ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΟΧ: Η δράση της στην "Δημοκρατία του Σαλό"


Πιέτρο Κοχ: Ο εγκληματίας με τα αγγελικά χαρακτηριστικά
Η κατάρρευση των δυνάμεων του Άξονα στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής, την άνοιξη του 1943, και η επακόλουθη εσπευσμένη αναδίπλωσή τους στην Σικελία, ουσιαστικά άνοιξε τις νότιες "πύλες" της Ευρώπης στα συμμαχικά αποβατικά στρατεύματα. Στις 10 Ιουλίου εκείνου του έτους οι βρετανικές (7η Στρατιά) και αμερικανικές (8η Στρατιά) δυνάμεις, υπό την ηγεσία των στρατηγών Μοντγκόμερι και Πάτον αντίστοιχα, πραγματοποίησαν την τολμηρή επιχείρηση "Husky", που προέβλεπε την απόβαση στην Σικελία και την κατάκτηση της Μεσσήνης.

Στην συνέχεια, η προώθηση κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της Ιταλικής Χερσονήσου θα ανάγκαζε Ιταλούς και Γερμανούς σε απώθηση στις βόρειες περιοχές της χώρας, όπου θα εστιαζόταν και το κύριο βάρος της συμμαχικής πίεσης. 

Ωστόσο, ο ιταλικός λαός και ο στρατός δεν ήταν διατεθειμένοι να αγωνιστούν στο πλευρό των Γερμανών συμμάχων τους. Συναισθάνονταν πως η νίκη, που τόσο επίμονα τους υποσχόταν ο Ντούτσε, δεν επρόκειτο τελικά να έρθει, και αντιλαμβάνονταν πως τώρα που ο πόλεμος είχε μεταφερθεί μέσα στο "σπίτι" τους θα μπορούσε να έχει ακόμη πιο καταστροφικές συνέπειες για τους ίδιους.

Ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ, που όλο αυτό το διάστημα είχε τεθεί στο περιθώριο των γεγονότων, ενσάρκωνε τον βασικό πόλο αντίδρασης προς τις φιλοδοξίες του Ιταλού δικτάτορα, έχοντας με το μέρος του μια σημαντική μερίδα των Ενόπλων Δυνάμεων υπό την ηγεσία του στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο. Ο Μουσολίνι αναγκάστηκε σε παραίτηση, συνελήφθη από καραμπινιέρους και αξιωματικούς του στρατού, και στις 25 Ιουλίου ο Μπαντόλιο ανέλαβε επικεφαλής της νέας κυβέρνησης αρχίζοντας κρυφά ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους.


Η βίλα "Θλίψη" στο Μιλάνο. Στα δωμάτιά της πραγματοποιούνταν τα πιο ειδεχθή βασανιστήρια

Ασφαλώς, ενώπιον του Φύρερ, ο Ιταλός στρατάρχης διακήρυττε την συνέχιση του πολέμου στο πλευρό των Γερμανών –κάτι που ποτέ ο Χίτλερ δεν πίστεψε. Τα επιτελεία των δύο χωρών συνέχισαν για ένα διάστημα να συνεργάζονται, αλλά το κλίμα καχυποψίας που μεταξύ τους είχε δημιουργηθεί διαρκώς δυναμίτιζε την κοινή προσπάθεια.

Ακόμη και οι πιο εύπιστοι σύμβουλοι του Χίτλερ υποστήριζαν την άποψη ότι ο Ιταλικός Στρατός έπρεπε να εξουδετερωθεί πριν προλάβει να συνδράμει τον εχθρό. Κάποιοι υπερασπίστηκαν την άποψη να καταληφθεί η ίδια η Ρώμη από Γερμανούς αλεξιπτωτιστές (που θα έσπευδαν για τον σκοπό αυτό από την Γαλλία), να συλληφθούν η βασιλική οικογένεια, ο Μπαντόλιο και τα βασικότερα μέλη της κυβέρνησής του, και να μεταφερθούν στην Γερμανία.

Τελικά επικράτησε η μετριοπαθής μερίδα των ανώτατων αξιωματικών, της οποίας ηγείτο ο στρατάρχης Έρβιν Ρόμελ, ο οποίος πρότεινε να καταληφθούν όσα σημεία θεωρούνταν ύψιστης στρατηγικής σημασίας και ταυτόχρονα να ενδυναμωθούν οι γερμανικές θέσεις με σημαντικές δυνάμεις, υπό το πρόσχημα ότι έρχονταν σε βοήθεια των Ιταλών συμμάχων τους. 

Η ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΥ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1943, ο αριθμός των Ιταλών που υπηρετούσαν στις Ένοπλες Δυνάμεις ανερχόταν περίπου σε 1,5 εκατομμύριο άνδρες, οργανωμένοι σε 83 μεραρχίες κανονικού στρατού και αστυνομίας (συμπεριλαμβανομένων των μονάδων ακτοφυλακής, συνοριακής φρούρησης και εφεδρείας).

Από τους 500.000 που στάθμευαν στην Γαλλία και την Βόρεια Ιταλία (20 μεραρχίες), οι περισσότεροι αφοπλίστηκαν. Πάνω από 300.000 Ιταλοί οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ 23.000 κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα με την ουδέτερη Ελβετία και να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο. Οι υπόλοιποι διέφυγαν στα ορεινά χωριά και εντάχθηκαν στους αντιφασίστες παρτιζάνους.

Επίσης, στην Κεντρική και Νότια Ιταλία θέσεις κατείχαν 23 μεραρχίες στρατού, αστυνομίας και ακτοφυλακής (400.000 άνδρες συνολικά), το 1/4 των οποίων προσχώρησε στους Συμμάχους. Στην περιοχή της Ρώμης οι Γερμανοί χρειάστηκε να δώσουν μάχη με τις 10 ιταλικές μεραρχίες, τις οποίες τελικά αφόπλισαν, οπότε 15.000 Ιταλοί εντάχθηκαν στις μονάδες της Βέρμαχτ και 2.000 στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά οι 9 μεραρχίες της Σαρδηνίας και της Κορσικής (140.000 άνδρες) πρόλαβαν να προσχωρήσουν στους Συμμάχους.


