεγέρσεων του Φεβρουαρίου του 1917.


Ανάμεσα σε αυτούς που εκείνη την νύχτα είχαν παρευρεθεί στον σταθμό "Φινλανδία" ήταν και ο Στάλιν, που όλο αυτό το διάστημα είχε αποτραβηχτεί στην σκιά των γεγονότων, με μοναδική δραστηριότητα την αρθρογραφία στην εφημερίδα Πράβντα. Το παρών έδωσε επίσης ο Κάμενιεβ και δεκάδες άλλοι κομματικοί, που έκπληκτοι άκουσαν τον ηγέτη τους να βροντοφωνάζει: "Καμιά στήριξη στην Προσωρινή Κυβέρνηση! Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!". Ήταν πια ολοφάνερο πως ο ανυπόμονος αντάρτης των πόλεων δεν ήταν διατεθειμένος να χρονοτριβήσει επικαλούμενος την μαρξιστική τυπολογία: γιατί έπρεπε τάχα να περιμένουν την άνοδο της αστικής τάξης στην εξουσία, όπως είχε "προφητεύσει" ο Μαρξ, ώστε κατόπιν αυτή να συντριβεί από το καθολικά επαναστατημένο προλεταριάτο; Όχι, το χτύπημα στο κατεστημένο θα δινόταν ή τώρα ή ποτέ! Στις 29 εκείνου του μήνα, στο τακτικό συνέδριο των Μπολσεβίκων, ο Λένιν με πύρινα λόγια και ανεξάντλητο πάθος κέρδισε τις εντυπώσεις επαναλαμβάνοντας τον εαυτό του: δεν υπήρχε χρόνος για ενδιάμεσους πειραματισμούς, το πέρασμα στην δικτατορία του προλεταριάτου θα γινόταν χωρίς την προηγούμενη εγκαθίδρυση της αστικής δικτατορίας, εδώ και τώρα!

Ο Κάμενιεβ αντέδρασε, αλλά ο αρχηγός με την ακαταμάχητη ρητορική του έστρεψε τους συνέδρους εναντίον του, τον "αφόπλισε" και κατόπιν πέτυχε την εκλογή του πιστού Στάλιν ως μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος. Στον νεαρό τότε "Κόμπα" ο Λένιν διαισθανόταν ότι μπορούσε ανεπιφύλακτα να στηρίζεται, επειδή οι δυό τους έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό: ήταν εξίσου ανελέητοι μαχητές και ταυτόχρονα πραγματιστές, πλασμένοι από την ίδια τυχοδιωκτική στόφα του επαναστάτη...

Γκόρκι Λενίνσκιγιε, 1922: Κάμενιεβ – Λένιν, συνοδοιπόροι στην αρχή, γρήγορα οι δρόμοι
τους χώρισαν. Όταν στις 10 Οκτωβρίου 1917 ετέθη το ζήτημα της ένοπλης επανάστασης,
αυτός και ο Ζινόβιεβ προέβαλαν αντιρρήσεις. Ο Λένιν ποτέ δεν του συγχώρησε αυτή την
"μίνι" προδοσία, που εκφράστηκε μέσω μιας δημόσιας επιστολής την οποία συνυπέγραφε ο
Ζινόβιεβ, και απαίτησε την απομάκρυνσή του. Κατά την δεύτερη Πανρωσική Συνδιάσκεψη
των Σοβιέτ ο Κάμενιεβ εξελέγη πρόεδρος του συνεδρίου και πρόεδρος της μόνιμης
Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ -μια θέση, που στο σοβιετικό
πολιτικό σύστημα ισοδυναμούσε με αυτήν του αρχηγού του κράτους. Στις 29 Οκτωβρίου
1917, τρεις μέρες μετά από την νίκη των Μπολσεβίκων και την ανάληψη από αυτούς της
εξουσίας, η εκτελεστική επιτροπή του εθνικού εργατικού συνδικάτου σιδηροδρόμων
απείλησε να προκηρύξει γενική πανεθνική απεργία εάν οι Μπολσεβίκοι δεν επιδέχονταν να
συνεργασθούν με τις άλλες σοσιαλιστικές ομάδες και κόμματα, και εάν δεν απάλλασσαν
τους Λένιν και Τρότσκι από τα κυβερνητικά τους καθήκοντα. Τότε, οι Κάμενιεβ και Ζινόβιεβ
υποστήριξαν πως θα ήταν φρόνιμο να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους ηγήτορες του
εργατικού συνδικάτου προκειμένου να εξοικονομηθεί χρόνος -εφόσον, άλλωστε, μια
γενικευμένη απεργία στους σιδηροδρόμους θα παρέλυε την χώρα και θα ήταν αδύνατον
οι Μπολσεβίκοι να μπορούν να κινητοποιούν τις δυνάμεις τους για να αντιταχθούν στις
εναπομείνασες δυνάμεις της Προσωρινής Κυβέρνησης. Αλλά η αναπάντεχα νικηφόρα
για τους Μπολσεβίκους τροπή του ένοπλου αγώνα έξω από το Πετρογκράντ υπήρξε η αιτία
οι Λένιν και Τρότσκι να ανακτήσουν την απολεσθείσα πολιτική του ισχύ και να διακοπούν
οι ήδη εν εξελίξει διαπραγματεύσεις. Ακόμη περισσότερο, οι Κάμενιεβ, Ζινόβιεβ και άλλοι
εξέχοντες Μπολσεβίκοι διεγράφησαν από το κόμμα (4 Νοεμβρίου 1917). Το 1918 ο Κάμενιεβ
ανέλαβε πρόεδρος του Σοβιέτ της Μόσχας και λίγο αργότερα αντικαταστάτης του Λένιν στην
κυβέρνηση (υπουργεία Εργασίας και Αμύνης). Με τον καιρό οι σχέσεις του με τον Τρότσκι
κατέλειξαν εχθρικές. Την περίοδο 1923 - 1924 τάχθηκε ανοικτά εναντίον του γυναικαδελφού
του, συντασσόμενος με τον Ζινόβιεβ υπέρ του Στάλιν (οι τρεις τους, μάλιστα, αποτέλεσαν
"τρόικα"). Παρά το γεγονός ότι στήριξε ανοικτά τον Στάλιν να κρατήσει την θέση του Γενικού
Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής, ο τελευταίος λειτούργησε καιροσκοπικά και, τελικά,
το 1925 επήλθε η μεταξύ τους οριστική ρήξη. Τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς ο Κάμενιεβ
άρχισε ανοικτή "επίθεση" κατά του Στάλιν. Τον Δεκέμβριο, κατά το 14ο Συνέδριο του
Κόμματος, απέτυχε η προσπάθειά του να υπερψηφιστεί η απομάκρυνση του Στάλιν από
την θέση του Γενικού Γραμματέα, με αποτέλεσμα ο ίδιος να υποβιβαστεί από πλήρες
κομματικό μέλος σε μέλος άνευ δικαιώματος ψήφου. Την περίοδο 1926 - 1927 συμμάχησε
πάλι με τον Τρότσκι εναντίον του Στάλιν. Οι θέσεις του δεν έγιναν αποδεκτές, και κατά το
15ο Κομματικό Συνέδριο, τον Δεκέμβριο του 1927, αυτός και δεκάδες άλλοι οπαδοί του
διεγράφησαν οριστικά από τις τάξεις του κόμματος. Τα επόμενα χρόνια, ο Κάμενιεβ (όπως
άλλωστε και εκατοντάδες άλλοι, με πρώτον τον Ζινόβιεβ) παραδέχθηκαν δημοσίως τα λάθη
τους, σε μια προσπάθεια να επιβιβαστούν και πάλι στο τρένο της εξουσίας -αυτήν την φορά
του παντοδύναμου Στάλιν. Αλλά η μοίρα τους είχε ήδη σφραγιστεί: αφού εξευτελίστηκαν
και φυλακίστηκαν κατ' εξακολούθηση, τελικά δικάστηκαν και καταδικάστηκαν στην Μόσχα.
Εκτελέστηκαν στις 25 Αυγούστου 1936. Τα μέλη της οικογένειάς του είχαν ανάλογη τύχη
και μόνο ο μικρότερος γιος του κατάφερε να επιβιώσει, ταλαιπωρούμενος ωστόσο για χρόνια
μέσα στις σταλινικές φυλακές και τα στρατόπεδα εργασίας.



Ο εμφύλιος προ των πυλών


Ο Κερένσκι ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Προσωρινής Κυβέρνησης στις 7 Ιουλίου, για να συνεχίσει την πολιτική της συμμετοχής στον πόλεμο εναντίον των Γερμανών, θέτοντας τον εαυτό του στο στόχαστρο των λενινιστών οι οποίοι επέμεναν στην άμεση κατάπαυση του πυρός και την στροφή του αγώνα στο εσωτερικό της Ρωσίας εναντίον της αστικής τάξης και της μπουρζουαζίας. Άλλωστε, η κατάσταση στο μέτωπο εξελισσόταν τραγική, με την μια ήττα να διαδέχεται την άλλη. Ωστόσο, η οικονομική εξάρτηση της χώρας από τους Αγγλο-γάλλους δεν άφηνε περιθώρια για απόσυρση από την ενεργό συμμετοχή στον πόλεμο. Ταυτόχρονα, η βεβαιότητα υπέρογκων εδαφικών απαιτήσεων από την γερμανική πλευρά (που έτσι κι αλλιώς ικανοποιήθηκαν αργότερα με την υπογραφή της επονείδιστης για τους Ρώσους συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ) δεν ενθάρρυνε την έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων.