Μετά την δίκη του Κοχ, τον Αύγουστο του 1945 δικάστηκαν πολλά από τα μέλη της οργάνωσής του. Για λόγους ασφαλείας, αφού το μίσος των συμπολιτών τους ήταν μεγάλο, τα εδώλια των κατηγορούμενων προφυλάσσονταν με ισχυρά κάγκελα

Ανάλογη ήταν η τύχη των 31 ιταλικών μεραρχιών που στάθμευαν στα Βαλκάνια. Οι αποδεκατισμένες Μεραρχίες Isonzo, Bergamo και Zara, που εκείνην την περίοδο στάθμευαν στην Κροατία και τις ακτές της Δαλματίας, έδωσαν 4.000 από τους άνδρες τους στους παρτιζάνους του στρατάρχη Τίτο. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν όσοι είχαν απομείνει από τις Μεραρχίες Venezia, Arezzo, Ferrara, Parma, Emilia και Taurinense -όλες στην περιοχή της Αλβανίας και του Μαυροβουνίου.

Ήταν πια φανερό ότι καθώς ο Ιταλός σύμμαχος του Φύρερ κατέρρεε, η κατάσταση για την Βέρμαχτ διαμορφωνόταν ολοένα και πιο δυσχερής. Αλλά η απελευθέρωση του Μουσολίνι από τον παράτολμο καταδρομέα των SS Σκορτσένυ (Otto Skorzeny), στα πλαίσια της επιχείρησης "Βελανιδιά" (Unternehmen Eiche), υπήρξε η απαρχή μια ακόμη πιο επώδυνης περιόδου, για τους ίδιους του Ιταλούς αυτή την φορά.

Στην μικρή πόλη Σαλό (Salò), στις όχθες της λίμνης Lago di Garda, λίγα μόλις χιλιόμετρα από την Βερόνα και την Μπρέσια, ο απελευθερωμένος δικτάτορας ανακήρυξε την Ιταλική Σοσιαλιστική Δημοκρατία –ένα καθεστώς που, μέσα στην κωμικοτραγικότητά του και με την αρωγή της προπαγανδιστικής εκμετάλλευσης του γεγονότος από τις γερμανικές υπηρεσίες, αναπτέρωσε το ηθικό πολλών νοσταλγών του φασιστικού καθεστώτος.

Οι μέχρι χθες υπόλογοι εγκληματίες "κατά του έθνους και του λαού", που σε όλη την διάρκεια του φασιστικού καθεστώτος δεν παρέλειπαν να αποκομίζουν ίδια οφέλη σε βάρος των απλών ανθρώπων εκμεταλλευόμενοι την πολιτική τους ισχύ, έβλεπαν τώρα μια δεύτερη ευκαιρία να περισώσουν όσα προς στιγμή διαφαίνονταν ότι είχαν απολέσει εξαιτίας της συνθηκολόγησης του στρατού και της αυξανόμενης ενδυνάμωσης των Συμμάχων στην Ιταλική Χερσόνησο. Συνεργαζόμενοι στενά με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, αντιτάχθηκαν ανοιχτά στους πατριώτες που μάχονταν στις πόλεις και την επαρχία για την ολοκληρωτική αποτίναξη του ναζιστικού ζυγού και της φασιστικής κυβέρνησης.

Πράγματι, οι Γερμανοί προχώρησαν σε μια σειρά ιδιαίτερα σκληρών αντιποίνων για τους αμετανόητους ιδεαλιστές. Εκμεταλλευόμενοι την ατολμία του στρατάρχη Μπαντόλιο να λάβει μια ξεκάθαρη απόφαση υπέρ του ενός ή του άλλου στρατοπέδου, εξόπλισαν τους φασίστες και συνέδραμαν με πάθος τον αγώνα τους κατά των πατριωτών. Οι συμμαχικές δυνάμεις απείχαν ακόμη πολύ από το να μπορούν να προλαμβάνουν τις μαζικές συλλήψεις και τις δολοφονίες όχι μόνο αντιστασιακών, αλλά και ανυπεράσπιστων πολιτών.

Όταν στις 3 Σεπτεμβρίου 1943 ο στρατηγός Καστελάνο, υπό την πίεση των Συμμάχων, υπέγραψε στην Σικελία την συνθηκολόγηση των ιταλικών δυνάμεων, ασφαλώς δεν γνώριζε την ανεπάρκεια των Αμερικανών και των Βρετανών να επιβάλλουν τους όρους τους. Η έναρξη της ισχύος της συμφωνίας ορίστηκε για την 8η του μηνός, με ταυτόχρονη ραδιοφωνική ομιλία του Αϊζενχάουερ και του Μπαντόλιο.

Βέβαια οι Σύμμαχοι δεν ήταν τόσο αφελείς, ώστε να πιστέψουν ότι ο Μπαντόλιο διέθετε το σθένος να απαιτήσει από τα στρατεύματά του να στραφούν εναντίον των Γερμανών. Απλά επιθυμούσαν να οξύνουν περισσότερο τις ήδη ταραγμένες σχέσεις μεταξύ των μέχρι πρότινος συμμάχων. Αλλά και οι Γερμανοί δεν ένιωσαν την παραμικρή έκπληξη, αφού η "προδοσία" του Ιταλού στρατάρχη ήταν αναμενόμενη.

Τώρα, όλοι πολεμούσαν εναντίον… όλων! Η χώρα βυθίστηκε σε έναν πρωτόγνωρο βάλτο εγκλημάτων και εμφυλίων διενέξεων, με θεατές τους πάντα πρόθυμους για εκδίκηση Γερμανούς και τους απαιτητικούς Συμμάχους να εξωθούν τις καταστάσεις στα άκρα. 

Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΧ 

Στο Σαν Σίρο, προάστιο του Ανατολικού Μιλάνου, μεταξύ των οδών Πάολο Ουτσέλο και Μασάτσιο, υπήρχε η "Βίλα Θλίψη" (Villa Triste). Πήρε το όνομά της από ένα πασίγνωστο τραγούδι της εποχής, μα και εξαιτίας του φόβου που έσπερνε στους κατοίκους της περιοχής.

Γιατί όλοι πλέον γνώριζαν για τα τρομερά βασανιστήρια που λάμβαναν χώρα στα δωμάτιά της με τα μόνιμα σφραγισμένα παράθυρα και τις επτασφράγιστες πόρτες. Το κτίσμα ανήκε στην οικογένεια Πέκιο και η ιστορία του ανατρέχει στον 16ο αιώνα. Μέχρι πρότινος φιλοξενούσε ανεκτίμητους καλλιτεχνικούς θησαυρούς, πίνακες ζωγραφικής κι άλλα κομψοτεχνήματα, όμως το καλοκαίρι του 1943 όλα αυτά είχαν παραμερισθεί προκειμένου να εγκατασταθεί εκεί το αρχηγείο της φοβερότερης φασιστικής οργάνωσης: της συμμορίας του Πιέτρο Κοχ (Pietro Koch).

Ο Κοχ γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1918 στο Μπενεβέντο. Πατέρας του ήταν ο γερμανικής καταγωγής Ρινάλντο Κοχ, έμπορος κρασιών, που είχε υπηρετήσει στο Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό ως αξιωματικός και μετά την αποστράτευσή του εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Μητέρα του ήταν η Όλγα Πολίτι, μια ευκατάστατη αριστοκράτισσα, με κόρη από προηγούμενο γάμο. Προσπάθησε να αναθρέψει τον γιο της με τις καλύτερες προοπτικές, και ως ένα σημείο τα κατάφερε.

Ο νεαρός Κοχ εξελίχθηκε σε πάμπλουτο για τα δεδομένα της εποχής του δανδή, με άψογη εμφάνιση και θηλυπρεπές παρουσιαστικό, ψηλός, αθλητικός, με αδρά χαρακτηριστικά και μαλλί λουσμένο κυριολεκτικά στην μπριγιαντίνη. Ήταν μόλις 26 ετών, αλλά από νωρίς είχε υιοθετήσει ύφος περισπούδαστο και άκαμπτο. Αγαπούσε να τον αποκαλούν "δόκτορα", μα ποτέ του δεν είχε λάβει διδακτορικό από κάποιο πανεπιστήμιο. Η περιουσία του υπολογιζόταν σε 20 εκ. λιρέτες σε μετρητά, πολλά διαμερίσματα και σπίτια στην Ρώμη και την Περούτζια και αγροκτήματα.

Περιτριγυρισμένος από δεκάδες γυναίκες, μα και από έναν στρατό σωματοφυλάκων και μπράβων της νύχτας, όπου πήγαινε άφηνε, εκτός από την πνιγηρή ευωδιά της κολόνιας του, το στίγμα της δυστυχίας. Οι άνθρωποί του ήταν αδίστακτοι δολοφόνοι, εκβιαστές, εισπράκτορες υποχρεωτικών οφειλών από μαγαζάτορες δήθεν για προστασία -με λίγα λόγια μαφιόζοι. Παντού έτρεμαν την παρουσία τους, κι όταν εμφανιζόταν τελικά ο ίδιος ο Κοχ "ήταν σαν να επισκεπτόταν την γειτονιά ο θάνατος", όπως χαρακτηριστικά λεγόταν.

Προκειμένου να δοθεί μια επίφαση νομιμότητας στην εγκληματική δραστηριότητα της σπείρας, που ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1944, το καταστατικό της προέβλεπε και ειδικό νομικό τμήμα, με προϊστάμενο τον Περουτζιανό Αουγκούστο Τρίνκα Αρμάτι.

Δεύτερος στην ιεραρχία της σπείρας και υπεύθυνος για τα οικονομικά ήταν ο πάμπλουτος βιομήχανος Αρμάντο Τέλα, που στις φλέβες του έρρεε και αργεντίνικο αίμα. Παλιός μαχητής κατά των ανταρτών, στην Τοσκάνη είχε πληγωθεί από έκρηξη βόμβας τραυματίζοντάς τον σε 24 διαφορετικά σημεία! Στους κύκλους των πατριωτών κυκλοφορούσε η φήμη πως "τον Τέλα τον φυλάει ο διάβολος!"
Ο Γουλιέλμο (Μέμμο) Μπλούζι, ένας από τον πλέον αιμοσταγείς συνεργάτες του Κοχ, καταδικάστηκε αρχικά σε τουφεκισμό, αλλά στην πορεία η ποινή του μετατράπηκε σε φυλάκιση 30 ετών


Ολόκληρη η Τοσκάνη τροφοδοτούσε την οργάνωση του Κοχ με "νέο αίμα". Ο λόγος ήταν πως ο Κοχ είχε φροντίσει να διευρύνει τις διασυνδέσεις του και σε άλλες περιοχές, όπως στην Φλωρεντία, όπου διατηρούσε και σπίτι. Εκεί γνωρίστηκε με τον εφημέριο της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας, δον Ιλντεφόνσο Επαμεινώνδα Τρόγια, ο οποίο τον ακολούθησε και αργότερα ως πνευματικός του. Ο Κοχ ήταν γνωστός από την παλαιότερη δράση του ως μέλος μιας άλλης φασιστικής οργάνωσης, της συμμορίας "καριτά" (από το όνομα του ιδρυτή της), που έσπερνε τον τρόμο στους επαναστατημένους πατριώτες. Από την Καριτά ο αιμοσταγής Κοχ διδάχθηκε όλες τις αποτρόπαιες μεθόδους βασανισμού και την ικανότητα να καλύπτει τα εγκλήματά του με καλές δημόσιες σχέσεις.

Πράγματι, στον τομέα αυτόν είναι άριστος. Στα επιστολόχαρτα της συμμορίας του αναγραφόταν πως η οργάνωση ήταν το "Ειδικό Τμήμα της Αστυνομίας της Δημοκρατίας". Παντού είχε διαδοθεί σκοπίμως ότι η σύσταση της ομάδας Κοχ είχε πραγματοποιηθεί όχι μόνο με τις ευλογίες, αλλά και την ενθάρρυνση του αρχηγού της Αστυνομίας Ταμπουρίνι. Ο πραγματικός σκοπός της βέβαια δεν κοινοποιήθηκε, παρά στους λίγους και εκλεκτούς άμεσους συνεργάτες: η δημιουργία ενός αυτοδύναμου και ανεξάρτητου τμήματος μέσα στους κόλπους της επίσημης Αστυνομίας του κράτους, προκειμένου να κατασκοπεύουν και να πλήξουν καίρια το πατριωτικό κίνημα και τους αντάρτες αντιφασίστες.