Καθώς η επανάσταση προχωρούσε, η κυβέρνηση έχανε σταθερά τον έλεγχο της πρωτεύουσας.
Η «Κόκκινη Φρουρά» ανέλαβε αστυνομικά καθήκοντα και ήταν αυτή που ουσιαστικά στήριξε τους
Μπολσεβίκους στην ανάληψη της εξουσίας.
Δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 1917 από τα εργατικά
συνδικάτα των εργοστασίων και κύκλους των Μπολσεβίκων, προκειμένου να προστατευτεί η
επανάσταση και να περιφρουρηθούν τα στελέχη και η δραστηριότητά τους. Αποτελείτο από ομάδες
ένοπλων εργατών και μελλοντικά υπήρξε η βάση της δημιουργίας του Κόκκινου Στρατού. Στο
Πέτρογκραντ αριθμούσε περίπου 30.000 άνδρες και διοικείτο από τον Κονσταντίν
Γιουρένιεφ, ενώ σε όλη την χώρα ξεπερνούσε τις 200.000.


Ενώ, λοιπόν, ο Κερένσκι έχαιρε αρχικά της ανοχής των αντικρουόμενων πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων (αλλά και μιας μεγάλης μερίδας του ρωσικού λαού), τελικά βρέθηκε αναγκασμένος να διέλθει μεταξύ "συμπληγάδων": των παλαιοκαθεστωτικών από την μια και των Μπολσεβίκων λενινιστών από την άλλη. Στην προσπάθειά του να απομονώσει τους μοναρχικούς και τους ακροδεξιούς αντιδραστικούς, ώστε να καταλαγιάσει και η αντίδραση της ριζοσπαστικής αριστεράς, ο Κερένσκι τελικά το μόνο που κατάφερε ήταν να θέσει τα στρατεύματα του Πετρογκράντ και της Μόσχας στον έλεγχο των Μπολσεβίκων, ενισχύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον αποφασιστικό ρόλο του Σοβιέτ της πρωτεύουσας στα πολιτικά πράγματα. Ήδη, οι εργάτες είχαν με δική του πρωτοβουλία εξοπλιστεί νωρίτερα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους Κοζάκους του στρατηγού Λαβρ Γκεόργκιεβιτς Κορνίλοβ. 

Με την Οχράνα διαλυμένη, τα αστυνομικά καθήκοντα ανατέθηκαν πλέον στους πολιτοφύλακες. και με τον Ηρακλή Γκεόργκιεβιτς Τσερετέλι στην ηγεσία του Σοβιέτ του Πετρογκράντ, ο οποίος ταυτόχρονα διατελούσε ως υπουργός Επικοινωνιών (Ταχυδρομείων και Τηλεγραφίας), ο Κερένσκι πίστεψε ότι θα πετύχαινε την πολυπόθητη άμβλυνση των αντιπαραθέσεων. 

Αλλά η άκαμπτη στάση του Λένιν στο συνέδριο της 29ης Απριλίου (όταν τότε ο Κερένσκι κατείχε την θέση του υπουργού Πολέμου στην κυβέρνηση Λβοβ), και συγκεκριμένα η απόφαση να οργανωθούν από την Κόκκινη Φρουρά σε όλη την χώρα λόχοι περιφρούρησης με την μέριμνα και υπό την στενή εποπτεία Λαϊκών Κομισάριων, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτούν και να αναφέρονται μόνο στο στρατηγείο της, δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας. 

Ο εμφύλιος ήταν προ των πυλών...

1920: Ο Λένιν απευθύνεται στον λαό. Ακριβώς στα αριστερά του, όρθιος με το πηλήκιο,
διακρίνεται ο Τρότσκι. Αργότερα, όταν επέλθει η ρήξη μεταξύ τους, η μορφή του Τρότσκι
θα εξαφανιστεί από την φωτογραφία.


Η άφιξη του Τρότσκι στην πρωτεύουσα άφησε να φανεί πως, τουλάχιστον προσωρινά, τα πνεύματα μέσα στο κόμμα θα καταλάγιαζαν. Γιατί αυτός, από την πρώτη στιγμή, συμφώνησε με την άποψη του Λένιν ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν έπρεπε να πιστωθεί ούτε με ένα λεπτό περαιτέρω ζωής. Στις 3 Ιουνίου ξεκίνησε τις εργασίες του το Πρώτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, όπου μεταξύ άλλων υπερψηφίστηκε η ανάληψη επιθετικής ενέργειας κατά των Γερμανών, με 533 ψήφους υπέρ (Μενσεβίκοι και Σοσιαλεπαναστάτες) και 105 ψήφους κατά (Μπολσεβίκοι). Η μπολσεβίκικη μειοψηφία κατάφερε, ωστόσο, να εντυπωσιάσει, όταν ο Λένιν με αποφασιστικότητα διέκοψε τον λόγο του Τσερετέλι για να βεβαιώσει ότι το κόμμα που διεκδικούσε την εξουσία ήταν υπαρκτό: οι Μπολσεβίκοι! 

Τρεις ημέρες αργότερα, κατά την κοινή σύσκεψης της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος και της αντιπροσωπείας της ένοπλης οργάνωσης των Μπολσεβίκων, αποφασίστηκε μια δήθεν ειρηνική αντικυβερνητική διαδήλωση για τα μέσα του Ιουνίου, αμέσως μετά την περάτωση των εργασιών του συνεδρίου. Επρόκειτο καθαρά για μια ιδέα του ίδιου του Λένιν, ο οποίος επιθυμούσε διακαώς να συγκλονίσει την πρωτεύουσα επιδεικνύοντας ως θεμελιώδη βάση του κινήματός του την λαϊκή συμμετοχή. Ο Στάλιν επιφορτίστηκε με την υποχρέωση να συντάξει μια καλοσχεδιασμένη προκήρυξη, με την οποία θα καλούσε όλους τους εργάτες, τους υπαλλήλους και τους στρατιώτες του Πετρογκράντ στην διαδήλωση. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στον "ειρηνικό χαρακτήρα" της. Αλλά το σύνθημα που επιλέχθηκε κάθε άλλο παρά ειρηνικό φάνταζε: "Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ! Κάτω η Προσωρινή Κυβέρνηση!"

Πρόβα "τζενεράλε"


Στις 3 Ιουνίου η προκήρυξη αυτή βρέθηκε στα χέρια του Εβγκένι Γκεγκετσκόρι, ο οποίος την ανέγνωσε στους συνέδρους ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων. Ο Τσερετέλι χαρακτήρισε την διαδήλωση ως συνωμοτική κίνηση των Μπολσεβίκων, η οποία αποσκοπούσε στην υφαρπαγή της εξουσίας, και η κυβέρνηση απείλησε πως θα χτυπούσε με βία τους διαδηλωτές. Υπό την πίεση των αγανακτισμένων συνέδρων και την απειλή μιας πράγματι πιθανής κατακρεούργησης των διαδηλωτών από τις ένοπλες κυβερνητικές δυνάμεις, το συλλαλητήριο αναβλήθηκε, δίνοντας έτσι την απατηλή εντύπωση πως ο Λένιν είχε χάσει την πρώτη του μάχη των εντυπώσεων.

Ο τομέας, βέβαια, όπου ο μεγάλος επαναστάτης διέπρεπε ως αληθινή αυθεντία, ήταν η μάχη των παρασκηνίων. Γιατί, τελικά, το συνέδριο ψήφισε υπέρ της διαδήλωσης υπό το παραπλανητικό σύνθημα: "Πίστη στο συνέδριο και την κυβένρηση!" Και στις 18 Ιουνίου έλαβε χώρα μια πρωτοφανής πορεία λαού και στρατιωτών στους ήδη οχλοκρατούμενους δρόμους του Πετρογκράντ, μέσα σε κλίμα υστερικού ενθουσιασμού και με αλλαγμένο για μια ακόμη φορά το κεντρικό σύνθημα: "Εξουσία στα σοβιέτ! Κάτω οι καπιταλιστές υπουργοί!". Ήταν η τελευταία πρόβα πριν από τον οριστικό μαζικό ξεσηκωμό...