Η ανελέητη δράση του Κοχ ουσιαστικά άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1943. Ενώ βρισκόταν στο Λιβόρνο με την ιδιότητα του αξιωματικού και με εντολές να κατευθυνθεί προς την Σαρδηνία για να καταταγεί στο 2ο Σύνταγμα Γρεναδιέρων, εξαιτίας του διαζυγίου του με την όμορφη Έντζα Γκρεγκόρι αποφασίζει να πάει στην Φλωρεντία και να ενταχθεί στην ομάδα του ταγματάρχη Καριτά, που αντιμαχόταν το αντάρτικο κίνημα με αβυσσαλέο μίσος. Τον Δεκέμβριο φτάνει στην Ρώμη για να επιβληθεί με τις μηχανορραφίες του σε όλα σχεδόν τα κλιμάκια της μυστικής αστυνομίας του Ταμπουρίνι.

Η πρώτη "επιτυχία" του ήταν να καταδώσει το κρησφύγετο του δημοκράτη στρατηγού Μάριο Καρατσιόλο, πρώην διοικητή της 5ης Στρατιάς, που κρυβόταν στο μοναστήρι του Σαν Σεμπαστιάνο μεταμφιεσμένος σε Φραγκισκανό καλόγερο προκειμένου να αποφύγει την σύλληψή του από τους φασίστες. Εκμεταλλευόμενος την όλη κατάσταση, ο Κοχ έφερε τον Ταμπουρίνι προ τετελεσμένων γεγονότων εξαναγκάζοντάς τον να του αναθέσει την διοίκηση ενός ένοπλου αποσπάσματος για την σύλληψη του στρατηγού. Ήταν η στιγμή της γέννησης της συμμορίας Κοχ.

 Έξω από την Ρώμη, στο δάσος Μπραβέτα, ο νηφάλιος Κοχ 
ακούει την καταδικαστική του απόφαση

Σύντομα στις τάξεις της προσχωρεί ένα πλήθος αποβρασμάτων της κοινωνίας, περιβόητοι εγκληματίες του υποκόσμου, πληρωμένοι μπράβοι και δολοφόνοι. Τα ονόματα των Γκουΐντο Στάμπα, Φραντσέσκο (Φράνκο) Αρτζεντίνο, Σέρτζιο Σαμπατάρι φιγουράρουν στις λίστες των πληρωμένων δολοφόνων και τρομοκρατών της λαϊκής συνείδησης. Ο τρόμος είχε πλέον ταυτότητα. Αλλά και διεύθυνση: οδός Τάσσο 115, Ρώμη.

Κάθε λίγο άνδρες των SS οδηγούν εκεί τους συλληφθέντες πατριώτες και όποιους θεωρούν ύποπτους. Πολλοί περνούν την πόρτα του κτιρίου, λίγοι εξέρχονται που να μπορούν να σταθούν στα πόδια τους. Για τους πιο άτυχους απαιτούνται τέσσερα άτομα: είναι αυτοί που θα βαστάξουν το νεκρό σώμα... Ο Γερμανός διοικητής της Ρώμης, υποστράτηγος Μέλτσερ (Kurt Mälzer), δεχόταν με ευχαρίστηση τις αναφορές για την δραστηριότητα της οργάνωσης Κοχ, φρόντιζε για τον εξοπλισμό της και διέταξε τον αξιωματικό επίβλεψης του φρουραρχείου να την συνδράμει με άνδρες της Wehrmacht ή των SS όποτε του ζητείτο. 

Η ΑΔΕΛΦΟΚΤΟΝΟΣ ΔΡΑΣΗ 

Τον Φεβρουάριο του 1943 η συμμορία του Κοχ κατέλαβε 3 διαμερίσματα της πανσιόν Ολτρεμάρε, επί της οδού Πρίντσιπε Αμεντέο 2. Ο αρχηγός εγκαταστάθηκε στο "Νυφικό Διαμέρισμα", μια σουίτα πολυτελείας, με αρκετό χώρο για τις επισκέψεις και τις συνεδριάσεις των μελών. Το υπ. αριθμ. 15 δωμάτιο γίνεται το "Γραφείο": εκεί λαμβάνουν χώρα οι ανακρίσεις των συλληφθέντων, οι βασανισμοί, που ταράσσουν την γαλήνη της γύρω περιοχής με τις φωνές πόνου και αγωνίας όσων είχαν την ατυχία να πέσουν στα νύχια των κακούργων. 

Ακριβώς δίπλα, στο νούμερο 16, μένουν οι δύο γραμματείς του Κοχ, η Ανίτα και η Μαρτσέλα. Επρόκειτο για απάνθρωπες και σκληρόκαρδες πωρωμένες υπάρξεις, που συχνά όχι μόνο διασκέδαζαν με τα βασανιστήρια, αλλά συμμετείχαν και οι ίδιες! Η Μαρτσέλα μάλιστα εμπνεύστηκε ένα ποίημα, που αμέσως αγαπήθηκε κι έγινε ο ύμνος της οργάνωσης!

Οι Γερμανοί συνέχισαν ν' αντιμετωπίζουν την δράση του Κοχ με ιδιαίτερη συμπάθεια. Την συγκεκριμένη περίοδο ο Κοχ είχε στραφεί εναντίον όσων μοναστηριών υποψιαζόταν ότι έκρυβαν αντιδραστικούς ή μέλη της αντίστασης. Ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκαν επιχειρήσεις εναντίον του αβαείου της βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Αρκετοί ήταν οι Ιταλοί στρατηγοί του μέχρι πρότινος Ιταλικού Βασιλικού Στρατού που συνελήφθησαν, μεταξύ των οποίων οι Μόντι και Φορτουνάτο, καθώς επίσης και ο πρόεδρος της ΚΕ του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος Τζιοβάνι Ροβέντα. 

Ανάλογη τύχη είχε και ο καθηγητής Πίλο Αλμπερτέλλι, που μέχρι να τουφεκιστεί βασανίστηκε άγρια. Η βία στα μοναστήρια και οι επαναλαμβανόμενες έφοδοι στους ναούς ώθησαν τον Πάπα να εκδώσει εγκύκλιο προς όλα τα παπικά ινστιτούτα με την οποία απαγόρευε την φιλοξενία εξωεκκλησιαστικών ατόμων στις έδρες τους. Για να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να πάψει να χύνεται αίμα, η επιστολή αυτή κοινοποιήθηκε στην Γερμανική Διοίκηση, την Ιταλική Κυβέρνηση και τους αντιπροσώπους των κρατών που βρίσκονταν στην Ρώμη.
Υπό τον παρήγορο λόγο του ιερέα, ο Κοχ δένεται για να πραγματοποιηθεί η εκτέλεση

Η ικανοποίηση των Γερμανών ήταν πλήρης. Η οργάνωση του Κοχ φρόντισε να παραγεμίσει μερικά δωμάτια της πανσιόν με σακατεμένα ζωντανά πτώματα: άτομα με σπασμένα δόντια, πλευρά, άκρα, με σάρκες διάστικτες από καψίματα τσιγάρων, με κρανία γυμνά από μαλλιά και δάχτυλα δίχως νύχια. Για πληροφορίες ακόμη και δευτερεύουσας σημασίας, οι άνθρωποί του με χαρά εφάρμοζαν τα πλέον απάνθρωπα βασανιστήρια.