Πετρογκράντ, 18 Ιουνίου 1917. Διαδήλωση με κυρίαρχο σύνθημα: "Κάτω οι 10 καπιταλιστές
υπουργοί - όλη η εξουσία στα εργατικά συνδικάτα, τους στρατιώτες και τους αγρότες, τους
σοσιαλιστές υπουργούς και υφυπουργούς. Απαιτούμε την φυλάκιση του τσάρου Νικολάου Β΄"


Δυο μέρες νωρίτερα, σύμφωνα με την απόφαση του Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ της 3ης Ιουνίου, η κυβέρνηση Κερένσκι διέταξε μαζική επίθεση κατά των Αυστρο-ουγγρικών δυνάμεων του μετώπου. Η κίνηση αυτή κρίθηκε σκόπιμη περισσότερο για να καταλαγιάσει το κλίμα της λαϊκής αντίδρασης, παρά γιατί οι Ρώσοι επιτελείς πίστευαν στην επιτυχία της. Πράγματι, κατάφερε προσωρινά να αποσπάσει το ενδιαφέρον του λαού. Σε ένα μέτωπο 40 χιλιομέτρων, στην Γαλικία, 31 ρωσικές μεραρχίες αντεπιτέθηκαν, αρχικά επιτυχώς, μα στην συνέχεια οι Γερμανοί ενισχύθηκαν από δυνάμεις τους του Δυτικού Μετώπου και κατάφεραν να αναχαιτίσουν την ρωσική επέλαση, εξαναγκάζοντας τις ρωσικές δυνάμεις σε υποχώρηση. Ιδίως οι μονάδες που αποτελούνταν από Φινλανδούς και Πολωνούς γρήγορε ετράπησαν σε άτακτη φυγή, παραδίδοντας τελικά στον εχθρό 140 χιλιόμετρα εδάφους!

Ασφαλώς, η μεγάλη αυτή ήττα του Ρωσικού Στρατού οφειλόταν -μεταξύ άλλων- και στο γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν φροντίσει εγκαίρως να υποσκάψουν το ηθικό και το φρόνιμα των μάχιμων μονάδων, αλλά και αυτών που αποτελούσαν τα εφεδρικά σώματα. Τις βραδινές ώρες της 18ης εκείνου του μήνα, καθώς η αγριεμένη θάλασσα των κόκκινων σημαιών απέσυρε σταδιακά τα μανιασμένα κύματά της, η Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων αποφάσισε να περάσει στην ουσιαστική δράση. Ο Λένιν τώρα νουθετούσε επίμονα τους ηγήτορες της κομματικής στρατιωτικής οργάνωσης να ξεσηκώσουν τους συντρόφους τους του στρατού για την επερχόμενη ένοπλη σύρραξη με τους κυβερνητικούς. Φρόντισαν, λοιπόν, να διαρρεύσει σε κάποιες μονάδες της πρωτεύουσας ότι εντός των προσεχών ημερών θα μεταφέρονταν στο μέτωπο. Η πληροφορία βέβαια ήταν ολότελα ψευδής, αλλά οι θερμόαιμοι στρατιώτες δεν ήθελαν και πολύ για να στασιάσουν.

Ο Λένιν υπήρξε ένας "γητευτής" των μαζών. Ο πύρινος λόγος του μπορούσε
να ξεσηκώσει χιλιάδες κόσμου μέσα σε λίγα μόλις λεπτά.


Το γεγονός ότι η μεγάλη επίθεση των Ρώσων κατά των εχθρικών δυνάμεων του μετώπου γνώριζε αποτυχία (με αποτέλεσμα αυτή να διακοπεί στις 2 Ιουλίου και στις 6 του ίδιου μήνα ο εχθρός να ξεκινήσει μια δυναμική αντεπίθεση, η οποία κορυφώθηκε στις 19 του μηνός) ενέτεινε την ανησυχία στο στράτευμα. Οι ναύτες του Στόλου της Βαλτικής, που όλες αυτές τις ημέρες συνεδρίαζαν κλεισμένοι στο φρούριο της Κρονστάνδης αποκαμωμένοι από τις δολοφονίες δεκάδων αξιωματικών και ανώτατων διοικητών τους, μετέτρεψαν την βάση τους στο νησί σε προπύργιο του λενινισμού. Όταν τους επισκέφθηκαν οι αντιπρόσωποι των στρατιωτικών συμβουλίων με σκοπό να εξασφαλίσουν και την δική τους συμμετοχή στην προγραμματισμένη εξέγερση, αυτοί αμέσως ανταποκρίθηκαν ενθουσιωδώς. Και στις 4 Ιουλίου μπήκαν πάνοπλοι στα πλοία τους για να καταλάβουν την πρωτεύουσα.

Η ένοπλη φρουρά του Πετρογκράντ, που στην πλειονότητά της διατελούσε φιλικά προς τους Μπολσεβίκους, είχε ήδη καταλάβει το φρούριο Πετροπαύλοφσκ και ενωθεί με εργάτες, απαρτίζοντας ένα σύνολο περίπου 30.000 έξαλλων ανδρών που βάδιζαν τώρα κατά του Παλατιού Ταυρίτσιεσκι του στρατάρχη Γκριγκόρι Ποτιόμκιν, πλησίον του Κολεγίου Θηλέων Σμόλνι, απαιτώντας την παραίτηση της Προσωρινής Κυβέρνησης και την ανάληψη της εξουσίας από τα σοβιέτ. Οι ναύτες αποβιβάστηκαν στο νησί Βασίλιεφσκι κι αμέσως κατευθύνθηκαν προς το διώροφο νεοκλασικό κτίριο της μπαλαρίνας Ματίλντα Φιελίκσοβνα Ξεσίνσκαγια, όπου μεταξύ άλλων βρισκόταν ο Λένιν με τους επιτελείς του. Μετά από μια σύντομη, σχεδόν εκβιαστικά απαιτούμενη ομιλία του αρχηγού, οι ναύτες έξαλλοι έσπευσαν και αυτοί στο Παλάτι Ταυρίτσιεσκι, όπου τους υποδέχθηκε ο Τρότσκι. Αυτός, με την μαγική του γλώσσα κατάφερε τελικά να ηρεμήσει τους εξαγριωμένους στασιαστές.

Στρατιώτες - οπαδοί των επαναστατών λαμβάνουν θέσεις έξω
από τα Χειμερινά Ανάκτορα.


Είναι γεγονός πως οι εξελίξεις υπήρξαν τόσο ραγδαίες, ώστε κι αυτοί ακόμη οι ηγέτες των Μπολσεβίκων αιφνιδιάστηκαν. Κάποιοι, μάλιστα, θεώρησαν πως η επανάσταση είχε εκδηλωθεί άκαιρα, χωρίς να έχουν προηγηθεί οι απαραίτητες προετοιμασίες. Ο ίδιος ο Λένιν, αλλά και ο Τρότσκι, ήταν της άποψης ότι έπρεπε πρώτα να εξασφαλισθεί η άμυνα της πρωτεύουσας και μετά να προχωρούσαν στην εξέγερση. Κι αυτό, γιατί οι φήμες ότι πιστά στην Προσωρινή Κυβέρνηση στρατεύματα του μετώπου έρχονταν σε υποστήριξη των κυβερνητικών, είχαν ήδη διαδοθεί. Πράγματι, όλη την μέρα το Πετρογκράντ βρισκόταν στο έλεος των εργατών και των ναυτών, που περιφέρονταν προκλητικά στους δρόμους και τις αλέες χωρίς να υποψιάζονται ότι από στιγμή σε στιγμή θα κατέφθαναν μονάδες ενόπλων από την μεθόριο, πιστές στην Προσωρινή Κυβέρνηση και με διακαή πόθο να τιμωρήσουν σκληρά αυτούς τους "καλοπερασάκηδες λιποτάκτες".

Στο μεταξύ, ο διοικητής της Στρατιωτικής Περιφέρειας του Πετρογκράντ διέταξε τους άνδρες του να αποκαταστήσουν την τάξη ακόμη και με την χρήση βίας. Η σύγκρουση με τους διαδηλωτές υπήρξε σφοδρή, μετά από λίγη ώρα το φρούριο Πετροπαύλοφσκ ανακαταλήφθηκε από τους κυβερνητικούς, ενώ οι Μπολσεβίκοι έντρομοι πάσχιζαν να διασωθούν διαφεύγοντας. Το κτίριο της Ξεσίνσκαγια περικυκλώθηκε από τα άρτι αφιχθέντα στρατεύματα του μετώπου ετοιμάζοντας έφοδο, εφόσον οι μέσα σε αυτό ναύτες δεν εννοούσαν να παραδοθούν. Ο Λένιν υπήρξε τυχερός, αφού μόλις είχε προλάβει να εγκαταλείψει το εν λόγω κτίριο και να εγκατασταθεί κι αυτός στο Παλάτι Ταυρίτσιεσκι. Τελικά, ο Στάλιν υπήρξε αυτός που κατάφερε να σώσει την κατάσταση. Με συνεχείς διαπραγματεύσεις με την Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ του Πετρογκράντ κατάφερε να εκτονώσει την κρίση και το κτίριο της Ξεσίνσκαγια παραδόθηκε χωρίς να χυθεί σταγόνα αίματος.



Πετρογκράντ, 4 Ιουλίου 1917. Διαδήλωση στην Λεωφόρο Νιέφσκι. Η φωτογραφία ελήφθη
λίγα λεπτά αφότου η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε διατάξει τις ένοπλες δυνάμεις της να
ανοίξουν πυρ με τα πολυβόλα τους εναντίον του άοπλου πλήθους.


Ο πρωθυπουργός Κερένσκι εξέδωσε διατάγματα σύλληψης για τους Λένιν, Τρότσκι, Ζινόβιεβ, Κάμενιεβ και αρκετούς άλλους επιφανείς ηγέτες των Μπολσεβίκων. Μέσα σε όλη αυτήν την αναταραχή, μια έρευνα που χειριζόταν προσωπικά ο πρωθυπουργός, σχετικά με την ανάμειξη του Λένιν και άλλων σημαινόντων στελεχών του γύρω από το ζήτημα της χρηματοδότησης τους κινήματός τους από τους Γερμανούς, είχε αποκαλύψει πως ο τρομερός αρχηγός των Μπολσεβίκων υπήρξε... κατάσκοπος του Βερολίνου! Μάλιστα, το βράδυ της 4ης Ιουλίου, πριν ακόμη ολοκληρωθεί η στοιχειοθέτηση της κατηγορίας, ο υπουργός Δικαιοσύνης ενημέρωσε το Τύπο σχετικά με την υπόθεση της "κατασκοπείας". 

Ο Στάλιν ανέλαβε να προστατεύσει τον αρχηγό του από την δημόσια διαπόμπευση πριν η έρευνα να καταλήξει σε ξεκάθαρα και αποδεδειγμένα συμπεράσματα. Αλλά η εφημερίδα "Ζωντανός Λόγος" δεν συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις του και έβγαλε την υπόθεση στον "αέρα". Αλλά ήδη ο Λένιν και ο Ζινόβιεβ είχαν διαφύγει μεταμφιεσμένοι στην Φινλανδία. Αντίθετα, πολλοί από τους "κομματικούς" που επέλεξαν να παραμείνουν στο Πετρογκράντ συνελήφθησαν -και πρώτος από όλους ο Τρότσκι, στις 26 Ιουλίου.

Η επανάσταση είχε τελειώσει πριν καλά καλά αρχίσει...

Φοιτητική διαδήλωση στο Πετρογκράντ, με την συμμετοχή
και αρκετών ένστολων και γυναικών.


Υπόθεση Κορνίλοβ



Ο Κερένσκι φαινόταν να έχει κερδίσει την παρτίδα με τους επαναστάτες. Οι Μπολσεβίκοι, βέβαια, δεν είχαν οριστικά ηττηθεί, απλώς περίμεναν την κατάλληλη συγκυρία για να χτυπήσουν εκ νέου, έχοντας ασφαλώς λάβει το ακριβό τους μάθημα. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός φαινόταν εφησυχασμένος, υπολογίζοντας πως η λαϊκή αντίδραση θα υποτονούσε, εξαιτίας και του πανικού που είχε δημιουργήσει η Αυστρο-ουγγρική αντεπίθεση της 19ης Ιουλίου. Από την άλλη, η βαρύτητα της κατηγορίας προς το πρόσωπο του Λένιν (ο οποίος πλέον ζούσε, υπό την απειλή της δίκης για εσχάτη προδοσία, ως φυγάς στο εξωτερικό) αλλά και η ταυτόχρονη εξουδετέρωση του Τρότσκι λειτουργούσαν -κατά τον Κερένσκι- ως εγγυήσεις για την εκτόνωση της κρίσης. Έτσι, αδιαφόρησε για την συνέχιση των εκδόσεων των μπολσεβίκικων εφημερίδων, την πραγματοποίηση των συνεδρίων τους και την κυκλοφορία του προπαγανδιστικού τους υλικού, με αποτέλεσμα η υπόθεση της "κατασκοπείας" να ξεθυμάνει. Για μια ακόμη φορά αποδεικνυόταν ότι ο Κερένσκι αιθεροβατούσε.

Ο πρωθυπουργός Κερένσκι (με λευκή στολή) φθάνει στην Μόσχα στις 12 Αυγούστου 1917.


Η κατάπαυση της εξέγερσης του Ιουλίου έδωσε στους Δεξιούς πολιτευόμενους, τους μετριοπαθείς σοσιαλδημοκράτες και τον επιχειρηματικό κόσμο μιαν ανάσα αισιοδοξίας, χωρίς ασφαλώς να είναι εντελώς πεπεισμένοι ότι τα χειρότερα πέρασαν. Οι αξιωματικοί και ορισμένοι αστοί, οι οποίοι δεν έτρεφαν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη προς τον πρωθυπουργό και αμφέβαλλαν για τις ικανότητές του να στηρίξει την ασφάλεια και την τάξη, αναζητούσαν ένα σημαντικό και αναγνωρισμένο πρόσωπο κοινής αποδοχής, προκειμένου να τεθεί επικεφαλής της εκστρατείας κατά του μπολσεβικισμού. Για τους περισσότερους, ο καταλληλότερος για αυτήν την αποστολή ήταν ο 47χρονος τότε αρχιστράτηγος των Ενόπλων Δυνάμεων (της Προσωρινής Κυβέρνησης) Λαβρ Γκεόργκιεβιτς Κορνίλοβ.

Ο Κορνίλοβ, γνήσιος Κοζάκος από το Καζακστάν, υπήρξε από τους φανατικότερους αντιπάλους του Λένιν, τον οποίο κατηγορούσε ως κατάσκοπο των Γερμανών. Ανήλθε από τον βαθμό του απλού στρατιώτη σε αυτόν του στρατηγού εξαιτίας της αξίας του στο πεδίο της μάχης και τις αρετές του στην διοίκηση μεγάλων σχηματισμών, προσόντα στα οποία όφειλε τον θαυμασμό που οι διοικούμενοι από αυτόν εξέφραζαν ανεπιφύλακτα. 

Τον Μάρτιο του 1917 διορίστηκε ως διοικητής της Στρατιωτικής Περιφέρειας του Πετρογκράντ, πόστο από το οποίο ουδέποτε έπαψε να ασκεί δριμεία κριτική εναντίον του παρατηθέντος τσάρου. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, κατά την τελευταία επίθεση των Ρώσων στηνπεριοχή της Γαλικίας, ο Κορνίλοβ αναδείχθηκε ως ο μόνος επιτυχημένος διοικητής του μετώπου εντός της συνολικά αποτυχημένης ρωσικής επίθεσης κατά των Γερμανών, ώστε τον επόμενο μήνα διορίστηκε ως ανώτατος διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας. Από την θέση αυτή συνέχισε να υποστηρίζει την άποψη (την οποία, άλλωστε, πάμπολλοι Ρώσοι συμμερίζονταν) ότι η εξέγερση των Μπολσεβίκων θα επέφερε αποσυντονισμό της κεντρικής διοίκησης και γενική παραλυσία στην χώρα, ώστε έκδηλος ήταν πλέον ο φόβος της νίκης των Κεντρικών Δυνάμεων. Ακόμη, διατεινόταν ότι "ο Λένιν και οι Γερμανοί κατάσκοποί του θα έπρεπε να κρεμαστούν"!

Στις 14 Αυγούστου, κατόπιν πρόσκλησης του ίδιου του Κερένσκι, ο Κορνίλοβ ανέλαβε από το βήμα της βουλής να ενημερώσει τους βουλευτές για την κατάσταση που επικρατούσε τόσο στο μέτωπο όσο και στο εσωτερικό της χώρας. Επεσήμανε ότι ο εχθρός βρισκόταν προ των πυλών της Ρίγκα (πρωτεύουσας της Λετονίας) και ο Ρωσικός Στρατός ένα βήμα πριν από την οριστική διάλυση. Η αποκατάσταση της τάξης ήταν παραπάνω από επιβεβλημένη προκειμένου να σωθεί το έθνος από βέβαιη καταστροφή. 

Αν και όλοι θορυβήθησαν με την ωμή αυτή παράθεση της πραγματικότητας, ο Κερένσκι, όταν αργότερα εκείνη την ίδια μέρα πληροφορήθηκε πως ο στρατηγός Κορνίλοβ (παρερμηνεύοντας ίσως τις εξελίξεις) ανέπτυξε την πρωτοβουλία να διατάξει το ΙΙΙ Σώμα Στρατού να βαδίσει προς το Πετρογκράντ, θεώρησε την κίνησή του αυτή ως στοχεύουσα προς την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης και αποσκοπούσα στην επιβολή ενός είδους στρατιωτικής δικτατορίας. 

Ο πρωθυπουργός συνομίλησε τηλεφωνικά με τον στρατηγό και πράγματι από την συνδιάλεξη δεν προέκυπτε ότι ο Κορνίλοβ είχε τέτοιους σκοπούς -αντίθετα, μάλιστα, σκόπευε να θέσει τις ένοπλες δυνάμεις του υπό τις διαταγές της κυβέρνησης του Κερένσκι για την προάσπιση της πρωτεύουσας από τον κλοιό των Μπολσεβίκων. Αλλά ο πρωθυπουργός, που υποπτευόταν τους πάντες και ένιωθε ανασφαλής στην θέση του, απέκρυψε σκόπιμα την αλήθεια και στις 9 Σεπτεμβρίου προχώρησε στην απαλλαγή του στρατηγού από τα καθήκοντά του, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την ανώτατη ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων.


Ο στρατηγός Λαβρ Γκεόργκιεβιτς Κορνίλοβ χαιρετά τα πλήθη της Μόσχας προσερχόμενος
σε σύγκληση συμβουλίου της Προσωρινής Κυβέρνησης (12-15 Αυγούστου 1917).