Πολλοί είναι αυτοί που υπέκυψαν. Όταν πια γινόταν κατανοητό πως δεν είχαν τίποτε άλλο να προσθέσουν, σύρονταν στον τόπο της εκτέλεσης. Καμιά φορά αυτή πραγματοποιείτο εκεί, στην πανσιόν. Οι τοίχοι της σχεδόν καθημερινά βάφονταν κόκκινοι. Όσοι άντεχαν μαρτυρούσαν μετά από κάποιο διάστημα, όχι αμέσως, για να μπορέσουν οι σύντροφοί τους να αντιληφθούν την απουσία τους και να λάβουν μέτρα προφύλαξης. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις των αδελφών Τζιάκομο και Αντόνιο Περντίνι, δύο ηρωικών μορφών της αντίστασης κατά του φασισμού, της φοιτήτριας Φραντσέσκα Πότι, του εργάτη των σιδηροδρόμων Μαουρίτσιο Κοβαλέρε, που είχε λάβει μέρος και σε αρκετά σαμποτάζ κατά των Γερμανών. Ο κατάλογος υπήρξε μακρύς. Οι δρόμοι μύριζαν φρέσκο αίμα...

Στις 17 Μαρτίου ο λοχαγός Μαουρίτσιο Τζίλιο πέρασε το κατώφλι της πανσιόν, με την κατηγορία ότι διατηρούσε επικοινωνία με τον Αμερικανό στρατηγό Κλαρκ (Mark Wayne Clark), τον διοικητή της 5ης Στρατιάς και αργότερα της 15ης Ομάδας Στρατιών. Στο κελί τον ακολούθησε ο μυστικός πράκτορας Τζιοβάνι Σκότου, που τελικά δεν κατάφερε να επιζήσει. 

Μια εβδομάδα αργότερα, 16 αντιστασιακοί της κομμουνιστικής οργάνωσης "Ομάδα Πατριωτικής Δράσης" (Gruppi d'Azione Patriotica - GAP) με αρχηγό τον Φράνκο Καλαμαντερέι πυροδότησαν 12 κιλά ΤΝΤ στην οδό Ρασέλα (via Rassella), στο κέντρο της Ρώμης, με αποτέλεσμα τον θάνατο 3 πολιτών και 28 Γερμανών στρατιωτών του 11ου Λόχου του 3ου Αστυνομικού Τάγματος Bozen. Επρόκειτο για γερμανόφωνους της βόρειας ιταλικής επαρχίας Bolzano-Bozen, βετεράνους του Ανατολικού Μετώπου, ουσιαστικά Ιταλών πολιτών, που δεν επιθυμούσαν πλέον την έκθεσή τους στους κινδύνους της πρώτης γραμμής και εντάχθηκαν στα αστυνομικά σώματα της Ρώμης. Οι σαμποτέρ κατάφεραν να διαφύγουν στο πλήθος, πράγμα που εξερέθισε ακόμη περισσότερο την εκδικητικότητα των Γερμανών. 

Τις έρευνες ανέλαβε ο αντισυνταγματάρχης των SS Κάπλερ (Herbert Kappler), αρχηγός της Υπηρεσίας Ασφαλείας (SD) στην Ρώμη, που είχε τοποθετηθεί σε αυτή την θέση στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 και έκτοτε κατάφερε να αποκτήσει τεράστια επιρροή στις τοπικές φασιστικές οργανώσεις και τον έλεγχο της πρωτεύουσας.

Ήταν ήδη γνωστός για το μίσος του προς τους Εβραίους και τους παρτιζάνους, οπότε ο Μέλτσερ του είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Ο τελευταίος πρότεινε πως η εκτέλεση 10 πολιτών προς κάθε νεκρό Γερμανό ήταν μια ικανοποιητική αναλογία, σε συνδυασμό με την πυρπόληση ενός τμήματος της πόλης! Μάλιστα ανέθεσε την εκτέλεση του σχεδίου στον διοικητή της 14ης Στρατιάς, στρατηγό Μάκενσεν (Eberhard von Mackensen), στου οποίου την δικαιοδοσία υπαγόταν η Ρώμη. Ζητήθηκε επειγόντως η έγκριση των αντιποίνων από την Ανώτατη Διοίκηση του Βερολίνου (Oberkommando der WehrmachtOKW). 

Ο Χίτλερ όχι μόνο έδωσε την συγκατάθεσή του, αλλά τόνισε πως όλα έπρεπε να τελειώσουν σε 24 ώρες. Αυτό θεωρήθηκε από τον ανώτατο διοικητή Νότου, στρατάρχη Κέσελρινγκ (Albert Kesselring), ως διαταγή. Αμέσως άρχισε να εξετάζει την λίστα με τους ήδη φυλακισμένους, που ο Κάπλερ του παρέδωσε και που αφορούσε τους ήδη καταδικασμένους σε θάνατο.

Σύντομα οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν ότι η λίστα ήταν αδύνατον να τους προμηθεύσει τον απαιτούμενο αριθμό. Έτσι, ο προϊστάμενός του Κάπλερ, ταξίαρχος των SS δόκτωρ Χάρστερ (Wilhelm Harster), πρότεινε να   συμπληρωθεί με τους 15 Εβραίους που βρίσκονταν στις φυλακές της Γκεστάπο και αρκετούς θανατοποινίτες των πολιτικών ιταλικών φυλακών. Θα τους εκτελούσαν με συνοπτικές διαδικασίες, σε ομάδες των πέντε, με μια σφαίρα στον αυχένα.