Ο Κορνίλοβ και πάλι δεν αξιολόγησε σωστά τα βαθύτερα κίνητρα αυτής της ενέργειας, συμπέρανε αυθαίρετα ότι ο Κερένσκι είχε πέσει θύμα πολιτικού εκβιασμού από τους επαναστάτες και συνέχισε την κινητοποίησή του, αλλά η πλειοψηφία των ανδρών του αρνήθηκε να τον υπακούσει. Τελικά, ο ίδιος συνελήφθη και φυλακίστηκε σε ένα μοναστήρι στο Μπίχοβ -μια πόλη της Δυτικής Λευκορωσίας, κοντά στον ποταμό Δνείπερο, περίπου44 χλμ από το Μογκίλεβ. Όμως, οι φύλακες ήταν ένθερμοι οπαδοί του, ώστε με την ανοχή τους κατάφερε να δραπετεύσει προς την περιοχή του Ντον.

Στο μεταξύ, η θέση του αρχιστρατήγου προσφέρθηκε στον στρατηγό Αλεξάντρ Λουκόμσκι, ο οποίος την αρνήθηκε, όπως έπραξαν στην συνέχεια και οι στρατηγοί Αντόν Iβάνοβιτς Ντενίκιν και Σεργκέι Κλεμπόβσκι, δείχνοντας έτσι έμπρακτα την διαμαρτυρία τους για την μεταχείριση του Κορνίλοβ. Και οι τρεις τους είχαν ανάλογη τύχη, αφού ετέθησαν σε περιορισμό. Μετά από συνεχείς πιέσεις, προκειμένου να δοθεί ένα κάποιο διέξοδο, την θέση του αρχιστράτηγου κατέλαβε ο αρχηγός του αυτοκρατορικού επιτελείου, στρατηγός Μιχαήλ Βασίλιεβιτς Αλεξέεβ.

Στο Νοβοτσιερκάσκ, μια πόλη κοντά στο Ροστόβ, που εθεωρείτο πρωτεύουσα των Κοζάκων του Ντον, σε συνεργασία με τον στρατηγό Μιχαήλ Βασίλιεβιτς Αλεξέεβ, οργάνωσε εθελοντικό στρατό και στράφηκε κατά των Μπολσεβίκων. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε τον Απρίλιο του 1918, στο Γιεκατερίνονταρ (μετέπειτα γνωστό ως Κρασνοντάρ), κοντά στον ποταμό Κουμπάν, όταν ένα βλήμα έσκασε στο στρατηγείο του και τον σκότωσε. Οι άνδρες του τον έθαψαν σε παρακείμενο χωριό, αλλά μετά από την επικράτηση του Κόκκινου Στρατού οι Μπολσεβίκοι ξέθαψαν και περιέφεραν το πτώμα του σε μια προσπάθεια να ατιμάσουν και να γελοιοποιήσουν την μνήμη του γενναίου στρατηγού στα μάτια του κόσμου.

Εξ αποστάσεως


Η ηρεμία που επήλθε μετά από την καταστολή της εξέγερσης του Ιουλίου (1917) ήταν εύθραυστη και επιφανειακή. Στην πραγματικότητα ολόκληρος ο κορμός της χώρας "έβραζε" από επαναστατικό μένος και η κρατική λειτουργία κλυδωνιζόταν επικίνδυνα: οι εργάτες αρνούνταν να εργασθούν, οι στρατιώτες του μετώπου να πολεμήσουν και οι αγρότες να σκύψουν στην γη τους. 

Τον Αύγουστο, όταν κυκλοφόρησαν φήμες για νέο πραξικόπημα των Μπολσεβίκων, υπό την καθοδήγηση πάντα του Λένιν, ο Κερένσκι διέπραξε το μοιραίο σφάλμα: προκειμένου να αντιμετωπίσει τον στρατηγό Κορνίλοβ, στηρίχτηκε στην Κόκκινη Φρουρά, η οποία μετά τα γεγονότα του Ιουλίου όχι μόνο δεν είχε αφοπλισθεί, αλλά είχε περαιτέρω εξοπλιστεί. Αυτό ήταν για τον Λένιν δώρο... εξ ουρανού. Οι Μπολσεβίκοι μπορούσαν και πάλι να αναλάβουν δράση -με τις "ευλογίες" της Προσωρινής Κυβέρνησης αυτή την φορά. Οι ηγέτες τους αποφυλακίστηκαν με καταβολή χρηματικής εγγύησης -οι Τρότσκι και Κάμενιεβ από τους πρώτους, στις 4 Σεπτεμβρίου. Ο Τρότσκι, μάλιστα, κατά τα τέλη του μήνα εξελέγη πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ, όπου για πρώτη φορά οι Μπολσεβίκοι απολάμβαναν την πλειοψηφία. Η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος βρέθηκε για άλλη μια φορά στο επίκεντρο των γεγονότων, αλλά ο ίδιος ο Λένμιν συνέχισε να κρύβεται στην γειτονική Φινλανδία. Από μακριά μπορούσε να ελέγχει καλύτερα την κατάσταση, και με δύο του επιστολές (12 και 14 Σεπτεμβρίου) σηματοδότησε την "εξέγερση του προλεταριάτου".

Ο Τρότσκι μελετούσε πολλές ώρες καθημερινά, φροντίζοντας για την ενημέρωσή του όχι μόνο
μέσω εγχώριων εφημερίδων και εντύπων, αλλά και του εξωτερικού. Γεννημένος στο χωριό
Γιάνοβκα της Ουκρανίας, από τον άξεστο αγρότη Νταβίντ Λεοντίγιεβιτς Μπρόνσταϊν (εβραϊκής
καταγωγής) και την Άννα, γρήγορα έδειξε την κλίση του στο διάβασμα. Επίσης, από νεαρή ηλικία
αναδείχθηκε η ανήσυχη ιδιοσυγκρασία του. Αρχικά εντάχθηκε στους Ναρόντνικους και κατόπιν
ακολούθησε τον Λένιν. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο "Λβοβ" έγραφε και τύπωνε επαναστατικές
προκυρήξεις, τις οποίες κατόπιν διαμοίραζε στον εργατόκοσμο και τον φοιτητόκοσμο. Μετά από
τον θάνατο του Λένιν διαφώνησε με τον Στάλιν και εξορίστηκε. Απόπειρες δολοφονίας του
διενεργήθηκαν κατ' επανάληψη, σκηνοθετημένες ασφαλώς από τον Στάλιν. Οι πράκτορές του
τον αναζητούσαν απεγνωσμένα σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Κάποτε, στο Μεξικό, το σπίτι του
κυριολεκτικά γαζώθηκε από σφοδρούς πολυβολισμούς, ωστόσο ο ίδιος διασώθηκε. Τελικά, στις
20 Αυγούστου 1940, δολοφονήθηκε με τσεκούρι. Δράστης ήταν ο Ισπανός κομμουνιστής Ραμόν
Μερκάντερ, ο οποίος είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του προσωπικού που εργαζόταν
στο σπίτι του Τρότσκι. Η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή και ευθύνη για την
δολοφονία, ο δε δράστης καταδικάστηκε σε 20ετή κάθειρξη.


Στο μεταξύ, η κατάσταση στο μέτωπο εξελισσόταν εντελώς δυσμενώς για τους Ρώσους. Με όλη αυτή την απίθανη συγκυρία των τελευταίων μηνών, οι Γερμανοί είχαν αναθαρρήσει. Από στιγμή σε στιγμή οι κάτοικοι της πρωτεύουσας ανέμεναν μια απευθείας επίθεση του εχθρού. Ο λαός ξεσηκώθηκε, βγήκε στους δρόμους, άρχισε να ληστεύει καταστήματα και αρχοντικά. Ο Κερένσκι ετοιμαζόταν να διατάξει την εκκένωση της πρωτεύουσας, όταν το έξαλλο πλήθος παραβίασε τις πύλες των ανακτόρων των πριγκίπων Αλεξάντρ Μιχαήλοβιτς και Αντρέι Βλαντιμίροβιτς και άρχισε να αρπάζει τα αυτοκρατορικά κειμήλια. Οι καταστροφές και οι λεηλασίες που διαπράχθηκαν υπήρξαν πρωτοφανείς. Το ίδιο συνέβη και στο ανάκτορο Αλεξαντρόφσκι. Ήταν η μέρα που ο Στάλιν διάβαζε στα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής το πρώτο γράμμα του αρχηγού από την Φινλανδία, με το οποίο καλούσε τους επαναστάτες να καταλάβουν το Πετρογκράντ και την Μόσχα. Με τον Τρότσκι στην ηγεσία του Σοβιέτ της πρωτεύουσας, οι Μπολσεβίκοι έγιναν πια ασυγκράτητοι. 

Ήταν πράγματι παράξενο που η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν έλαβε εγκαίρως τα απαραίτητα εκείνα μέτρα για να συγκρατηθεί η κατάσταση. Οι Κοκκινοφρουροί άρχισαν τις συγκρούσεις με τους κυβερνητικούς στρατιώτες στις 9 Οκτωβρίου. Την επομένη πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση όλων των ηγετικών στελεχών της επανάστασης. 

Ο Λένιν, έχοντας καταφθάσει κρυφά στο Πετρογκράντ, εμφανίστηκε ξυρισμένος ώστε να μην τον αναγνωρίζουν εύκολα και πρότεινε ανεπιφύλακτα την ένοπλη αναμέτρηση με τις δυνάμεις της αντίδρασης. Αλλά οι Ζινόβιεβ και Κάμενιεβ δείλιασαν, έχοντας κατά νου τα φοβερά συμβάντα του Ιουλίου. Ο Λένιν δεν δίστασε να απαιτήσει από την Κεντρική Επιτροπή την διαγραφή τους, με τον Τρότσκι να υπερθεματίζει. 

Ο Στάλιν, ωστόσο, εμφανίστηκε διαλλακτικότερος: αρκετό ήταν να μετανοήσουν. Όταν μάλιστα μαθεύτηκε πως η άποψή του δεν εισακούστηκε, ο Στάλιν υπέβαλε την παραίτησή του από την εφημερίδα Πράβντα (που εκείνη την περίοδο κυκλοφορούσε ως "Εργατική Πορεία", εξαιτίας της απαγόρευσης που της είχε επιβληθεί). Αλλά η παραίτησή του δεν έγινε δεκτή. Το κίνημα χρειαζόταν τις πολύτιμες υπηρεσίες του ενόψει της αναμενόμενης ένοπλης αναμέτρησης.

Όλοι στους δρόμους, με το όπλο στους ώμους!
Τα λαϊκά δικαιώματα κατακτώνται, δεν χαρίζονται...


Με το πρόσχημα του κινδύνου των Γερμανών αλλά και των Κοζάκων του Κορνίλοβ, το Σοβιέτ του Πετρογκράντ σχημάτισε στις 16 Οκτωβρίου το Στρατιωτικό Επαναστατικό Συμβούλιο, με πραγματικό στόχο τον συντονισμό της ένοπλης αντιπαράθεσης με τις κυβερνητικές δυνάμεις και την κατάκτηση στην συνέχεια της καθολικής εξουσίας. Ο Κερένσκι ασφαλώς κήρυξε την επιτροπή αυτή εκτός νόμου, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Το στρατηγείο των επαναστατών εγκαταστάθηκε στο Κολέγιο (Ινστιτούτο) Σμόλνι, στο κέντρο της πρωτεύουσας, το οποίο γέμισε από ναύτες και στρατιώτες και εξοπλίστηκε με πολυβόλα και βαρέα πυροβόλα. 

Στο κέντρο της πόλης, αρκετοί ήταν οι ανυποψίαστοι πολίτες που ακολουθούσαν αμέριμνοι το καθημερινό τους πρόγραμμα. Κομψευόμενοι κύριοι και κυρίες της λεγόμενης "υψηλής κοινωνίας", αριστοκράτες, αξιωματικοί και καλλιτέχνες, έπαιρναν την βόλτα τους στις αλέες και τα πάρκα της πρωτεύουσας, ενώ οι βραδιές κυλούσαν ευχάριστα με θεατρικές παραστάσεις και μπαλέτα. Στο θέατρο Μαρίνσκι, λόγου χάρη, εμφανιζόταν εκείνη την περίοδο η διάσημη χορεύτρια Καρσαβίνα με τα μπαλέτα "Κίροβ", ενώ το θέατρο Αλεξαντρίνσκι παρουσίαζε την όπερα "Ιβάν ο Τρομερός" του Μέγιερχολντ.

Μπολσεβίκοι βαδίζουν στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας (1917)


Στις 24 Οκτωβρίου, ανήμερα της έκρηξης της επανάστασης, συγκλήθηκε στο Σμόλνι έκτακτη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος. Όλοι οι ηγέτες των Μπολσεβίκων έδωσαν το παρών, ακόμη και οι "αιρετικοί" Ζινόβιεβ και Κάμενιεβ -εκτός βέβαια από αυτούς που βρίσκονταν στην καθοδήγηση του εξαγριωμένου όχλου. Τις εργασίες και τις ομιλίες των συνέδρων διέκοπταν οι ένστολοι που μετέφεραν μηνύματα σχετικά με τις κινήσεις των κυβερνητικών, οδηγίες και εντολές προς αυτούς που κατείχαν θέσεις στους δρόμους της πόλης, διαταγές της τελευταίας στιγμής κ.λπ. 

Κάποια στιγμή έφθασαν τα ευχάριστα νέα, ότι η φρουρά του Πετροπαύλοφσκ είχε προσχωρήσει πάνοπλη στην επανάσταση -έργο ασφαλώς της ρητορικής δεινότητας του Τρότσκι. Άλλοτε, οι ειδήσεις δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντικές: ο πρωθυπουργός είχε ανακαλέσει στρατεύματα του μετώπου (κάποιες φιλοκυβερνητικές μονάδες) προς ενίσχυση της φρουράς του Πετρογκράντ.

Στρατιώτες συμπαθούντες τους Μπολσεβίκους, με πανό τα οποία φέρουν μαρξιστικά
συνθήματα. Οι επαναστάτες βρήκαν στις τάξεις των (πρώην) τσαρικών Ενόπλων
Δυνάμεων μια αρκετά ενθουσιώδη μάζα οπαδών, οι οποίοι κάθε άλλο παρά πρόθυμοι
ήταν να πολεμήσουν τους Γερμανούς στην παγωνιά του χειμώνα.


Είναι γεγονός ότι, από εκείνη την κρίσιμη κομματική συνεδρίαση, δύο σημαίνοντα πρόσωπα απουσίαζαν: επρόκειτο για τους Λένιν και Στάλιν. Ο τελευταίος έγραφε, στο γραφείο του στην Εργατική Πορεία (Πράβντα), μια ανοικτή επιστολή προς τους προλετάριους όλης της χώρας, με την οποία τους καλούσε να συμμετάσχουν στην "ειρηνική" επανάσταση. Μόνο η ενότητα του λαού και η σταθερότητα κατά την διεκδίκηση των δικαιωμάτων του μπορούσαν να εξασφαλίσουν την επιτυχία της. Η επιστολή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα αυθημερόν, προκαλώντας την άμεση επέμβαση των κυβερνητικών δυνάμεων. Η εφημερίδα παρέμεινε "κλειστή" για λίγες ώρες, ωστόσο όλα διευθετήθηκαν χάρη στην ηπιότητα και την ευστοχία των χειρισμών του Στάλιν. 

Ο Λένιν, πάλι, απουσίαζε γιατί απλώς κρυβόταν σε κάποιο διαμέρισμα της πρωτεύουσας, για λόγους ασφαλείας. Με την προσεκτική φροντίδα του ίδιου του Στάλιν είχαν προβλεφθεί ακόμη και τρόποι διαφυγής του "αρχηγού" προς την Φινλανδία. Αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος της απουσίας του ηγέτη των Μπολσεβίκων από το σημείο όπου χρυπούσε η καρδιά της επανάστασης εκείνες τις ιστορικές στιγμές: η προστασία του "μεγάλου αφεντικού".

Ουσιαστικά, η επανάσταση είχε εναποτεθεί στις πλάτες του Τρότσκι.

Συνέλευση του Σοβιέτ Πετρογκράντ, λίγε ημέρες πριν
από το ξέσπασμα της επανάστασης



Ο Λένιν δεν τόλμησε να ματαιώσει τις εκλογές για Κοινοβούλιο, οι οποίες είχαν
προγραμματισθεί πολύ πριν από την εξέγερση. Στις εκλογές εκείνες οι Μπολσεβίκοι
έλαβαν μόνο το 24% των ψήφων, ενώ οι βασικοί τους ανταγωνιστές, οι Σοσιαλιστές,
έλαβαν περίπου το 40% αυτών. Η πρώτη και μοναδική συνέλευση διακόπηκε από
την επέμβαση ναυτών προσκείμενων στους Μπολσεβίκους.



Η μεγάλη των Μπολσεβίκων επανάσταση

Τα χαράματα της 24ης Οκτωβρίου οι Μπολσεβίκοι κινήθηκαν εναντίον κομβικών σημείων της πόλης (δημόσιες υπηρεσίες, κρατικά κτίρια, συγκοινωνιακούς κόμβους και γέφυρες στον ποταμό Νέβα), χωρίς μάλιστα να υποστούν απώλειες. Ο αιφνηδιασμός υπήρξε σχεδόν πλήρης. Ο πρωθυπουργός Κερένσκι επικοινώνησε πανικόβλητος με τον στρατιωτικό διοικητή της περιοχής, συνταγματάρχη Πολκόβνικοβ (ο οποίος είχε ήδη προειδοποιήσει σε αυστηρό τόνο την κυβέρνηση για τις ύποπτες κινήσεις των Μπολσεβίκων), διατάζοντάς τον να επανακαταλάβει τα σημεία που ήλεγχαν οι επαναστάτες. 

Όταν έγινε κατανοητό πως αυτό δεν ήταν σε θέση να το κατορθώσει ο Πολκόβνικοβ με τις δυνάμεις που διέθετε (ή επειδή ο ίδιος επιθυμούσε να κρατήσει μια ουδέτερη στάση), ο Κερένσκι μετέβη αυτοπροσώπως στην Γκατσίνα (όπου διατηρούσε την έδρα του το 3ο Σύνταγμα Ιππικού των Κοζάκων), προκειμένου να οργανώσει μια δύναμη αποτελούμενη από πιστά στην κυβέρνηση στρατεύματα και να βαδίσει κατά των επαναστατών στο Πετρογκράντ. Ο πολύτιμος χρόνος περνούσε σε όφελος των Μπολσεβίκων, που κρατούσαν πλέον υπό τον έλεγχό τους όλα τα κυβερνητικά κτίρια, πλην των Χειμερινών Ανακτόρων.