Τελικά, μέσα στην βιάση να προλάβουν την προθεσμία που όρισε ο Φύρερ, ο αριθμός των συγκεντρωθέντων μπροστά στον ομαδικό τάφο ξεπέρασε τον απαιτούμενο. Αλλά και σε αυτούς τους επιπλέον δεν χαρίστηκε έλεος για λόγους μυστικότητας του όλου εγχειρήματος, που έμεινε στην Ιστορία ως "η σφαγή του Φόσσε Αρντεατίνι" (Eccidio delle Fosse Ardeatine).

Σε όλη αυτή την περίοδο η ομάδα του Κοχ πρωτοστάτησε στις σφαγές των κρατουμένων πατριωτών. Ο ίδιος δεν λέρωνε τα χέρια του με αίμα. Αν αποφάσιζε κάποτε να λάβει μέρος στα βασανιστήρια που εκτελούνταν εμπρός του φορούσε γάντια. Η συμβολή του ήταν κυρίως στο να εφευρίσκει ολοένα και οδυνηρότερα βασανιστήρια για τους δύστυχους συμπατριώτες του.

Ακόμη και οι Γερμανοί αισθάνονταν για το πρόσωπό του μια αποστροφή. Ήξεραν ότι άνθρωποι με ανάλογο χαρακτήρα εύκολα καταστάλαζαν όπου φυσάει ο άνεμος. Η δυσπιστία τους προς τον Κοχ και τους γκάνγκστερς του ποτέ δεν έλειψε ολότελα. Για τον λόγο αυτό δεν ήταν λίγες οι φορές που εισέβαλαν απροειδοποίητα στο κρησφύγετό τους. Κάποτε η συμπεριφορά των SS γινόταν ακόμη πιο εχθρική. Μα στο τέλος τον άφηναν να δρα ανενόχλητος. 

Κάποια στιγμή η έδρα της συμμορίας ανακαλύφθηκε, οπότε άμεσα έπρεπε να μεταφερθεί σε άλλη διεύθυνση. Μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου έχει πια ολοκληρωθεί η μεταφορά της "φωλιάς" των δολοφόνων στην πανσιόν Τζακαρίνο, στην οδό Ρομάνα 38. Κάτω από την σκάλα της δευτερεύουσας εισόδου ανοίχτηκε μια τρύπα διαμέτρου ενός μέτρου, όπου μόνο κουλουριασμένος σαν φίδι μπορεί να χωρέσει άνθρωπος.

Εκεί μέσα παραμένουν οι μελλοθάνατοι πατριώτες, αλλά και συλληφθέντες που καμιά ανάμιξη δεν είχαν στα γεγονότα: Αθώοι περαστικοί που έτυχε να βρεθούν στα σημεία των μπλόκων, επαγγελματίες και επιστήμονες όπως ο δικηγόρος Πιέρ Λουΐτζι Σαγκόνα, που ανήκε στο Κόμμα της Δράσης, καλλιτέχνες όπως η ηθοποιός Έστερ Μαρία Μπεομόντι και ο σκηνοθέτης Λουτσίνο Βισκόντι.

Ο Σαγκόνα έφριξε όταν κοιτάζοντας στον καθρέφτη είδε το πρησμένο από τις γροθιές πρόσωπό του. Ο Βισκόντι βίωσε την εμπειρία της "τρύπας" για διάστημα 8 ημερών. Καθημερινά ο δεσμοφύλακάς του υπενθύμιζε ότι η εκτέλεσή του ήταν ζήτημα ωρών. Το ότι σώθηκε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί θαύμα. Αλλά ποτέ δεν θα ξεχνούσε τα άψυχα κορμιά των εκτελεσθέντων που κείτονταν εμπρός του, στο πάτωμα του γραφείου του Κοχ. 

Με μια ομάδα επαγρύπνησης σε εικοσιτετράωρη βάση, οι υπόλοιποι της σπείρας αφοσιώθηκαν στις έρευνες για του υπεύθυνους του σαμποτάζ στην οδό Ρασέλα. Μετά από αλλεπάλληλες συλλήψεις, οι φασίστες έφτασαν τελικά στο όνομα Καλαμαντερέι. Εντόπισαν και αρκετούς συμμετέχοντες στην οργάνωσή του.

Αμέσως ειδοποιήθηκε ο Μέλτσερ και τα SS. Διαταγές εκδόθηκαν προς κάθε κατεύθυνση, αλλά οι Γερμανοί άρχισαν να επιδεικνύουν απροθυμία να εμπλακούν στις εσωτερικές έριδες και αντιπαλότητες των Ιταλών φασιστών. Έτσι, το μακάβριο έργο του Κοχ άρχισε να παρεμποδίζεται από τους ίδιους τους... SS!

Είναι κάτι που ασφαλώς εξόργιζε τον αιμοδιψή συμμορίτη. Αλλά η είδηση πως οι Σύμμαχοι ολοένα πλησίαζαν στην Ρώμη δεν άφηνε περιθώρια για υποβολή παραπόνων. Η συμμορία εγκατέλειψε την έδρα της για να καταφύγει στο Μιλάνο, αρκετά βορειότερα, πιστεύοντας ότι εκεί θα είχε την απαιτούμενη ασφάλεια.

Πριν φτάσει στο Μιλάνο ο Κοχ πραγματοποίησε μια σύντομη επίσκεψη στην Φλωρεντία, προκειμένου να αφήσει οδηγίες στο τοπικό κλιμάκιο των πρακτόρων του. Με εντολή του αμέσως έφυγαν "ταχυδρόμοι" προς όλες τις πόλεις όπου διατηρούσε δίκτυο κατασκοπείας και ομάδες οργανωμένου εγκλήματος, με σαφείς για τον καθένα οδηγίες περαιτέρω δράσης. 

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΗΘΙΚΗΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ 

Στο Μιλάνο επαναλαμβάνονται τα γνωστά κακουργήματα. Οι επιθέσεις πλέον κατευθύνονται ακόμη και στις "αδελφές" φασιστικές οργανώσεις. Όλοι ανταγωνίζονταν ποιος θα συνεισφέρει περισσότερο σε αυτόν τον ποταμό αίματος. Οι πραγματικοί σκοποί των συμμοριτών δεν ήταν πια δυνατόν να καλύπτονται κάτω από το πέπλο της ιδεολογίας: οι άνδρες του Κοχ επιδίδονταν μετά μανίας σε εκβιασμούς, ανταλλαγές κλοπιμαίων, ξεκαθαρίσεις λογαριασμών μεταξύ μαφιόζων, βιασμούς και αρπαγές περιουσιών. Ακόμη και η επίσημη Αστυνομία ήταν μπλεγμένη σε σειρά εγκληματικών δραστηριοτήτων. 

Ο Κοχ γνώριζε τα πάντα και αποφάσισε να αναλάβει τον ρόλο του τιμωρού! Μάλιστα, σε μια του αναφορά προς τον υπουργό των Εσωτερικών, που συνυπέγραψε ο αστυνομικός διευθυντής ντε Λαρντερέλ, τόλμησε και μια σειρά υποδείξεων, προκειμένου να σταματήσει αυτός ο ηθικός κατήφορος! Πρότεινε την άμεση ανάληψη πλήρους ελέγχου από τον τοπικό αστυνομικό διοικητή, τον καθορισμό σαφούς πλαισίου συνεργασίας με τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις και την εκτόπιση πολλών άλλων μαφιόζων ή επίορκων δημόσιων λειτουργών: αναφέρθηκε στον ανήθικο Φεντεράλε, το προδοτικό πολιτικό γραφείο των Μπόσσι, την εγκληματική ομάδα "Αστραπή" και τους "πουλημένους στον Σατανά" Μούτι, ακόμη και στην Μαύρη Ταξιαρχία. Με τον τρόπο αυτό επεδίωκε να θεμελιώσει μονοπωλιακά προνόμια σε μια πόλη που υποσχόταν εύκολο και άκοπο χρήμα, μέχρι την αναπόφευκτη έλευση των Συμμάχων. 

Ο Κοχ είχε έξυπνα εκμεταλλευτεί το κλίμα καχυποψίας που επικρατούσε μετά τον κλωνισμό του Μουσολίνι στην εξουσία. Οι διάφορες φασιστικές οργανώσεις την περίοδο αυτή επιδίδονταν σε οξύτατους ανταγωνισμούς, φέρνοντας τόσο τους Γερμανούς όσο και την επίσημη Ιταλική Κυβέρνηση σε πολύ δύσκολή θέση. Ο ηγέτης μιας τέτοιας οργάνωσης, ονόματι Ρομπέρτο Φαρινάτσι, είχε καταφέρει να αποκτήσει σημαντικά ερείσματα στην Πάδοβα, την Κρεμόνα, την Βερόνα και την Βενετία, ενώ δεν έκρυβε την τάση του να αυτονομηθεί και να διεκδικήσει κομμάτι από την πολιτική εξουσία της χώρας. Δεν δίστασε μάλιστα να σώσει πολλούς Εβραίους εφοδιάζοντάς τους με πλαστά ντοκουμέντα έναντι αδρής αμοιβής. Η περιουσία που συγκέντρωσε υπήρξε τεράστια, αλλά μεγάλο μέρος της διατέθηκε στον χρηματισμό των δημόσιων λειτουργών που υποβοηθούσαν το παράνομο έργο του. 

Η θέση επομένως του Μουσολίνι κρινόταν επισφαλής. Ακόμη και ο έμπιστός του, πρίγκιπας Βαλέριο Μποργκέζε, ο ιδρυτής του στολίσκου Χ-MAS που ειδικευόταν στον τομέα των υποβρυχίων καταστροφών, έπαψε να κατέχει την αλλοτινή θέση του στην συνείδηση του Ιταλού δικτάτορα. Ο Μποργκέζε είχε αναγκαστεί να διαλύσει τον στολίσκο μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943 και μερικοί από τους άνδρες του τάχθηκαν με τους Συμμάχους, αλλά ο ίδιος με το μεγαλύτερο ποσοστό τους συμμάχησε επίσημα με το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό. Η δράση του ωστόσο υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής υπό την καθοδήγηση του στρατηγού των SS Βολφ (Karl Wolf).

Με το στρατηγείο του κοντά στο Σαλό, ευθύς ήρθε σε σύγκρουση συμφερόντων με την ανταγωνιστική σπείρα του Κοχ. Ειπώθηκε μεταπολεμικά πως ήταν αυτός που εξώθησε τον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου του Μιλάνου, Εντουάρντο Μάνιο, να απευθύνει μια επιστολή διαμαρτυρίας στον Υπουργό Δικαιοσύνης Πιζέντι, αναφορικά με την δράση του Κοχ. Την αγανάκτησή τους εξεδήλωσαν και ο καρδινάλιος Ιλντεφόνσο Σκούστερ με τον τοπικό αστυνομικό διευθυντή. Και ο αρχηγός της οργάνωσης Μούτι, λοχαγός Μάσσα, ανέλαβε με ιδιαίτερη ικανοποίηση τον ρόλο του "εξαγνιστή". 

ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ 

Ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο οι διάφορες φασιστικές οργανώσεις βρίσκονταν συνεχώς σε κατάσταση ανταγωνισμού μεταξύ τους ήταν η πρόσβαση στα πολύτιμα υλικά πρώτης ανάγκης, όπως π.χ. το πετρέλαιο κίνησης και η βενζίνη, που την συγκεκριμένη περίοδο σπάνιζαν. Οι Γερμανοί κρατούσαν τις αποστάσεις τους από αυτές τις αντεκδικήσεις. Φαίνεται πως σε εκείνη την φάση είχε δημιουργηθεί μια δυσαρέσκεια της οργάνωσης Μούτι προς αυτήν του Κοχ σχετικά με τα καύσιμα. 

Στις 6:00 το απόγευμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1944, πάνοπλοι άντρες του Μάσσα εισέβαλαν στην πανσιόν "Θλίψη" και συνέλαβαν τα περισσότερα στελέχη του Κοχ πριν προβάλουν την παραμικρή αντίσταση. Τους μετέφεραν στις φυλακές του Σαν Βιττόρε (Carcere di San Vittore), στην Piazza Filangieri 2, στο Μιλάνο. Οι 43 φυλακισμένοι που βρέθηκαν σε άθλια κατάσταση από τα βασανιστήρια του Κοχ δέχθηκαν με ανακούφιση τις πρώτες βοήθειες. Η τραγική ειρωνεία ήταν πως, όταν κάποιοι από αυτούς έδειχναν σημεία κατάρρευσης, οι άνδρες του Κοχ τους έστελναν στην ίδια φυλακή που τώρα εισέρχονταν και οι ίδιοι ως κρατούμενοι. Έτσι, τα θύματα και οι πρώην βασανιστές τους βρέθηκαν αναγκαστικά στους ίδιους αποκρουστικούς χώρους! 