Διανομή εφημερίδων από Μπολσεβίκους, λίγο μετά
από την έκρηξη της επανάστασης


Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας (24/10) ο Στάλιν εμφανίστηκε στο Κολέγιο του Σμόλνι, στο πλευρό του Τρότσκι, για να διαβεβαιώσει τους ανήσυχους: "Στόχος της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής είναι η τήρηση της τάξης, όχι η επανάσταση!" Αυτή η δήλωση προσωρινά καθησύχασε τους αντιπροσώπους του Β΄ Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ, που θα άρχισε τις εργασίες του την επόμενη μέρα. Και το βράδυ, μέσα στην χώδη ατμόσφαιρα των ατέρμονων διαβουλεύσεων, εμφανίστηκε επιτέλους ο Λένιν με σκούρα γυαλιά. Είχε, μάλιστα, περασμένο στο πρόσωπό του ένα μαντήλι, προσποιούμενος ότι έχει... πονόδοντο! Μέτρα ασφαλείας; Σαφέστατα! Όλα μπορούσαν να ανατραπούν από στιγμή σε στιγμή -κι ας έφθαναν τα καλά νέα για την τύχη της επανάστασης από κάθε γωνιά της επικράτειας. Μόνο στους έμπιστους Τρότσκι, Ζινόβιεβ και Κάμενιεβ παρουσιαζόταν ακάλυπτος -και φυσικά στον Στάλιν, τον προσωπικό του σωματοφύλακα...

Η παθητικότητα της κυβέρνησης Κερένσκι ώθησε τον Λένιν να συγκαλέσει εκείνο το βράδυ συνέλευση της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος. Τα νέα για την επιτυχία της επανάστασης κατέφθαναν σαν χείμαρρος. Η άφιξη του Στάλιν στο Σμόλνι αναπτέρωσε τον γενικότερο ενθουσιασμό που επικρατούσε στα πνιγμένα από τους καπνούς δωμάτια του κολεγίου, και οι Μπολσεβίκοι ξεσπάθωσαν: παρά το ότι -τυπικά- εξακολουθούσε να υφίσταται η Προσωρινή Κυβέρνηση του Κερένσκι, με έδρα το Χειμερινό Παλάτι, ενέκριναν την πρόταση του Λένιν για σχηματισμό μπολσεβίκικης κυβέρνησης! Ο Τρότσκι πρότεινε οι νέοι υπουργοί να ονομαστούν "Λαϊκοί Κομισάριοι", αλλά αρνήθηκε για τον εαυτό του την προεδρία της νέας κυβέρνησης: η πρωθυπουργία ταίριαζε περισσότερο στο εκρηκτικό ταμπεραμέντο του Λένιν, ενώ ο ίδιος έδειχνε ικανοποιημένος με το Υπουργείο (Κομισαριάτο) των Εξωτερικών. Ο Στάλιν ανέλαβε το Υπουργείο για τις Εθνότητες.

Ο Λένιν με την εφημερίδα Πράβντα (Αλήθεια) ανά χείρας.


Ο Τρότσκι υπήρξε ο κατ' εξοχήν θεωρητικός
της επανάστασης, ο Λένιν η ψυχή της.


(από αριστερά): Ιωσήφ Στάλιν, Λένιν, Μιχαήλ Καλίνιν. Ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Καλίνιν
γεννήθηκε από γονείς αγρότες στο χωριό Βερκχνίγιαγια Τρόιτσα, τον Νοέμβριο του 1875.
Το 1889 ήρθε στην Αγία Πετρούπολη, ως υπηρέτης ενός πλουσίου αστού. Το 1895 έγινε
σιδεράς και τρία χρόνια αργότερα εντάχθηκε στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό
Κόμμα. Το 1906 νυμφεύθηκε την Εσθονή Αικατερίνη Ιβάνοβνα Λόρμπεργκ, η οποία
συνελήφθη το 1938 με διαταγή του Στάλιν προκειμένου να ομολογήσει τα όσα γνώριζε
σχετικά με τις συνωμοσίες του Τρότσκι εναντίον του. Στάλθηκε σε στρατόπεδο
συγκέντρωσης και απελευθερώθηκε το 1945, λίγες ημέρες πριν να πεθάνει ο σύζυγός της.
Ο Καλίνιν υπήρξε τακτικό μέλος του Πολίτ Μπιρό από το 1925 μέχρι το 1946. Από τον
Μάρτιο του 1919 μέχρι το 1938 ήταν πρόεδρος του Εκτελεστικού Γραφείου των Σοβιέτ
όλης της Ρωσίας. Στην διάρκεια των μεγάλων σταλινικών εκκαθαρίσεων διατήρησε ήπια
στάση και χαμηλό προφίλ, ωστόσο η αστυνομία του Στάλιν (ΝΚVD) πάντα είχε τα μάτια
της καρφωμένα πάνω του. Πέθανε στις 3 Ιουνίου 1946 στην Μόσχα, και κηδεύτηκε με
μεγάλες τιμές (δημοσία δαπάνη) στην Νεκρόπολη -στα τείχη του Κρεμλίνου.


Το μεσημέρι της επομένης, 25 Οκτωβρίου, στην μεγάλη σάλα των εκδηλώσεων του Κολεγίου Σμόλνι άρχισε η έκτακτη συνέλευση του Σοβιέτ του Πετρογκράντ, όπου ο Τρότσκι ανήγγειλε την κατάργηση της Προσωρινής Κυβέρνησης. Καστόπιν πήρε τον λόγο ο Λένιν, για να εκθειάσει την υπέρλαμπρη νίκητου προλεταριάτου. Εμφανίστηκε με περούκα και παραπλανητικό μακιγιάζ -η κατάσταση ακόμη κρινόταν ως "ρευστή". Και στις 22.40, μετά από αλλεπάλληλες αναβολές, ξεκίνησε το Πανρωσικό Συνέδριο. Οι διαβουλεύσεις κράτησαν σχεδόν όλη την νύχτα. 

Έξω η πόλη συγκλονιζόταν από το πολύβουο πλήθος. Εργάτες και στρατιώτες είχαν αποκόψει από νωρίς το απόγευμα όλους τους δρόμους που οδηγούσαν στο ανάκτορο, όπου ο Κερένσκι και κάποια μέλη της κυβέρνησής του είχαν βρει καταφύγιο με μοναδική προστασία λίγους Ευέλπιδες αξιωματικούς κι ένα τάγμα γυναικών. Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, τα ταχυδρομεία, το τηλεγραφείο, η κρατική τράπεζα και τα περισσότερα υπουργεία βρίσκονταν πλέον στον έλεγχο των επαναστατών, που στις 6.30 το απόγευμα επέδωσαν τελεσίγραφο στους κυβερνητικούς που βρίσκονταν εντός των Χειμερινών Ανακτόρων να παραδοθούν μέσα σε 20 λεπτά και να αποχωρήσουν. Η πρόταση δεν έγινε αποδεκτή και στις 9.00 το βράδυ το καταδρομικό "Ωρόρα" έστρεψε τα κανόνια του κατά των ανακτόρων.

Στις 9.40 το βράδυ οι Μπολσεβίκοι αποτόλμησαν έφοδο στα Χειμερινά Ανάκτορα. Στις 2.00 τα χαράματα της επομένης, όλα είχαν τελειώσει. Και με καθυστέρηση μιας ώρας έφθασε στο Σμόλνι η είδηση ότι οι έγκλειστοι του Χειμερινού Παλατιού συνελήφθησαν. Τότε κι ο Λένιν πέταξε επιτέλους την γελοία περούκα και απαλλάχθηκε από το παραπλανητικό μακιγιάζ.

Αναπαράσταση της επίθεσης στο Χειμερινό Παλάτι, κατά την τρίτη επέτειο της
επανάστασης. Στην πραγματικότητα, η επίθεση του Οκτωβρίου του 1917 συνέβη
την νύχτα -κι ασφαλώς χωρίς την παρουσία... καμερών!



Η παρέλαση των νικητών επαναστατών μπροστά από το
Χειμερινό Παλάτι - το σύμβολο του τσαρισμού


Την κατάληψη του παλατιού ακολούθησε σωστό πανδαιμόνιο. Οι επαναστάτες άρπαζαν ό,τι έβρισκαν: ασημικά, κεινήλια, κρέατα και κρασιά, κοσμήματα και ζωγραφικούς πίνακες, ακόμη και έπιπλα. Όσα δεν μπορούσαν να τα μεταφέρουν, απλώς τα κατέστρεφαν. Τα υπόλοιπα φορτώνονταν σε καμιόνια ή παραχώνονταν σε τσουβάλια και χάνονταν στο σκοτάδι μαζί με τους νέους κατόχους τους. Το ίδιο και οι συλληφθέντες υπουργοί, οι οποίοι μεταφέρθηκαν κατευθείαν στις φυλακές Πετροπαύλοφσκ. Οι γυναίκες του τάγματος σώθηκαν τελευταία στιγμή, για να συλληφθούν αργότερα μέσα στα σπίτια τους από μεθυσμένους στρατιώτες -αν βέβαια ήταν από τις τυχερές, που μετά από τον βιασμό τους δεν τις εκπαραθύρωναν!