Μέχρι τον Δεκέμβριο ο Κοχ μπορούσε να ξεφεύγει την σύλληψη. Αλλά κι όταν αυτή τελικά συνέβη, τα σίδερα δεν θα τον κρατήσουν για πολύ, όπως άλλωστε και τους περισσότερους από τους συλληφθέντες άνδρες του. Κάποιοι φασίστες τους συνέλαβαν, κάποιοι άλλοι ομοϊδεάτες τους απελευθέρωσαν στις 25 Απριλίου 1945. Οι συμμορίτες κρύφτηκαν αμέσως, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των ανταρτών. Αλλά η ζέση για τον εκ νέου εντοπισμό του Κοχ δεν εκτονώθηκε. Οι εχθροί του στο Μιλάνο, την Ρώμη και την Φλωρεντία ήταν πολλοί. Πιθανόν ο Κοχ να γνώριζε  μυστικά τους, τι πιο φρόνιμο από μια τάχιστη και με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεση, ώστε να σιωπήσει για πάντα. 

Έχοντας ξυρίσει το μουστάκι και βάψει τα μαλλιά του ξανθά, ο Κοχ κατάφερε να αποσπάσει από μια ομάδα ανταρτών μια ταυτότητα και μια άδεια κυκλοφορίας στο όνομα Αριόστο Μαλαρίν, πείθοντάς τους ότι έπρεπε να φτάσει κατεπειγόντως στο Κόμο για να δει την βαριά άρρωστη μητέρα του. Κανείς δεν σκέφτηκε να του κάνει σωματικό έλεγχο, ώστε να βρεθούν πάνω του η πραγματική του ταυτότητα και το περίστροφό του. Αντίθετα, προσφέρθηκαν με αυτοκίνητό τους να τον εξυπηρετήσουν μεταφέροντάς τον αρκετά χιλιόμετρα! Αλλά στο τέλος πείσθηκε και ο ίδιος πως ήταν αδύνατον να περάσει τα σύνορα με την Ελβετία και επέστρεψε στην Φλωρεντία. 

Εκεί έμαθε πως η αρραβωνιαστικιά του, Ταμάρα Τσέρι, και η μητέρα του είχαν φυλακιστεί από τους αντάρτες. Το μίσος εναντίον του σε αυτήν την πόλη ήταν τεράστιο: εκεί, στο σπίτι της οδού Μπολονιέζε, μέχρι πρότινος βασάνιζε μέχρι θανάτου τους πατριώτες. Τώρα, κυνηγημένος ήταν ο ίδιος. Μια τρελή σκέψη του θόλωσε το μυαλό και παρουσιάστηκε στο διοικητήριο της πόλης, όπου καταλαβαίνει πλέον πως η προσπάθειά του ήταν μάταιη. Ομολόγησε στον έκπληκτο αξιωματικό υπηρεσίας ποιος αληθινά ήταν και χρειάστηκε να επαναλάβει τα λόγια του για να γίνει πιστευτός. Συνελήφθη χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση. 

Η είδηση της σύλληψής του την 1η Ιουνίου 1945 έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Το προανακριτικό γραφείο της Ρώμης ολοκλήρωσε την προανάκριση σε διάστημα δύο ημερών. Όλοι γνώριζαν πολύ καλά τα εγκλήματα του αιμοσταγούς φασίστα. Και στις 4 Ιουνίου ορίστηκε η επίσημη δίκη. Η αίθουσα "Σαπιέντσα" ήταν κατάμεστη.

Μέσα σε δύο ώρες ο Κοχ είχε ολοκληρώσει την απολογία του και οι μάρτυρες κατηγορίας την εξέτασή τους. Μάταια ο συνήγορός του, Φεντερίκο Κομαντίνι, προσπάθησε να πείσει τον πρόεδρο Βαρόνι και τους υπόλοιπους δικαστές να επιδείξουν επιείκεια. Η καταδικαστική απόφαση που βγήκε στις 12.17΄ανανγώριζε την ενοχή του και διέταζε την εκτέλεσή του δια τουφεκισμού. 

Ο Κοχ άκουσε την καταδικαστική του απόφαση με απίστευτη νηφαλιότητα. Ο συνήγορός του τον συμβούλευσε να ασκήσει αίτηση χάριτος, την έκανε, μα αυτή απορρίφθηκε. Στις 5 Ιουνίου ζήτησε να μιλήσει με την γυναίκα του, την αρραβωνιαστικιά του και μερικούς δημοσιογράφους. Ο εφημέριος των φυλακών Ρεγγίνα Κοέλι, όπου βρίσκεται μέχρι την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, του κράτησε συντροφιά μέχρι το μεσημέρι.

Στις 14.00 τον μετέφεραν στο δάσος Μπραβέτα, όπου τον περιμένουν 17 άνδρες της μητροπολιτικής αστυνομίας που θα αποτελούσαν το εκτελεστικό απόσπασμα. Τα τουφέκια τους ήταν έτοιμα. Ο Κοχ συνέχιζε να ατενίζει όλους με υπερηφάνεια. Δεν δέχθηκε να του κλείσουν τα μάτια. Αρνήθηκε ακόμη και να τον δέσουν στην καρέκλα, όπως συνηθιζόταν. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατόν να το αποφύγει. Μέχρι το αγγελόμορφο πρόσωπό του να δεχθεί τις σφαίρες μια παράξενη ηρεμία φώτιζε όλη αυτήν την ώρα  την ύπαρξή του. Δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν μετάνιωσε, δεν ικέτευσε. 

Σε ηλικία 27 ετών έφυγε από τον κόσμο παίρνοντας μαζί του το κρίμα των εγκλημάτων του. Μαζί με την μαύρη ψυχή του, μια ανάσα ξέφευγε από χιλιάδες συμπατριώτες του προς τον ουρανό.
_______________________
Βιβλιογραφία
1)   Mark Santillen: "My Life with Pietro Koch - The history of the beast of Frascati" (Ρώμη 2007)
2)   Massimiliano Griner: "La banda Koch" (Τορίνο 2000)
3)   Diego Meldi: "La Repubblicita si Salo" (Ρώμη 2008)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια των αναγνωστών και οι απόψεις τους δεν υιοθετούνται αναγκαστικά από τον κάτοχο αυτού του blog.