Τον Μάιο του 1917, με την υποστήριξη της Προσωρινής Κυβέρνησης, δημιουργήθηκε
ένα Τάγμα Γυναικών (αριθμούσε περί τις 2.000 γυναίκες), που αργότερα αντιτάχθηκε
στους Μπολσεβίκους. Κατά την διάρκεια των ενόπλων συγκρούσεων του "ματωμένου
Οκτώβρη" το τάγμα αυτό υπερασπίστηκε -μεταξύ άλλων- και τα Χειμερινά Ανάκτορα.

Το συγκεκριμένο τάγμα διαλύθηκε έναν μήνα αργότερα. Τα μέλη του, όλες εθελόντριες,
διακρίνονταν για τον φανατισμό και την μαχητικότητά τους.



Πορτραίτα του τσάρου Νικολάου Β΄ και των προπατόρων του
ριγμένα από τους τοίχους, έτοιμα προς καταστροφή.



Το νέο "αφεντικό": Ο Λένιν, συνοδευόμενος από τους στρατιωτικούς
διοικητές του, βαδίζει στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας


Καθώς το πρώτο χλωμό φως του φθινοπωρινού ήλιου προσπαθούσε να διαπεράσει την πρωινή ομίχλη και να τρυπώσει στις αίθουσες του Σμόλνι, οι συζητήσεις έλαβαν τέλος και οι ηγέτες αποτραβήχθηκαν στις γωνιές τους εξαντλημένοι. Η επανάσταση, βεβαίως, δεν είχε τελειώσει. Ο Λένιν, αποστασιοποιημένος από όλον αυτόν τον ενθουσιασμό και το παραλήρημα, ήταν ο μόνος που διέθετε διορατικότητα ικανή να αντιληφθεί πως δεν ήταν δυνατόν οι 240 χιλιάδες των Μπολσεβίκων να επιβληθούν έτσι εύκολα στα 175 εκατομμύρια των Ρώσων. Σύντομα, θα εκδηλωνόταν η αντίδραση. Μια αντίδραση, που θα οδηγούσε σε έναν από τους πλέον αιματηρούς εμφυλίους όλων των εποχών.


ΤΕΛΟΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ

(συνεχίζεται)


4 σχόλια:

  1. Όμορφη παρουσίαση και με άγνωστα πράγματα, έβλεπα κε Γιαννάκαινα την λεζάντα

    "Όλοι στους δρόμους, με το όπλο στους ώμους!
    Τα λαϊκά δικαιώματα κατακτώνται, δεν χαρίζονται..."

    Και αναρωτιώμουνα τι ακριβώς πετυχαν τον Οκτώβρη του 1917; Την πτώση του Τσάρου;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητέ Αίολε,

    Αρχικά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τον καλό λόγο σας.

    Σχετικά με την παρατήρησή σας, τώρα:

    Τον Οκτώβρη του '17 ο Τσάρος (και μαζί του και ο θεσμός που αυτός ενσάρκωνε) είχε ήδη εκπέσει. Φαντάζομαι αυτό το γνωρίζετε, άλλωστε προκύπτει και από το ίδιο το άρθρο μου). Η συγκεκριμένη λεζάντα δεν αποτελεί προσωπική μου εκτίμηση, αλλά απόσπασμα στίχων από ένα επαναστατικό "τραγουδάκι" που δεν έλειπε από τα χείλη εκείνων των πεινασμένων ανθρώπων, που μπόρεσαν να απεκδυθούν την κακομοιριά τους και να βγουν στους δρόμους. Γενικά αποφεύγω την τοποθέτηση και την κριτική πάνω στα ιστορικά γεγονότα, οπότε δεν θα ήταν σωστό να μου χρεώνετε το υπονοούμενο (με το οποίο σαφέστατα συμφωνώ!). Κι επειδή διαβλέπω μιαν εύλογη και άκρως δικαιολογημένη πικρία στην παρατήρησή σας (που, επίσης, κι εμένα διακατέχει!) σας λέω τούτο: Το να βγαίνεις με το όπλο στους ώμους, ασφαλώς δεν λέει τίποτα -εκτός αν έχεις τα κότσια και το ξεκρεμάσεις, επιτέλους, στοχεύοντας στην ρίζα του κακού. Βλέπετε, η σημερινή παθητικότητα ανθρώπων απλών, καθημερινών σαν κι εμάς, είναι που οδήγησαν τα πράγματα εκεί που τα οδήγησαν, ώστε η ζωή μας να εκτυλίσσεται στον βούρκο...

    Άλλωστε, πέρα από το όποιο τελικό αποτέλεσμα μιας προσπάθειας, δεν νομίζω να αμφιβάλει κανείς περί του ότι τα δικαιώματα σε αυτήν την ζωή δεν χαρίζονται, αλλά κατακτώνται. Εναπόκειται σε εμάς να ωφεληθούμε από αυτές τις κατακτήσεις (όποιες και εάν...), ώστε να μην πισογυρίσουμε (βλ. σταλινισμός κ.λπ.).

    Αν πάλι σας ενδιαφέρει, σας πληροφορώ ότι ουδέποτε υπήρξα οπαδός του Μαρξισμού ή της κομμουνιστικής θεωρίας. Αυτό, βέβαια, δεν με εμποδίζει στο να έχω άποψη επί ορισμένων -συχνά αυτονόητων- θεμάτων. Η λαϊκή επανάσταση, ως όνειρο και ευσεβής πόθος, αποτελεί πλέον κάτι το γραφικό, το απατηλό, καθόσον οι λαοί δεν διαθέτουν την ωρίμανση εκείνη που θα τους ενδυνάμωνε στην αντιμετώπιση της ίδιας της ζωής με την δέουσα σοβαρότητα και υπευθυνότητα.

    Αγαπητέ φίλε, να είσαι σίγουρος ότι, όπως στην πατρίδα μας ο μωρόμυαλος λαός μας ασχολείται με διαζύγια και άλλα trivia (κοινώς σκουπίδια)ενός σαθρού life style, έτσι συμβαίνει και στις χώρες που ανέκαθεν θεωρούσαμε "ανεπτυγμένες". Δυστυχώς...

    Όπως και νά 'χει, σε ευχαριστώ για την παρατήρησή σου. Να είσαι πάντα καλά και να μην διστάζεις να σχολιάζεις. Ο υγιής και καλοπροαίρετος σχολιασμός, όπως ο δικός σου, από μόνος του αποτελεί ελπίδα -ότι μαζί σου, βρε αδερφέ, και κάποιος άλλως σκέφτεται.

    Τα σέβη μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Να είσαι καλά κε Γιαννάκαινα για την ευρύτητα σκέψης σου και την κατανόηση της χωρίς «εξυπνακίστικες» προθέσεις από μέρους μου τοποθέτησης.

    Λέω πόσο εύκολα κοροϊδεύονται οι λαοί (όλοι οι λαοί), κάποια Ζήτω, μερικά επαναστατικά τραγούδια και ο "χαζολαός" έτοιμος να δώσει το αίμα του για φρούδες ελπίδες.

    Το ίδιο έγινε και στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1919 όταν βασικό σύνθημα ήταν να τελειώσει ο πόλεμος και μετά τις εκλογές έγινε η μεγάλη εξόρμηση προς την Άγκυρα, έτσι και η Οκτωβριανή επανάσταση είχε συνθήματα κατά του πολέμου και η κατάληξη ήταν να διαιωνιστεί ο πόλεμος για άλλα πέντε χρόνια περίπου.

    Αναρωτιόμουν στο πρώτο ερώτημα μου κε Γιαννάκαινα το πιο κάτω :

    Αναμφίβολα η Οκτωβριανή επανάσταση μετέτρεψε το κράτος των μουζίκων σε μια «σύγχρονη» Ευρωπαϊκή χώρα, το ερώτημα μου είναι , αν δεν γινόταν η Οκτωβριανή επανάσταση θα υπήρχε ανάλογη πρόοδος; Με δεδομένο ότι όλα τα κράτη σε αυτό το διάστημα που μεσολάβησε από το 1917 μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει ουσιαστικά την δομή τους (φτάνουμε στο παράδοξα να οδεύει η Ινδία και η Βραζιλία να γίνουν υπερδυνάμεις), φαντάζομαι ότι το ίδιο θα συνέβαινε σε μια Ρωσία χωρίς την Οκτωβριανή επανάσταση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αγαπητέ φίλε,

    Ουδαμώς θεώρησα την ερώτηση - παρατήρησή σου ως εκδήλωση "εξυπνακίστικη" -το αντίθετο μάλιστα, ήταν εύστοχη και, όπως προανέφερα, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.

    Αν αξίζει να μελετά κανείς την ιστορία των επαναστάσεων, είναι για έναν και μόνο λόγο: να εξοικειώνεται με την ιδέα της αντίστασης -με κάθε τρόπο, κάθε μέσο, κάθε κίνητρο. Η μαλθακότητα και η παθητικότητα είναι ο καρκίνος που πρέπει να ξεριζωθεί...

    Τις καλημέρες μου και πάλι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τα σχόλια των αναγνωστών και οι απόψεις τους δεν υιοθετούνται αναγκαστικά από τον κάτοχο αυτού του blog.